|
|
Τα Μαρασλειακά (η στάση της Ιεράς Συνόδου)
Στις 21 Ιανουαρίου1926 έφτασε στην Ιερα Σύνοδο ψήφισμα και υπόμνημα του πειραϊκού λαού που ζητούσε την απομάκρυνση των «μαλλιαρών» από τις δημόσιες θέσεις και την εξυγίανση της εκπαίδευσης. Η ενέργεια αυτή, όπως και άλλες που ακολούθησαν, ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας του ιδρυτή της Χριστιανικής Ένωσης Π.Α. Κουτρέλη, καθώς και του Δημ. Γιαννακόπουλου, προέδρου των «Ζηλωτών του Χριστού». Οι δυο τους είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο χριστιανικών οργανώσεων που αποδείχτηκε πολύ δραστήριο στα Μαρασλειακά. Κατέθεταν διαρκώς υπομνήματα στη Βουλή και στα ορθόδοξα Πατριαρχεία, αρθρογραφούσαν στον Τύπο και, κυρίως, έστελναν στην Ιερά Σύνοδο κείμενα διαμαρτυρίας γεμάτα απειλές, απαιτώντας από εκείνη να υιοθετήσει τις πιο ακραίες φονταμενταλιστικές θέσεις. Οι περισσότεροι ιεράρχες εμφανίζονταν μετριοπαθείς, και επιθυμούσαν να μελετήσουν το θέμα πριν τοποθετηθούν δημόσια. Ο ίδιος ο Αθηνών Χρυσόστομος, μολονότι καταγγέλλει ότι οι δημοτικιστές «ηρνήθησαν τον πολιτισμόν του παρελθόντος» και τόλμησαν εκείνο που ο Ψυχάρης δεν έκανε, «να θίξουν την πατρίδα και την οικογένειαν», αντιτίθεται στον αφορισμό τους και προτείνει να καταγγελθούν οι απόψεις τους, μόνο «εφόσον τούτο θίγει την θρησκείαν». Η μετριοπάθεια της Ιεράς Συνόδου σε αυτό το ζήτημα εκφράζεται με την ανάθεση της υπόθεσης στον Μητροπολίτη Ηλείας Αντώνιο, γνωστό για την ηπιότητά του και ύποπτο για τη συμπάθεια του στους φιλελεύθερους. Ο Ηλείας Αντώνιος κατέθεσε την έκθεση του στην Ιερά Σύνοδο στις 28 Φεβρουαρίου 1926' αφού συζητήθηκε στις συνεδριάσεις της 7ης και 21ης Απριλίου 1926, αποφασίστηκε να διαβιβαστεί στο Υπουργείο Παιδείας, με την παράκληση να διεξαχθούν συστηματικές ανακρίσεις από τον Άρειο Πάγο. Από τα γραπτά των δημοτικιστών -όπως υποστήριζε ο Μητροπολίτης-, δεν προέκυπταν βάσιμες κατηγορίες περί ασέβειας και υπονόμευσης της θρησκείας. Προέκυπταν όμως από το έργο τους, όπως έγραφε στην έκθεση του, αναφέροντας, στη συνέχεια, τον περιορισμό των ωρών διδασκαλίας των θρησκευτικών, την κατάργηση της προσευχής, του εκκλησιασμού και της εορτής των Τριών Ιεραρχών, την έγκριση βιβλίων όπου αμφισβητούνται οι θρησκευτικές αρχές, την πρόσληψη συνεργατών όπως ο Ιορδανίδης, ο Βάρναλης, η Ιμβριώτη και ο Αναγνωστόπουλος. 0 Ηλείας Αντώνιος πρότεινε, τέλος, να ζητηθεί από το Υπουργείο να προσθέσει στα μέλη του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου έναν καθηγητή της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και να υποβάλλει στο εξής τα σχολικά εγχειρίδια στην Ιερά Σύνοδο για έλεγχο του θρησκευτικού τους περιεχομένου, έτσι ώστε να προστατεύονται στο μέλλον τα μέλη του Συμβουλίου από το ενδεχόμενο δυσφήμησης και να διατηρείται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο σχολείο. Η έκθεση του Μητροπολίτη Ηλείας απασχόλησε την Ιερά Σύνοδο και στη συνεδρίαση της 21ης Απριλίου 1926. Εκεί ο