|
|
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα
Η αδυναμία της αριστεράς: κοινωνικοί και οργανωτικοί παράγοντες Η ανάσχεση του αντιβασιλικού φασισμού (στην Ανατολική Μακεδονία)
Η αδυναμία της αριστεράς: κοινωνικοί και οργανωτικοί παράγοντες
Αν η αγροτική μεταρρύθμιση περιόρισε αποφασιστικά τις ευκαιρίες ν' αναπτυχθεί μαζικό φασιστικό κίνημα στην ύπαιθρο, εκ πρώτης όψεως μοιάζει περίεργο που ο φασισμός δεν αναπτύχθηκε ούτε στις πόλεις. Χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 1920 ήταν η μεγέθυνση των αστικών κέντρων με την είσοδο μαζών ξεριζωμένων από τους προηγούμενους τόπους κατοικίας τους, και ιδίως των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τη Ρωσία, που συνολικά πλησίαζαν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, από το 1920 ως το 1928 ο αστικός πληθυσμός διπλασιάζεται και φθάνει σχεδόν τα δύο εκατομμύρια (ή το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας). Στο ίδιο διάστημα το συγκρότημα της Αθήνας και του Πειραιά διπλασιάζει τον πληθυσμό του (από 420.000 σε παραπάνω από 800.000), αυτοί που ζουν στην Καβάλα, τις Σέρρες, την Ξάνθη, τη Δράμα και την Αλεξανδρούπολη περίπου διπλασιάζονται, ενώ στη Θεσσαλονίκη προστίθενται περίπου εξήντα πέντε χιλιάδες νέοι κάτοικοι, σχεδόν ίσοι με το μισό του προηγούμενου πληθυσμού, και γύρω στο ίδιο ποσοστό κυμαίνεται η αύξηση στην Κομοτηνή, την Έδεσσα, την Καστοριά, το Ηράκλειο, τη Χίο, τη Μυτιλήνη, τη Χαλκίδα, τη Θήβα, τη Λιβαδειά, την Καλαμάτα, τον Πύργο, το Αίγιο και την Κόρινθο. Το 1928 χαρακτηρίζονταν πρόσφυγες ή μετανάστες τα τέσσερα πέμπτα των κατοίκων της Καβάλας και της Δράμας, σχεδόν τα τρία τέταρτα εκείνων της Αθήνας και του Πειραιά και τα δυο τρίτα εκείνων της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, των Σερρών και της Λάρισας. Οι ελληνικές πόλεις της δεκαετίας του 1930 ήταν στην πραγματικότητα νέες πόλεις, με αδιαμόρφωτες κοινωνικές αλλά και οικονομικές δομές. Μολονότι ένα μέρος των νεοφερμένων είχε αστική κοινωνική προέλευση και διέθετε κεφάλαια ή ίσως και δεσμούς με τη νέα του πατρίδα, ή πάντως διατηρούσε πελατειακές σχέσεις με πολιτευτές του τόπου καταγωγής του (οι οποίες πάντως κάθε άλλο παρά απέκλειαν την ανάπτυξη φασιστικών αντιλήψεων και την ένταξη σε φασιστικές οργανώσεις), ένα σημαντικό κομμάτι από το περίπου ένα εκατομμύριο των νέων κατοίκων των πόλεων, ξεριζωμένο και άπορο, ήταν, θεωρητικά, ανοιχτό στις ιδέες και τις πρακτικές του φασισμού· ακόμη περισσότερο αν υπολογίσουμε την ιδεολογική του σύγχυση μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, καθώς και τη μικροαστική ταυτότητα ή προέλευση πολλών και, επιπλέον, τα σκληρά πλήγματα που οι περισσότεροι δέχτηκαν μετά το 1929 από την οικονομική κρίση. Ένα αξιόλογο κομμάτι του πληθυσμού αυτών των πόλεων αποτελούνταν