|
|
Δημοτικισμός
Σε αυτή την περίπτωση αποφασιστική ήταν και η στάση των νέων απέναντι στο δημοτικισμό, ένα κίνημα που συνδέθηκε με τη στροφή προς τις ρίζες και την ανακάλυψη της λαϊκής παράδοσης. Μετά το 1930 παρατηρούμε είτε μια επανεκτίμηση της εθνικής συμβολής του δημοτικισμού είτε μια διεκδίκηση του από επίδοξους συνεχιστές του εθνικού ή λαϊκού του οράματος. Και μια τέτοια αντιμετώπισή του δείχνει πως οι νέοι του '30 ήταν διατεθειμένοι να συμβιβάσουν το μοντερνισμό τους με τη λαϊκιστική ελληνικότητα του δημοτικισμού και να μιλήσουν ως επίγονοι του. Το περιοδικό Ιδέα, για παράδειγμα, προσπαθεί να προσεταιρισθεί το δημοτικισμό ευελπιστώντας να τον σώσει από την «αρπάγη» του μαρξισμού και διακηρύσσοντας δια στόματος Σπ. Μελά ότι «η επανάσταση του δημοτικισμού είναι η μόνη αληθινή επανάσταση που μπορεί να γίνει στην Ελλάδα». Ο Μελάς δεν ξεχνά βέβαια να υπογραμμίσει και τον εθνικό χαρακτήρα αυτής της επανάστασης λέγοντας τα εξής: «Ο δημοτικισμός είναι η πιο καθολική, πιο γνήσια ελληνική επανάσταση, που βγαίνει μέσα από την εθνική ψυχή κι είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στην εθνική πραγματικότητα. Τι άλλο εκφράζει με τρόπο πιο δυνατό και πιο ανάγλυφο από το δημοτικισμό τη βαθύτατη ανάγκη της εθνικής ψυχής να βεβαιώσει τον εαυτό της, παραμερίζοντας τις πολύμορφες ψευτιές και τις πλάνες που μας σκλαβώνουν». Με το πρόσχημα του γνήσιου και ιθαγενούς κινήματος, ο δημοτικισμός προβάλλεται όχι μόνο ως αίτημα εθνικής αυτογνωσίας αλλά και ως κυματοθραύστης στον εμφιλογχεύοντα «μοντερνισμό» είτε αυτός παίρνει τη μορφή ξένων λογοτεχνικών ρευμάτων είτε αντιπροσωπεύει την απειλή του μαρξισμού. Στη συζήτηση για την εξέλιξη και την τύχη του δημοτικισμού συμμετέχει και το Άρχειον φιλοσοφίας και Θεωρίας των επιστημών είτε διαμαρτυρόμενο για το σφετερισμό του από «πνευματικούς τυχοδιώκτες» και «κρυπτοκομμουνιστές» είτε βλέποντας το γλωσσικό ζήτημα πιο θεωρητικά με βάση την αντίθεση λογοκρατίας και ρομαντισμού. Την πρώτη τάση εκπροσωπεί ο I. Ν. Θεοδωρακόπουλος, που περιγράφει με τον ακόλουθο τρόπο την πνευματική κατάσταση της Ελλάδας:
Από το ένα μέρος οι σχολαστικοί που όσο και αν τους νομίζει κανείς νεκρούς φυτοζωούνε και θα φυτοζωούν ακόμα για καιρό, μαραίνοντας πολλούς νέους από το άλλο μέρος oι πνευματικοί αγύρτες που είναι και πολυώνυμοι, (προοδευτικοί, αριστεροί, πρωτοπόροι, διεθνικοί, συγχρονισμένοι), κι ανάμεσα σ’ αυτούς ο δυστυχισμένος ο λαός που τον τραβάει ο ένας δώθε κι ο άλλος κείθε.
