|
|
Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τόμος β΄ [6] (Χάγκεν Φλάισερ)
εθνολογική σύνθεση της Βόρειας Ηπείρου από τις αρχές του 20ου αι. η Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις (ΠΑΟ)
εθνολογική σύνθεση της Βόρειας Ηπείρου από τις αρχές του 20ου αι.
Αντίθετα, στην περίπτωση της αλβανοκρατούμενης Βορείου Ηπείρου, τα ιστορικά επιχειρήματα ενισχύονται από τα εθνολογικά δεδομένα. Είναι αναμφισβήτητη η παρουσία μιας πολύ ζωντανής ελληνικής μειονότητας που κυριαρχούσε σαφώς στον πολιτισμικό τομέα και πιθανόν να αποτελούσε -πριν από την εφαρμογή των καταπιεστικών μέτρων εκ μέρους των Αλβανών κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών- την πλειοψηφία του πληθυσμού. Επιπλέον, η διαφιλονικούμενη περιοχή αποτελεί τη φυσιολογική διέξοδο της Νότιας Ηπείρου προς την ανοιχτή θάλασσα. Παρ' όλα αυτά, το 1913, μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Β. Ήπειρος παραχωρήθηκε με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στο -υπό ιταλική επιρροή- νεοϊδρυθέν αλβανικό κράτος, με το σκεπτικό ότι διαφορετικά αυτό δεν θα ήταν βιώσιμο. Οι σχετικές πιέσεις της Αυστρίας και της Ιταλίας δεν ήταν, βέβαια, και τόσο ανιδιοτελείς. Έτσι, αυθόρμητα, ξεσπάει μια τοπική εξέγερση και κηρύσσεται αυτονομία με προσωρινό πρόεδρο τον, ως τότε, Γενικό Διοικητή Ηπείρου (και πρώην υπουργό Εξωτερικών), Γεώργιο Χρηστάκη -Ζωγράφο. Εξαιτίας της έντονης αντίδρασης των Δυνάμεων, η κυβέρνηση Βενιζέλου δεν μπορεί να συμπαραταχθεί και αναγκάζεται να αποσύρει τα τακτικά ελληνικά στρατεύματα. Εντούτοις, η αυτονομιστική κίνηση εντείνει τη δράση της ως τον Μάιο, ώσπου, με το πρωτόκολλο της Κέρκυρας, λαμβάνει διεθνείς υποσχέσεις για μια σειρά προνόμια (σχολικά, εκκλησιαστικά κ.λπ.) υπέρ του ελληνικού στοιχείου της Β. Ηπείρου. Η διαμάχη συνεχίζεται σε διάφορα επίπεδα και, στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι χαώδεις καταστάσεις επιδεινώνονται, εφόσον οι συγκρούσεις στην ενδοχώρα, οι αλλεπάλληλες ένοπλες επεμβάσεις των ενδιαφερόμενων κρατών (συμπεριλαμβανομένης, και της Ελλάδας) και οι εκάστοτε μυστικές διαβουλεύσεις και συμφωνίες δεν επιφέρουν οριστική λύση. Οι οιωνοί εμφανίζονται ευνοϊκοί για την Ελλάδα με το σύμφωνο Βενιζέλου-Τιτόνι (Ιούλιος 1919), που αναγνωρίζει τις κυριότερες ελληνικές διεκδικήσεις στη Β. Ήπειρο. Η Αθήνα αναλαμβάνει την υποχρέωση να υποστηρίξει την ιταλική «εντολή» στην υπόλοιπη Αλβανία (με προσάρτηση μάλιστα του Αυλώνα). ! Η Ρώμη όμως αθετεί (και καταγγέλλει) σύντομα τα συμφωνηθέντα. Η αντίστροφη μέτρηση ήδη αρχίζει πριν από την επιστροφή του «γερμανόφιλου Κωνσταντίνου», που η παλινόρθωση του, υποτίθεται, μετέβαλε τις αγνές φιλελληνικές διαθέσεις των Δυνάμεων της Αντάντ. Η παραχώρηση όλων των διαφιλονικούμενων περιοχών στην Αλβανία, μετά την εισδοχή της στην Κοινωνία των Εθνών (Δεκέμβριος 1920), ήταν πλέον μόνο ζήτημα χρόνου. Ωστόσο, η επακριβής οριοθέτηση της μεθορίου γραμμής, σε ορισμένα σημεία, εκκρεμούσε μέχρι το 1923 και η μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη δολοφονία πέντε μελών τής (ουσιαστικά ιταλικής) «επιτροπής χάραξης» συνόρων, προσέφερε στον Μουσολίνι την ευκαιρία για προσωρινή κατάληψη της Κέρκυρας, εγκαινιάζοντας έτσι μια δυναμική εξωτερική πολιτική, η οποία γρήγορα θα αποδεικνυόταν ένα από τα βασικά γνωρίσματα των φασιστικών καθεστώτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί αντικειμενικοί παρατηρητές συμφωνούν στο ότι η εθνολογική σύνθεση της Β. Ηπείρου ήταν πιο περίπλοκη απ' ό,τι σ' άλλες μεθοριακές περιοχές των Βαλκανίων, γιατί εδώ «οι φυλές είναι τόσο μπερδεμένα αναμειγμένες, όχι μόνο στον ίδιο τόπο αλλά συχνά και στον ίδιο άνθρωπο». Με τα δεδομένα αυτά, δεν εκπλήσσει ότι από τους 300.000 περίπου κατοίκους της διαφιλονικούμενης περιοχής υπολογιζόταν κατά περίπτωση ότι 20.000-200.000 είχαν ελληνικό φρόνημα - «ανάλογα με τις συμπάθειες του κριτή »... Το πρόβλημα της εθνικής συνείδησης γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο λόγω της ομολογούμενης «χρεοκοπίας» της γλωσσολογικής μεθόδου καθορισμού της εθνικότητας. Η εκτεταμένη διγλωσσία καθιστά απαραίτητη την προσπάθεια μιας κοπιαστικής διαφοροποίησης μεταξύ «της εκάστοτε γλώσσας που μιλιέται στο σπίτι, στην οικογένεια, στην εκκλησία