από εκείνους που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε μικροαστούς· μια κοινωνική κατηγορία ανάμεσα στους αστούς και την εργατική τάξη, ο ορισμός της οποίας έχει προκαλέσει ατέλειωτες συζητήσεις. Εδώ πάντως, όταν μιλάμε για μικροαστούς στον ελληνικό Μεσοπόλεμο, θα εννοούμε αφ' ενός τα «παλιά» μικροαστικά στρώματα (μικροϊδιοκτήτες και τεχνίτες ή άλλους μικροπαραγωγούς της πόλης και της υπαίθρου) και αφ' ετέρου τα «νέα» - μισθωτούς, κατώτερους δημόσιους υπάλληλους, κατώτερο διευθυντικό και τεχνικό προσωπικό, δασκάλους, ιερείς και τους λιγότερο επιτυχημένους ελεύθερους επαγγελματίες. Εκείνη την εποχή, η κοινωνική κατηγορία των μικροαστών χρησιμοποιούνταν στον τρέχοντα λόγο για να δηλωθούν κάποια κοινωνικά στρώματα που δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αστοί, αλλά ήταν σχετικά ισχυρότερα από τους εργάτες: για παράδειγμα, μια εφημερίδα συμπεριλάμβανε στους μικροαστούς τους δημόσιους και τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους δημοσιογράφους, τους δικηγόρους, τους γιατρούς και τους μικρογεωργούς. Η σημασία των εργατών, πάλι, που σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ήταν το λιγότερο φιλικό προς το φασισμό κοινωνικό στρώμα και συνάμα αυτό που κατεξοχήν στήριξε την αριστερά, έμεινε στην Ελλάδα αξιόλογα μικρότερη, για λόγους δημογραφικούς όσο και ιδεολογικούς, από εκείνη που είχαν στις βιομηχανικές κοινωνίες της Ευρώπης. Βέβαια η εργατική τάξη μεγάλωνε αριθμητικά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Αντώνη Λιάκου, μεταξύ του 1920 και του 1928 οι απασχολούμενοι στο εμπόριο αυξήθηκαν κατά 53.600 και κατά 26.600 οι απασχολούμενοι στις προσωπικές υπηρεσίες και τα ελεύθερα επαγγέλματα. Το 1928 έχουμε έναν πυρήνα περίπου 180.000 βιομηχανικών εργατών, που περιβάλλεται από περίπου 400.000 ανειδίκευτους, εποχιακούς ή αυτοαπασχολούμενους. Πρόκειται λοιπόν για μια προλεταριοποίηση, «όχι βέβαια κατακλυσμιαία, ούτε όμως αμελητέα». Σημαντικό της χαρακτηριστικό είναι επίσης ο δυϊσμός ανάμεσα στις λίγες μεγάλες επιχειρήσεις (άνω των 25 υπαλλήλων) και σε μια θάλασσα εργαστηρίων κατηγορίες που καθεμιά τους περιλάμβανε περίπου το 40% του εργατικού δυναμικού. Ο Πέτρος Πιζάνιας εκτιμά ότι το ποσοστό των βιομηχανικών εργατών έμεινε σταθερό στο 6% του ενεργού πληθυσμού σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ο κόσμος αυτός, συγκεντρωμένος στην περιφέρεια της πρωτεύουσας και κατά δεύτερο λόγο στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα και τον Βόλο, έμενε κοινωνικά αδύναμος, όχι μόνον εξαιτίας των πολύ υψηλών ποσοστών ανεργίας αλλά κι επειδή οι εργάτες δούλευαν σκόρπιοι σε μικρές επιχειρήσεις, συχνά εποχιακές. Ακόμη σημαντικότερο, η ταξική του ταυτότητα ήταν λιγότερο σαφής από εκείνη των αντίστοιχων στρωμάτων της Βόρειας Ευρώπης.
