|
|
Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του '30, Πόλις
[η πολιτισμική σύλληψη του έθνους] [η γενιά του ’30 και η ελληνικότητα] [η γενιά του ’30 και η μυθολογία του Αιγαίου]
[η πολιτισμική σύλληψη του έθνους]
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, το εθνικιστικό ιδεώδες της γεωγραφικής επέκτασης και της αυτοκρατορικής αναβίωσης υποκαθίσταται σταδιακά από το ιδεώδες της ελληνικής ιδιαιτερότητας και από μια προσπάθεια ανάδειξης του ελληνικού αρχετύπου που, στις ποικίλες εκφάνσεις και χρονικές φάσεις του, παρήγαγε τον ελληνικό πολιτισμό. Αν, για τον Ψυχάρη, ένα έθνος χρειάζεται δύο πράγματα -να αποκτήσει γλώσσα δική του και να μεγαλώσουν τα σύνορα του-, τη δεκαετία του 1930 το μεγαλοϊδεατικό όνειρο της επέκτασης των συνόρων δίνει τη θέση του στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων του έθνους. Το έθνος δεν νοείται πια γεωγραφικά, ως μια επικράτεια κλεισμένη στα σύνορα της, ή με μεγαλοϊδεατικές αυταπάτες για επέκταση τους, αλλά ως πολιτισμική οντότητα που φιλοδοξεί να διευρύνει τους πνευματικούς της ορίζοντες όντας ανοιχτή στον διάλογο με άλλα έθνη. Και αυτή η μεταστροφή στη θεώρηση του έθνους αποτελεί ένα από τα βασικά γνωρίσματα της γενιάς του '30, στην οποία θα στηριχτεί και το καθεστώς του Μεταξά. Για ορισμένους από τους εκπροσώπους της γενιάς του '30, που πιθανώς να απηχούσαν την έμφαση του Henri de Man στα ψυχολογικά κίνητρα, το εθνικό αίσθημα και τις περί ηθικής ιδέες, «το έθνος αποτελούσε μια ψυχολογικά ισχυρότερη κατηγορία από την τάξη [...] συμβόλιζε την αρμονία των τάξεων και την παράδοση και επομένως [...] αυτό θα ήταν ικανό για την ηθική αναγέννηση της κοινωνίας». Συντελείται δηλαδή, γύρω στα 1930, μια μετάβαση από τη γεωπολιτική στον πολιτισμό, από τη Μεγάλη Ιδέα στον Ελληνισμό ως ιδέα, και από τη συνοριακή επέκταση της Ελλάδας στην πολιτισμική της αναγέννηση. Η πολιτισμική σύλληψη του έθνους αποτυπώνεται και σε ένα άρθρο του Σπύρου Μελά, «Έθνος και ανθρωπότητα» (1933), όπου υποστηρίζει ότι έθνος και ανθρωπότητα είναι δύο δυναμικά «γίγνεσθαι» τα οποία όχι μόνο δεν βρίσκονται σε ριζική αντίθεση μεταξύ τους αλλά, αντίθετα, το ένα δεν μπορεί να νοηθεί δίχως το άλλο. Τον γεωγραφικό ορισμό του Ελληνισμού και του έθνους τον διαδέχεται ο πνευματικός: «Στον τόπο της παλιάς ιδέας του εθνικιστικού ελληνισμού με τις απολυτρωτικές και ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, υψώνουμε σήμερα, στ' όνομα της μεγάλης θυσίας τους, τη σημαία ενός καινούργιου πνευματικού ελληνισμού». Αλλά και η ιδέα του επεκτατικού και αλυτρωτικού εθνικισμού, σύμφωνα με τον Μελά, παραχωρεί τη θέση της στον πνευματικό εθνισμό, «την αποπνευματωμένη εθνικήν ιδέα, που δεν ξαίρει κρατικά κι' εθνολογικά σύνορα κι' ακάθαρτες επιδιώξεις». Βέβαια ο Μελάς αργότερα, όπως θα δούμε στο ένατο κεφάλαιο, άλλαξε ριζικά