και της γλώσσας στην οποία σκέφτεται το άτομο». Με τα δεδομένα αυτά, οι οθωμανικές στατιστικές διαχώριζαν τις διάφορες ομάδες του πληθυσμού ανάλογα με το θρήσκευμα. Και η κλασική όμως εξίσωση (ορθόδοξοι χριστιανοί ίσον Έλληνες, μωαμεθανοί και καθολικοί ίσον Αλβανοί) έχει μόνο περιορισμένη ισχύ, μολονότι από γενιά σε γενιά ολοένα και περισσότερο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Έτσι, και ο Βενιζέλος υποστήριζε στο Συνέδριο των Παρισίων ότι οι βλαχόφωνοι και οι αλβανόφωνοι με ορθόδοξο θρήσκευμα είχαν ελληνικό φρόνημα. Η άλλη πλευρά, ωστόσο, αντέτασσε ότι πολλοί ορθόδοξοι Αλβανοί είχαν «υποστεί από τον 19ο αιώνα βαθμιαία ένα σιωπηρό αλλά αποτελεσματικό εξελληνισμό σαν αυτόν που εφάρμοσε η ελληνική Εκκλησία, ως όργανο του ελληνικού ιμπεριαλισμού, με μαεστρία, συχνά και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων». Ο ελληνικός αντίλογος κάνει μνεία, όχι αβάσιμα, του ντόπιου «ελληνικού στοιχείου», που εξισλαμίστηκε κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας.
Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Β, σ. 75-77 [πάνω]
η Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις (ΠΑΟ)
Το πρακτικό ιδρύσεως της εν λόγω οργάνωσης υπογράφεται από τέσσερις αξιωματικούς -με πρώτο τον ταγματάρχη I. Παπαθανασίου- εντός του ιερού ναού του Αγίου Ελευθερίου στη Θεσσαλονίκη, την 10η Ιουλίου του 1941, έτσι ώστε υπερήφανα να διεκδικείται ο τίτλος της «αρχαιοτέρας όλων των απελευθερωτικών οργανώσεων Αντιστάσεως της Ελλάδας». Η τετραμελής «Διοικούσα Επιτροπή», που σε λίγο θα διευρυνθεί, επιλέγει την ονομασία TBE για την εκκολαπτόμενη οργάνωση, δηλαδή «Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος». Η TBE, αποτελούμενη από «άτομα εμπνεόμενα υπό καθαρώς ελληνικών εθνικών φρονημάτων», θέτει ως πρώτο σκοπό την «εξουδετέρωσιν πάσης ξενικής προπαγάνδας αποβλεπούσης εις την απόσπασιν βορείων επαρχιών της Ελλάδος (Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης)». Δεν λείπει ωστόσο η επιθετική συνιστώσα, αφού απαιτείται και «προσπάθεια επεκτάσεως των ορίων της Ελλάδος προς τας ιστορικάς της κατευθύνσεις». Σ' αυτό το σκηνικό «αναβίωσης της εποχής των Μακεδονικών Αγώνων», οι πηγές της ΤΒΕ/ΠΑΟ δεν αφήνουν αμφιβολίες για το ποιους θεωρούν αντιπάλους στην ειλημμένη αποστολή της «εθνικής διαφώτισης»: τους «ρουμανίζοντες» και, κυρίως, τους «βουλγαρίζοντες» ως πιο επικίνδυνους καθώς και, τέλος, τους εθνικούς «μειοδότες», δηλαδή τους ελληνόφωνους «διεθνιστές»... Κατά συνέπεια, φαίνεται μάλλον λογική μια βολιδοσκόπηση ή και προσεχτική προσέγγιση των αρχών του δοσίλογου καθεστώτος, αφού και ο ίδιος ο Τσολάκογλου είχε ξεσπαθώσει -όχι χωρίς κάποια ανοχή των Γερμανών- εναντίον των ίδιων στόχων. Αλλά και σε όλα τα επίπεδα του κρατικού μηχανισμού, ιδίως στα μεσαία και στα κατώτερα, είχαν παραμείνει πλείστοι πατριώτες, που προσπαθούσαν να απαλύνουν τα βάσανα του λαού και να συμβάλουν στην επιβίωση του ως εθνικής οντότητας. Εννοείται ότι οι ιθύνοντες της ΥΒΕ αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο να εκτεθεί αδιόρθωτα η οργάνωση τους, αν συνέπρατταν με δεδηλωμένους οπαδούς της «Νέας Τάξης Πραγμάτων» ή ακόμη με τους ίδιους τους κατακτητές. Έμελλε όμως να φανεί αν και πώς θα μπορούσαν να κρατήσουν τις αποστάσεις, όταν θα συναντούσαν δυσκολίες από την άλλη όχθη του ενδοελληνικού πολιτικού φάσματος. Οι ιστοριογράφοι της ΤΒΕ/ΠΑΟ -από τη φύση των πραγμάτων απολογητικοί με ποικίλλουσα δόση φανατισμού και εν μέρει δικαιολογημένης πίκρας- δεινοπαθούν όταν είναι υποχρεωμένοι να αναφερθούν σ' αυτό το δίλημμα της οργάνωσης τους. Η εκτενέστερη και, ταυτόχρονα, η πιο σοβαρή πηγή αναφέρει ότι η TBE «βεβαίως δεν ήτο δυνατόν να ξεκινήση και να ωθήση στον αγώνα ανθρώπους καταρρακωμένους ηθικά, ούτε ήτο δυνατόν να παραβλέψη την πραγματικότητα». Καταστρώθηκε λοιπόν σχέδιο το οποίο περιελάμβανε:
«lov. Η ανάγκη των πραγμάτων επιβάλλει να κινητοποιηθή ό,τι παρέμεινε όρθιο υπό τον κρατικό μηχανισμό και τα πραγματικώς πατριωτικά στοιχεία μέσα σ' αυτόν, για να βοηθηθή το έργο εξυψώσεως του εθνικού φρονήματος [...]. 2ον. Εκρίθη ότι η οργάνωσις έπρεπε να κατέχη οπωσδήποτε θέσεις μέσα στη Γενική Διοίκησιν Μακεδονίας ώστε να μπορή από αυτού να βοηθά την όλη απελευθερωτική προσπάθεια».
