|
|
Στράτος Ν. Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων
Η «Εθνική Ένωσις Η ‘ΕΛΛΑΣ’» και οι μελλοντικοί κυβερνήτες
«Ήσαν και οι άνδρες αυτοί [των Ταγμάτων Ασφαλείας] πολίται Έλληνες μεγάλως δεινοπαθήσαντες υπό των κομμουνιστικών συμμοριών, αναγκασθέντες να λάβουν τα όπλα κατ’ αυτών και κατωρθώσαντες ούτω να προστατεύσουν την τιμήν και την ζωήν πλείστων όσων συμπολιτών των. Εξ άλλου ο τρόπος της δημιουργίας των Ταγμάτων αυτών αποδεικνύει πόσον μεγάλη ήτο η επιθυμία του Λαού μας να σχηματισθούν ένοπλα σώματα δια να αναλάβουν την άμυναν του πληθυσμού κατά των δήθεν απελευθερωτικών Οργανώσεων του ΕΑΜ. Και δύνανται βεβαίως οι ξένοι, οι μη γνωρίζοντες τας συνθήκας υφ' άς κατά την κατοχήν έζησεν ο Ελληνικός Λαός, να ομιλούν μετά περιφρονήσεως περί των Ταγμάτων Ασφαλείας ισχυριζόμενοι ότι ταύτα ήσαν οργανώσεις φασιστικοί, αντεθνικοί και αντιλαϊκαί, δεν επιτρέπεται όμως να πράττουν τούτο οι Έλληνες, έχοντες μάλιστα την απαίτησιν να λέγωνται εθνικισταί».1 «Για τους Γερμανούς αποδείχθηκε πολύ πιο εύκολο και πιο αποτελεσματικό, αντί να πολεμάνε κατευθείαν τους παρτιζάνους, να διαμορφώσουν συνθήκες που θα οδηγούσαν Έλληνες να χτυπάνε Έλληνες. Κατέφυγαν σε δόλια μέσα. Και τη διαδικασία αυτή τους εξασφάλισαν τα λεγόμενα Τάγματα Ασφαλείας. Τις μονάδες αυτές τις συγκρότησε αρχικά η κυβέρνηση της κατοχής με επικεφαλής τον Ράλλη. Αλλά ο οπλισμός τους χορηγήθηκε αποκλειστικά από τους Γερμανούς. Σχεδόν μόλις συγκροτήθηκαν, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Είναι εξτρεμιστές, εθνικιστές και αντικομμουνιστές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πρόσωπα που δεν έχουν καμία ιδεολογία αλλά σκοτεινό παρελθόν. Ο κομμουνισμός αποτελεί γι' αυτούς πρόσχημα. Εκείνο που ενδιαφέρει τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι η λεηλασία, η αρπαγή και η καταστροφή της μακεδονικής γης. Η χωρίς όρια καταστροφή!».2 Στις αρχές του 1943 οι ζυμώσεις μεταξύ των Γερμανών και των Ιταλών για το διάδοχο του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου βρίσκονταν στο αποκορύφωμα τους. Όλα έδειχναν ότι οι κρούσεις που είχαν γίνει στον Ιωάννη Ράλλη για την ανάληψη της πρωθυπουργίας θα είχαν ευτυχή κατάληξη παρά τους όρους που ο τελευταίος είχε θέσει για να δεχτεί. Μεταξύ των όρων αυτών σημαντική θέση κατείχε η πρόταση-απαίτηση του Ράλλη για την άμεση συγκρότηση τουλάχιστον τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων, από τα οποία τα δύο θα παρέμεναν στην Αθήνα και τα