ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το εγχείρημα του αστικού εκσυγχρονισμού, 1928-1932

(Σπύρος Τζόκας, «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το εγχείρημα του αστικού εκσυγχρονισμού, 1928-1932, Αθήνα: Θεμέλιο 2002, αποσπάσματα)

 

 

Έτσι, ο αυτοεξόριστος στο διάστημα αυτό πολιτικός προετοιμάζει μεθοδικά τη στιγμή της επανόδου του στην πολιτική, πράγμα που γίνεται το 1928.

Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργούνται και οι όροι επανόδου του στην πολιτική και η «προίκα» της τετραετίας. Η πολιτική αστάθεια και η εναλλαγή κυβερνήσεων, καθώς και οι πραξικοπηματικές ενέργειες αξιωματικών ευνοούν τη δημιουργία κλίματος στο λαό υπέρ της επανόδου του Βενιζέλου. Από την άλλη πλευρά, υφαίνεται στην εξαετία που μεσολάβησε η «προίκα» της τετραετίας του Βενιζέλου, αλλά διατηρούνται και οι εκκρεμότητες της Ελλάδας με τους βαλκάνιους γείτονες. Αυτή τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στον ελληνικό χώρο θα διατρέξουμε συνοπτικά στα επόμενα κεφάλαια του πρώτου μέρους, εστιάζοντας την προσοχή μας στις ακόλουθες συνιστώσες αυτής:

α) στο συγκλονιστικό γεγονός της εισροής στον ελλαδικό χώρο περισσοτέρων από ενάμισι εκατομμύριο προσφύγων και τις συνέπειες στην οικονομία της χώρας·

β) στην ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης κάτω από την πίεση πλέον της αποκατάστασης των προσφύγων στον αγροτικό τομέα·

γ) στη νομισματική σταθεροποίηση και τα εν γένει χαρακτηριστικά της οικονομίας της χώρας πριν το 1928·

δ) στη διεθνή θέση της χώρας, από την οπτική εκείνη που η επιδείνωση της συνεπέφερε την αιμορραγία του δημόσιου προϋπολογισμού, εξαιτίας των στρατιωτικών δαπανών, και τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας για επενδύσεις.

σελ. 28

 

 

2. ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

 

Το τέλος του μεγαλοϊδεατισμού και η έναρξη μιας νέας εποχής για το ελληνικό κράτος σημαδεύτηκαν και εκβιάστηκαν από την τραγωδία της Μικράς Ασίας· τραγωδία που τερμάτισε τον εξαετή πόλεμο που διεξήγαγε η Ελλάδα στο πλευρό των συμμάχων της Entente. Το αποτέλεσμα της τραγωδίας αυτής ήταν η βίαιη εκρίζωση των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής. Κάτω από τις γνωστές τραγικές συνθήκες συγκεντρώθηκαν στην Ελλάδα 1.500.000 περίπου πρόσφυγες, οι οποίοι προσδοκούσαν την άμεση και οργανωμένη βοήθεια του κράτους για να σταθούν στα πόδια τους. Οι πρόσφυγες αυτοί, που στερούνταν τα πάντα και εικόνιζαν στα πρόσωπα τους την προηγηθείσα συμφορά, ήταν κατά ποσοστό 45% περίπου αγρότες και κατά 55% αστοί. Η αποκατάσταση των προσφύγων και η απορρόφηση τους στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας αποτέλεσε μια βασανιστική διαδικασία για ένα κράτος όπως το ελληνικό του 1922, αλλά, όμως, και μια εποποιία μοναδική στην ιστορία.

Το ελληνικό κράτος, που εξήλθε τραυματισμένο και οικονομικά βεβαρημένο από τον υπερδεκαετή πόλεμο, δε διέθετε ούτε τα οικονομικά μέσα, ούτε τις αντίστοιχες οργανωμένες υπηρεσίες για ένα τόσο μεγάλο έργο, όπως αυτό της αποκατάστασης των προσφύγων. Στην προσπάθεια του να ανταποκριθεί στο έργο αυτό κατέφυγε στον εξωτερικό και εσωτερικό δανεισμό, ώστε να εξεύρει τα κεφάλαια. Έτσι, εκτός από τα προσφυγικά δάνεια που σύναψε με φορείς του εξωτερικού, εξέδωσε και έξι δάνεια στο εσωτερικό της χώρας μεταξύ των ετών 1923-1928. Παρά ταύτα, η αποκατάσταση των προσφύγων προχωρούσε με αργούς ρυθμούς και με μεγάλες ελλείψεις.