Τη δεύτερη τάση εκφράζει ο Παν. Κανελλόπουλος, που προσπαθεί να δει την αντίθεση δημοτικισμού και καθαρευουσιανισμού ως αντίθεση ρομαντισμού και λογοκρατίας αντίστοιχα, τονίζοντας πως λογοκρατική είναι η πνευματική κατεύθυνση και εκείνης της πλευράς των δημοτικιστών που συνδέθηκαν με το κοινωνικό κίνημα και βλέπουν τη δημοτική γλώσσα ως αντιπολιτευτικό μέσο εναντίον της άρχουσας αστικής τάξης.
Εάν λύουν οι Μαρξισταί —γράφει ο Κανελλόπουλος— και το γλωσσικόν ζήτημα προς όφελος της δημοτικής, καταλήγουν εις την λύσιν αυτήν, ορμώμενοι επίσης εξ αρχών ορθολογιστικών, αρχών, αι οποίαι ουδεμίαν σχέσιν έχουν προς τον δημοτικισμόν, περί του οποίου επραγματεύθημεν ανωτέρω. Το πρόβλημα της δημοτικής ως προϊόντος του λαϊκού πνεύματος και ως συμβόλου της Ιστορικής του έθνους συνεχείας είναι εις αυτούς αδιάφορον.
Και σε αυτές τις γνώμες λανθάνει η επίκριση των μαρξιστών και η προβολή της εθνικής αποστολής του υγιούς δημοτικισμού, που για τους πρώτους είναι αδιάφορη ή αδιανόητη. Εξετάζοντας όμως αυτές τις απόψεις ας μην ξεχνούμε ότι οι περισσότεροι νέοι συγγραφείς αντιμετωπίζουν αυτή την εποχή μια δέσμευση. Το ότι υποστήριζαν και έγραφαν τη δημοτική τους υποχρέωνε έμμεσα να παραδεχτούν και τον εθνιστικό λαϊκισμό του δημοτικισμού νοθεύοντας το μοντερνισμό ή το ριζοσπαστισμό τους. Η διεκδίκηση μάλιστα του δημοτικισμού από τους μαρξιστές ωθούσε τους συγγραφείς της γενιάς του ‘30 να τονίζουν όλο και περισσότερο την εθνική του σημασία υποβαθμίζοντας την κοινωνική πλευρά του που εξήραν οι μαρξιστές.
Γενικά πρέπει να πούμε πως οι μαρξιστές διανοούμενοι αυτή την περίοδο είναι πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στην επαγγελλόμενη «επανάσταση του Δημοτικισμού», που κηρύσσει ο Μελάς και οι συνεργάτες του. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι ο φασισμός λόγω της κοινωνικής του σύνθεσης δεν διστάζει να δέχεται αριστερά πολιτικά συνθήματα και όπως ο ιταλικός φασισμός οικειοποιήθηκε το φουτουρισμό, το ίδιο και ο ελληνικός προσεταιρίζεται το δημοτικισμό για να συσκοτίσει ζωτικότερα κοινωνικά προβλήματα και να δημιουργήσει σύγχυση μέσα στις τάξεις με τα αριστερά του γλωσσικά συνθήματα. Ο Βάρναλης, για παράδειγμα, διαγράφει την τροπή των πραγμάτων λέγοντας επιγραμματικά ότι ο παλιός δημοτικισμός ήταν αρετή ενώ ο τωρινός του αρριβισμός.19 Και ο Γ. Μηλιάδης αναφερόμενος στις απόψεις του Μελά επισημαίνει ότι ο δημοτικισμός ήταν ένα ετερόκλητο κίνημα, το οποίο οι πραγματιστές οπαδοί του το έβλεπαν ως κοινωνικό λαϊκό κίνημα, οι ρομαντικοί ως ξαναγύρισμα στις λαγαρές ελληνικές πηγές και οι συντηρητικοί ως μια επιβεβαίωση της μεσαιωνικής παράδοσης και της Μεγάλης Ιδέας. Και τώρα η επανάσταση του Δημοτικισμού που ευαγγελίζεται ο Μελάς πρόκειται «για ένα μιλιταριστικό, φασιστικό σωβινισμό που ακονίζει τη σπάθα του», καμουφλαρισμένος σε «πρωτότυπο» και ντόπιο επαναστατικό σύνθημα που δήθεν αχρηστεύει τις ξενόφερτες κοινωνικές θεωρίες. Οι μαρξιστές, αν και επικρίνουν τους ιδεαλιστές για επιδεικτική και εσκεμμένη ιδιοποίηση του δημοτικισμού, προσπαθούν κι αυτοί με τη σειρά τους να οικειοποιηθούν το δημοτικισμό ως κοινωνικό κίνημα λέγοντας ότι αν ο Ψυχάρης ανήκει ιστορικά στην αστική Ελλάδα, το έργο του είναι κληρονομιά του ελληνικού προλεταριάτου. Έτσι τουλάχιστον δικαιολογεί στους Νέους Πρωτοπόρους ο Ασημάκης Πανσέληνος τη διεκδίκηση του δημοτικισμού.