άλλα θα εγκαθίσταντο στη Θεσσαλονίκη. Ο μέλλων πρωθυπουργός θεωρούσε επιβεβλημένη κίνηση το σχηματισμό των εθνικιστικών αυτών ταγμάτων που προορίζονταν να «αντιπαλαίσουν κατά των καταχθόνιων σκοπών του κομμουνισμού», αναλαμβάνοντας «την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος». Στις 21 Ιουνίου 1943, τρεις ημέρες μετά τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Νόμου 260 «περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων», οι αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης έλαβαν μέσω του τοπικού ελληνικού Φρουραρχείου το σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης «περί κατατάξεως εθελοντών οπλιτών εις τα Ανεξάρτητα Τάγματα Ευζώνων κατόπιν της διαταχθείσης συγκροτήσεως τεσσάρων Ανεξαρτήτων Ταγμάτων Ευζώνων (δύο εν Αθήναις και δύο εν Θεσ/-νίκη)». Ανάμεσα στα απαιτούμενα δικαιολογητικά κατάταξης περιλαμβανόταν η προσκόμιση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, ενώ οι υποψήφιοι δεν θα έπρεπε να είχαν συμμετάσχει σε οργανώσεις ή ενέργειες αντεθνικές «στρεφομένας κατά του κρατούντος Κοινωνικού Καθεστώτος». Όμως, το σχέδιο Ράλλη εφαρμόστηκε μόνο κατά το ήμισυ, καθώς μέχρι τα τέλη του χρόνου είχε ολοκληρωθεί η συγκρότηση των ταγμάτων στην περιοχή των Αθηνών, ενώ στη συνέχεια το μέτρο αυτό επεκτάθηκε και στην επαρχία. Αντιθέτως, το σχέδιο που προέβλεπε τη συγκρότηση δυο επιπλέον ταγμάτων στη Θεσσαλονίκη ματαιώθηκε. Οι λόγοι της ματαίωσης δεν οφείλονταν στην επιδίωξη εφαρμογής μιας άλλης πολιτικής από τους Γερμανούς στη Μακεδονία. Ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση του εαμικού κινήματος ακολούθησε μια ενιαία γραμμή παρά τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις· απλά στην περίπτωση της Μακεδονίας οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν την κρατική συμμετοχή, γεγονός που ενδεχομένως θα δυσαρεστούσε τους συμμάχους Βουλγάρους. Εκτός αυτού, δεν είχαν λόγο να προστρέξουν στη βοήθεια των «αναξιόπιστων» αξιωματικών και να θέσουν σε κίνδυνο τις ισορροπίες στην περιοχή, τη στιγμή που υπήρχαν από ελληνικής πλευράς προτάσεις συνεργασίας, κάποιες από τις οποίες συνδύαζαν το αντικομμουνιστικό μένος με την εμμονή στην εθνικοσοσιαλιστική προοπτική της Ελλάδας.
1. Γεώργιος Ράλλης (επιμ.), Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ τον τάφου, Αθήνα 1947, σσ, 57-58. 2. Βάσος Π. Μαθιόπουλος, Ο Δεκέμβριος τον 1944. Σουηδικά, Ελβετι¬κά και Συμμαχικά διπλωματικά ντοκουμέντα, Αθήνα 1994, σσ. 71-72.