Στη σύντομη αυτή καταγραφή του προσφυγικού ζητήματος θα παραλείψουμε τις διαδικασίες και ενέργειες που έγιναν για την αποκατάσταση των προσφύγων, επειδή η στόχευση του κεφαλαίου, όπως τονίστηκε στην εισαγωγή, είναι διαφορετική. Η στόχευση μας εστιάζεται στις νέες προϋποθέσεις που δημιουργήθηκαν στον ελληνικό χώρο από την άφιξη των προσφύγων. Η μαζική αυτή άφιξη δεν αποτέλεσε μόνο ένα βαρύ φορτίο για την ήδη βεβαρημένη και υπανάπτυκτη ελληνική οικονομία, αλλά και κινητήριο μοχλό και προϋπόθεση για την ανάκαμψη της. Η ίδια η προσπάθεια αποκατάστασης των προσφύγων, σε συνθήκες ύφεσης του διεθνούς εμπορίου και διεθνούς κρίσης, λειτούργησε σαν ένας μηχανισμός για την υπέρβαση της ύφεσης και για την αναδιάρθρωση της οικονομίας. Αυτό οφειλόταν στις οικονομικές διαδικασίες που ενεργοποιούσε η αποκατάσταση και στη διακίνηση μεγάλων οικονομικών μεγεθών που αυτή απαιτούσε. Η στέγαση των προσφύγων, τα εγγειοβελτιωτικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης εμφανίστηκαν, αφενός, ως επείγοντες και επιτακτικοί στόχοι κοινωνικής πολιτικής και λειτούργησαν, αφετέρου, ως προσοδοφόροι τομείς για τις ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Οι δραστηριότητες αυτές συνέβαλαν, με τη σειρά τους, στη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς.

Ταυτόχρονα, η άφιξη των προσφύγων εξανάγκασε στην επιτάχυνση του προγράμματος της αγροτικής μεταρρύθμισης, που νομοθετήθηκε το 1917, καθώς η πίεση της αγροτικής αποκατάστασης μεγάλου μέρους αυτών ήταν άμεση και έντονη. Έτσι, σταδιακά δημιουργήθηκε η νέα μορφή ιδιοκτησίας της γης στην ελληνική ύπαιθρο, που ήταν ο μικρός οικογενειακός αγροτικός κλήρος, γεγονός ευεργετικό για την ανάπτυξη της οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Το αποτέλεσμα αυτό σε συνδυασμό με την αύξηση της προσφοράς ειδικευμένης και φθηνής εργασίας από τους πρόσφυγες της αστικής αποκατάστασης συνέβαλαν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Έτσι, η αξία της βιομηχανικής παραγωγής από 3,1 δισεκατομμύρια δραχμές το 1923 ανήλθε σε -7,1 δις το 1929, γεγονός που είναι ενδεικτικό για τη συμβολή του προσφυγικού κόσμου.

Σημαντική, τέλος, ήταν η συμβολή των προσφύγων στο μετασχηματισμό και τον εκσυγχρονισμό του βορειοελλαδικού χώρου. Η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού προσφύγων στη Βόρεια Ελλάδα συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση εθνικής ομοιογένειας «των νέων ελληνικών χωρών». Η Μακεδονία, στην οποία το ελληνικό στοιχείο αριθμούσε το 42% περίπου του συνόλου του πληθυσμού το έτος 1913, έφτασε το 1926 στο 90% περίπου αμιγούς ελληνικού πληθυσμού. Στη Θράκη τα παραπάνω ποσοστά ήταν 17% και 62% αντίστοιχα. Τα στοιχεία αυτά και μόνο δείχνουν ότι ο βορειοελλαδικός χώρος καθορίστηκε κατά κάποιον τρόπο από τις συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής και από την επακόλουθη ανταλλαγή των πληθυσμών. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι οι προϋποθέσεις για την «απογείωση» της οικονομίας στο βορειοελλαδικό χώρο δημιουργούνται ακριβώς αυτή την περίοδο.7 Επομένως, ο εποικισμός είχε ευρύτερες διαστάσεις από αυτές της απλής εγκατάστασης των προσφύγων σε νέες εστίες στην ύπαιθρο ή στις πόλεις.

