|
|
Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τόμος α΄ [1] (Χάγκεν Φλάισερ)
ο Άλτενμπουργκ για τους έλληνες που ανέλαβαν κυβερνητικές θέσεις.
Στις 6 Απριλίου 1941 ο στρατός του Χίτλερ εισβάλλει στην Ελλάδα. Σε τρεις εβδομάδες, θα έχει φτάσει στην Αθήνα. Ήδη, από τις 23 του ίδιου μήνα. ο στρατηγός Τσολάκογλου είχε υπογράψει, χωρίς την εξουσιοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης, ανακωχή με τη Γερμανία. Τον Μάιο θα καταληφθεί η Κρήτη, μετά από σκληρή αντίσταση, ενώ η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Β' θα εγκαταλείψουν τη χώρα για να εγκατασταθούν στο Κάιρο. Η Ελλάδα θα βρεθεί υπό τριπλή κατοχή, γερμανική, βουλγαρική και ιταλική. Η πρώτη συμβολική πράξη αντίστασης γίνεται στις 31 Μαΐου, όταν οι Μανόλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας κατεβάζουν τη σημαία με τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Το φθινόπωρο θα ιδρυθούν οι τρεις κύριες αντιστασιακές οργανώσεις: ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ), η Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ) και, από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), το οποίο μέσα στα χρόνια της Κατοχής θα αναδειχτεί σε μαζικό κοινωνικό κίνημα και στον σημαντικότερο αντίπαλο των κατοχικών δυνάμεων. Οι αντιστασιακές οργανώσεις θα ιδρύσουν ένοπλα τμήματα το 1942 - το ΕΑΜ τον Φεβρουάριο (τον Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό ΕΛΑΣ) και ο ΕΔΕΣ τον Ιούλιο. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, με κοινή επιχείρηση των ανταρτών του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ και Βρετανών καταδρομέων, ανατινάζεται η σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοπόταμου, σε μια από τις θεαματικότερες πράξεις αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη. Ήδη, το 1943, εκτεταμένες ορεινές περιοχές της Ελλάδας θα έχουν περάσει στον έλεγχο της Αντίστασης. Τον Μάρτιο του 1944, στην «ελεύθερη Ελλάδα» θα εγκαθιδρυθεί από το ΕΑΜ μια παράλληλη ελληνική κυβέρνηση, γνωστή ως «κυβέρνηση του βουνού», η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Η επίσημη ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί να βρίσκεται εξόριστη στο Κάιρο, ενώ στην Αθήνα είναι τοποθετημένη κυβέρνηση συνεργατών των Γερμανών. Καθώς ο πόλεμος θα πλησιάζει στο τέλος του, όλες οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις θα υπογράψουν τη συμφωνία του Λιβάνου που πρόβλεπε το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας μετά τον πόλεμο. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στον πρόλογο του στο Στέμμα και Σβάστικα, «το ειδύλλιο της απόλυτης ενότητας του ελληνικού λαού ήταν άνθος που δεν μπορούσε παρά να μαραθεί. Μόνο τα άνθη του κακού αντέχουν πολύ ή και δεν μαραίνονται ποτέ». Οι συγκρούσεις στην Ελλάδα γύρω από δύο διαφορετικά σχέδια για το μεταπολεμικό μέλλον της χώρας προοιωνίζονταν άλλωστε την επερχόμενη διαίρεση του κόσμου σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, μια διαίρεση που είχε προετοιμαστεί προπολεμικά και που εξελίχθηκε, με την καταλυτική δράση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στον Ψυχρό Πόλεμο. Η Κατοχή υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή για τον ελληνικό λαό: μέτρα καταστολής, αντίποινα, μαζικές εκτελέσεις, φυσική καταστροφή, πληθωρισμός, μαύρη αγορά, λεηλασία των οικονομικών πόρων της χώρας, κατάρρευση της εθνικής οικονομίας και φοβερός λιμός. Τον χειμώνα 1941-1942, υπολογίζεται ότι μόνο στην Αθήνα πέθαιναν κάθε μέρα 300 άνθρωποι. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ερυθρού Σταυρού, στα χρόνια 1941-1943 περίπου 250.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει άμεσα ή έμμεσα εξαιτίας του λιμού. Ολέθρια υπήρξε η Κατοχή και για την τύχη των Εβραίων της Ελλάδας, οι οποίοι ανέρχονταν σε 70.000-80.000 πριν από τον πόλεμο. Ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, όπου υπήρχε η πολυπληθέστερη εβραϊκή κοινότητα, στάλθηκε κυρίως στο στρατόπεδο θανάτου του Άουσβιτς. Μόνον το 17% των Εβραίων που ζούσαν στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο επιβίωσαν από τη ναζιστική κατοχή. Τον Οκτώβριο του 1944, ο γερμανικός στρατός θα εγκαταλείψει την Αθήνα, αφήνοντας πίσω του μια χώρα κατεστραμμένη και στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης. Ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη θα γιόρταζε σύντομα την απελευθέρωση της από τη χιτλερική Γερμανία, η Ελλάδα θα έμπαινε σε μια από τις ζοφερότερες περιόδους της Ιστορίας της. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι εορτάζεται ως εθνική επέτειος η έναρξη του πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940) και όχι το τέλος του, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ούτε είναι τυχαίο ότι η ελληνική ιστοριογραφία ρου Β' Παγκοσμίου Πολέμου επικαθορίστηκε από την εμπειρία του Εμφυλίου. Χριστίνα Κουλούρη, εισαγωγή
Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Α, σ. 11-13 [πάνω]
Επιπλέον, ήταν σύμφωνοι με τη σκέψη μου, να παραχωρήσω το ίδιο βήμα και σε μία ή δύο ηγετικές μορφές των Μεγάλων Δυνάμεων που έδρασαν τότε στον ελληνικό χώρο - με την προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι αυτοί θα πληρούσαν ορισμένα κριτήρια. Αυτή υπήρξε τελικά μόνο η περίπτωση του Γκύντερ Άλτενμπουργκ, του «πληρεξούσιου» (δηλαδή πρέσβη) της κυριότερης Δύναμης Κατοχής. Ο μειλίχιος διπλωμάτης καριέρας (μοναδική περίπτωση άλλωστε στις πρεσβείες των Βαλκανίων) ήταν ξένος προς τη σατραπική συμπεριφορά των περισσοτέρων συναδέλφων του, οι οποίοι ως διαπιστευτήρια διέθεταν μόνο την κομματική τους ένταξη. Ο Άλτενμπουργκ έτρεφε μάλλον φιλικές διαθέσεις προς τη χώρα και τον λαό που τον «φιλοξενούσαν» ακουσίως -μάλιστα εισηγήθηκε να γίνει σεβαστό μεταξύ άλλων και το ελληνικό φιλότιμο-, μια προτροπή που αναμφισβήτητα ξένιζε τους αποδέκτες στο Βερολίνο, καθότι δεν συμφωνούσε προς το «πνεύμα της εποχής». Απτόητος, ωστόσο, ο Άλτενμπουργκ, ήδη από τις πρώτες ημέρες της διαμονής του στην Αθήνα, προειδοποίησε τους προϊσταμένους του για τον ελλοχεύοντα κίνδυνο ενδημικής πείνας. Επίσης, παρεμπόδισε με αρκετή επιτυχία την επίσημη προσάρτηση της Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης στη φασιστική Βουλγαρία, ενώ μάταια προσπάθησε να αποτρέψει ή έστω να επιβραδύνει τις μοιραίες εκτοπίσεις των Εβραίων και τις ολοένα και μαζικότερες εκτελέσεις ομήρων. Διαπιστώνοντας τελικά ότι χωρίς πολιτική εξουσία ή, έστω, περιθώρια ουσιαστικών επεμβάσεων, αναλάμβανε απλώς την ευθύνη για τις όλο και πιο αποτρόπαιες πράξεις άλλων υπηρεσιών (Βέρμαχτ, SD, Ες Ες κ.λπ.) -περισσότερο εναρμονισμένων προς το ναζιστικό «πνεύμα της νέας τάξης πραγμάτων»-, ζήτησε τη μετάθεση του. Χάγκεν Φλάισερ
Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Α, σ. 21
[πάνω]
ο Άλτενμπουργκ για τους έλληνες που ανέλαβαν κυβερνητικές θέσεις.
