|
|
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΖΙΟΒΑΣ: Ο ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΔΥΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ (ελληνισμός και ελληνικότητα)
Η ελληνικότητα είναι από τις λέξεις που έχουν καταχρηστικά χρησιμοποιηθεί, εθνικά φορτιστεί και ιδεολογικά βαρυνθεί χωρις τελικά να έχει ξεκαθαριστεί το τι σημαίνει ή σε τι παραπέμπει. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο καλύτερος τρόπος για να αποσαφήνισε κανείς έννοιες και συμφραζόμενα είναι η ιστορική αναδρομή, ώστε να εντοπιστούν οι απαρχές τους, η αρχική τους σκοπιμότητα κα η μετέπειτα εξέλιξη ή μεταμόρφωση τους. Για την ελληνικότητα αυτή η μέθοδος ενδείκνυται, γιατί μπορεί να δείξει ότι, αν και ως λέξη κυκλοφορούσε σποραδικά στο δέκατο ένατο αιώνα, ως ιδεολόγημα καθιερώνεται στη δεκαετία του 9 30. Μια τέτοια ιστορική ανασκόπηση θα μας βοηθήσει να δούμε την ελληνικότητα όχι ως μια αφηρημένη, άχρονη οντότητα αλλά ως έναν όρο που ανέκυψε και συζητήθηκε πολύ σε μια συγκεκριμένη εποχή και ίσως αυτή τ ιστορική ανάλυση συμβάλλει τελικά στο να άρει τη σύγχυση γύρω από το νόημα της. Η μέθοδος της αναδρομής στην ιστορία των ονομάτων και των εννοιών αποδείχτηκε χρήσιμη και παλαιότερα όταν εφαρμόστηκε από λογίους, όπως ο Κ. Παπαρρηγόπουλος ή ο Δ. Θερειανός, που επεδίωξαν να προσδιορίσουν και να εμβαθύνουν μια άλλη παρεμφερή και πολύπαθη έννοια: τον ελληνισμό. Το Νοέμβριο του 1881 ο Κ. Παπαρρηγόπουλος κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος της νέας έκδοσης της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, που ετοίμαζε από καιρό, επεξεργασμένης και εμπλουτισμένης με παραπομπές και τεκμηριωτικές σημειώσεις. Αυτή η έκδοση βέβαια δεν ολοκληρώθηκε ή μάλλον δεν προχώρησε πέρα από τις 140 σελίδες του πρώτου τεύχους, όπως μας πληροφορεί ο Κ. Θ. Δημαράς. Εντούτοις, από αυτές τις σελίδες μας έμεινε ένας πολύτιμος πρόλογος, ο οποίος αποτέλεσε και αντικείμενο εισιτηρίου μαθήματος του εθνικού ιστοριογράφου στις 22 Οκτωβρίου του 1881. Θέμα αυτού του προλόγου-μαθήματος: «Η Ιστορία των ονομάτων Έλληνες, ελληνικόν έθνος, ελληνισμός». Για να καθορίσει το περιεχόμενο της λέξης «ελληνισμός» ο Παπαρρηγόπουλος ανατρέχει στο παρελθόν προσπαθώντας να εντοπίσει τα εξελικτικά στάδια του όρου και να διαγράψει την ιστορική του περιπέτεια. Υποστηρίζει μάλιστα ότι σε καμιά άλλη γλώσσα δεν υπήρξε κάποια ανάλογη με τον ελληνισμό λέξη, γιατί οι ομοιότυπες λέξεις των δυτικών εθνών σημαίνουν τους ιδιωματισμούς των γλωσσών τους ενώ οι έννοιες του γερμανισμού και του σλαβισμού προέκυψαν σχετικά πρόσφατα, ώστε να θεωρηθούν τα πρότυπα. Ο Παπαρρηγόπουλος τοποθετεί χρονικά την εμφάνιση της λέξης στους μακεδονικούς χρόνους και την ανάγει στην προσπάθεια να εξαρθούν τα στοιχεία που διακρίνουν το ελληνικό έθνος από τα άλλα, δηλαδή «το ελληνιστί λαλείν και το ελληνικώς ζην». Μέχρι τότε το όνομα Έλληνες εμπεριείχε και την έννοια του ελληνισμού αλλά από τη στιγμή που η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός άρχισαν να διαδίδονται με τις μακεδονικές κατακτήσεις και σε άλλους λαούς η διάκριση καθίσταται αναπόφευκτη. Όμως από την τέταρτη εκατονταετηρίδα μ.Χ., η αρχική αυτή σημασία αλλοιώνεται και τα ονόματα Έλληνες και ελληνισμός ταυτίζονται αντίστοιχα με τους ειδωλολάτρες και την ειδωλολατρία μέχρι το δέκατο αιώνα. Έκτοτε η λέξη «ελληνισμός» εκλείπει ολοσχερώς κατά τον Παπαρρηγόπουλο ενώ το όνομα των Ελλήνων ανάκτησε μεν την πάτρια σημασία του, αν και πάλι το δέκατο πέμπτο αιώνα υποσκελίζεται από το όνομα των Ρωμαίων, για να εμφανισθεί εκ νέου μαζί με τον ελληνισμό το δέκατο ένατο.