Απαριθμώντας τη σύντομη αυτή διαδρομή στις ζωογόνες για την ελληνική κοινωνία και οικονομία επιπτώσεις της άφιξης των μικρασιατών προσφύγων, θα σημειώναμε τα ακόλουθα: (1) διευρύνθηκε σημαντικά η εσωτερική αγορά- (2) επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες της αγροτικής μεταρρύθμισης• (3) προσφέρθηκαν άφθονα ειδικευμένα ή μη εργατικά χέρια στη νεοσύστατη βιομηχανία• (4) τονώθηκε η οικονομία της χώρας• (5) απέκτησαν εθνική ομοιογένεια οι «νέες χώρες» της Βόρειας Ελλάδας, και (6) προωθήθηκαν νέες ιδέες και αναβαθμίστηκε το πολιτιστικό επίπεδο της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που γράφει ο Munkman: «Ένας καθυστερημένος αγροτικός πληθυσμός που ζούσε πρωτόγονα με περιορισμένες επαφές με τον κόσμο ήρθε ξαφνικά σε επαφή με μια μεγάλη, αστικοποιημένη, εμπορευόμενη ομάδα». Αν και υπάρχει κάποια υπερβολή στην άποψη αυτή, φαίνεται, εν τούτοις, η συμβολή των προσφύγων στη νέα πορεία του ελληνικού κράτους.

Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα και η συνακόλουθη επιχείρηση αποκατάστασης τους αποτέλεσαν μια εποποιία, όπως προαναφέρθηκε, για την υπανάπτυκτη, αδύναμη και λαβωμένη από τους συνεχείς πολέμους Ελλάδα. Οι διαδικασίες αποκατάστασης προκάλεσαν μία άνευ προηγουμένου κινητοποίηση δυνάμεων. Η επιχείρηση αυτή συγκέντρωσε και ξένα κεφάλαια, κυρίως αγγλικά και αμερικανικά, και δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας νέας εκκίνησης του νεοελληνικού κράτους, εκκίνηση που φιλοδοξούσε να αποδεσμευτεί από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος. Τη νέα αυτή συγκυρία θα συναντήσει ο Βενιζέλος και θα επιδιώξει να την εκμεταλλευθεί με τον καλύτερο τρόπο και να την αξιοποιήσει κατά τη διάρκεια της τετραετίας του.

 

σελ. 28-32

 

3. Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

 

Η ασφυκτική πίεση που προκλήθηκε από τις ανάγκες της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων επέσπευσε τις διαδικασίες της αγροτικής μεταρρύθμισης. Η αγροτική μεταρρύθμιση είχε εξαγγελθεί με πέντε διατάγματα από την επαναστατική κυβέρνηση της «Εθνικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη το 1917 και παρέμενε στα χαρτιά μέχρι το 1922, αν εξαιρέσουμε κάποιες μικρής σημασίας ενέργειες. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μέχρι το 1920, τρία χρόνια μετά την εξαγγελία, είχε διανεμηθεί μόνο ένα τσιφλίκι, μέχρι το 1922 είχαν διανεμηθεί 72 περίπου τσιφλίκια, ενώ μετά το 1922 οι ρυθμοί επιταχύνθηκαν, με αποτέλεσμα μέχρι το 1925 να έχουν διανεμηθεί 1.200 περίπου τσιφλίκια.9 Η επίσπευση αυτή της αγροτικής μεταρρύθμισης δεν είχε να κάνει μόνο με λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά, κυρίως, με λόγους οικονομικούς, καθώς η αντικατάσταση της τσιφλικικής γεωργίας από την οικογενειακή ήταν υψίστης σημασίας ζήτημα για την αστική ανάπτυξη στην Ελλάδα και για την ενσωμάτωση του αγροτικού τομέα στο εθνικό-οικονομικό σύνολο.

Η βούληση, συνεπώς, του κράτους για την αντικατάσταση της τσιφλικικής γεωργίας σε συνδυασμό με τις άμεσες ανάγκες της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων ενεργοποίησαν την αγροτική μεταρρύθμιση. Έτσι, με το διάταγμα της 15ης Φεβρουαρίου 1923 πραγματοποιήθηκε ευρύτατη διανομή της μεγάλης γαιοκτησίας. Απαλλοτριώθηκαν συνολικά 1.724 μεγάλα αγροκτήματα (τσιφλίκια, μοναστηριακά, κ.ά.) εκτάσεως 12.000.000 στρεμμάτων, με τα οποία αποκαταστάθηκαν 130.000 οικογένειες γηγενών καλλιεργητών. Ταυτόχρονα διατέθηκαν 7.801.994 στρέμματα, που κυρίως ανήκαν σε τούρκους ανταλλάξιμους, για την αποκατάσταση 145.758 οικογενειών προσφύγων αγροτών, δηλαδή 578.824 άτομα σε 1.954 χωριά.10 Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, στην προ του 1917 Ελλάδα υπήρχαν 2.259 τσιφλίκια, τα οποία κατανέμονταν ως ακολούθως: 818 στη Μακεδονία, 584 στη Θεσσαλία, 410 στην Ήπειρο, 84 στη Δυτική Θράκη και 363 στην Παλαιά Ελλάδα." Η απαλλοτρίωση του μεγαλύτερου μέρους αυτών μετά το 1922 λειτούργησε, αφενός, υπέρ της βούλησης του κράτους για μικρές οικογενειακές ιδιοκτησίες και, αφετέρου, υπέρ της αγροτικής αποκατάστασης μεγάλου αριθμού προσφύγων.