τις ιδέες του, αλλά αυτό το άρθρο του δείχνει ότι τη δεκαετία του 1930 κέρδιζε έδαφος ο πολιτισμικός ορισμός του έθνους, σε αντίθεση με υλιστικές προσεγγίσεις ή εδαφικές διεκδικήσεις. Αν η διεθνικότητα και η ταξικότητα του κομμουνισμού υπονόμευε την έννοια του έθνους, έτσι και η χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας καθιστούσε επιτακτική μια ανασημασιοδότηση της έννοιας του έθνους, ένα νέο περιεχόμενο που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με την ταξική οικουμενικότητα του κομμουνισμού, αλλά και με τον παρωχημένο εθνικιστικό σοβινισμό των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών: Ο ελληνικός εθνικισμός με τις εδαφικές διεκδικήσεις του και τις ιμπεριαλιστικές του επιχειρήσεις προς τα παράλια του Βοσπόρου και τους παλιούς, γνώριμους και σαγηνευτικούς δρόμους του Αλέξαντρου και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων προς τα πιο μάκρυνα Μικρασιατικά οροπέδια, πέρασε πια στην ιστορία, π' αρχίζει να φαίνεται κιόλας ξεθωριασμένη. Ο εθνικός μας ορίζοντας απόχτησε την ποθητή ξαστεριά.
Η ιδέα του έθνους δεν νοείται ως σύμβολο αλυτρωτισμού ή επεκτατισμού, αλλά ως πνευματικό γίγνεσθαι σε διαρκή ανταπόκριση με την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Το έθνος είναι πνεύμα και όχι επικράτεια, επικοινωνία και όχι περιχαράκωση, ανοιχτό και όχι κλειστό σχήμα, υπερβατική σύνθεση και όχι ταξική αντίθεση. Η ιδέα του έθνους δεν είναι εμπόδιο προς το καθολικό, αλλά προϋπόθεση πολιτισμικής αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας. Η πάλη των τάξεων δίνει τη θέση της στην εθνική συνεργασία. Προβάλλοντας την ανοιχτή, πνευματική και δια-δραστική θεώρηση του έθνους ως αντίβαρο στον στενά τοπικιστικό ορισμό του καθώς και στον ανερχόμενο υλισμό, η γενιά του '30 ανέδειξε ένα από τα κατεξοχήν προσδιοριστικά της στοιχεία. Όσοι ασπάζονταν αυτή την αντίληψη περί έθνους μπορούμε να πούμε ότι συγκαταλέγονται μεταξύ των μελών της, υπάρχουν όμως και συγγραφείς, όπως ο Μελάς, που ξεκίνησαν με τέτοιες πεποιθήσεις, κυρίως όταν συνεργάζονταν στη διεύθυνση του περιοδικού Ιδέα με τον Θεοτοκά, και έφτασαν, μερικά χρόνια αργότερα, στο άλλο άκρο. Οι διανοούμενοι της γενιάς του '30 (Σεφέρης, Θεοτοκάς, Τερζάκης και Ελύτης) είναι οι πρώτοι που συνειδητοποιούν ότι το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και η συρρίκνωση του Ελληνισμού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή απαιτούν έναν νέο μύθο, τη στροφή, από το πλάτεμα των συνόρων (μεγαλοιδεατικό όραμα), στην αισθητική του τόπου και την πολιτισμική εμβάθυνση. Ένα «εθνικό παραμύθι» όχι γεωπολιτικής ή εθνικιστικής κοπής, όπως η Μεγάλη Ιδέα, αλλά πολιτισμικής εμβέλειας και ανάκαμψης. Ο νέος μύθος, βέβαια, δεν αρθρώνεται σε μανιφέστα ή δοκίμια, λανθάνει όμως ως αίτημα στη σκέψη και τον προβληματισμό τους, ως