Η αναβίωση της έννοιας του ελληνισμού τον περασμένο αιώνα οφείλεται αφενός σε επιστημονικές μελέτες, όπως εκείνη του J. G. Droysen Geschichte des Hellenismus (1833-1843), και αφετέρου στην πεποίθηση ότι το ελληνικό έθνος δεν περιορίζεται στα στενά όρια της ελεύθερης Ελλάδας. Αυτή ακριβώς η συναίσθηση της δυνατότητας αλλά και της υποχρέωσης για μια εθνική ολοκλήρωση καθιστά το νεότερο ελληνισμό, σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο, σημαντικά διαφορετικό από τον αρχαίο υπενθυμίζοντας ότι το ελληνικό έθνος δεν χωρίζεται πλέον από τα υπόλοιπα με βάση το θρήσκευμα, τους θεσμούς και το βίο του αλλά με βάση κυρίως τη γλώσσα και τη συνείδηση της εθνικής ενότητας. Ο «ελληνισμός», επομένως, δεν αντιπροσωπεύει πια τον πολιτισμικό επεκτατισμό του παρελθόντος αλλά την ηθική και πνευματική ενότητα του διχοτομημένου έθνους σε ελεύθερους και υπόδουλους Έλληνες. Ορίζοντας έτσι τον ελληνισμό, ο Παπαρρηγόπουλος του προσδίδει, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, μια αφηρημένη πνευματική διάσταση που δεν φαίνεται να απέχει πολύ ούτε από την ιδέα της ελληνικότητας, όπως την ανάπτυξαν οι μεταγενέστεροι του, αλλά ούτε και από το πολιτικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Με περισσότερο σκεπτικισμό αντιμετωπίζει τη χρήση της λέξης από τους συγχρόνους του ο Διονύσιος Θερειανός στην πραγματεία του «Ο ελληνισμός κατά λεκτικήν και πραγματικήν έννοιαν», όπου τονίζει ότι όλοι την έχουν στο στόμα τους, λίγοι όμως γνωρίζουν τις ιστορικές της μεταπτώσεις. Για τον Θερειανό η λέξη «ελληνισμός» δεν χρησίμευε στην εποχή του για να αναπληρώσει απλώς κενές ιδέες αλλά «η πολυθρύλητος αύτη λέξις κατέστη παρ' ημίν το χρησιμώτατον και πολυτιμότατον των φυλακτηρίων, αληθές πρυτανείον πάσης αληθούς και ψευδούς παιδείας, εφόδιον των κατ’ αλήθειαν και καθ' ύπόκρισιν φιλοπατρίδων, ορμητήριον πάσης ευγενούς πράξεως και παντοδαπής αγυρτείας και δοξοκοπίας, ακρόπολις των θυμοσόφων και των σεμνότυφων, χρυσούν δέρας καιροσκοπούσης φιλοχρηματίας και σπουδαιολογούσης κουφότητος, απαράμιλλον απόσταγμα παντός θεμιτού και αθεμίτου βουλεύματος. Πόσαι ευλογίαι, αλλά και πόσαι Βλασφημίαι εξηγγέλθησαν εν ονόματι του