Ο Δημοτικισμός από καιρό τώρα έχει γραφτεί ως σύνθημα στη σημαία του ελληνικού προλεταριάτου. Δεν είναι εύρεση του Ψυχάρη. Είναι μέρος από την ιδεολογία μιας εποχής κι ο Ψυχάρης του έδωσε την επιστημονική έκφραση του. Κι αν εμείς διεκδικούμε όλες τις καταχτήσεις της ανθρωπότητας, που η μπουρζουαζία τις καταστρέφει επειδή μποδίζουνε την κυριαρχία της, πολύ περισσότερο διεκδικούμε το δημοτικισμό πού η αστική τάξη της χώρας μας τον εγκατέλειψε πριν να τον επιβάλει.
Ο δημοτικισμός, όπως φαίνεται, γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης και από αυτούς που τονίζουν την κοινωνική του πλευρά κι από κείνους που δίνουν έμφαση στον εθνικό του ρόλο. Όπως ήταν επόμενο και οι δύο μερίδες τείνουν να υποστηρίζουν αδιάλλακτα τη μια πλευρά ή την άλλη με αποτέλεσμα ορισμένοι νέοι διανοούμενοι της δεκαετίας του ‘30 να αναγορεύονται σε συνεχιστές της «εθνικής» αποστολής του δημοτικισμού, όπως ο Μελάς ή ο Θεοτοκάς, τονώνοντας έτσι περισσότερο τις εθνιστικές τους ροπές και αμβλύνοντας τη διεθνιστική τους προδιάθεση. Ακόμη και άνθρωποι σαν το Σεφέρη δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από την ιδέα ότι η γενιά τους αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα και συνεχίζει το εθνικό έργο του δημοτικισμού, που για τον ίδιο το Σεφέρη είναι «ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της φυλής» και «συμβολίζει την πρώτη ομαδική στροφή της προς την αλήθεια». Σε γενικές γραμμές η γενιά του ‘30 συστήνεται ως η κληρονόμος του δημοτικισμού και γι’ αυτό άλλωστε προβάλλει τον Παλαμά μέσα από τα Νέα Γράμματα ως τον ποιητικό της πρόγονο και απορρίπτει στα πρώτα βήματα της το λογιωτατισμό του Καβάφη και τον πεσιμισμό του Καρυωτάκη. Άσχετα αν αργότερα, όταν εδραιώθηκε, άρχισε να καλοβλέπει τον πρώτο και να αδιαφορεί για το δεύτερο. Η αρχική προσήλωση της στο δημοτικισμό και η φιλοδοξία της να συνεχίσει τα εθνικά του οράματα αποδείχτηκε πως ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει αυτή η γενιά για τον μετριοπαθή μοντερνισμό της αλλά και ένας έξυπνος ελιγμός που άνοιξε το δρόμο για τη γρήγορη καθιέρωση της στα μάτια και τη συνείδηση του έθνους.
Δημήτρης Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Αθήνα, Οδυσσέας, 2006, σ. 25-29
|
|