παραμυθητικό αντιστάθμισμα στο «μικρασιατικό δράμα» του Ελληνισμού. Μάλιστα η δημιουργία νέων μύθων προϋποθέτει τη συλλογικότητα και τη δυναμική την οποία απέπνεε η αίσθηση μιας νέας και ανερχόμενης γενιάς, βοηθώντας τους έτσι να προβάλλουν αποτελεσματικότερα την ανάγκη για έναν νέο πολιτισμικό μύθο. Η μετατόπιση από τον εδαφικό στον πολιτισμικό ορισμό του έθνους έχει, νομίζω, ιδιαίτερη σημασία, γιατί φωτίζει πολλές από τις επιδιώξεις της γενιάς του '30. Πρόκειται για μια σημαντική αλλαγή, οι συνέπειες της οποίας δεν έχουν εκτιμηθεί δεόντως. Βέβαια, και νωρίτερα οι δημοτικιστές είχαν επιχειρήσει να προβάλουν τον ρόλο της λογοτεχνίας και του πολιτισμού στον ορισμό του έθνους, αλλά μόνο μετά το 1922 επιβάλλεται η πολιτισμική θεώρηση. Αν η έννοια της γενιάς εξασφαλίζει τη ρήξη με το παρελθόν, η πολιτισμική θεώρηση του έθνους εξασφαλίζει τη συνέχεια, τονίζοντας την οργανική σύλληψη της παράδοσης του, μαζί με μια νέα αναγέννηση και ακτινοβολία του Ελληνισμού. Το 1932 ο Θεοτοκάς είναι κατηγορηματικός: «Το έθνος είναι κυρίως μια πνευματική πραγματικότητα, ένας κοινός πλούτος από ιδέες, συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις».18 Αυτή η αφηρημένη και απεδαφοποιημένη σύλληψη του έθνους έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η ισχύς του ελληνισμού μετατοπίζεται πια, από την εδαφική επέκταση και ολοκλήρωση, στην πνευματική ακτινοβολία και στην ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του. Εδώ έχει, νομίζω, την αφετηρία της και η περίφημη συζήτηση περί ελληνικότητας. Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του ’30, Πόλις, σελ. 149-153
[πάνω]
[η γενιά του ’30 και η ελληνικότητα]
Τελικά, η ελληνικότητα που προβάλλει η γενιά του '30 δεν έχει σχέση με την ηθογραφική ομφαλοσκόπηση ή τον ελληνοκεντρικό μισοξενισμό, αλλά με την ανάδειξη μιας ελληνικής αρχετυπικότητας με ποικίλες εκφάνσεις. Τη δεκαετία του 1930, αυτή η αρχετυπικότητα είναι περισσότερο μυθολογική, ατμοσφαιρική (αναφορές στο αιγαιοπελαγίτικο τοπίο) και υφολογική, ενώ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται λιγότερο κλασικίζουσα και πιο ιστορικά προσδιορισμένη, με τη στροφή προς το Βυζάντιο και τον «ελληνικό ελληνισμό» του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου, ή ακόμη και την Ορθοδοξία. Οι λόγοι αυτής της στροφής, από τη μυθική στην ιστορική αρχετυπικότητα, έχουν να κάνουν με τη δοκιμασία του πολέμου και της Κατοχής αφενός, αλλά και με τη διεκδίκηση του παρελθόντος ή τις επιθέσεις που δέχεται η γενιά, αφετέρου. Η αρχετυπική ροπή της γενιάς παραπέμπει στην ελληνικότητα, γιατί ακριβώς θέλει να αξιοποιήσει και να αναδείξει τα βαθύτερα και αναλλοίωτα από τον χρόνο στοιχεία της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, τα οποία θα εξασφαλίσουν έναν γόνιμο και ισότιμο διάλογο με την Ευρώπη. Εάν η