|
|
Βασίλης Άτσαλος, Βιώματα και αναμνήσεις από τα παιδικά και μαθητικά μου χρόνια στη Δράμα
[…] Θα μου επιτρέψτε να αναφερθώ στον χρόνο και τον χώρο της παιδικής μου ηλικίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα σας εξιστορήσω με λεπτομέρειες ολόκληρη τη ζωή μου κατά το διάστημα αυτό ή θα σας αφηγηθώ την αυτοβιογραφία μου ή ακόμη χειρότερο θα σας διηγηθώ την ιστορία της πολυτάραχης εκείνης εποχής. Θαρρείτε! Τίποτα από αυτά δε θα συμβεί! Επιλεκτικά θα σταθώ ή θα αναφερθώ σε μερικά σημαντικά γεγονότα που χαράχτηκαν βαθιά στην ψυχή μου ή είχαν επιπτώσεις στη ζωή μου και την επηρέασαν, κάποτε μάλιστα αποφασιστικά. Ο χρόνος θεωρημένος αντικειμενικά -sub specie aeternitatis, που λένε οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι- φαίνεται σύντομος, σχεδόν μηδαμινός. Μετρημένος όμως υποκειμενικά, είναι μακρύς, ιδιαίτερα για τους ανθρώπους της δικής μου ηλικίας, αφού στο διάστημα της ζωής μας συντελέστηκαν πάρα πολλά· όσα σχεδόν προηγουμένως δεν είχαν γίνει επί αιώνες. Ο χώρος, στον οποίο έζησα, ο δικός μου ζωτικός χώρος, περιοριζόταν κατά κύριο λόγο στην περιοχή των Λαχανόκηπων -στους Μπαξέδες, όπως τους λέγαμε- στον Ξεροπόταμο (το Τσάι), τα Νερά της Αγίας Βαρβάρας, τους Μύλους, το Παζάρι των Ζώων (Ατ μπαζάρ), που ήταν η απόληξη της Λαϊκής Αγοράς, που τότε γινόταν κάθε Δευτέρα στο χώρο της σημερινής οδού 19ης Μαΐου, το Ζύρνοβο, τα Παλιά Σφαγεία, τα Βυρσοδεψεία (τα Ταμπάχανα). Κάποτε φτάναμε κι ως τα παλιά λουτρά, τα Εβραίικα, την περιοχή της Αγίας Βαρβάρας, της Ταξιαρχίας. Στα χρόνια μου, όλα αυτά ήταν ζωντανά, λειτουργικά. Τα νερά της Αγίας Βαρβάρας, με το αντλιοστάσιο που λειτουργούσε εκεί, προμήθευαν νερό σε μεγάλο μέρος της πόλης, κυρίως σε γειτονιές που βρίσκονταν ψηλότερα, κινούσαν τους μύλους, στους οποίους άλεθαν τα δημητριακά τους οι κάτοικοι της Δράμας, καθώς και των γύρω χωριών, ήταν απαραίτητα για τη λειτουργία των σφαγείων, των πλυντηρίων του Τζάλα, του εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού του Χατζόπουλου, ήταν εκ των ων ουκ άνευ για να λειτουργούν τα βυρσοδεψεία. Από όλα αυτά που ανέφερα, σήμερα μένουν μόνο τα νερά της Αγίας Βαρβάρας και τρεις από τους τέσσερις μύλους, όμως αυτοί ως μουσειακά πια είδη, ως μνημεία και μάρτυρες μιας άλλης εποχής. Τον χώρο του Ατ μπαζάρ καλύπτουν η ΔΕΚΠΟΤΑ και η Ατλαντίδα, ενώ δεν υπάρχει πια και το Ζύρνοβο, μια πηγή, που με το κρυστάλλινο, γάργαρο και παγωμένο νερό της ξεδιψούσε πολλούς Δραμινούς μέχρι την περιοχή του Γυμνασίου και άλλες απομακρυσμένες γειτονιές. Η πηγή τώρα στέρεψε, ο ξεροπόταμος καλύφτηκε, τα παλιά σφαγεία γκρεμίστηκαν και σήμερα πάνω από τον χώρο που κατελάμβαναν τα σφαγεία και ο ξεροπόταμος περνάει ο νέος δρόμος της εισόδου στη Δράμα και της εξόδου από αυτήν, κάτι που δεν θα τολμούσα να το φανταστώ ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Βασιλείου έπαινος (λόγοι που εκφωνήθηκαν κατά την τιμητική εκδήλωση για τον καθηγητή Βασίλη Άτσαλο, Δράμα, 20 Μαΐου 2006) ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 2008, σ. 68-69