ελληνισμού. Πόσα εθνωφελή και γόνιμα αλλά και πόσα ανόσια και βλαβερά επράχθησαν έργα επί τη αληθεί ή ψευδεί του ελληνισμού προφάσει;». Αποφασισμένος να μην ενδώσει στην εθνική πρόφαση και να ξεκαθαρίσει το εννοιολογικό νεφέλωμα, ο Θερειανός ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι ο ελληνισμός προσέλαβε εθνική σημασία το δέκατο ένατο αιώνα, γιατί μέχρι τις αρχές αυτού του αιώνα διατηρούσε την αρχαία σημασία του, δηλαδή την ακριβή ερμηνεία των ονομάτων στην ελληνική γλώσσα με σκοπό την καθαρότητα και τη σαφήνεια, όπως φαίνεται άλλωστε και στη Ρητορική (1813) του Οικονόμου. Βλέποντας ότι και ανάμεσα στους ευρωπαίους λογίους δεν επικρατεί ομοθυμία για τη σημασία του όρου καταφεύγει κι αυτός, όπως και ο Παπαρρηγόπουλος, στην ιστορική αναδρομή από την αρχαιότητα μέχρι το Βυζάντιο. Αρχικά επισημαίνει ότι η λέξη «ελληνισμός» δεν απαντάται πριν από τον Αριστοτέλη, αν και εξηγείται αμέσως ότι αυτό μπορεί να υποστηριχθεί με επιφύλαξη, και πρωτοεμφανίζεται ως γραμματικός όρος δηλώνοντας την «ελληνικήν φράσιν, ορθήν και αδιάπτωτον» και «το απταίστως λαλείν και γράφειν την ελληνικήν γλώσσαν». Όπως το «ελληνίζειν» λειτουργούσε σε αντιδιαστολή προς το «βαρβαρίζειν» και το «σολοικίζειν», ανάλογα και το παράγωγο «ελληνισμός» προς το βαρβαρισμό και το σολοικισμό. Στη μεταπήδηση του ελληνισμού από το γραμματικό στο θρησκευτικό χώρο συνετέλεσαν, εκτός των άλλων, και οι πόλεμοι στην περιοχή της Συρίας και της Ιουδαίας, που είχαν ως συνέπεια τη σύγκρουση της ελληνικής πολυθεΐας με την ιουδαϊκή μονοθεΐα προσάπτοντας στον ελληνισμό το στίγμα της ειδωλολατρίας. Στιγματισμός που θα διαιωνισθεί, αφού οι όροι «Έλλην», «ελληνίζειν» και «ελληνισμός» θα διαφυλάξουν και για τους περισσότερους Βυζαντινούς τη θρησκευτική τους έννοια και σπάνια, κατά τον Θερειανό, η παλιά τους εκδοχή «εν μέσω της ερημίας, εύρηται ως παρήγορος τις όασις». Σταδιακά βέβαια αυτή η ειδωλολατρική φάση του ελληνισμού υποχωρεί και μαζί της συνυποχωρούν και οι προσηγορίες των Ρωμαίων και των Γραικών επιτρέποντας στον ελληνισμό να καταστεί συνώνυμος με τον «ελληνικό εθνισμό» και διευκολύνοντας την επιστροφή στην παλιά και ιστορική προσηγορία των Ελλήνων.