Είναι αξιοσημείωτο, ότι τον κύριο λόγο για την αγροτική μεταρρύθμιση είχε το κράτος και λιγότερο ένα αγροτικό κίνημα πανελλαδικής εμβέλειας που ήταν ικανό να πιέσει και να εξαναγκάσει σε μια τέτοια κατεύθυνση. Το γεγονός αυτό είχε και τις ανάλογες συνέπειες, καθώς το κράτος έδωσε υψηλές αποζημιώσεις στους τσιφλικούχους, ενώ από την άλλη πλευρά επέβαλε τέτοιους οικονομικούς όρους στους νέους μικροϊδιοκτήτες που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν δυσβάστακτοι. Οι οικονομικοί αυτοί όροι προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στους έλληνες αγρότες, οι οποίοι σε σύντομο χρονικό διάστημα βρέθηκαν χρεωμένοι στο ελληνικό Δημόσιο και στις τράπεζες με ποσά που διαρκώς αυξάνονταν από τους τόκους. Έτσι, το εισόδημα τους διαρκώς συρρικνωνόταν και σε αρκετές περιπτώσεις δεν επαρκούσε ούτε για την επιβίωση των οικογενειών τους.

Από την άλλη πλευρά, το κράτος, το οποίο διαχειρίστηκε την αγροτική μεταρρύθμιση σχεδόν αποκλειστικά, επεδίωκε μέσω αυτής και της συνακόλουθης αναδιανομής της γης να αυξήσει την αγροτική παραγωγή, άρα και τα κρατικά έσοδα, καθώς θα διευρυνόταν η φορολογική βάση με τη φορολογία ιδιοκτητών και προϊόντων.

 

 

σελ. 32-33

 

 

Οφείλουμε βεβαίως να σημειώσουμε, ότι η συναλλαγματική αστάθεια και ο πληθωρισμός δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικά φαινόμενα. Τα φαινόμενα αυτά συνέπεσαν με την κατάρρευση του διεθνούς χρυσού κανόνα, του νομισματικού συστήματος που επέτρεψε την απρόσκοπτη ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας στη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Η κατάρρευση αυτή συνιστούσε το αντιπροσωπευτικότερο φαινόμενο της νέας φάσης που διένυε η διεθνής οικονομία μετά τον τερματισμό του Α' παγκοσμίου πολέμου. Η διεθνής εμπειρία έδειξε πως ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες αποσταθεροποίησης των διαφόρων εθνικών οικονομιών ήταν το τραπεζικό σύστημα. Είναι πάντως γεγονός, ότι μετά το τέλος του πολέμου επιδιώχτηκε η επιστροφή στη λειτουργία του διεθνούς χρυσού κανόνα. Τυπικά, αυτό επιτεύχθηκε το 1925, με την επανασύνδεση της λίρας με το χρυσό στην προπολεμική τους ισοτιμία. Τότε, ακριβώς, θεωρήθηκε απαραίτητη η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε όλες τις επιμέρους οικονομίες του διεθνούς συστήματος.

