|
|
Τα Μαρασλειακά, Η ΓΡΑΜΜΗ ΓΛΗΝΟΥ
Στις 4 και 5 Ιουνίου 192529 ο Δημήτρης Γληνός στέλνει δύο επιστολές στον ημερήσιο Τύπο, για να διαψεύσει τις κατηγορίες κατά της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Επανέρχεται με μια αιχμηρή και οργισμένη συνέντευξη που δίνει στο Διδασκαλικόν Βήμα στις 21 Ιουνίου 1925, αμφισβητώντας το ηθικό ανάστημα, τα ιδανικά και τις αρχές των αντιπάλων του. Τους αποκαλεί «διανοητικό κατακάθι» χωρίς κώδικες τιμής και ηθικούς φραγμούς, καπήλους ιδεών, ανθρώπους που πλαστογραφούν, ψεύδονται, συκοφαντούν, και όλα αυτά στο όνομα της θρησκείας, της ηθικής, του «εθνισμού». Ο Γληνός δεν αναφέρεται ευθέως στη μαρασλειακή διαμάχη και σε όσα γράφονται για το Μαράσλειο. Τη θεωρεί απλώς ένα επεισόδιο, μία μόνο από τις άπειρες περιπέτειες που γνώρισε και θα γνωρίσει ο γλωσσοεκπαιδευτικός αγώνας, ο οποίος, στην Ελλάδα, έχει μετατραπεί σε εκπολιτιστικό αγώνα. Από τη μια πλευρά, βρίσκονται οι προοδευτικές δυνάμεις, που δεν έχουν ανάγκη από «διαστροφές, συκοφαντίες και ψευτιές», και οι οποίες παλεύουν για το καλό του τόπου «με τη ρομφαία της αλήθειας που το ατσάλι της είναι γνήσιο, καθαρό, γιαλιστερό και αποτελεσματικό»* από την άλλη, οι οπισθοδρομικές δυνάμεις, που υπερασπίζονται τα συμφέροντα τους με όπλο τη συκοφαντία και θεό τους τον εγωισμό. Στο δυϊστικό -σχεδόν μανιχαϊστικό- σχήμα του Γληνού, οι αντιδραστικές, οπισθοδρομικές και ηθικά φαύλες δυνάμεις είναι οι καθαρευουσιάνοι που, όπως υποστηρίζει, «δεν γνώρισαν ως τώρα κανένα κώδικα τιμής στα μέσα που μεταχειρίζονται για να κατασπιλώσουν τους αντιπάλους τους». Ο Γληνός θεωρεί υποχρέωση του να υπερασπιστεί το έργο της σχολής την οποία διευθύνει. Η πολεμική κατά της Ακαδημίας, στηριγμένη στα παραποιημένα Πρακτικά μιας συνεδρίασης της σχολής, τα οποία είχαν διαρρεύσει στον Τύπο, επικεντρωνόταν στις αντιλήψεις κατά του θεσμοί οικογένειας που εκφράστηκαν δήθεν από διδάσκοντες στη σχολή. Ο Γληνός διαψεύδει τις κατηγορίες, αλλά υπερασπίζεται όχι τόσο την εθνική ορθότητα της διδασκαλίας στην Ακαδημία όσο την επιστημοσύνη της. Εξηγεί ότι στη σχολή δεν φοιτούν παιδιά ούτε αυριανοί δάσκαλοι, αλλά επιστήμονες, λειτουργοί της μέσης εκπαίδευσης, εν ενεργεία καθηγητές. Επιλέγονται τριάντα από αυτούς κάθε χρόνο, για να λάβουν ανώτερη φιλοσοφική και παιδαγωγική μόρφωση. Είναι φυσικό, λοιπόν, να συζητούν όλες τις παιδαγωγικές αντιλήψεις, ώστε με τους ευρείς ορίζοντες τους να «γίνουν ικανοί να δράσουν στην κοινωνία ως ευσυνείδητοι οδηγοί και όχι τυφλοί οπαδοί της ρουτίνας». […]
Η επιχειρηματολογία του Γληνού και των «δοκίμων», όσον αφορά την «επιστημοσύνη» της σχολής, δεν θα μείνει αναπάντητη όπως εκείνη του Δελμούζου. Σύμφωνα με τους αντιπάλους τους, όσοι προορίζονται για την εκπαίδευση οφείλουν να διδάσκουν τα παιδιά του λαού όχι ό,τι τους υπαγορεύει η ελεύθερη επιστημονική τους συνείδηση, αλλά ό,τι επιτάσσει το κράτος. Κι αν το κράτος έχει δίκιο ή άδικο, δεν είναι δουλειά τους να το συζητήσουν ή να το ερευνήσουν. Στο ίδιο πνεύμα θα απαντήσει, από τις στήλες του Εμπρός, και ο πρώην πρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας και σφοδρός πολέμιος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Αντώνιος Καραγιάννης. Στόχος του είναι κυρίως να καταδείξει την ασυμβατότητα της ελευθερίας της έρευνας και της επιστήμης με την ελληνική εκπαίδευση και την