Καλαβρύτων Τιμόθεος, από τους σκληροπυρηνικούς της Ιεράς Συνόδου, κατέθεσε γραπτή έκθεση όπου στήριζε την κατηγορία της αθεΐας όχι στις ρητές δηλώσεις των δημοτικιστών, αλλά στις άρρητες επιδιώξεις τους, έτσι όπως τεκμηριώνονταν στην εκπαιδευτική τους πολιτική. Το σύστημα της διδασκαλίας, σύμφωνα με τον Τιμόθεο, «εμπνέει την προς Θεόν απιστίαν». Όλη η οικονομία της παιδαγωγικής τους καλλιεργεί αυτό το φρόνημα, που είναι αντίθετο στο ελληνικό. Ο Τιμόθεος θα ζητήσει την παραδειγματική τιμωρία των δημοτικιστών του Μαράσλειου, η άποψη του ωστόσο θα μειοψηφήσει. Η Σύνοδος, με πρόταση του Χρυσόστομου, θα ακολουθήσει, τελικά, τη μέση οδό. Στο υπόμνημα της, από τη μια εμφανίζεται βέβαιη για την αντιθρησκευτική και αντεθνική δράση των δημοτικιστών του Μαράσλειου, από την άλλη αμφιβάλλει αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί μια τέτοια κατηγορία. Ζητάει λοιπόν από το Υπουργείο να παραπέμψει το ζήτημα στον Άρειο Πάγο, ο οποίος θα αποφανθεί τελικά αν πρέπει να τιμωρηθούν οι εν λόγω παιδαγωγοί. Το Υπουργείο Παιδείας χρησιμοποιεί το αίτημα της Εκκλησίας ως πρόφαση για να διατάξει τη συνέχιση των ανακρίσεων για το Μαράσλειο Διδασκαλείο. Υπουργός Παιδείας του Πάγκαλου είναι τώρα -μετά την παραίτηση Τσιριμώκου (20/10/1925) και την παρέλαση των Λουκά Κανακάρη-Ρούφου (20/10/1925-6/11/1925) και Λιβαθινόπουλου (6/11/1925 - 6/3/1926)- ο Δημήτριος Αιγινήτης, βενιζελικής προέλευσης και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με την ανάληψη των καθηκόντων του, εκείνος καθιστά σαφές, με τις δηλώσεις του, με ποια πλευρά προτίθεται να ταχθεί. Αποδίδοντας την κακοδαιμονία της εκπαίδευσης στον «γλωσσικό ανταγωνισμό», κατηγορεί τους δημοτικιστές ότι δεν δίστασαν να συνεργαστούν «μετά διδασκάλων, διδασκόντων ότι η Ελληνική επανάστασις ήτο εμπορική επιχείρησις», υποκύπτοντας στον γλωσσικό τους φανατισμό. Επί Αιγινήτη, η Εκκλησία της Ελλάδος θα επανέλθει για να διευκολύνει το έργο των εκκαθαρίσεων που είχε εγκαινιάσει ο υπουργός. Με επιστολή της Ιεράς Συνόδου θα εκφράσει την ανησυχία της για όσα «κατά της θρησκείας και της πατρίδος» συμβαίνουν στην εκπαίδευση, και θα ζητήσει από το Υπουργείο «να λάβη τα προσήκοντα μέτρα». Στην ίδια επιστολή η Ιερά Σύνοδος θα διατυπώσει και το αίτημα να ανατεθεί το ανακριτικό έργο στον Άρειο Πάγο. Οι ενέργειες της Εκκλησίας δεν ικανοποιούν τους σκληροπυρηνικούς, οποίοι κατηγορούν την Ιερά Σύνοδο για απόπειρα συγκάλυψης και απειλούν να ξυρίσουν όσους δεν προσυπογράφουν την κατηγορία της για τον Γληνό και τον Δελμούζο. Ασκούν πιέσεις ώστε να παραπεμφθούν ο Γληνός και ο Δελμούζος σε δίκη, ζητούν ανακρίσεις για τα εξαφανισμένα έγγραφα που αφορούν τον Βάρναλη, απαιτούν κατ' αντιπαράσταση εξέταση με τον Γληνό και τον Δελμούζο, και καταγγέλλουν τον Μητροπολίτη Καρυστίας, που βρίσκεται στην προοδευτική πλευρά του συνοδικού φάσματος, ως επίβουλο του Ιερού Ευαγγελίου.
Μαρία Ρεπούση, Τα Μαρασλειακά (1925-1927), Αθήνα 2012, Πόλις, σ. 148-150
|
|