Η πολιτική αυτή της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σχεδόν επιβλήθηκε από τις δανείστριες χώρες προς τις δανειζόμενες. Στα πλαίσια αυτά, η ίδρυση κεντρικής τράπεζας που θα εξασφάλιζε τη νομισματική σταθερότητα ήταν απαραίτητος όρος για τις δανειζόμενες χώρες. Έτσι, λοιπόν, όταν ο υπουργός των Οικονομικών της οικουμενικής κυβέρνησης Γ. Καφαντάρης προσέφυγε στην ΚΤΕ το 1927 για τη σύναψη δεύτερου προσφυγικού δανείου αντιμετώπισε, μεταξύ άλλων, και τους νέους όρους που επέβαλαν οι δανείστριες χώρες. Αυτοί αφορούσαν τη νομισματική σταθεροποίηση στην Ελλάδα και την ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας η οποία θα εγγυόταν αυτή με την αποκλειστική διαχείριση του εκδοτικού προνομίου. Μάλιστα, η δημοσιονομική επιτροπή που, κατ' εντολή της ΚΤΕ, εξέτασε τα δημοσιονομικά της Ελλάδας, θεώρησε απαράδεκτο το καθεστώς που επικρατούσε, τη συνύπαρξη, δηλαδή, του εκδοτικού προνομίου με όλες τις υπόλοιπες τραπεζικές εργασίες, όπως συνέβαινε με την ΕΤΕ. Η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων να προχωρήσει στην υλοποίηση των δύο όρων, που σε τελική ανάλυση ευνοούσαν την οικονομία της. Έτσι, η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, όρος της ΚΤΕ, ως αμιγής κεντρική εκδοτική τράπεζα, υπήρξε αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο ελληνικό κράτος, την ΕΤΕ και τη δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ, που εντάσσονταν στα πλαίσια της επαναποδοχής της Ελλάδας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Τελικά, παρά τις αντιδράσεις που υπήρξαν, με αποκορύφωμα να αποσυρθεί το Λαϊκό Κόμμα από την οικουμενική κυβέρνηση, το δάνειο με την ΚΤΕ που συνομολογήθηκε ήταν ύψους 9.000.000 λιρών στερλινών και ιδρύθηκε η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε με το νόμο 3424 του 1927 και άρχισε να λειτουργεί στις 14.5.1928, αφαιρώντας από την ΕΤΕ, μετά από 82 χρόνια, 3 μήνες και 21 μέρες, το εκδοτικό προνόμιο. Η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε ως ανώνυμη εταιρεία με κεφάλαιο 400.000.000 δρχ. που δόθηκε εξ ολοκλήρου από την ΕΤΕ με τον όρο να εκδώσει αυτή 80.000 μετοχές στις οποίες είχε μοιραστεί το αρχικό κεφάλαιο της νέας τράπεζας. Οι μετοχές «κατά προτίμηση» δόθηκαν στους βασικούς μετόχους της ΕΤΕ. Η διάρκεια ζωής της νέας τράπεζας ορίστηκε μέχρι την 31.12.1970 και η αποκλειστικότητα του εκδοτικού προνομίου μέχρι την 31.12.1960. Κύρια καθήκοντα της νέας τράπεζας, που είναι ο μοναδικός τραπεζίτης του κράτους, το οποίο συμμετέχει στα μισά της κέρδη και αποθεματικά, είναι, εκτός από το εκδοτικό προνόμιο, η σταθεροποίηση του νομίσματος και η συγκέντρωση όλων των εισπράξεων και πληρωμών του κράτους.

Με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος και την προικοδότηση αυτής με αποθέματα χρυσού και εξωτερικού συναλλάγματος, τα οποία υπερέβαιναν την επαρκή ασφάλεια της εξαργύρωσης των τραπεζικών γραμματίων, εξασφαλίστηκε η διατήρηση της αξίας με την οποία καθορίστηκε η δραχμή.

 

σελ. 42-43

 

 

 

Η αξιολόγηση και η ιεράρχηση των παραγωγικών έργων από την κυβέρνηση εμπεριείχε, όπως προαναφέρθηκε, έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον. Η αποκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων εμφανίζεται ως κύριο μέλημα του πρωθυπουργού, καθώς και η πρόληψη της αστυφιλίας με τη συγκράτηση του αγροτικού κόσμου στις εστίες του. Η πολιτική του αυτή διαφαίνεται σαφώς, όταν ο ίδιος έλεγε: «...είπον ότι θεωρώ πλέον επείγοντα είναι τα του Στρυμώνος και των Φιλίππων όχι μόνον διότι είναι σημαντικώτερα όσον αφορά τα γενικά αποτελέσματα τα οποία θα προέλθουν εκ της εκτελέσεως των, αλλά κυρίως διότι η αποκατάστασις τόσων εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων εις την Μακεδονίαν εδημιούργησεν ζήτημα στενότητος γης, το οποίον πρέπει να θεραπευθή όσον το δυνατόν ταχύτερον, διά να είμεθα βέβαιοι ότι οι εγκατασταθέντες εκεί γεωργοί πρόσφυγες θα μείνουν πράγματι ως γεωργοί και ότι δε θα συρρεύσουν ολίγον κατ' ολίγον εις τας πόλεις διά να επιδοθούν εις παρασιτικά επαγγέλματα». Είναι, συνεπώς, προφανής η αξιολόγηση των παραγωγικών έργων από την κυβέρνηση Βενιζέλου.