Χωρίς να παρασυρθώ σε μια πραγματιστική παρουσίαση, η οποία είναι αντικείμενο του συγγραφέα αυτού του βιβλίου, επιθυμώ ωστόσο να αναφερθώ σ' ένα σημείο, το οποίο με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Κατά την άφιξη μου στην Αθήνα βρήκα ήδη μια κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου, ο οποίος είχε υπογράψει τη γερμανοελληνική ανακωχή με τον στρατηγό Άλφρεντ Γιοντλ. Τον Τσολάκογλου τον διαδέχθηκε αργότερα, για τέσσερις μήνες, ο Δρ. Λογοθετόπουλος, καθηγητής της Ιατρικής, ο οποίος τελικά αντικαταστάθηκε από τον πρώην υπ. Ναυτικών I. Ράλλη. Είναι ανυπολόγιστης αξίας το γεγονός ότι οι κύριοι αυτοί διέθεσαν τον εαυτό τους με στόχο να διαμορφώσουν προς όφελος της χώρας τους και των συμπατριωτών τους υποφερτές σχέσεις με τα στρατεύματα κατοχής και να συμβάλουν στην επίλυση του επισιτικού προβλήματος. Δεν ήταν Κουίσλινγκς. Σε σχέση μ' αυτό θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου. Γι' αυτό τον λόγο δεν μπόρεσα να καταλάβω ότι αυτοί οι πατριώτες οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο θυσιάστηκαν για τους συμπατριώτες τους δικάσθηκαν και καταδικάσθηκαν μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. Εάν είναι όμως σωστές οι πληροφορίες μου, αυτό έγινε κατόπιν πιέσεων από το εξωτερικό. Ιδιαίτερα με ξένισε η δικαστική δίωξη που ασκήθηκε κατά του καθηγητή Λούβαρη. Αυτός μόνο μετά από προτροπή του Δαμασκηνού δέχθηκε να αναλάβει το Υπουργείο Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ράλλη, χωρίς ωστόσο ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει αντιβασιλέας, να πάρει το μέρος του κατά τη διάρκεια της δίκης. Αντίθετα, στην Αγγλία για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση ευχαρίστησε επίσημα, μετά τον πόλεμο, τις προσωπικότητες εκείνες, οι οποίες στην κατοχή ορισμένων νησιών της Μάγχης είχαν συνεργαστεί με τις γερμανικές Αρχές Κατοχής προς όφελος των συμπατριωτών τους. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι ήδη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Δαμασκηνός ήταν η προσωπικότητα με τη μεγαλύτερη πολιτική επιρροή σ' ολόκληρη τη χώρα. Η συνεργασία μας αφορούσε κυρίως, εκτός από τον επίκαιρο πολιτικό διάλογο, τον ανεφοδιασμό του πληθυσμού με τρόφιμα, τη διακοπή ή πρόληψη απεργιών, όπως επίσης συλλήψεις ή εκτελέσεις ομήρων. Το θέμα που κυρίως μας έφερε σε επαφή ήταν η έγκαιρη διευθέτηση απεργιακών κινήσεων για να προλάβουμε συλλήψεις και ενδεχόμενες εκτελέσεις ομήρων από τις στρατιωτικές Αρχές. Ήδη, στην καμπή των ετών 1942-43, είχα υποβάλλει αίτηση στο Υπ. Εξωτερικών να αντικατασταθώ. Δύο λόγοι ήταν για μένα καθοριστικοί:
1. Ουσιαστικά η πολιτική μου αποστολή στην Ελλάδα είχε λήξει. Η στιβαρή διοίκηση της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον νομιμόφρονα κ. Ράλλη, ο οποίος ανέλαβε αμέσως μετά, απέκλειε πολιτικές εκπλήξεις.
Γκύντερ Άλτενμπουργκ
Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Α, σ. 45-46
[πάνω]
|
|