Στράτος Ν. Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων, ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, 2006, Επίκεντρο, σ. 35-38 [πάνω]
Ο Γεώργιος Σπυρίδης γεννήθηκε στην Κεράσουντα του Πόντου το 1897. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Σπυρίδης, προφανώς με την οικογένεια του, βρέθηκε μεταξύ 1918-1922 στο Νοβορωσίσκ της Ρωσίας. Το 1925-26 εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής του και έφτασε πρόσφυγας στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στην πόλη της Δράμας, όπου το διάστημα 1930-31 άνοιξε δικολαβικό γραφείο, ασχολούμενος με τη διεκπεραίωση διαφόρων διοικητικών υποθέσεων. Λίγο αργότερα ίδρυσε ένα πολιτικό σχηματισμό, γοητευμένος από το γερμανικό εθνακοσο-σιαλιστικό μοντέλο του Αδόλφου Χίτλερ. Το 1932 ο Σπυρίδης ήταν ήδη έτοιμος να κατέλθει στον πολιτικό στίβο. Δεν είναι γνωστό ποια ήταν η αποδοχή της κίνησης του από το εκλογικό σώμα στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932. Το βέβαιο είναι ότι ο πολιτικός σχηματισμός του είχε εξασφαλίσει την απαραίτητη έγκριση από τις δικαστικές και πολιτικές αρχές προτού δοκιμαστεί εκλογικά. Λίγες ημέρες πριν τις εκλογές το Υπουργείο των Εσωτερικών ενημέρωσε σχετικά το Νομάρχη Δράμας και αυτός με τη σειρά του τις εφορευτικές επιτροπές της περιφέρειάς του, ώστε το κόμμα του Σπυρίδη να λάβει κανονικά μέρος στις εκλογές: «Έχομεν την τιμήν να ανακοινώσωμεν υμίν ότι ο Γεώργιος Σπυρίδης, αρχηγός του Εθνοσοσιαλιστικού κόμματος Μακεδονίας και Θράκης δια νομίμου και εμπροθέσμου δηλώσεως του, κοινοποιηθείσης τω Υπουργείω υπό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, εγνωστοποίησεν ότι το κόμμα τούτο θα κατέλθη εις τας προσεχείς Βουλευτικός εκλογάς υπό το όνομα Εθνικοσοσιαλιστικόν κόμμα Α.Ε.Κ.Μ.Θ. και με έμβλημα τον δικέφαλον αετόν με τα στοιχεία Α.Ε.Κ.Μ.Θ. και άνωθεν τας λέξεις Εθνικοσοσιαλιστικόν κόμμα». Το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα Μακεδονίας-Θράκης του Σπυρίδη κατέβηκε και στις εκλογές για την ανάδειξη Εθνοσυνέλευσης, οι οποίες αν και ήταν προγραμματισμένες για τη 19η Μαΐου 1935 διενεργήθηκαν τελικά στις 9 Ιουνίου. Για το σκοπό αυτό ο Σπυρίδης συνέταξε για μια ακόμη φορά την απαραίτητη δήλωση προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, καταθέτοντας τον τίτλο και το έμβλημα του κόμματος του. Η δήλωση αυτή έφερε στο τέλος το όνομα του υποβάλλοντος με τον συνοδευτικό τίτλο «Αρχηγός Εθνικοσοσιαλιστών Μακεδονίας-Θράκης [έδρα Δράμα]». Στις 15 Μαΐου ο Νομάρχης Δράμας απέστειλε στο Δήμαρχο και στους προέδρους των κοινοτήτων του νομού κατάλογο εννέα πολιτικών κομμάτων που θα συμμετείχαν στις εκλογές, μεταξύ των οποίων υπήρχε και ο τίτλος του κόμματος του Σπυρίδη. Παράλληλα με τη συμμετοχή στην πολιτική σκηνή της χώρας ο Σπυρίδης επιχείρησε να επικοινωνήσει με τη χώρα από την οποία είχε εμπνευστεί το πολιτικό στίγμα του κόμματος του. Τον Απρίλιο του 1934 απηύθυνε έναν «ένθερμον χαιρετισμόν» προς «τον πρωτοπόρον Αρχηγόν των απανταχού της γης Εθνικοσοσιαλιστών, Αδόλφον Χίτλερ», ένα γράμμα με το οποίο του εξέφραζε το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη του για το λαοσωτήριο έργο του. Τον επόμενο μήνα έστειλε μια δεύτερη επιστολή στον Χίτλερ, με την οποία του εξέφραζε την «αφοσίωση» του, επισυνάπτοντας το πρόγραμμα του κόμματος 46 συνολικά σημείων. Οι αρμόδιοι του γερμανικού Υπουργείου των Εξωτερικών επεσήμαιναν ότι το πρόγραμμα «θύμιζε ιδιαίτερα έντονα στις λεπτομέρειες του το πρόγραμμα του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος».