Ελλάδα του δέκατου όγδοου αιώνα είναι ιδεολογικό κατασκεύασμα της αποικιοκρατικής Ευρώπης δίχως να έχει υπάρξει αποικία της,38 ένας τόπος ιερός ως μυθικός πρόγονος του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και ταυτόχρονα μολυσμένος λόγω του βάρβαρου Οθωμανισμού, πανευρωπαϊκός και συνάμα ανατολίτικος, οικείος και εξωτικός,39 τη δεκαετία του 1930 βλέπουμε την προσπάθεια αυτό το εξωτικό να γίνει οικείο, ώστε ευρωπαϊκός και ελληνικός Ελληνισμός να συνομιλήσουν. Όπως επισημάνθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, μέχρι τη δεκαετία του 1930 η σχέση του ελληνικού με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ετίθετο σε γενικές γραμμές ως ζήτημα μιμητισμού, εξευρωπαϊσμού ή ξενηλασίας, ενώ η γενιά του '30 επιζητεί τον δημιουργικό διάλογο και προωθεί την ιδέα της πολιτισμικής αμοιβαιότητας. Αλλά για να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος και αμοιβαία ανταλλαγή, θα πρέπει η Ελλάδα να είναι σε θέση να προσφέρει όχι κάτι ψεύτικο και επιφανειακό, αλλά κάτι πιο διαχρονικό, οικουμενικό και διαφορετικό, που θα προκύψει όμως από την αρχετυπική μήτρα του Ελληνισμού. Η αρχετυπικότητα εγγυάται κατά κάποιον τρόπο τη γνησιότητα και, με τη σειρά της, οδηγεί στην ελληνικότητα, αλλά και στη νεοτερικότητα ως δημιουργική ανανέωση της παράδοσης. Τούτη όμως η ελληνικότητα δεν είναι άγονος εθνοκεντρισμός ή απλώς νοσταλγία του παρελθόντος, αλλά η προσπάθεια να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε ο ελληνικός πολιτισμός να ξαναμπεί στη διεθνή πολιτισμική άμιλλα και ανταλλαγή, όχι απλώς ως επίγονος του κλασικού, αλλά ως ένα σύγχρονο, πρωτότυπο και δυναμικό πολιτισμικό γίγνεσθαι. Η γενιά του '30 έθεσε το ζήτημα της ισορροπίας νεοτερικότητας και παράδοσης, ευρωπαϊκότητας και ελληνικότητας, όχι μόνο ως αισθητικό ή καλλιτεχνικό ζήτημα, αλλά ως ευρύτερα πολιτισμικό. Μέσα από την έννοια της αρχετυπικότητοί και του ζωντανού διαλόγου με την Ευρώπη, πρόβαλε μια αντίληψη για τη σχέση παράδοσης και νεοτερικότητας, ιθαγένειας και οικουμενικότητας, που δεν έχει ξεπεραστεί αλλά επανέρχεται συνεχώς στις συζητήσεις περί ενωμένης Ευρώπης ή παγκοσμιοποίησης. Το ζήτημα της ελληνικότητας, για τους εκπροσώπους της, συνοψίζεται τελικά στο τι θα δώσεις, που όχι μόνο θα είναι αυθεντικά δικό σου, αλλά θα ενδιαφέρει και τους ξένους. Συνέλαβε δηλαδή την ελληνικότητα ως πρόβλημα πολιτισμικής αυθυπαρξίας του νεοελληνισμού σε σχέση με το κλασικό παρελθόν, αλλά και ως ζήτημα πολιτισμικού διαλόγου και αμοιβαίας ανταλλαγής με την Ευρώπη. Για τούτο ίσως βαραίνει πάνω στους νεότερους ως συγκριτικό πρότυπο, καθότι οι επόμενες γενιές δεν κατάφεραν να τη συναγωνιστούν ούτε στον τομέα της καλλιτεχνικής προσφοράς και της προβολής στο εξωτερικό, ούτε προβάλλοντας μια νέα άποψη περί ελληνικότητας που θα ξεπερνά τη δική της. Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του ’30, Πόλις, σελ. 310-312