Χαρακτηριστική της σημασίας των παραγωγικών έργων είναι και η έκθεση του ιταλού γερουσιαστή και μηχανικού Πραμπολίνι, ο οποίος είχε κληθεί από την κυβέρνηση για τα μεγάλα έργα. Υπολογίζει ότι η συνολική ετήσια απόδοση των μεγάλων έργων Αξιού και Στρυμώνος θα έφτανε τα 2,5 δις δρχ. Στην ίδια έκθεση έγραφε: «Όλον το έδαφος της πεδιάδος των Σερρών παρουσιάζει τας καλλιτέρας εδαφολογικός συνθήκας διά την γεωργικήν του εκμετάλλευσιν [...] Η πεδιάς της Δράμας και των Φιλίππων αποτελείται από εξαίρετα εδάφη [...] Τα εδάφη της πεδιάδος της Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται υπό καλούς όρους καλλιέργειας. Εξ αυτών μερικά είναι εξαίρετα -όπως τα ευρισκόμενα πλησίον του Αλιάκμονος και της περιφερειακής διώρυγος- και καλά κατά μήκος του Αξιού και της διώρυγος του Λουδία...».

Τα μεγάλα έργα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης επικυρώθηκαν με τη σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας «Foundation» τον Οκτώβριο του 1925, αλλά μέχρι το 1928 είχαν ελάχιστα προχωρήσει. Η εντατική κατασκευή των έργων άρχισε από τους πρώτους μήνες του 1929, ενώ κατά την τετραετία διατέθηκαν για τα έργα αυτά 9.940.786,78 δολάρια. Με τα χρήματα αυτά εκτελέστηκαν τα αποστραγγιστικά και αντιπλημμυρικά έργα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, τα οποία απέδωσαν στην καλλιέργεια 177.000 στρέμματα γης: 55.000 στρέμματα από τα αποχετευτικά και αποστραγγιστικά έργα των λιμνών Αρτζάν και Αματόβου και 122.000 στρέμματα από τα αντιπλημμυρικά του Γαλλικού και του Αξιού. Στο ίδιο διάστημα άρχισε η αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών, κατασκευάστηκαν νέα σιδηροδρομική και νέα οδική γέφυρα επί του Αξιού και άλλες μικρότερες οδογέφυρες και σιδηροδρομικές γέφυρες.

Τα υδραυλικά έργα των πεδιάδων Σερρών και Δράμας επικυρώθηκαν με τη σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και των εταιρειών J. Monks και άλλων την 20ή Οκτωβρίου 1928. Για τα έργα αυτά διατέθηκαν κατά την τετραετία 7.426.621,95 δολάρια. Με τα χρήματα αυτά, εκτός από τις απαιτούμενες προεργασίες, οι οποίες ήταν ογκώδεις, και από την εκπόνηση της μελέτης των έργων, κατασκευάστηκαν αντιπλημμυρικά αναχώματα στο Στρυμώνα, τα οποία θα ήταν ικανά να απαλλάξουν την πεδιάδα των Σερρών από τις πλημμύρες του ποταμού και τα επακόλουθα καταστροφικά αποτελέσματα. Στο ίδιο πλαίσιο άρχισαν οι εργασίες για την προστασία της πεδιάδας της Δράμας.

Τα μεγάλα αυτά έργα των πεδιάδων Θεσσαλονίκης, Σερρών και Δράμας έμελλε να αποδώσουν στην καλλιέργεια 1.265.000 στρέμματα, ενώ η ολική έκταση των δύο έργων ανερχόταν σε 3.763.000 στρέμματα. Τα έργα αυτά συμπληρώνονταν και από μια ευρύτατη εκστρατεία για την καταπολέμηση της ελονοσίας που μάστιζε τις περιοχές, καθώς και από άλλα έργα τεχνικής υποδομής (δρόμοι, σιδηρόδρομοι, λιμάνια), τα οποία αναβάθμισαν τη Βόρεια Ελλάδα. Έτσι, η Βόρεια Ελλάδα, εκτός από την εθνική ομοιογένεια που απέκτησε από την εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων και την ανταλλαγή πληθυσμών, απέκτησε και τις δυνατότητες να απογειωθεί οικονομικά. Εξάλλου, η αναβάθμιση και η ανάπτυξη της Βόρειας Ελλάδας αποτελούσε προτεραιότητα για τον Ελ. Βενιζέλο για εθνικούς και οικονομικούς λόγους.

Στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του κράτους εντάσσονταν και οι σημαντικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης για τη βελτίωση των εθνικών και επαρχιακών δρόμων. Κατά τη διάρκεια της τετραετίας κατασκευάστηκαν σ' όλη σχεδόν τη χώρα 1.650 χιλιόμετρα δρόμων με σύγχρονο και άρτιο τρόπο. Για το μεγάλο αυτό έργο διατέθηκαν συνολικά 4.000.000 χρ. λίρες. Παρά τις αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης, η οποία θεωρούσε ότι μέρος του ποσού αυτού έπρεπε να διατεθεί για την επισκευή των άθλιων επαρχιακών δρόμων, η κυβέρνηση προχώρησε σε νέες κατασκευές, αφήνοντας την επισκευή στις δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού. Έτσι, και στον τομέα της οδοποιίας επιτελέσθηκε ένα σπουδαίο έργο, το οποίο λειτούργησε θετικά για το εμπόριο και τον τουρισμό της χώρας.

Το πρόγραμμα της κυβέρνησης Βενιζέλου για την κατασκευή των μεγάλων έργων στηρίχτηκε, όπως προαναφέρθηκε, στον εξωτερικό δανεισμό, καθώς δεν υπήρχε άλλη λύση. Η παραγωγική, όμως, αξιοποίηση των δανείων, για πρώτη φορά από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, κατέστησε αυτά αποτελεσματικά και ουσιώδη για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Εξάλλου, η πτώχευση του κράτους το 1832 δεν οφειλόταν, όπως λέχθηκε, στην αντιπαραγωγική χρήση των δανείων, όπως οι προηγούμενες πτωχεύσεις, αλλά στους συναλλαγματικούς λόγους που προέκυψαν από την επίδραση της διεθνούς οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Στις επιπτώσεις, επίσης, της κρίσης αυτής στην Ελλάδα οφειλόταν και η καθυστέρηση των μεγάλων έργων, εξαιτίας της ελλιπούς χρηματοδότησης τους. Δεν πρέπει, τέλος, να μας διαφύγει της προσοχής η θετική επενέργεια των παραγωγικών αλλά και των άλλων μικρότερων δημοσίων έργων στη μείωση της ανεργίας, που απειλούσε την ελληνική κοινωνία στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, καθώς ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε σημαντικά και η απορρόφηση του δεν ήταν εύκολη. Συνοψίζοντας το όφελος των παραγωγικών έργων αλλά και των δημοσίων, θα λέγαμε ότι αυτά αύξησαν το εθνικό εισόδημα με τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας και βελτίωσαν την τεχνικοοικονομική υποδομή αυτής. Έμμεσα συνέβαλαν στη μείωση της ανεργίας, στην αποκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων στη Βόρεια, κυρίως, Ελλάδα και στη συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού στις εστίες τους.

 

 

3. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ

 

Σημαντικό από κάθε άποψη έργο της τετραετίας του Ελ. Βενιζέλου ήταν το πρωτόγνωρο σε ποσότητα και ποιότητα έργο της κατασκευής σχολικών συγκροτημάτων. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο διάστημα ενός ολόκληρου αιώνα, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι το 1928, είχαν κατασκευαστεί λιγότερα σχολεία απ' όσα στη διάρκεια της τετραετίας. 0 πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, I. Καποδίστριας, έκτισε μερικά σχολικά κτίρια, τα οποία ήταν ακατάλληλα και ανεπαρκή για τη σπουδάζουσα νεολαία. Στη συνέχεια, από το 1895 μέχρι το 1910 ανηγέρθησαν με δαπάνες του Κράτους 444 διδακτήρια δημοτικής εκπαίδευσης• από το 1910 μέχρι το 1920 54, και από το 1920 μέχρι το 1928 976. Επομένως, μέχρι το 1928 είχαν ανεγερθεί 1.474 σχολικά κτίρια, ενώ κατά τη διάρκεια της τετραετίας τα σχολικά κτίρια έφτασαν σε τριπλάσιο αριθμό, καθώς κατασκευάστηκαν 3.167, γεγονός που αναδεικνύει το μέγεθος του έργου.