Στράτος Ν. Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων, ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, 2006, Επίκεντρο, σ. 59-63 [πάνω]
Η «ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ Η ‘ΕΛΛΑΣ’» ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ
α) Η νεκρανάσταση μιας οργάνωσης Η «Εθνική Ένωσις ‘Η Ελλάς’», γνωστή περισσότερο σε οπαδούς και δεδηλωμένους εχθρούς της με τα αρχικά ΕΕΕ, εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο το 1927 και έκτοτε διέγραψε μια ταραχώδη πορεία έως τη στιγμή της διάσπασης και της διάλυσης της. Αναμφίβολα, «κορυφαία» στιγμή του βίου της αποτέλεσε η συμμετοχή των μελών της στα γεγονότα του εμπρησμού του συνοικισμού Κάμπελ. Με τη συμμετοχή τους αυτή είχαν επιβεβαιώσει την έντονη αντισημιτική ροπή της οργάνωσης και είχαν πραγματώσει το σύνθημα «Έλληνες εξοντώστε Εβραίους». Λίγο αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν ταυτόχρονα και μια ομάδα κρούσης που στρεφόταν εναντίον των κομμουνιστών με τον ίδιο ζήλο που το έκανε και εναντίον των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Το 1933 ήταν μια χρονιά ιδιαίτερα κρίσιμη για τα ΕΕΕ, αφού η οργάνωση διασπάστηκε, όταν μια ομάδα από τους κόλπους της γοητεύτηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ, δημιουργώντας το δικό της «Εθνικό-σοσιαλιστικό Κόμμα-Εθνική Ένωση Ελλάς». Η εξέλιξη αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τα ΕΕΕ: το Σωματείο αυτοδιαλύθηκε μέσα στο 1935, ενώ το Κόμμα απέτυχε να καταγραφεί ως υπολογίσιμη πολιτική δύναμη στις δημοτικές και βουλευτικές εκλογές της περιόδου 1934-36 και έπαψε να υφίσταται επίσημα, μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας. Το διάστημα 1936-1940 τα μέλη των ΕΕΕ απορροφήθηκαν από τις μεταξικές οργανώσεις, ενώ τα γραφεία τους στη Θεσσαλονίκη πέρασαν στην κατοχή της EON (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας). Σ' αυτή την κατάσταση βρήκε τα ΕΕΕ η έναρξη της γερμανικής Κατοχής. Ακριβώς τις συνθήκες της Κατοχής εκμεταλλεύτηκαν παλιά στελέχη των ΕΕΕ και προχώρησαν στην επίταξη των κλειστών γραφείων της EON, παίρνοντας έστω και καθυστερημένα την εκδίκηση τους για τη φίμωση τους κατά τη μεταξική περίοδο. Φυσικά, η πρωτοβουλία αυτή συνδέθηκε αρχικά με την επίλυση βασικών προβλημάτων που προέκυψαν από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής. Όπως ήταν σε θέση να καταθέσει ένας φοιτητής και παλιό μέλος της EON «μετά την εισβολή των Γερμανών κάποιος περιφερειακός διοικητής της Ε.Ο.Ν., μας διέταξε ν’ ανοίξωμεν τα γραφεία της Ε.Ο.Ν. και να παρέχωμεν βοήθειαν και άσυλον εις τους επιστρέφοντας εκ του μετώπου στρατιώτας». Στη συνέχεια, όμως, αποδείχθηκε ότι στόχος ήταν η επανασυγκρότηση του μηχανισμού λειτουργίας των ΕΕΕ, για την εξυπηρέτηση όχι των κοινωνικών αναγκών αλλά των γερμανικών σχεδίων. Όπως αναφέρθηκε, λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης η Νέα Ευρώπη δημοσίευσε στην πρώτη της σελίδα ένα εκτενές άρθρο για το ιστορικό και την ανασύσταση των ΕΕΕ υπό τη νέα τους πλέον ονομασία, δηλαδή ως «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος». Μεταξύ των άλλων, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε το επόμενο διάστημα ανακοινώσεις πρώην μελών και υψηλόβαθμων φαλαγγιτών της EON για την προσχώρηση τους στο νέο πολιτικό φορέα. Κάποιοι από τους παραπάνω φαλαγγίτες, όπως οι αδερφοί Θεόδωρος και Παναγιώτης Μελεμενλής, ο Σπύρος Κασιμάτης, ο Αντώνης Μορφής και ο Πρόδρομος Παπαδόπουλος ήταν από τους πρώτους που στελέχωσαν το νεοσύστατο κόμμα και ήταν οι ίδιοι που εντάχθηκαν από την πρώτη στιγμή στο ένοπλο τμήμα του Πούλου.
