|
|
Ο δραμινός Σεπτέμβρης του 1941 δημοσίευση στο http://www.chronosmag.eu/index.php/ses-s-gps-e-sp-1941.html Βασίλης Συμεωνίδης Σωτήρης Γκαρμπούνης
Αν η ιστορία είναι ένας τρόπος να βλέπουμε το παρελθόν, τότε η σχολική ιστορία μάλλον είναι ο τρόπος που η εκπαιδευτική πολιτική θέλει να μας συσχετίσει με το παρελθόν. Αυτή είναι η πρώτη διαπίστωση από την οποία θέλουμε να ξεκινήσουμε. Η δεύτερη είναι ότι η ιστορία στα ελληνικά σχολεία είναι προσανατολισμένη στην παρουσίαση γεγονότων κυρίως πολιτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα. Έτσι επιλέγονται κάποια που θεωρούνται σημαντικά και παρουσιάζονται ως τέτοια. Ο τρόπος που γίνεται αυτό στα σχολικά βιβλία είναι μέσα από μια ερμηνευτική αφήγηση που - για λόγους κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας – επικεντρώνεται επιλεκτικά σε γεγονότα, αγνοεί ή αρνείται άλλα[1] και συνεπικουρείται από την εικονογράφηση και τα κείμενα που παρατίθενται συνοδευτικά. Ας εστιάσουμε λοιπόν στην εξέγερση της Δράμας. «Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού η οποία έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα συνέβη στην περιοχή της Δράμας, όπου η βουλγαρική κατοχική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Ο πληθυσμός αντέδρασε στην προσπάθεια αφελληνισμού. Στις 28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση, καταπνίγεται από τους βουλγάρους φασίστες που εκτελούν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας και στο χωριό Δοξάτο. Τα γεγονότα της Δράμας είχαν συγκλονιστική επίδραση σ’ ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό»[2]. Η προηγούμενη αναφορά στην εξέγερση της Δράμας είναι από το σχολικό βιβλίο ιστορίας που γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και χρησιμοποιήθηκε ως το 2007 για τη διδασκαλία της σύγχρονης ιστορίας στη Γ΄ Λυκείου. Η αφήγηση συνοδεύεται από φωτογραφία με λεζάντα «Ομαδικός τάφος Ελλήνων που εκτελέστηκαν από τους Βούλγαρους φασίστες»[3] και σχετική πηγή με τίτλο «Οι προοδευτικοί Βούλγαροι αποδοκιμάζουν τις σφαγές της Δράμας». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο μικρά αποσπάσματα με δηλώσεις του βούλγαρου δημοκρατικού ηγέτη Βασίλ Κολάρωφ. Στο πρώτο, με ημερομηνία 6/10/1941, δηλώνει ότι η «εξέγερση προκλήθηκε από το κτηνώδικο καθεστώς της κατοχής στην Ελλάδα», με εμφανή την ασάφεια για τον τρόπο της πρόκλησης ενώ στο δεύτερο, με ημερομηνία 10/10/1941, μοιάζει να διαφοροποιείται και δηλώνει «Ο λαός μας το βλέπει και το ξέρει. Και όχι μόνο δεν καταδικάζει τους επαναστάτες της Δράμας… αλλά εκφράζει την αλληλεγγύη του…»[4]. Με τον τρόπο αυτόν τίθεται το ζήτημα της ερμηνείας των γεγονότων: Όσα έγιναν είναι αποτέλεσμα υποκίνησης από τους Βούλγαρους φασίστες, δηλαδή προβοκάτσια ή εξέγερση που επιδιώκει να πάρει επαναστατικό χαρακτήρα; Την ίδια εποχή, δηλαδή από τη δεκαετία του ’80 ως τα μέσα της δεκαετίας 2000, στο σχολικό βιβλίο της νεότερης ιστορίας που διδασκόταν στο δημοτικό δεν αναφέρεται κάτι σχετικό με τα γεγονότα της εξέγερσης στη Δράμα. Ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης στη συγκεκριμένη βαθμίδα ίσως μπορεί να εξηγήσει την επιλογή των συγγραφέων να μην αναφερθούν συγκεκριμένα, αν και την ίδια στιγμή παρουσιάζονται άλλα γεγονότα αντίστασης ή αντιποίνων όπως ο Γοργοπόταμος, τα Καλάβρυτα και το Δίστομο[5]. Στο αντίστοιχο της Γ΄ Γυμνασίου, επίσης της ίδιας εποχής, επισημαίνεται ότι «οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής στη Θράκη και στην Ανατολική Μακεδονία εφάρμοσαν τακτική εκβουλγαρισμού των κατοίκων και σε χιλιάδες ανέρχονται