Παράλληλα με την ποσότητα του έργου, η κυβέρνηση Βενιζέλου επεδίωξε και την ποιότητα αυτού, καθώς τα προϋπάρχοντα σχολικά κτίρια ήταν σε κακή και ανθυγιεινή κατάσταση, με δυσάρεστες συνέπειες στην υγεία των μαθητών. Την άσχημη κατάσταση των σχολικών συγκροτημάτων επισήμανε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός εννέα μήνες μετά την εκλογή του, όταν μιλούσε για την υγιεινή του πληθυσμού: «Διά της ανεγέρσεως σχολικών κτηρίων, στρατιωτικών νοσοκομείων, σανατορίων και στρατώνων, πρόκειται να εξασφαλίσωμεν περαιτέρω την υγείαν του πληθυσμού μας, ο οποίος πολλάκις τα σπέρματα των νόσων κερδίζει εις τα ανθυγιεινά, ως επί το πλείστον, σχολικά και στρατιωτικά κτήρια».18 Στην ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση, επομένως, της σχολικής στέγης θέλησε να προχωρήσει η κυβέρνηση, με το σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός τεράστιου έργου.

Η χρηματοδότηση του μεγάλου αυτού έργου προήλθε, όπως προαναφέρθηκε, κυρίως από το εξωτερικό δάνειο που συνήφθη για το σκοπό αυτό. Το δάνειο αυτό ήταν ύψους 1.000.000 λιρών στερλινών και συνομολογήθηκε με σουηδικό τραπεζικό όμιλο. Πέραν, όμως, του εξωτερικού δανεισμού χρησιμοποιήθηκαν και άλλες εσωτερικές πηγές για να αντληθούν κεφάλαια. Τέτοιες πηγές ήταν: τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού, από τα οποία διατέθηκαν για τα σχολικά κτίρια 200.000.000 δρχ. αρχικά και στη συνέχεια ένα αντίστοιχο ποσό και το προϊόν των εκπαιδευτικών τελών που ανερχόταν σε 73.000.000 δρχ. Τέλος, ένα μέρος της δαπάνης, το οποίο ανήλθε σε 1.476 εκατ. δρχ., το ανέλαβαν οι δήμοι και οι κοινότητες, στις περιοχές των οποίων κτίσθηκαν τα νέα σχολικά κτίρια.

Η συνολική αυτή χρηματοδότηση, που ήταν αναμφισβήτητα γενναία, είχε ως αποτέλεσμα την ανέγερση 3.167 νέων σχολικών κτιρίων. Από αυτά τα 330 ήταν πολυτάξια διδακτήρια, που ανηγέρθησαν με μειοδοτικούς διαγωνισμούς από το Υπουργείο Παιδείας ή από τοπικές διδακτηριακές επιτροπές. Τα υπόλοιπα ήταν κοινοτικά διδακτήρια, τα οποία ανηγέρθησαν με την αρωγή του κράτους, την ηθική ώθηση των επιθεωρητών και των δασκάλων και την τεχνική καθοδήγηση των σχολικών αρχιτεκτόνων. Η συνολική δαπάνη ανήλθε σε 1,5 δις δρχ. και περιέκλειε τα εξής σχολικά κτίρια: 3.041 διδακτήρια δημοτικής εκπαίδευσης με 7.286 αίθουσες και 126 διδακτήρια μέσης εκπαίδευσης με 795 αίθουσες. Προστέθηκαν, επίσης, 100 αίθουσες σε 60 διδακτήρια δημοτικής εκπαίδευσης και 19 αίθουσες σε 11 διδακτήρια μέσης εκπαίδευσης. Ο αριθμός, επομένως, των διδακτηρίων που κατασκευάστηκαν ανήλθε σε 3.167 και οι αίθουσες σε 8.200. Τέλος, με μια σειρά από διαρρυθμίσεις εκσυγχρονίστηκαν τα σχολεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των μαθητών.

Άμεσο αποτέλεσμα της κατασκευής νέων σχολικών κτιρίων ήταν η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς οι συνθήκες μάθησης βελτιώθηκαν. Οι δάσκαλοι και οι μαθητές μπορούσαν πλέον να εργαστούν σ' ένα ανθρώπινο και παιδαγωγικό περιβάλλον και να γίνουν παραγωγικότεροι. Έμμεσο αποτέλεσμα ήταν η διασφάλιση της υγιεινής των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Έτσι, ελαττωνόταν σταδιακά η νοσηρότητα των μαθητών, ώστε, ενώ κατά το σχολικό έτος 1926-1927 το ποσοστό νοσηρότητας των μαθητών ήταν 24,5%, περίπου το 1/4 του αριθμού των μαθητών, να κατέλθη το 1931-1932 στο 18,2% και διαρκώς να μειώνεται.

 

σελ. 156-161

 

 

Σπύρος Τζόκας, «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το εγχείρημα του αστικού εκσυγχρονισμού, 1928-1932, Αθήνα: Θεμέλιο 2002

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.