Ό,τι εκδηλώνεται ξεκάθαρα στις πραγματείες και του Παπαρρηγόπουλου και του Θερειανού είναι η διάθεση τους να διασαφηνίσουν τις έννοιες παρακολουθώντας την ιστορία τους, πράγμα που θα συνεχιστεί και λίγα χρόνια αργότερα στη διαμάχη που προκάλεσε η δημοσίευση της Ιστορίας της Ρωμιοσύνης από τον Εφταλιώτη το 1901. Η λέξη Ρωμιοσύνη στον τίτλο του βιβλίου καθώς και η αρχή της Ιστορίας από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου προκάλεσαν αντιδράσεις από τους θιασώτες του ελληνισμού, όπως ο Γ. Σωτηριάδης, ο Γ. Ν. Χατζιδάκις και ο Ν. Πολίτης. Σε αυτούς απάντησαν ψύχραιμα και με ιστορικά επιχειρήματα ο Ψυχάρης και ο Παλαμάς αποδεικνύοντας ότι η συζήτηση κι αυτή τη φορά πήρε το χαρακτήρα της ιστορικής αναδίφησης και τεκμηρίωσης. Αυτό όμως δεν έγινε και με τη λέξη «ελληνικότητα» ή μάλλον δεν έγινε στο βαθμό που θα έπρεπε να γίνει, ώστε να ξεκαθαριστεί η προέλευση και το νόημα της.
Σύμφωνα με τον Κουμανούδη, η λέξη εισάγεται στην ελληνική γλώσσα στα 1851 από τον Κωνσταντίνο Πωπ. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1860, ο Πολυλάς την πρωτοεισάγει και στην ελληνική κριτική στην απάντηση του στον Σπ. Ζαμπέλιο και στην προσπάθεια του να υπερασπισθεί την ελληνικότητα της Σολωμικής ποίησης. Η λέξη όμως δεν χρησιμοποιείται από τον Πολυλά ως εννοιολόγημα ούτε την ξαναβρίσκουμε σε κείμενα άλλων λογίων της εποχής παρά μόνο σποραδικά και ευκαιριακά. Άλλα ιδεολογήματα ήταν τότε του συρμού: εθνική ψυχή, εθνικό πνεύμα, εθνικός ποιητής, εθνισμός, ξενισμός και αυτά υιοθετούνται ως εννοιολογική σκευή και από τους πρώτους δημοτικιστές. Ο Ψυχάρης μπορεί να βροντοφωνάζει για τη Ρωμιοσύνη αλλά του είναι ανοίκεια η ελληνικότητα, το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τον Παλαμά, παρόλο που στα γραπτά του η λέξη κάνει την παρουσία της μερικές φορές. Τη συναντούμε για παράδειγμα στο άρθρο του «Η φιλολογία διά των φυλών και διά των πατρίδων» το 1899, πλάι στη δημοτικότητα και την εθνικότητα, όταν μιλάει για την ατομικότητα των αρχαίων ποιητών.
Οι διασημότατοι των αρχαίων ποιητών, οι Αίσχύλοι και οι Πίνδαροι, οι Σοφοκλείς και οι Εύριπίδαι πιστεύω ότι παρά την δημοτικότητα και την εθνικότητα και την ελληνικότητα και την μετά του πλήθους στενοτέραν επιμιξίαν, ήσαν, κατά βάθος, αριστοκρατικοί ποιηταί...
Περίπου τριάντα χρόνια αργότερα, η λέξη ξαναεμφανίζεται σε ένα κείμενο του για το Σολωμό στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, όπου υποστηρίζει ότι η Ιταλία «συνέτεινεν εις την θαυμαστήν έξέλιξίν του και διέθρεψε την ελληνικότητα του». Αυτές οι άτακτες χρήσεις της ελληνικότητας από τον Παλαμά δείχνουν μεν ότι η λέξη κυκλοφορεί και ξεφυτρώνει κάπου κάπου στα κείμενα της εποχής αλλά δεν έχει καθιερωθεί ως έννοια ακόμη, αφού ο ίδιος ο Παλαμάς προτιμούσε τον όρο «τοπικισμός» —και μάλιστα υπογραμμισμένο— για να δηλώσει την ιθαγένεια της ποίησης του Βαλαωρίτη και της δικής του ζητώντας όμως να δοθεί στη λέξη «ευγενικό πνευματικό νόημα». Η ελληνικότητα κάνει την εμφάνιση της και στα δοκίμια του Περικλή Γιαννόπουλου, ο οποίος, αν και τη θεωρεί «τρισμέγιστη δύναμη», εξακολουθεί να υπογραμμίζει τη λέξη «ελληνισμός», ίσως γιατί ακόμη η απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων και η ιδεατή ενότητα του ελληνισμού δεν έχει επιτευχθεί ή ίσως γιατί προσφέρονταν για αντιπαράθεση προς τους διάφορους οθνείους -ισμούς: ευρωπαϊσμό, κοσμοπολιτισμό, φραγκισμό, φραγκολεβαντινασμό ακόμη και το χριστιανισμό. Είναι χαρακτηριστική η διακήρυξη του Γιαννόπουλου και η αντιθετική σύγκριση που επιχειρεί ανάμεσα στη συμβολή του Χριστιανισμού και του ελληνισμού: «Έλλ. Φυλή δεν σέ έσωσε ο Χριστιανισμός, άλλ' ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΟΥ όπως και αυτός θα σε σώσει εις το Μέλλον. Και μόνος ΑΥΤΟΣ». Το επιχείρημα που στηρίζει αυτή την αποκλειστικότητα είναι ότι η άνθηση και η επικράτηση του Χριστιανισμού καθώς και η εξάπλωση της Ρώμης θα ήταν αδύνατες δίχως τον ελληνισμό και είναι «γελοιωδέστερον του γελοίου να γίνεται λόγος περί Ρωμαϊκότητος ημών όσον και περί Χριστιανικότητος, άφου μόνον Έλληνοποίησις και των δύο Ξενισμών έγινε». Δεν είναι μόνο ο Γιαννόπουλος που επιμένει στην έννοια του ελληνισμού, είναι και ο Δραγούμης που τον ταυτίζει με το έθνος και τον διακρίνει από τον ελλαδισμό αρνούμενος τα στενά όρια του ελληνικού κράτους: «Οι Έλληνες της Ελλάδος νομίζουν ότι το ελληνικό κράτος είναι η πραγματικότης. Ενώ η πραγματικότης είναι κάθε άλλο, είναι ο Ελληνισμός, το Πανελλήνιον, το Γένος, το Έθνος». Εδώ το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και ο Παπαρρηγοπουλικός ορισμός του ελληνισμού βρίσκουν τον καλύτερο συνεχιστή τους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Δραγούμης παραγνωρίζει τον ελληνισμό ως αντίδοτο του κοσμοπολιτισμού αφού στο ίδιο κείμενο του τονίζει κατηγορηματικά: «Εναντίον στο ρεύμα του κοσμοπολιτισμού πηγαίνει το ρεύμα του Ελληνισμού και κάθε εθνισμού». Στις αρχές λοιπόν του αιώνα η προτίμηση στην έννοια του ελληνισμού οφείλεται στη διπλή του σημασία. Από τη μια εκφράζει το μεγαλοϊδεατικό ιδεώδες της εδαφικής επέκτασης και της εθνικής ολοκλήρωσης και από την άλλη αντιπροσωπεύει το ιθαγενές αντιστάθμισμα απέναντι στον ευρωπαϊσμό. Αυτή τη δισημία του όρου επισημαίνει κατά κάποιο τρόπο και ο Παλαμάς, όταν γράφει στους Πεζούς Δρόμους το 1928: «Ελληνισμός θά πη μόρφωση, πολιτισμός. Κ’ Ελληνισμός θα πη λαός, εθνισμός». Όταν με τους Βαλκανικούς πολέμους και την προσάρτηση της Μακεδονίας και της Ηπείρου ο ελληνισμός διευρύνεται και με τη Μικρασιατική καταστροφή συνειδητοποιεί τα εδαφικά του όρια παροπλίζοντας τη Μεγάλη Ιδέα, τότε και η πρώτη σημασία του αρχίζει να ατονεί ενώ για τη δεύτερη, αυτή της ιθαγένειας, θα αναζητηθούν πιο αφηρημένες έννοιες, όπως η ελληνικότητα που κάνει την παρουσία της όλο και εντονότερα μετά το 1925, ιδιαίτερα σε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Τη συναντούμε και στο δηκτικό κείμενο του Άλκη Θρύλου «Η Ελλάδα γυρεύει τον εαυτό της» το 1927 και στον τίτλο της μελέτης του Βρισιμιτζάκη την επόμενη χρονιά «Η Έλληνικότης του Έργου του Καβάφη». Η κορύφωση όμως θα συντελεστεί την επόμενη δεκαετία και ιδιαίτερα προς τα τέλη της, όταν οι συζητήσεις για την ελληνικότητα ανάβουν. Αυτές θα τις εξετάσουμε παρακάτω· ό,τι προέχει αυτή τη στιγμή είναι να εξηγήσουμε, έστω και σχηματικά για την ώρα, το πώς προκύπτει το ενδιαφέρον για την ελληνικότητα στο μεσοπόλεμο.