οι εκτελεσθέντες στις περιοχές αυτές» και παρακάτω: «Στη Δράμα και στο Δοξάτο εκτελέστηκαν ομαδικά από Βούλγαρους ναζιστές τρεις χιλιάδες άτομα και εκατοντάδες σε άλλα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης»[6]. Στα νέα βιβλία Ιστορίας, τα γεγονότα υποβαθμίζονται. Στο βιβλίο της Γ΄ Λυκείου[7] σε πίνακα που έχει τον τίτλο «Μερικές από τις εκατόμβες θυμάτων της ναζιστικής κατοχής» γίνεται αναφορά με τη φράση «εξοντώνονται 5.016 κάτοικοι της Δράμας, του Δοξάτου και των χωριών της περιοχής» και ημερομηνία «Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1941»[8]. Η αντίσταση και τα αντίποινα παρουσιάζονται μέσα από τα γεγονότα του Γοργοποτάμου, των Καλαβρύτων και του Διστόμου κυρίως με φωτογραφίες και παράλληλο κείμενο[9]. Ο πίνακας που παρατίθεται δείχνει αριθμητικά την κατά πολύ μεγαλύτερη έκταση των γεγονότων της Δράμας. Ο αριθμός των 5.016 νεκρών, όπως και άλλα στοιχεία υπάρχουν και στο σχολικό βιβλίο που συντάχθηκε από την ομάδα του Γ. Κόκκινου, το οποίο δεν έφτασε ποτέ στις σχολικές αίθουσες για άλλους λόγους[10]. Στο νέο βιβλίο Ιστορίας του Δημοτικού, από το 2012 και μετά, δεν γίνεται καμία αναφορά. Στο κεφάλαιο «Μία δεκαετία αγώνων και θυσιών για την ελευθερία (1941 -1949)» γράφονται τα εξής: «Οι πράξεις αντίστασης προκάλεσαν όμως τα αντίποινα των κατακτητών. Η τρομοκρατία, το κάψιμο ολόκληρων χωριών όπως τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, το Μεσόβουνο, οι Πύργοι και η Κάνδανος καθώς και οι μαζικές εκτελέσεις υπήρξαν το βαρύ τίμημα της ελευθερίας». Το συνοδευτικό υλικό εστιάζει στα γεγονότα του Χορτιάτη (με κείμενο) και στον Γοργοπόταμο και το Δίστομο (με φωτογραφίες)[11]. Στο βιβλίο της Γ΄ Γυμνασίου αναφέρεται αόριστα ότι «Στην Α. Μακεδονία, η πολιτική εκβουλγαρισμού που επιχείρησαν να εφαρμόσουν οι Βούλγαροι φασίστες προκάλεσε εξέγερση των Ελλήνων η οποία αντιμετωπίστηκε με μαζικές εκτελέσεις». Στη συνέχεια υπάρχει ρητή αναφορά σε Γοργοπόταμο, Καλάβρυτα και Κοκκινιά[12]. Από την κριτική λοιπόν ανάγνωση των σχολικών εγχειριδίων ιστορίας το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι τα γεγονότα της Δράμας υποβαθμίζονται παρά το γεγονός ότι προηγούνται χρονικά, θεωρούνται η πρώτη πράξη αντίστασης και αντιποίνων, ερμηνεύονται ως εξέγερση μαζικού χαρακτήρα και όχι σαμποτάζ ή δολιοφθορά και βέβαια αντιμετωπίζονται με τη βιαιότητα της μαζικής σφαγής του πληθυσμού. Το ερώτημα είναι για ποιον λόγο;
Τα γεγονότα της Δράμας καταγράφονται και στις γενικές Ιστορίες. Στην Ιστορία του ελληνικού έθνους αναφέρονται με τις λέξεις «ένοπλη αντικατοχική δράση», «εξέγερση», «αντίποινα». Σε σχέση με τα αντίποινα και τους 2500 με 3000 νεκρούς επισημαίνεται ότι «Η μικρής εμβέλειας, έντασης και διάρκειας ένοπλη αντιστασιακή δράση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την υπερβάλλουσα σκληρότητα της βουλγαρικής καταστολής»[13]. Με ανάλογες εκφράσεις αναφέρεται στα γεγονότα και η Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αι: «εξέγερση», «κίνημα», «αντάρτες», «καταστολή», «αντίποινα», «αυστηρά στρατιωτικά και αστυνομικά μέτρα». Παράλληλα σημειώνεται ότι «η κυβέρνηση-ανδρείκελο του στρατηγού Γεώργιου Τσολάκογλου είχε κάποιες πληροφορίες αναφορικά με τη συνεχιζόμενη προετοιμασία της ελληνικής ανταρσίας»[14]. Ανάμεσα στις αιτίες της εξέγερσης θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας και ότι η πολιτική των Βούλγαρων είχε εξαναγκάσει περίπου 23.000 κατοίκους να εγκαταλείψουν την περιοχή[15]. Την απόγνωση και την απελπισία του ελληνικού πληθυσμού εξαιτίας των σκληρών πιέσεων από τους