[πάνω]
[η γενιά του ’30 και η μυθολογία του Αιγαίου]
Μπορεί, τελικά, το Αιγαίο του Σεφέρη, του Ελύτη, του Γκάτσου και του Θεοτοκά να μην είναι πάντα το ίδιο, η μυθολογία του όμως λειτούργησε συσπειρωτικά για τη γενιά, επειδή είναι κατασκεύασμα τόσο των ίδιων όσο και των επικριτών τους. Το Αιγαίο παρουσιάζεται ως χώρος ταυτότητας και αναζήτησης, ιθαγένειας και φυγής, ευδαιμονίας και υπαρξιακής κατάδυσης. Ως πραγματικός και φαντασιακός χώρος μυθολογίας, ιστορίας και καταγωγής, το Αιγαίο εξυπηρέτησε την αρχετυπική ροπή της γενιάς του '30, συναιρώντας την αναζήτηση της βαθιάς ιθαγένειας με την αισθητικοποίηση της ιστορίας- λειτούργησε όμως και ως σύμβολο για την οριοθέτηση της διαφοράς της από τις άλλες γενιές, τόσο την προηγούμενη όσο και τις επόμενες. Με το Αιγαίο συμβαίνει ό,τι και με την ελληνικότητα. Η γενιά του '30 ταυτίστηκε με αυτό, χωρίς οι εκπρόσωποι της να έχουν γράψει πληθώρα κειμένων περί Αιγαίου ή να υιοθετούν, όπως είδαμε πιο πάνω, μια κοινή προσέγγιση. Όλα προκύπτουν έμμεσα από την αισθητικοποίηση του χώρου, την αρχετυπική προσέγγιση του τόπου, και από μια πολιτιστική ιδεολογία, η οποία, εν μέρει, υποβάλλεται από τη γενιά, και, εν μέρει, στοιχειοθετείται από τον τρόπο που την προσλαμβάνουν οι μεταγενέστεροι. Το Αιγαίο αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για να καταλάβουμε πώς χτίστηκε ο μύθος της γενιάς του '30. Με βάση όχι τα κείμενα αλλά τις διαθέσεις, όχι τις θέσεις αλλά τις εντυπώσεις, όχι αποκλειστικά από την ίδια αλλά και από τους πολεμίους της. Η μυθολογία του Αιγαίου, τελικά, δεν αφορά τόσο τη λογοτεχνία όσο τη συλλογική ψυχολογία και το εθνικό φαντασιακό, δείχνοντας πώς ένας τόπος μετασχηματίζεται σε πολιτιστικό ιδεολόγημα. Το θέμα του Αιγαίου θα πρέπει να το δούμε στο ευρύτερο πλαίσιο των διαφορετικών θεωρήσεων του χώρου στην Ελλάδα. Αν η Μεγάλη Ιδέα αντιπροσώπευε τη διεύρυνση του εθνικού χώρου και το 1922 σηματοδότησε τη γεωγραφική του συρρίκνωση, το Αιγαίο συμβολίζει την αισθητικοποίησή του, την υπέρβαση της ελλαδικής καχεξίας και στενότητας με την ψευδαίσθηση μιας αισθητικής διεύρυνσης του χώρου μέσω της μυθολογίας του. Τη μεταπολεμική περίοδο κυριαρχεί η ιδεολογικοποίηση του χώρου με τα νησιά και τους τόπους εξορίας, την ερήμωση της ενδοχώρας μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, την εσωτερική μετανάστευση και το σύνδρομο της επαρχίας, ενώ μετά το 1960 αρχίζει να επιβάλλεται η εμπορευματοποίηση του χώρου με την αντιπαροχή, την οικοπεδοποίηση και την ανάπτυξη του τουρισμού. Ο χώρος γίνεται αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες, καθώς η διάκριση φυσικού και αστικού χώρου υπονομεύεται, γεγονός που προκάλεσε ως αντίδραση την αναζήτηση της χαμένης φυσικότητας και αθωότητας του ελληνικού τοπίου. Με τις αυξανόμενες περιβαλλοντικές ευαισθησίες και ανησυχίες, τα τελευταία χρόνια επιστρέφουμε, κατά κάποιον τρόπο, με νοσταλγία στην εξιδανίκευση του ελληνικού τοπίου από τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1930. Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του ’30, Πόλις, σελ. 395-397