Γενικός διευθυντής (υπουργός) Μακεδονίας, σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητος από την κεντρική κυβέρνηση των Αθηνών, ήταν από το 1940 ο απόστρατος στρατηγός Νικόλαος Ραγκαβής. Οι Γερμανοί τον άφησαν αρχικά στη θέση του, αφού ήταν παντρεμένος με Γερμανίδα, ενώ δύο στενοί του συγγενείς είχαν διατελέσει πρέσβεις στο Βερολίνο. Την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση των Γερμανών μετατρέπει ο Ραγκαβής συχνά σε απτά οφέλη υπέρ του ντόπιου πληθυσμού. Για την αντιμετώπιση της βουλγαρορουμανικής προπαγάνδας δεν αρκείται σε μαρτυρίες προς τους κατακτητές, αλλά ιδρύει για τον σκοπό αυτό ένα «κέντρο πληροφοριών», το οποίο θα αποκτήσει σύντομα διασυνδέσεις με την TBE. Στα τέλη του 1941, ωστόσο, ο Ραγκαβής αντικαθίσταται με τον αμφιλεγόμενο Βασ. Σιμωνίδη. Ταυτόχρονα περίπου, αναλαμβάνει νέος γενικός επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας, που στη δικαιοδοσία του συμπεριλαμβάνεται και το Κέντρο Πληροφοριών (και, ανεπισήμως, αντιπροπαγάνδας), ο συνταγματάρχης Αθαν. Χρυσοχόου. Ο τελευταίος, που διορίστηκε ύστερα από προσωπική επέμβαση του Τσολάκογλου, του οποίου είχε διατελέσει επιτελάρχης στο Αλβανικό Μέτωπο, ανήκει αναμφίβολα -όπως και άλλοι αξιωματούχοι της δημόσιας διοίκησης- στις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις του πολύπτυχου φαινομένου του δοσιλογισμού. Ταυτόχρονα, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα πιο «επιβαρυντικά στοιχεία» εναντίον της ΤΒΕ/ΠΑΟ, παρόλο που δεν έχει τελείως εξακριβωθεί το πόσο στενή ήταν η σύνδεση του με την οργάνωση. Θα επανέλθουμε στο θέμα αυτό παρακάτω. […] [πάνω]
Για τον λόγο αυτό, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μετά την ανάληψη της αντιπροεδρίας και του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, προσπαθεί να δραστηριοποιήσει την TBE για να αξιοποιήσει την υπάρχουσα οργανωτική βάση. Μέσω της Αγγλοελληνικής Επιτροπής στέλνει το ποσό των 5.000 χρυσών λιρών κι έναν ασύρματο (ή δύο, σύμφωνα με άλλες πηγές), «διά να οργάνωση ανταρτικά σώματα και να ανάπτυξη αντιστασιακήν γενικώτερον δράσιν». Η αποστολή καταφθάνει τελικά στις αρχές Φεβρουαρίου 1943 και τον ίδιο μήνα (20.2.43) συγκροτείται ανταρτοομάδα στην Πιερία. Μολονότι οι εκθέσεις της TBE (ΠΑΟ) ισχυρίζονται ότι είχαν ενημερώσει προηγουμένως το ΕΑΜ για την έξοδο στο βουνό, η ηγεσία του ΕΑΜ κρίνει την αντίζηλη οργάνωση με βάση τις σχέσεις της με τον Χρυσοχόου, για τις οποίες σχέσεις οι διαψεύσεις μάλλον δεν πείθουν. Έχουν, αντίθετα, κάποια πειστικότητα οι υποψίες ότι ο Χρυσοχόου ήταν ο ιδρυτής και ο μυστικός αρχηγός της TBE. Οι φόβοι αυτοί δεν αργούν να μετατραπούν σε πράξη: «Τα τμήματα του ΕΛΑΣ της Δυτ. Μακεδονίας αναγκάστηκαν να χτυπήσουν τα τμήματα της TBE και να τα διαλύσουν», επειδή -όπως αιτιολογεί ηγετικό στέλεχος του ΕΛΑΣ- αντιπροσώπευαν «φασιστική προδοτική οργάνωση», που επιδίωκε κάτω από τον πατριωτικό μανδύα να κτυπήσει το ΕΑΜ. Τα άμεσα θύματα των συγκρούσεων αυτών είναι σχετικώς λίγα, αρκετοί από τους «εθνικιστές» προσχωρούν στον ΕΛΑΣ, ενώ οι περισσότεροι διασκορπίζονται στα χωριά τους, όπου είτε αδρανούν είτε περιμένουν νέα ευκαιρία. Δυστυχώς όμως επαναλαμβάνεται και η τρίτη συνιστώσα του -σε τέτοιες περιπτώσεις- καθιερωμένου