Βούλγαρους θεωρεί κύρια αιτία της εξέγερσης η Μ. Καβάλα. Επίσης, επισημαίνει ότι από τότε ακόμα διατυπώθηκε η υποψία ότι η κίνηση ήταν βουλγαρική προβοκάτσια[16]. Φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει ακόμα συγκροτημένη αφήγηση για μια κοινά αποδεκτή ερμηνεία όσων έγιναν τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 1941 στην περιοχή της Δράμας. Ωστόσο, στην περιοχή παραμένει ανοιχτό τραύμα στην μνήμη των λίγων επιζώντων που θυμούνται τα γεγονότα και των περισσότερων που τα γνωρίζουν από διηγήσεις και μαρτυρίες[17]. Η τοπική κοινωνία διαχειρίζεται τη μνήμη με τους καθιερωμένους τρόπους, μνημόσυνα, καταθέσεις στεφάνων σε μνημεία, ομιλίες, κλπ. Η συζήτηση για τα γεγονότα σχηματοποιείται σε δύο ερμηνείες. Από τη μία όσοι υιοθετούν την αντίληψη ότι η εξέγερση ήταν αποτέλεσμα προβοκάτσιας, αφέλειας, παραληρηματικού ενθουσιασμού και από την άλλη όσοι, μάλλον περισσότεροι, θεωρούν ότι υπήρξε αυθόρμητη αντίδραση στον βίαιο εκβουλγαρισμό. Ωστόσο, φαίνεται ότι η συζήτηση δεν διεξάγεται πάντα με όρους επιστημονικής ιστοριογραφίας. Αν όμως η «δημόσια επεξεργασία των συλλογικών τραυμάτων» θεμελιώνει την κριτική ιστορική σκέψη και διαπαιδαγωγεί δημοκρατικά[18] τότε το ζήτημα είναι να ξαναμπούν τα γεγονότα της Δράμας στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και να αναδειχτεί ο χαρακτήρας και η σημασία τους. Αυτό απαιτεί δημόσια συζήτηση και συγκεκριμένη αναφορά και στα σχολικά βιβλία.
[1] Γ. Κόκκινος, Επιστήμη, Ιδεολογία, Ταυτότητα, Το μάθημα της Ιστορίας στον αστερισμός της υπερεθνικότητας και της παγκοσμιοποίησης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 194-195 [2] Β. Σκουλάτος, Ν. Δημακόπουλος, Σ. Κόνδης, Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2006, σ. 276-277 [3] ό.π 277 [4] ό.π 276 [5] Ακτύπης Δ., κ.ά., Στα νεότερα χρόνια Ιστορία Στ΄ δημοτικού, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2007, σ. 242, 247 [6] Σφυρόερας Β., Ιστορία Νεότερη και σύγχρονη Γ΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2006, σ. 361, 367 [7] Κολιόπουλος Ι., Σβολόπουλος Κ., Χατζηβασιλείου Ε., Νημάς Θ., Σχολινάκη-Χελιώτη Χ., Ιστορία του νεότερου και του σύγχρονου κόσμου, Γ΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2007 [8] ό.π 125 [9] ό.π 122-123 [10] Κόκκινος Γ., κ.ά., Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου, Γ΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2002, σ. 203 [11] Κολιόπουλος Ι. Μιχαηλίδης Ι., Καλλιανιώτης Αθ., Μηνάογλου Χ., Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου, ΣΤ' Δημοτικού, ΙΤΥΕ –ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ, Αθήνα 2012, σ. 213- 214, 216 [12] Λούβη Ε., Ξιφαράς Δ., Νεότερη και σύγχρονη ιστορία, Γ΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2009, σ. 132-134 [13] Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ. 70-71 [14] Petrov Bisser, Η πολιτική της Βουλγαρίας έναντι της Ελλάδας μετά τη δεκαετία του ’30 στο Χατζηιωσήφ Χρ., Παπαστρατής Πρ. (επιμ), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αι., τόμος Γ, μέρος Α, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 165-166 [15] ό.π 163 [16] Μ. Καβάλα, Μακεδονία-Θράκη: Πρώιμες αντιστασιακές εκδηλώσεις στο Ιστορία Νέου Ελληνισμού, τόμος 8, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 108-109 [17] Α. Λιάκος, Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία, , Πόλις, Αθήνα 2012, σ. 99-101 [18] Γ. Κόκκινος, Δ. Μαυροσκούφης, Π. Γατσωτής, Ε. Λεμονίδου, Τα συγκρουσιακά θέματα στη διδασκαλία της Ιστορίας, Νοόγραμμα εκδοτική, Αθήνα 2010, σ. 21
|
|