[πάνω]
Η γενιά του '30 δεν οφείλει την υστεροφημία της μόνο στα λογοτεχνικά της επιτεύγματα -δεδομένου ότι αυτά συνήθως εξατομικεύονται σε συγκεκριμένους ποιητές (Σεφέρης, Ελύτης), ενώ το έργο των πεζογράφων συχνά υποβαθμίζεται- αλλά και στα δοκίμια και τις ιδέες της. Εκεί ανιχνεύουμε κάποια ιδεολογική ομοιογένεια της γενιάς (φιλελευθερισμός), κάποιες κοινές προτιμήσεις (Μακρυγιάννης, Θεόφιλος), ή μια κοινή στάση απέναντι στην Ευρώπη. Τη γενιά του '30 φαίνεται να τη συνδέει το αίτημα της πνευματικής ελευθερίας και η αντίσταση στην ιδεολογική στράτευση και κάθε είδους δογματισμούς. Επομένως η ενότητα της, και συνεπώς η αίγλη της, έγκειται στις ιδέες της και στην πολιτισμική της στάση. Μπορεί η γενιά να βάλλεται διαρκώς, παραδόξως όμως ο μύθος της αποδεικνύεται εξαιρετικά ανθεκτικός, γιατί ακριβώς με την πολιτισμική της ιδεολογία χάραξε τον δρόμο των μεταπολεμικών αναζητήσεων σε θέματα κανονικοποίησης του παρελθόντος, πολιτισμικής ταυτότητας και δοκιμιακού ύφους. Καμία άλλη γενιά δεν κατάφερε να επιβάλει σε τέτοιο βαθμό όχι μόνο την ποίηση της, αλλά προπαντός τις ιδέες και τα δοκίμια της, που στάθηκαν αφορμή να τεθούν ευρύτερα ερωτήματα. Εντέλει, η γενιά του '30 δεν είναι οι ποιητές και οι πεζογράφοι αλλά οι δοκιμιογράφοι της, μολονότι θα ήταν προτιμότερο να τη δούμε όχι τόσο σαν μια ομάδα ατόμων όσο ως ένα πλαίσιο αρχών και αντιλήψεων, το οποίο συγκεκριμένα πρόσωπα στήριξαν θεωρητικά ή λογοτεχνικά και διαμόρφωσαν ενεργητικά ή εναντιωματικά, με ποικίλους τρόπους και διαφορετική ένταση. Η γενιά λειτουργεί μάλλον ως αφηρημένο σχήμα, κριτικό κατασκεύασμα και ρητορικό εφεύρημα παρά ως συγκεκριμένη και συμπαγής ομάδα. Συγκροτείται ως λόγος (discourse) και παράγεται ως αφήγημα από άλλους λόγους. Θα διακινδύνευα επίσης την ακόλουθη υπόθεση. Αν εξαιρέσουμε μεμονωμένες περιπτώσεις, η γενιά του '30 στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα δεν γονιμοποίησε λογοτεχνικές συνειδήσεις, ούτε βρήκε την απήχηση που γνώρισαν ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ή ακόμη και ο Παπαδιαμάντης, την ίδια περίοδο. Οι ποιητές αλλά και οι πεζογράφοι της δεν προσέφεραν στους νεότερους συγγραφείς θετικά ερεθίσματα λογοτεχνικής έμπνευσης και διακειμενικού διαλόγου. Αντίθετα, στον χώρο της δοκιμιογραφίας, οι Δοκιμές του Σεφέρη στάθηκαν πρότυπο ύφους και διαύγειας, επιβεβαιώνοντας ότι σε αυτό τον χώρο ανιχνεύεται κυρίως η διάρκεια και η απήχηση της γενιάς. Τούτο δεν σημαίνει ότι η ποίηση της δεν διαβάστηκε, δεν εκτιμήθηκε ή δεν τραγουδήθηκε