Αυτό που πρέπει να τονίσουμε καταρχήν είναι ότι η ελληνικότητα είναι μια έννοια που συνδέθηκε με τη λεγόμενη γενιά του Τριάντα, δηλαδή με τους λογοτέχνες, κριτικούς και διανοούμενους (Σεφέρης, Ελύτης, Θεοτοκάς, Τερζάκης, Καραντώνης, Δημαράς, Τσάτσος) που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο στις αρχές της δεκαετίας του '30 έχοντας αστική καταγωγή, ευρωπαϊκή παιδεία και όντας πνευματικά τέκνα του δημοτικισμού. Επρόκειτο για μια γενιά με έντονη αυτοσυνείδηση αλλά και αρκετή φιλοδοξία που είδε μεν τον εαυτό της ως συνέχεια του δημοτικισμού αλλά προσπάθησε και να απαγκιστρωθεί από το ρωμέικο εθνοκεντρισμό και την ψυχαρική μονολιθικότητά του. Ήθελε δηλαδή να φαίνεται πιο ευέλικτη από τους προκατόχους της εγκαταλείποντας το παρωχημένο, βαρύ ιδίωμα της ρωμιοσύνης και της εθνικής ψυχής χωρίς όμως να χάσει ούτε την επαφή της με τις ρίζες ούτε να φανεί ότι διασπά τη συνέχεια του δημοτικιστικού αγώνα. Από αυτή την άποψη η έννοια της ελληνικότητας της πρόσφερε την αποσταγμένη και εξαϋλωμένη ιθαγένεια που ζητούσε και τη λεπτή ισορροπία της μέσης οδού, ώστε να μην αντιφάσκει με τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό και τη δημοτικιστική της παράδοση ικανοποιώντας ταυτόχρονα και την αυταρέσκεια της διαφοράς της από τις προηγούμενες γενιές. Αυτή η πιθανώς ανεπαίσθητη αλλά ουσιαστική μετατόπιση πρέπει να συσχετιστεί και με μια άλλη σημαντική αλλαγή που υφίσταται η έννοια του έθνους μετά το 1930. Το έθνος παύει πλέον να ταυτίζεται με το λαό αποκτώντας ολοένα και περισσότερο μια πιο αφηρημένη, ιδεαλιστική και ολιστική διάσταση ως αντιστάθμισμα στην ταξική του διάσπαση, που πρότεινε ο ανερχόμενος στην Ελλάδα μαρξισμός και στη φθίνουσα λαϊκοποίησή του από τους πρώτους δημοτικιστές. Η ελληνικότητα λοιπόν αναδεικνύεται ως το αριστοκρατικό ιδεολόγημα των νέων φιλελεύθερων διανοουμένων και συγγραφέων αντιπροσωπεύοντας τον ιδεαλιστικό τους ελιγμό ανάμεσα στις συμπληγάδες του χοντροκομμένου λαϊκισμού του παρελθόντος και του απειλητικού κοινωνισμού του παρόντος. Ως εδώ διαπιστώνουμε ότι η έννοια της ελληνικότητας χρησίμευε στη γενιά του '30 για να διαφοροποιηθεί αφενός από το δημοτικισμό και αφετέρου από το μαρξισμό* η εμφάνιση της όμως πρέπει να ιδωθεί και σε σχέση με το θέμα της εθνικής αυτογνωσίας.
Δημήτρης Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Αθήνα, Οδυσσέας, 2006, σ. 31-39
|
|