πλέον σχήματος. Για έναν (δυσδιάκριτο) αριθμό επίδοξων ανταρτών, που παρεμποδίστηκαν να δραστηριοποιηθούν εκτός του ΕΑΜ, ισχύει -στο πρώτο σκέλος τουλάχιστον- η ισοπεδωτική διαπίστωση του Θαν. Μητσόπουλου, πολιτικού καθοδηγητή του 30ού Συντάγματος του ΕΛΑΣ, ο οποίος συμμετείχε άμεσα στην επιχείρηση: «Για να σωθούν πήγαν και ζήτησαν ανοιχτά την προστασία των Γερμανών. Έτσι, ξεσκεπάστηκε στον λαό ο εθνοπροδοτικός ρόλος της οργάνωσης αυτής». Τέτοιου είδους απλοποιήσεις και γενικεύσεις συνάντησα στις γραπτές και τις προφορικές μαρτυρίες ακόμα και εκείνων των στελεχών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που κατά τα άλλα επέδειξαν σχετική διαλλακτικότητα. Κατά συνέπεια, υπήρξε δύσκολο να δοθεί απάντηση στο αμφιλεγόμενο ζήτημα ως προς την αιτία, το αποτέλεσμα ή την αλληλοεπίδραση των διαφόρων παραγόντων που ευθύνονταν γι' αυτή την εξέλιξη. Ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε στις εθνικιστικές ομάδες, επειδή εκείνες συνεργάζονταν -εν μέρει τουλάχιστον- με τον κατακτητή; Ή μήπως μερικοί «απεγνωσμένοι πατριώτες» αποφάσισαν, λόγω της αφόρητης πίεσης του ΕΑΜ, να προτιμήσουν τη συνεργασία με τους Γερμανούς ως το «μη χείρον»; Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις ως προς αυτό το θέμα περιλαμβάνονται στην παραπάνω ερμηνεία του ΕΛΑΣίτη (και κομμουνιστή) Θαν. Μητσόπουλου. Παρά τις αναπόφευκτες απλοποιήσεις, η επιστολή αυτή είναι από τις πιο σοβαρές και ειλικρινείς προσπάθειες για αντικειμενική προσέγγιση του ζητήματος, που έχουν προέλθει από την παράταξη του. Διαφορετικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν και από το ότι, ύστερα από μια πρώτη σχετική απόφαση στα τέλη Ιουλίου 1942, η ΥΒΕ εγκαταλείπει, την άνοιξη του 1943, οριστικά το παλαιό αμφιλεγόμενο όνομα της και προσπαθεί να αποκτήσει καλύτερη φήμη με την επωνυμία της Πανελληνίου Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ). Ο Χρυσοχόου ισχυρίζεται ότι ο ίδιος ζήτησε να γίνει αυτή η αλλαγή για λόγους τακτικής. Ηγετικά στελέχη της ΠΑΟ τον διαψεύδουν, συμφωνούν όμως εν μέρει για τους πραγματικούς λόγους. Ιδιαιτέρως αναφέρονται η ανάγκη παραπλάνησης των Γερμανών, που ήδη είχαν μάθει πολλά για τα εσωτερικά της ΥΒΕ, φιλοδοξίες για εδαφική εξάπλωση της οργάνωσης, και κυρίως η ΕΑΜική προπαγάνδα, που οι εμπνευστές της «ήρχισαν συκοφαντούντες τους αγωνιστάς αυτούς παντοιοτρόπως, μεταξύ δε άλλων διά τοιχοκολλήσεων σε διάφορες πόλεις της Δυτ. Μακεδονίας έλεγαν ότι η ΥΒΕ απαρτίζεται από... αυτονομιστάς της Μακεδονίας!». Αυτή η κατηγορία ήταν μάλλον δευτερεύουσα, όπως προσπαθεί να καλύψει η διατύπωση «παντοιοτρόπως». Οι επιθέσεις του ΕΑΜ αιτιολογούνταν κατά κύριο λόγο από τις πραγματικές ή και υποτιθέμενες σχέσεις της ΥΒΕ (ή στελεχών της) με τον δοσίλογο μηχανισμό διοίκησης και, κατά αναπόφευκτη συνέπεια, και με τους ίδιους τους Γερμανούς. Δεν εκπλήττει λοιπόν το ότι η ΕΑΜική προπαγάνδα σαρκάζει για τη μετονομασία προβάλλοντας ότι, μετά το ξεσκέπασμα της ΥΒΕ, οι επιτελείς της αναζητούσαν μια νέα και ανυποψίαστη ταμπέλα «για να παραπλανήσουν τον λαό». Με το ίδιο πνεύμα εκφράζεται και ο Μάρκος Βαφειάδης όσον αφορά την ΠΑΟ: «Είναι η νεότερη θυγατέρα της ΥΒΕ -ίσως γι' αυτό και πιο σκερτσόζα- εμφανίζεται δε ύστερα από την αυτοαποκάλυψη της γερμανόφτιαχτης-πραιτοριανής και εθνο-προδοτικής υπόστασης της ΥΒΕ». Η πρόσθετη αναφορά του όρου «πραιτοριανή», που τον συναντάμε και σε ΕΑΜικές προκηρύξεις της εποχής, υποδηλώνει φόβους για εξάρτηση της ΠΑΟ από τους ελληνικούς, ή μη, δυναμικούς παράγοντες της Μέσης Ανατολής. Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να συμπεράνουμε ότι πέραν από τις ελπίδες για «πανελλήνια» παρουσία και εκτός των συνόρων της Μακεδονίας, ο κύριος λόγος για την οριστική αλλαγή του τίτλου είναι η επιθυμία των γνήσιων «αντιστασιακών» στην ηγεσία της ΥΒΕ/ΠΑΟ να ξεκόψει οριστικά με τους λογής λογής «γερμανόφιλους». Ταυτόχρονα, τα έντυπα της οργάνωσης εντείνουν τις εκκλήσεις για ενότητα στον αγώνα κατά των κατακτητών, χάρη της οποίας έπρεπε να θυσιαστούν όλες οι άλλες σκοπιμότητες, αφού «είτε λέγονται διεθνισταί και εξτρεμισταί του άκρου αριστερού συγκροτήματος είτε αντικομμουνισταί γερμανόδουλοι, οποιασδήποτε μάρκας, γίνονται συνειδητά ή ασυνείδητα όργανα των κατακτητών». […] [πάνω]
Τον Δεκέμβριο, ωστόσο, αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί της ΠΑΟ δεν βλέπουν άλλη διέξοδο από το να ζητήσουν έμπρακτη αρωγή από εκείνους που τόσες φορές είχαν διατυμπανίσει το ενδιαφέρον τους για την υπόθεση των «εθνικιστών». Για να μην εκτεθούν ανοιχτά, αλλά και από μια τύποις «εθνική υπερηφάνεια»δεν προσεγγίζουν απευθείας τις Αρχές κατοχής, αλλά ζητούν -όπως άλλοτε ο Βρεττάκος- υποστήριξη και οπλισμό από το καθεστώς της Αθήνας. Η επαφή πραγματοποιείται με τον Νικόλαο Λούβαρη, από τους ελάχιστους αξιόλογους υπουργούς στη δοσίλογη κυβέρνηση, ο οποίος έχει χαλαρές επαφές με ορισμένους αντιστασιακούς κύκλους και μάλλον καλές σχέσεις με τον ΕΔΕΣ. Στις 3 Ιανουαρίου 1944, ο υπουργός ενημερώνει τον Ράλλη για τα αποτελέσματα διαφόρων συνομιλιών που είχε κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στη Θεσσαλονίκη. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η επιστολή στην έντονη προπαγάνδα και λοιπή δράση των Βουλγάρων, καθώς και στην υποτιθέμενη σύμπραξη του ΕΑΜ. Επιπλέον, επιτίθεται δριμύτατα κατά του ΕΑΜ που με τους «αντάρτες» του (όρο που χρησιμοποιεί μόνο για τον ΕΛΑΣ) τρομοκρατεί τον λαό της υπαίθρου. Και συνεχίζει:
«Επονομαζόμενα Εθνικά Τμήματα, τα οποία ανήκουν εις την ΠΑΟ έχουν συγκροτηθεί για να αντιταχθούν στους αντάρτες. Αριθμούν 3.000, αλλά δεν έχουν όπλα. Είναι διασκορπισμένα στη Χαλκιδική, στην περιοχή της Νιγρίτας και του Κιλκίς και ηγέτες τους είναι οι ταγματάρχες Παπαβασιλείου, Σπυρίδης και Θεοφάνους, καθώς και οι υπομοίραρχοι Τζαμαλούκας και Μήτσου. Οι πάντες δίδουν έμφαση στο γεγονός ότι τα τμήματα αυτά έχουν ανάγκη της υλικής και ηθικής βοήθειας εκ μέρους του κράτους. Προτάθηκαν τα κάτωθι μέτρα διά να αντιμετωπισθή η κατάστασις: 1) Να συγκροτηθούν "Μονάδες Ασφαλείας", αποτελούμενες από τις δυνάμεις της ΠΑΟ και ομάδες από την Πελοπόννησο καθώς και τη Στερεά Ελλάδα. 2) Τα Εθνικά Τμήματα δέον να εφοδιασθούν με οπλισμό. Τα τμήματα αυτά διευκρινίζουν ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα κατά των κομμουνιστικών στοιχείων, ακόμα και αν αναγκασθούν εις τον αγώνα αυτόν να συμπράξουν με τους Γερμανούς. Εάν η κυβέρνησις δεν τους υποστηρίξει, η ΠΑΟ έτσι κι αλλοιώς θα σύμπραξη με τους Γερμανούς».