από τον κόσμο· απλώς δεν γνώρισε τους επιγόνους που θα περίμενε κανείς. Με βάση τα παραπάνω, κρίνω ότι, για να ορίσουμε τη γενιά του '30, δεν πρέπει να περιοριστούμε στη νεοτερική έκφραση, τη μοντερνιστική τεχνοτροπία ή την κοινωνική προέλευση των εκπροσώπων της, αλλά να λάβουμε υπόψη και την πολιτισμική ιδεολογία την οποία αρθρώνουν. Η γενιά του '30 δεν μπορεί να συστήνεται πια μόνο ως μια ομάδα πολυταξιδεμένων και ατσαλάκωτων αστών, οι οποίοι εισήγαγαν τον ποιητικό μοντερνισμό στην Ελλάδα, αλλά και ως μια γενιά που πρόβαλε ένα πολιτισμικό όραμα για τη χώρα, το οποίο οι επόμενες γενιές δεν κατάφεραν να υποκαταστήσουν. Από τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια αναδείχτηκαν οι παραγκωνισμένοι μοντερνιστές (Αξιώτη, Σκαρίμπας, Πεντζίκης), η γενιά του '30, όπως παραδοσιακά την ξέραμε, έπαψε ως σύνολο να ταυτίζεται προνομιακά και προγραμματικά με τον μοντερνισμό, ενώ αναδείχτηκε περισσότερο η ανομοιογένεια και η αισθητική ανισότητα των μελών της. Το στοιχείο όμως που άντεξε στον χρόνο, έστω και ως αντίπαλο δέος, ήταν οι ιδέες της, όχι οι πολιτικοκοινωνικές αλλά οι πολιτισμικές. Ως εκ τούτου, έχω την αίσθηση ότι μόνο όσοι συμμερίζονται και εκφράζουν, μέσω της αρθρογραφίας ή της δοκιμιογραφίας τους, την πολιτισμική ιδεολογία της γενιάς μπορούν να συμπεριληφθούν στον στενό κύκλο της. Πώς όμως μια γενιά, που πολεμήθηκε τόσο πολύ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τις μέρες μας, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβάλει τη μυθολογία της αλλά και να υποχρεώσει τους μεταγενέστερους να μιλούν για αυτήν; Η λογοτεχνική και θεσμική της καθιέρωση δεν οφείλεται μόνο στα δύο Νόμπελ λογοτεχνίας, στις σχέσεις εξουσίας ή στην κοινωνική της αίγλη, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι οι απόψεις της για τη σχέση παράδοσης και νεοτερικότητας, εθνικού και υπερεθνικού, λαϊκού και υψηλού, γλωσσικής ορθοδοξίας και υφολογικής παράβασης δεν ξεπεράστηκαν, με την έννοια ότι δεν αρθρώθηκε σοβαρός αντίλογος ή μια νέα άποψη που να διεκδικεί καθολική αναγνώριση. Η γενιά του '30 έθεσε τη συνομιλία με το παρελθόν ή την εύρεση μιας ισορροπίας νεοτερικότητας και παράδοσης όχι μόνο ως αισθητικό ή καλλιτεχνικό ζήτημα, αλλά και ως γενικότερα πολιτισμικό. Και για τούτο ο ορισμός της γενιάς του '30 θα έπρεπε ενδεχομένως να γίνει με όρους πολιτισμικούς, με γνώμονα δηλαδή το ποιοι συμμετείχαν περισσότερο ή λιγότερο στη διερεύνηση αυτού του ευρύτερου ζητήματος. Με βάση λοιπόν τα όσα ειπώθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, μπορούν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα σχετικά με την ιστορία και το περιεχόμενο του όρου «γενιά του ‘30», καθώς και για τα γνωρίσματα της ως πνευματικής ομάδας. Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του ’30, Πόλις, σελ. 544-546 [πάνω] |
|