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα, σελ. 165-168 [πάνω]
Η ανάσχεση του αντιβασιλικού φασισμού (στην Ανατολική Μακεδονία)
Μάταια ο Παπαναστασίου διακήρυσσε πως οι ένοπλοι παρακρατικοί του Κονδύλη δεν είχαν καμιά σχέση «με τας άλλας τυχόν ομάδας, αι οποίαι ωργανώθησαν άλλοτε προς τήρησιν της τάξεως και άμυναν κατά εντελώς παρανόμων πράξεων και επιδρομών ξενικών [...] εφόσον ημείς ήμεθα εν τη Αρχή, ουδέποτε ενεφανίσθησαν τοιαύται ομάδες». Αντικρούοντας τον πειστικά, ο αρχηγός των Εθνικοδημοκρατικών επέμεινε στη συνέχεια της αντικομμουνιστικής πολιτικής των δυο κυβερνήσεων: «Αι στρατιωτικοί Αρχαί, από τον καιρόν που ήμην Υπουργός των Στρατιωτικών [της Κυβέρνησης Παπαναστασίου] υπέβαλλον εις την Κυβέρνησιν προτάσεις και ελάμβανε αύτη μέτρα προς αντιμετώπισιν των κομμουνιστικών ενεργειών. Τα μέτρα ταύτα συνίσταντο εις την κατά το ενόν διάσπασιν των εργατικών κομμουνιστικών κέντρων, την προστασίαν των αντικομμουνιστών εργατών και την προσπάθειαν όπως διατηρήται εν απόθεμα εργατών ετοίμων να αντικαταστήσωσι τους τυχόν απεργήσαντας κομμουνιστάς». Ο Στρατηγός Ξύδης, υπογράμμισε ο Κονδύλης, διόλου δεν ξεπέρασε τη δικαιοδοσία του, αλλά αντίθετα, ακολουθώντας τα ειωθότα, άσκησε εξουσίες τις οποίες απολάμβαναν «αι στρατιωτικοί Αρχαί των μερών εκείνων εις τα οποία ελειτούργει ο Στρατιωτικός Νόμος». Ο Κονδύλης πρόσθεσε μάλιστα πως νωρίτερα, όταν είχε συζητήσει με τον Παπαναστασίου σχετική πρόταση του Οθωναίου, «περιωρίσθη ο [τότε] κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως να μοι συστήση όπως ο κ. Οθωναίος συνεργάζεται μετά του κ. Βαλαλά, του τότε Γενικού Διοικητού της Μακεδονίας, αλλά δεν απηγόρευσε την εξακο-λούθησιν της αντικομμουνιστικής αμύνης κατά των κομμουνιστών εκ μέρους των στρατιωτικών Αρχών της Θεσσαλονίκης». Επιπλέον, «ό Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης εύρε μιαν πίστωσιν [50.000 δραχμών] διά την αμυντικήν οργάνωσιν κατά των κομμουνιστών, την οποίαν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως τότε ενέκρινεν όπως χορηγηθή, υπό τον όρον όπως παν μέτρον ληφθησόμενον υπό των στρατιωτικών Αρχών ληφθή εν συνεννοηθεί μετά της διοικητικής Αρχής». Στριμωγμένος ο Παπαναστασίου παραδέχτηκε πως πράγματι «ενέκρινα όπως ενθαρρυνθώσιν οι φιλόνομοι εργάται διά να αποσοβηθή η αδικαιολόγητος απεργία και η διατάραξις της τάξεως [...] διότι την εποχήν εκείνην ηπειλείτο γενικωτέρα εξέγερσις των εργατών, ηπειλείτο διακοπή των συγκοινωνιών» - οι δικαιολογίες του όμως δεν απέσεισαν την κατηγορία του Καφαντάρη πως «είναι δυνατόν να αναζητηθή το σπέρμα των μετέπειτα συμβαινόντων εις τας τότε ενεργείας». Αυτό που αποδείχθηκε από τη συζήτηση στη βουλή ήταν πως οι φασιστικές ομάδες της Δράμας, όπως είχε συμβεί σε πολλές περιπτώσεις και στην Ιταλία το 1921-1922, δεν αναπτύχθηκαν αυθόρμητα ούτε «από τα κάτω», αλλά με σύντονες προσπάθειες του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος ανέλαβε τη χρηματοδότηση, τον εξοπλισμό και την επιστασία τους. Το ίδιο θα συνέβαινε και με την ΕΕΕ μετά το 1932. Στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής συζήτησης αποκαλύφθηκε σιγά σιγά το ακόμη μεγαλύτερο βάθος της υπόθεσης. Ορισμένοι άλλοι βουλευτές συνέδεσαν τα επεισόδια με τους παλαιότερους Λόχους Πολιτοφυλακής, οι οποίοι δρούσαν στη Δράμα προτού ακόμη συγκροτηθεί το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά από τις αρχές Οκτωβρίου του 1924 καθοδηγούνταν αποκλειστικά «εκ των μελών του Εθνικού Δημοκρατικού Συλλόγου, τα οποία εγένοντο μέλη των εθνικών σωματείων και αρχηγοί». Ο τέως