εκπαίδευση γενικότερα, και συνακόλουθα να υποδείξει το αδιέξοδο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Το σχολείο -σύμφωνα με τον Καραγιάννη-δεν είναι επιστημονικό εργαστήρι, ούτε ακαδημία επιστημών που συζητά και ερευνά επιστημονικά ζητήματα. Δεν είναι ούτε κοινωνικό σωματείο ή λέσχη πολιτική, για να ασχολείται με τις διάφορες αντιλήψεις για τη γλώσσα, τη θρησκεία, την οικογένεια και την πατρίδα. Το σχολείο είναι θεσμός πολιτειακός, και το κράτος απαιτεί από τους εκπαιδευτικούς πλήρη συμμόρφωση, κατά το γράμμα και κατά το πνεύμα, με τις υποδείξεις του. Δεν επιτρέπεται ο δάσκαλος -όπως υποστηρίζει ο Καραγιάννης- να ασκεί έργο ελεύθερου επιστήμονα, από τη στιγμή που κατέχει δημόσια θέση. Υπήρξαν παλαιότερα μεγάλοι μεταρρυθμιστές -όπως ο Ρουσσώ, ο Σπένσερ, ο Τολστόι- κανείς τους όμως δεν κατείχε δημόσια θέση. Ο Καραγιάννης δείχνει, έτσι, στους δημοτικιστές τον δρόμο προς την έξοδο. Αν θέλουν να είναι μεταρρυθμιστές, οφείλουν να εγκαταλείψουν τη δημόσια θέση τους. Το ίδιο ισχύει και για τα βιβλία. Δεν σημαίνει ότι κάθε επιστημονικό βιβλίο ενδείκνυται για την εκπαίδευση. Ο Καραγιάννης φέρνει ως παράδειγμα τη θεωρία του Δαρβίνου. Δέχεται την επιστημονικότητά της, αλλά ισχυρίζεται ότι δεν έχει θέση στα διδακτικά βιβλία. Προειδοποιεί, στη συνέχεια, τους τριάντα «δοκίμους» της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, που δέχτηκαν να υπογράψουν «υποβολιμαίον ανακοινωθέν», ότι η ελευθερία της έρευνας μπορεί να βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη διδασκαλική τους ιδιότητα και αποστολή. Υποστηρίζει ακόμα ότι το κράτος ενδέχεται να χρειάζεται και το «ψεύδος» για την εκπλήρωση των σκοπών του. Τι θα κάνουν τότε οι «δόκιμοι»; Ο Καραγιάννης εντείνει την πίεση προς τους αντιπάλους του: Ο μύθος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά -τους ρωτά- είναι ψέμα ή όχι; Αρνούνται οι καθηγητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας ότι χρησίμευσε ως «συμπυκνωτήρ» του εθνικού φρονήματος; Αγνοούν οι εκπαιδευόμενοι της σχολής του Δελμούζου ότι το ψέμα αυτό έγινε, με τα χρόνια, η «ζώσα πίστη» και το ελατήριο για να ενωθεί το έθνος; Και όταν έρθει η ώρα της διδασκαλίας της θρησκείας, που στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην Αποκάλυψη, τι θα την κάνουν την ελευθερία της σκέψης τους; Ο Γληνός δεν θα επανέλθει στα Μαρασλειακά παρά τον Οκτώβριο του 1926, μετά την πτώση της κυβέρνησης Πάγκαλου. Και επανέρχεται εκφράζοντας την απέραντη πικρία του για όσα συνέβησαν. Πρόκειται για μια συνέντευξη που παραχωρεί στον Ελεύθερο Τύπο, με θέμα τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής ζωής. Εκεί θα αναφερθεί και στο εκπαιδευτικό ζήτημα ως δομικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, θλιβερό σημάδι της «διανοητικότητας» της λεγόμενης άρχουσας τάξης. Αντίδραση και αστική τάξη συνιστούν πια τους δύο πόλους για την καταβαράθρωση του σχολείου.
«Από τη μια μεριά κατηγορίες ολόκληρες εφημερίδων και επιστημόνων το κυλούν στο βούρκο χωρίς την ελάχιστη αξιοπρέπεια, χωρίς αυτοσεβασμό, χωρίς το ελάχιστο ερύθημα εντροπής, χωρίς την ελάχιστη τύψη, από την άλλη μεριά τηρείται μια υπολογιστική σιωπή, μια αξιοπρεπή τάχα αδιαφορία κι επιφυλακτικότητα γνησιώτατης συμφεροντολογικής καταγωγής».
Μαρία Ρεπούση, Τα Μαρασλειακά (1925-1927), Αθήνα 2012, Πόλις, σ. 221-224
|
|