Κατά τα άλλα, ο Λούβαρης αναφέρεται στην «αγαστή συνεργασία» της ΠΑΟ με τον ΕΔΕΣ, αλλά και στη δεδηλωμένη προθυμία των «Εθνικών Τμημάτων» (ή Ομάδων) να ενταχθούν στα εκκολαπτόμενα «Τάγματα Ασφαλείας» (για τα οποία ασφαλώς βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι υπόκεινται στον έλεγχο της δοσίλογης ελληνικής κυβέρνησης και όχι των Γερμανών!). Ι Αυτή την αξιοπρόσεκτη προσπάθεια διαφοροποίησης ανάμεσα στην εξουσία του κατακτητή και την «ανεξάρτητη» δικαιοδοσία του όλου δοσίλογου μηχανισμού, την συναντούμε αρκετά συχνά σε κείμενα που πρόσκεινται στην εθνικιστική Αντίσταση. Και πρέπει να συμπληρωθεί εδώ ότι και η παραπάνω επιστολή, σε ύφος και περιεχόμενο, ουδόλως ταυτίζει τα συμφέροντα της χώρας (ή έστω του καθεστώτος) με εκείνα των Γερμανών και σαφώς συνηγορεί υπέρ τής -στην πράξη ανέφικτης-διαφοροποίησης. Μεταφέρει επίσης τα παράπονα της ΠΑΟ (και άλλων) για τη γερμανοδουλεία του γενικού διευθυντή Σιμωνίδη, ο οποίος συνεπώς έπρεπε να αντικατασταθεί. Δεν γνωρίζουμε αν και πώς ήθελε ο Ράλλης να ανταποκριθεί στο αίτημα των «κύκλων» της ΠΑΟ, αλλά, έτσι κι αλλιώς, κάθε προσπάθεια να διατηρηθεί κάποια αυτόνομη ύπαρξη των ενόπλων τμημάτων της ΠΑΟ θα ήταν καταδικασμένη. Επίσης, δεν μένει πλέον χρόνος για -μάλλον απίθανη- μεταστροφή των βρετανικών υπηρεσιών, τις οποίες ο Λούβαρης πιθανώς ήθελε να «συγκινήσει» σχετικά με το δίλημμα της ΠΑΟ (και τον «κίνδυνο του ΕΑΜ!»). Εκείνες όμως δεν τρέφουν πλέον εμπιστοσύνη στις δυνατότητες και μάλλον ούτε στις καλές προθέσεις της οργάνωσης. Αυτό ισχύει πρωτίστως για τη SOΕ που ήδη έχει διακόψει κάθε ανεφοδιασμό, ενώ ο Λήπερ και οι προϊστάμενοι του στο Φόρεϊν Όφις εγκρίνουν μεν την αυτοδιάλυση των τελευταίων ανταρτοομάδων, αλλά εισηγούνται να συνεχίσει η ΠΑΟ τις άλλες μορφές πάλης (ιδίως κατασκοπευτική δράση), στις οποίες είχε αποδώσει καλύτερα στο παρελθόν. Έτσι, οι οιωνοί είναι ζοφεροί, όταν με την ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων, η κεντρική διοίκηση της ΠΑΟ απευθύνει χαιρετιστήρια διαταγή στους διοικητές των εναπομεινάντων ενόπλων τμημάτων, Σπυρίδη, Μήτσου και Τζαμαλούκα, «ευχόμενοι όπως η γέννηση του Σωτήρος λύτρωση την αγαπημένη μας πατρίδα εκ της τυραννίας του κατακτητού και του ύπουλου εσωτερικού εχθρού...». Οι υπόλοιποι «εθναντάρτες» του 13ου και του 19ου Συντάγματος της ΠΑΟ που -σύμφωνα με μια έκθεση τους- είχαν μόλις απορρίψει γενναιόδωρη γερμανική προσφορά εφοδιασμού «με παντός είδους οπλισμόν», είχαν ενωθεί στον Χείμαρρο, όπου δέχονται επίθεση, στις 9.1.1944, από ισχυρή δύναμη του ΕΛΑΣ: «Επηκολούθησεν πάλη σώμα με σώμα, οι άνδρες τελειώσαντες τελείως τα φυσίγγια των, χρησιμοποιούν ήδη μαχαίρας και χειροβομβίδας. Τέλος οι ΕΑΜίται ανατρέπονται και επακολουθεί άτακτος υποχώρησίς των». Η έκθεση αναφέρει οκτώ νεκρούς της ΠΑΟ σε αντιδιαστολή με 160 του ΕΛΑΣ. Εξαιτίας όμως της έλλειψης πυρομαχικών «και μετά την μάχην ταύτην, οι άνδρες μας δεν ήσαν παρά νικηταί ηττημένοι. Κατόπιν πολυημέρων όντως τραγικών συσκέψεων, απεφασίσαμεν να αυτοδιαλυθώμεν, αφού εξέλιπεν κάθε ελπίς εξοικονομήσεως πυρομαχικών». Από τους αντάρτες ορισμένοι επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη ή στα χωριά τους, άλλοι διαφεύγουν στη Μέση Ανατολή ή τη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία όπου προσχωρούν στις εκεί «Εθνικές Ομάδες» του «Τσαούς Αντών» (Αντώνιος Φωστηρίδης), άλλοι -ανάμεσα τους ο Μήτσου- προσφεύγουν στον Ζέρβα. Ορισμένοι, βέβαια, ετοιμάζονται να προστρέξουν σε άλλες κατευθύνσεις για να πάρουν -έστω με γερμανικά βόλια- «το αίμα τους πίσω» από τον ΕΛΑΣ. Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, και πιθανώς ύστερα από αγγλικές πιέσεις, συνεδριάζει πυρετωδώς η Διοικούσα Επιτροπή της ΠΑΟ στη Θεσσαλονίκη. Στη σύσκεψη αυτή, οι τρεις στρατιωτικοί με τους ανώτερους βαθμούς υποστηρίζουν «να διαλυθή η ΠΑΟ, διότι δεν διαφαίνεται η πιθανότης ενισχύσεως της σε πολεμικό υλικό και κατόπιν αυτού η εμμονή στον αγώνα πολλαπλασιάζει τα θύματα». Επιπλέον, φαίνεται ότι διαμαρτύρονται για τις επανειλημμένες «παρεκκλήσεις από την εθνικήν γραμμήν». Όταν η πλειοψηφία των συγκεντρωθέντων διαφωνεί, αποχωρούν οι τρεις, δηλώνοντας ότι παραιτούνται από την οργάνωση. Επειδή κοινολογούν την απόφαση τους, δίνουν σε πολλούς την εντύπωση ότι επρόκειτο για την οριστική διάλυση της ΠΑΟ. Η σύγχυση αυξάνεται, όταν οι άλλοι της Δ.Ε., την 25η Ιανουαρίου, εκδίδουν νέα διαταγή, στην οποία μεταξύ άλλων τονίζουν: «Η ΠΑΟ, διά λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως της, διέταξε την διάλυσιν και των τελευταίων ανταρτικών της ομάδων, τας οποίας θα ανασυγκρότηση εν ευθέτω χρόνω. Θα συνέχιση τον κατά των κατακτητών και άλλων εχθρών της πατρίδος [sic] αγώνα της [...] διά των άλλων μέσων Εθνικής Αντιστάσεως [...]. [...] Από σήμερον και μέχρι νεοτέρας ανακοινώσεως της, η ΠΑΟ δηλοί ότι δεν έχει ενόπλους ανταρτικάς ομάδας. Τοιαύται ομάδες, εμφανιζόμεναι ως ανήκουσαι εις την ΠΑΟ, πλαστογραφώσι την αλήθειαν και δεν εξυπηρετούσι τους σκοπούς της ΠΑΟ [...]. Αποκηρύσσεται πάσα και σκέψις ακόμη επαφής μετά του κατακτητού, πολύ περισσότερον ενέργεια εξοπλισμού, τη μερίμνη ή ανοχή τούτου». Όποιος παραβεί τη διαταγή αυτή χάνει το δικαίωμα να κάνει χρήση του τίτλου της ΠΑΟ, ενώ «διαγράφει και τας προηγουμένας υπηρεσίας» που είχε προσφέρει. Με την απαγόρευση αποδοχής γερμανικών όπλων, καθώς και την έκκληση για αγώνα εναντίον των «άλλων εχθρών της πατρίδας», η νέα διοίκηση της ΠΑΟ προσπαθεί να συνεχίσει την ήδη χρεοκοπημένη στρατηγική των «ίσων αποστάσεων». Με τα νέα δεδομένα, η στρατηγική αυτή αποδεικνύεται ακόμα πιο ανέφικτη• πράγματι μεγάλο μέρος από τους απομείναντες οπαδούς της ΠΑΟ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δύο όροι δύσκολα συμβιβάζονται και ότι πρέπει να παραβιαστεί ο ένας για να πραγματοποιηθεί ο άλλος. Σ' εκείνους που θα προτιμούσαν τη συμφιλίωση με τον ντόπιο αντίπαλο παρά την προσέγγιση με τον κατακτητή απευθύνεται ο Μουστεράκης, όταν προσπαθεί να επηρεάσει την ηγεσία με σειρά επιστολών στο πρώτο τετράμηνο του 1944. Ο άλλοτε επιτελάρχης της ΠΑΟ, που είχε παραμείνει αρκετό διάστημα υπό καθεστώς κράτησης ή επικράτησης, αφέθηκε ελεύθερος με προσωπική παρέμβαση του Σαράφη. Επειδή χαίρει μεγάλης εκτίμησης και θεωρείται από τους πιο ικανούς Έλληνες αξιωματικούς, του γίνεται πρόταση προσχώρησης στον ΕΛΑΣ, την οποία και αποδέχεται. Αλλά για να απαλλαγεί από συνειδησιακά προβλήματα, θα αναλάβει τελικά τη θέση του στρατιωτικού διοικητή της 1ης Μεραρχίας που εδρεύει στη Θεσσαλία, μακριά από την περιοχή της ΠΑΟ και των εμφύλιων συγκρούσεων. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η θεαματική αυτή μεταστροφή του γενναίου, κατά γενική ομολογία, αξιωματικού δεν οφείλεται σε πιέσεις, αλλά στο ότι έλαβε γνώση εγγράφων (κυρίως από το περίφημο αρχείο Σαρρή) που προφανώς αποκάλυπταν επιβαρυντικά στοιχεία για ηγετικά στελέχη της ΠΑΟ. Ο Μουστεράκης παροτρύνει προς την ίδια κατεύθυνση και φίλους συναδέλφους στην ηγεσία της οργάνωσης. Προτείνει τη συγχώνευση της ΠΑΟ με το ΕΑΜ, αφού εμπόδιο «δεν υπάρχει παρά μόνο στο μυαλό μας». Παραδέχεται ότι διαπράχτηκαν αδικίες κατά της ΠΑΟ (αλλά και αντιστρόφως), θα έπρεπε όμως να ξεπεραστούν οι μικρότητες και οι μνησικακίες. Και ο ίδιος άλλωστε, «που περισσότερο απ' όλους ηδικήθη», είχε πεισθεί ότι μπορούσε να αγωνιστεί αποτελεσματικότερα από τις γραμμές του μεγάλου λαϊκού κινήματος του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Η επιμονή στην αυτόνομη ύπαρξη της ΠΑΟ ήταν ματαιοπονία, αν όχι κάτι χειρότερο, αφού «τελευταίοι ιδιωτικοί και τελείως άσχετοι προς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ πληροφορίαι (του) είναι ότι κατώτεροι ηγήτορες της ΠΑΟ» είχαν δεχθεί να γίνουν ένοπλοι συνεργάτες των Γερμανών. Το ΕΑΜ, που είχε κατακρατήσει τις πρώτες επιστολές του Μουστεράκη, αλλάζει τακτική τον Μάρτιο του 1944, αμέσως μετά την ίδρυση της «Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθερώσεως» (ΠΕΕΑ). Ο κομιστής των γραμμάτων μεταφέρει και συγκεκριμένες προτάσεις της Παμμακεδονικής Επιτροπής, οι οποίες όμως απευθύνονται ρητά και αποκλειστικά στο «Σώμα των Αξιωματικών της ΠΑΟ», και τους προτρέπει σε προσχώρηση στο ΕΑΜ. Αντίθετα, απορρίπτει οποιαδήποτε επαφή με την πολιτική οργάνωση που θεωρείται διαβρωμένη. Οι όροι πάντως του ΕΑΜ για συγχώνευση είναι σκληροί και ουσιαστικά ισοδυναμούν με το να προβούν τα στρατιωτικά στελέχη της ΠΑΟ σε ταπεινωτική δημόσια καταγγελία της παλιάς τους οργάνωσης. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις τερματίζονται οριστικά στις αρχές Μαΐου, όταν μάλιστα η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γ. Παπανδρέου γεννά νέες ελπίδες στα απομεινάρια της ΠΑΟ, που περίμεναν καρτερικά τον «εύθετο χρόνο» για την επαναδραστηριοποίηση. Στους προηγούμενους μήνες, ωστόσο, αριθμός αξιωματικών και απλών «εταίρων» είχαν ξεπεράσει τους ενδεχόμενους δισταγμούς, και πρόσφεραν πλέον -άμεσα ή έμμεσα- τις υπηρεσίες τους στη Βέρμαχτ. Ίσως, ο πιο σημαίνων απ' αυτούς είναι ο ιδρυτής του 19ου Συντάγματος της ΠΑΟ, ταγματάρχης Σπύρος Σπυρίδης, με το ψευδώνυμο «Στρυμόνας», ο οποίος αρνείται να υπακούσει στη διαταγή αυτοδιάλυσης. Κατά τον Παπαθανασίου, «υπέκυψε σε πιέσεις των τοπικών οπλαρχηγών που αντιμετώπιζαν ζήτημα εξοντώσεως από τον ΕΛΑΣ και ανέχθηκε την πρωτοβουλία μερικών από αυτούς να ζητήσουν πυρομαχικά από τους Γερμανούς». Η συνεργασία αυτή του Σπυρίδη, για τον οποίο ο Αργυρόπουλος μάταια θα ισχυριστεί ότι «δεν είχε σχέσιν με την ΠΑΟ», θα διαρκέσει μερικούς μήνες, ενώ το ίδιο ισχύει και γι' άλλα (πρώην) στελέχη της οργάνωσης. Βέβαια, όλοι αυτοί, αφού μάλιστα το άστρο του γερμανικού Ράιχ εμφανέστατα πλησιάζει τη δύση του, τρέφουν «κρυφίως» αισθήματα αγγλοφιλίας, γεγονός για το οποίο οι Γερμανοί δεν έχουν αυταπάτες: «Ότι η ΠΑΟ και οι όπισθεν αυτής ευρισκόμενοι κύκλοι των αξιωματικών, δηλαδή η πλειονότης των αξιωματικών της Μακεδονίας, εσκέπτοντο πάντοτε υπέρ της Αγγλίας, τούτο δύναται να χαρακτηρισθή ως εκτός πάσης αμφιβολίας». Δυστυχώς, ορισμένοι Βρετανοί αξιωματικοί -π.χ. ο επικεφαλής της αποστολής Ανατ. Μακεδονίας «Μίλερ» (Μίκλεθγουέιτ)-δεν δείχνουν ασυγκίνητοι από αυτή την αφοσίωση (ή έστω από τον έντονο αντί κομμουνισμό τους;). Αν οι δοσοληψίες αυτές δεν αποτελούν την πιο ένδοξη σελίδα της αγγλικής παρουσίας στην κατεχόμενη Ελλάδα, τότε η αθρόα συρροή, λογής λογής «Παοτζήδων» στην υπηρεσία του κατακτητή αποτελεί τη χαριστική βολή για την υπόληψη (και την υστεροφημία) της οργάνωσης. Η Δ.Ε. της ΠΑΟ, που φυτοζεί σε κάτι δικηγορικά γραφεία της Θεσσαλοί! νίκης, μάταια διαγράφει τους Σπυρίδη, Κισάμπατζακ κ.λπ. Οι όψιμες αυτές προσπάθειες διαφοροποίησης δεν έχουν απήχηση ή δεν γίνονται πιστευτές, αφού μάλιστα όλοι σχεδόν οι «διαγραφέντες^ εξακολουθούν να δρουν επιδεικτικά υπό το λάβαρο της ΠΑΟ. Για τον Τύπο του ΕΑΜ είναι, έτσι κι αλλιώς, πιο εύκολο να συμπεριλάβει υπό τη γνωστή «ετικέτα» «ΠΑΟτζήδες» όλους τους δοσίλογους, κάθε απόχρωσης, στη Μακεδονία. Ακόμα και στα αντάρτικα τραγούδια εισχωρούν οι «εθνοπροδότες» και «φασίστες» της ΠΑΟ. Συνεπώς, το πιο σοβαρό σύγγραμμα που πρόσκειται στην οργάνωση αυτή συμπεραίνει με όχι αδικαιολόγητη πίκρα: «Η σκόπιμη [όχι πάντα! Χ.Φ.] ανάμειξη πραγματικών συνεργατών των κατακτητών με απλώς διαφωνούντες προς την ΕΑΜική θέση προκάλεσε φοβερή σύγχυση στον πληθυσμό, η οποία θεμελίωσε την εμφύλια διαμάχη και οδήγησε σε ακρότητες, συνεχίσθηκε μετά την Απελευθέρωση και επέζησεν μάλιστα για πολλά μεταπολεμικά χρόνια». Δυστυχώς, η τελευταία διαπίστωση για το ακόμα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις δύο οργανώσεις εξακολουθεί να ισχύει. Έτσι, ακόμα και μετά τη Μεταπολίτευση, ο άλλοτε γενικός γραμματέας του ΕΑΜ αποφάνθηκε: «Από τότε ο τίτλος "ΠΑΟτζής" θεωρούνταν η πιο ατιμωτική βρισιά για κάθε Έλληνα».
Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Β, σ. 117-119, 120-123 και 138-144 [πάνω]
|
|