Η μεταφορά των Εβραίων από τα καπνομάγαζα στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Δράμας
Θα κλείσω την αναφορά μου στην κατοχή με μια εικόνα που έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου: την πορεία των Εβραίων από τα καπνομάγαζα, όπου τους είχαν συγκεντρώσει, στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Δράμας. Η είδηση είχε κυκλοφορήσει από το πρωί: σήμερα θα μεταφέρουν τους Εβραίους στον Σταθμό. Πολύς κόσμος είχε συγκεντρωθεί στις δύο μεριές του Νέου Δρόμου -έτσι τον λέγαμε τότε- που ήταν ακόμα χωματένιος, και περίμενε. Εμείς οι πιτσιρικάδες είχαμε συγκεντρωθεί πάνω στη γέφυρα του Ζυρνόβου, εκεί που είναι σήμερα τα φανάρια εισόδου στην πόλη και εξόδου από αυτήν. Κάποια στιγμή, νωρίς το απόγευμα, πρόβαλε η κεφαλή της πομπής των Εβραίων στο ύψος της οδού Περδίκκα, στο άνοιγμα μπροστά στου Τζήμου, που τότε όλη η περιοχή ήταν χωράφια και αλάνες. Σε λίγο η πομπή έφτασε μπροστά μας. Όλοι οι πιτσιρικάδες εναγωνίως αναζητούσαμε ένα πρόσωπο: τον φίλο μας τον Μηνά τον παγωτατζή. Βέβαια κάθε τόσο, όταν αναγνωρίζαμε κάποιον γνωστό μας, φωνάζαμε το όνομα του και τον χαιρετούσαμε, όμως η προσοχή όλων μας ήταν στραμμένη στον φίλο μας τον Μηνά, που κάθε απόγευμα, αφού ετοίμαζε το παγωτό εκεί σε ένα σπιτάκι στα Εβραίικα, που βρίσκονταν στην περιοχή απέναντι από τα παλιά λουτρά και το Νησάκι, άρχιζε την περιοδεία, για να πουλήσει το παγωτό του. Αφού περιφερόταν στις διάφορες κοντινές γειτονιές, ερχόταν και στο Ζύρνοβο, για να συνεχίσει μετά προς τον Κήπο. Εκεί στο Ζύρνοβο, στη δική μας στάση, τον περιμέναμε άλλοι με μισή δραχμή, για να πάρουμε ένα χωνάκι, άλλοι, πιο προνομιούχοι, αλλά πολύ λίγοι, με μια δραχμή, για να πάρουν ένα κασάτο, και άλλοι χωρίς κανένα φράγκο, για να ζητήσουν μια γλειψιά από αυτούς που θα έπαιρναν. Ο Μηνάς ήταν παιχνιδιάρης και μεγάλο πειραχτήρι. Όταν ετοίμαζε χωνάκι για κάποιον πιτσιρικά, μας έκλεινε το μάτι και, με μια γρήγορη κίνηση, αντί να του δώσει το χωνάκι στο χέρι, το ακουμπούσε στη μύτη του, και τότε εμείς οι άλλοι ξεσπάγαμε στα γέλια. Κάποτε διακρίναμε μέσα στην πορεία τον φίλο μας τον Μηνά τον παγωτατζή, με το άστρο στο στήθος και ένα μπογαλάκι κάτω από τη μασχάλη. Όλοι οι πιτσιρικάδες τρέξαμε προς το μέρος του και φωνάζαμε το όνομα του «Μηνά, Μηνά», τον χαϊδεύαμε και ο καθένας μας είχε κάτι να του δώσει. Τον συνοδεύσαμε μέχρι τη στροφή για το Σταθμό και φυσικά θα πηγαίναμε μέχρι τον Σταθμό, αν δεν μας είχαν βίαια απομακρύνει. Η εικόνα αυτή της πομπής έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου. Δε γνωρίζω να πω πόσοι ήταν οι Εβραίοι που πέρασαν από μπροστά μας. Μπορώ όμως να βεβαιώσω ότι, όταν η κεφαλή της πομπής, μιας πυκνής πομπής, είχε φτάσει στην στροφή προς το Σταθμό, η ουρά βρισκόταν στη μέση της κατηφόρας, ανάμεσα στο μύλο του Ζώνκε και το κτήριο του Τζήμου. Βασιλείου έπαινος (λόγοι που εκφωνήθηκαν κατά την τιμητική εκδήλωση για τον καθηγητή Βασίλη Άτσαλο, Δράμα, 20 Μαΐου 2006) ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 2008, σελ. 74-75
|
|