Στράτος Ν. Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων, ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, 2006, Επίκεντρο, σ. 117-119 [πάνω]
Το 1942 ο εθνικοσοσιαλιστικός κόσμος της Θεσσαλονίκης συγκλονίστηκε από το σκάνδαλο των τροφίμων της Υπηρεσίας Επισιτισμού, σκάνδαλο για το οποίο, μεταξύ των άλλων, βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου οι μέχρι τότε πανίσχυροι Σπυρίδης και Χερτούρας. Μια υπόθεση όπως αυτή σίγουρα θα είχε συγκλονίσει πρώτα απ' όλα την κοινή γνώμη και θα φιγουράριζε για πολλές ημέρες στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αν ερχόταν στο φως της δημοσιότητας σε μια περίοδο ομαλότητας-όμως, στις αρχές σχεδόν της Κατοχής, η κατάχρηση, η κερδοσκοπία, η μαύρη αγορά, οι κλοπές και οι κάθε είδους παρανομίες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του στρεβλού κοινωνικού και οικονομικού βίου, σε μια χώρα όπου οι πολίτες της αναζητούσαν εναγωνίως τρόπους και στρατηγικές επιβίωσης. Ελλείψει ενδιαφέροντος και φυσικά στερούμενης της ευρείας δημοσιότητας η δίκη αυτή παρέμεινε εντός της αίθουσας του δικαστηρίου, απασχολώντας την ελληνική δικαιοσύνη και τον εμπλεκόμενο διοικητικό μηχανισμό, τις ενδιαφερόμενες γερμανικές αρχές και φυσικά ομοϊδεάτες που καραδοκούσαν για να επωφεληθούν από μια πιθανή καταδίκη των δύο γνωστών κατηγορούμενων. Απέναντι λοιπόν σε μια αναξιοπαθούσα και φιμωμένη κοινωνία παρατάχτηκαν οι Έλληνες εκείνοι που με τις ενέργειες τους ήρθαν να ενισχύσουν τα δεινά της Κατοχής, απομυζώντας τους διαθέσιμους δημόσιους οικονομικούς πόρους και τα ελάχιστα ιδιωτικά χρηματικά-επισιτιστικά αποθέματα. Επομένως, το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση εστιάζεται στο βαθμό και στο είδος της συνεργασίας που οι δύο αναφερόμενοι άντρες είχαν αναπτύξει, κινούμενοι σε διαφορετικούς χώρους. Αν επιβεβαιώνονταν οι φήμες ότι ο Χερτούρας είχε μετατρέψει τη Διεύθυνση Επισιτισμού Μακεδονίας σε οικονομικό αιμοδότη του Σπυρίδη και του κόμματος του, που αναφέρεται ότι αριθμούσε 5.450 μέλη, τότε θα επρόκειτο ασφαλώς για το πρώτο σοβαρό κρούσμα κερδοσκοπίας, το οποίο θα ερχόταν αφενός να «αμαυρώσει» τον αγώνα για ανιδιοτελή προσφορά στην ιδεολογία του Εθνικοσοσιαλισμού και αφετέρου να εμπλέξει ανώτερους υπαλλήλους στα πλοκάμια του δοσιλογισμού. Άραγε ο πρωτοπόρος Εθνικοσοσιαλιστής Σπυρίδης θα καταγραφόταν και ως ο πρώτος που θα άνοιγε το χορό παρόμοιων αποκαλύψεων και την καταπακτή των υπόγειων καναλιών συναλλαγής, μέσω των οποίων όλος αυτός ο κόσμος εξαργύρωσε τη συνεργασία του με τους κατακτητές;
Στράτος Ν. Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων, ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, 2006, Επίκεντρο, σ. 371-373 [πάνω]
|
|