στρατιωτικός διοικητής Ανατολικής Μακεδονίας και ήδη κονδυλικός πληρεξούσιος Κ. Νταής εξήγησε πως τους είχε συστήσει ο ίδιος έναν χρόνο νωρίτερα, με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, «προς τον σκοπόν να απαλλαγή η Ανατολική Μακεδονία από τα εθελοντικά σώματα, τα οποία ωργάνωσε και απέστειλεν εκεί ο [Πάγκαλος] και τα οποία παρεξέκλιναν του προορισμού τους και επεδόθησαν εις ληστείας». Φαίνεται πως πρόδρομοι των κονδυλικών οργανώσεων ήταν όντως οι εθελοντικοί Λόχοι Πολιτοφυλακής του Πάγκαλου, τους οποίους διοικούσε αρχικά ο Ν. Γρηγοριάδης. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Πάγκαλο βέβαια αυτοί αποτελούνταν από εκλεκτούς «οικοκυραίους και γεωργούς», και όσο διατηρούσε ο ίδιος την αρχιστρατηγία δεν είχε σημειωθεί ούτε μία ληστεία· ο Νταής, όμως, επέμεινε πως ο Πάγκαλος «διά την συγκρότησιν των σωμάτων αυτών έκρινε καλόν ν ανοίξη τας φύλακας του Κράτους, να βγάλη όλους τους ληστάς και να τους κατάταξη εις τα σώματα με βαθμούς αναλόγως των εγκλημάτων των» - και ο συνήθως λαλίστατος Στρατηγός απέφυγε να διαψεύσει αυτή την αποστροφή. Ο ουδέτερος στη διαμάχη Γονατάς συνόψισε εύστοχα: «Η ανωμαλία αυτή φαίνεται ότι έχει την απαρχήν της εις περίοδον καθ' ην συνεστήθησαν αι πολιτοφυλακαί υπό του Στρατού. Μοι φαίνεται ότι συνεχίσθησαν υπό μορφήν ανταρτικών οργανώσεων υπό της πρώτης δημοκρατικής Κυβερνήσεως και συνεχίσθησαν είτα μετατραπείσαι εις Συλλόγους του Αρχηγού του Εθνικού Δημοκρατικού κόμματος». Η συνέχεια μεταξύ της δίωξης των «αλλοεθνών», από τη δεκαετία του 1910, και της δίωξης των «κομμουνιστών», ή απλώς των εργατών, τη δεκαετία του 1920 αποκαλυπτόταν πλέον καθαρά, ενώ ήρθε επίσης στο φως η οργανική διαπλοκή της με την ανάπτυξη του αντιβασιλικού φασισμού. Έγινε φανερό πως όλες οι αντιβασιλικές κυβερνήσεις διευκόλυναν ή και καθοδηγούσαν την ανάπτυξη παρακρατικών φασιστικών ομάδων, καταρρακώνοντας έτσι σε τοπικό επίπεδο τη νομιμοποίηση της αβασίλευτης δημοκρατίας κι εν τέλει ανοίγοντας δρόμο στο καθεστώς του Πάγκαλου. Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πάγια κατάλυση του κράτους δικαίου στην Ανατολική Μακεδονία, ή μάλλον η απροθυμία της Ελλάδας ν' αντικαταστήσει μετά το 1913. με κράτος δικαίου την οθωμανική κυριαρχία, σηματοδοτούσε την πρακτική σύγκλιση των Φιλελευθέρων με τις φασιστικές τάσεις των στρατιωτικών κι εν τέλει αποκάλυπτε την ουσία της αστικής κυριαρχίας σε εποχές κρίσης - τη βίαιη επιβολή των σχέσεων εκμετάλλευσης, οι οποίες εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η αποτυχία του Κονδύλη έδειξε πάντως στους αστούς πως χρειάζονταν να βρουν συνθήματα που θα χώριζαν τους «εθνικόφρονες» εργάτες από τους κομμουνιστές, ώστε να μην ενώνονται τόσο εύκολα εναντίον των δυνάμεων καταστολής. Σ' αυτό το σημείο το εθνικοσοσιαλιστικό υπόδειγμα αποδείχτηκε πιο πρόσφορο από εκείνο του ιταλικού φασισμού: ήταν ώρα να αξιοποιήσουν συστηματικά το μοτίβο του αντισημιτισμού. Βρήκαν ευκαιρία να το κάνουν αυτό όταν εντάθηκε ξανά η εργατική αναταραχή, τον Φεβρουάριο του 1925, με επίκεντρο το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης· τον ίδιο καιρό ξέσπασαν ταραχές σε πολλά επαρχιακά κέντρα, οι οποίες κατέληξαν στη σφαγή από τον στρατό των αγροτών στα Τρίκαλα, με έξι νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Οι τοπικοί αστοί επέμεναν πως τα επεισόδια οργάνωναν οι «εβραίοι της Θεσσαλονίκης», και πως πρωτοστάτησαν «ταραχοποιές Εβραίες με μια μαύρη σημαία οι οποίες φώναζαν "Κάτω ο πόλεμος!"». Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα, σελ. 212-214
[πάνω] |
|