|
|
Κατοχή, Αντίσταση, οι κατακτητές Χάγκεν Φλάισερ, Νίκος Παπαναστασίου
[Η ναζιστική Γερμανία και η Ελλάδα] [Η βουλγαρική στρατιωτική κατοχή στην ανατολική Μακεδονία και τη δυτική Θράκη] [Τα νεοαποικιακά χαρακτηριστικά της ναζιστικής πολιτισμικής πολιτικής στην Ελλάδα]
[Η ναζιστική Γερμανία και η Ελλάδα]
Οι ναζιστικές αντιλήψεις για την αρχαιότητα δεν ήταν ταυτόσημες. Μάλλον αρνητικές ήταν οι αντιδράσεις των προγονόπληκτων προμάχων μιας «τευτονοποιημένης» ιστορίας γύρω από τον αρχηγό των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ, αλλά οι προκαταλήψεις τους στρέφονταν πρωτίστως κατά του προαιώνιου εχθρού των βόρειων φύλων, της πάλαι ποτέ ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αρκετοί αξιωματούχοι του καθεστώτος και της προσφιλούς προς αυτό «φυλετικής επιστήμης» επιχειρούσαν μάλιστα με παράτολμα θεωρητικά κατασκευάσματα, να «συμφιλιώσουν» την ελληνολατρία και την τευτονολατρία. Πολυάριθμες ήταν οι αναφορές στη Σπάρτη, η οποία εκθειαζόταν μάλιστα και από τον Χίτλερ ως πρόδρομος της «ευγονικής καθαρότητας» και, γενικότερα, ως η πρώτη και «πιο καθαρή κοινωνία φυλετικών διακρίσεων στην παγκόσμια ιστορία». Έτσι, μετά το 1933 ακόμη και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις παρέπεμπαν, συχνά αυθαίρετα, στο αρχαίο «πρότυπο». Αντίθετα με την καθιερωμένη γνώμη, ο θαυμασμός της ναζιστικής νομενκλατούρας δεν περιοριζόταν στην «πόλη των ηρώων» στους πρόποδες του Ταΰγετου, όπου ο επισκέπτης Γκαίμπελς, κατά τα λεγόμενα του, «αισθανόταν σαν να βρίσκεται σε γερμανική πόλη». Ταυτόχρονα, ο υπουργός Προπαγάνδας εξήρε επίσης και τον αττικό πολιτισμό, ο οποίος άλλωστε και για το Φύρερ ενσάρκωνε την αξεπέραστη τελειότητα της καλαισθησίας και του κάλλους. Ο Χίτλερ μάλιστα, (με την «αυθεντία» του αυτοπροσδιοριζόμενου καλλιτέχνη!) σάρκαζε τις άοκνες προσπάθειες της «σχολής Χίμλερ» να αποδείξει την «αυτονομία» ενός παγανιστικού αυτόχθονος πολιτισμού προβάλλοντας τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης στο γερμανικό χώρο: «Τότε, όταν οι πρόγονοί μας κατασκεύαζαν λίθινα δοχεία και πήλινες στάμνες για τις οποίες οι ειδήμονες μας κάνουν τόσο θόρυβο, στην Ελλάδα κτίστηκε μία Ακρόπολις». Και κατέληγε στο συμπέρασμα: «Όποτε μας ρωτούν για τους προγόνους μας, πρέπει να παραπέμπουμε στους Έλληνες». Μια παρόμοια στρατηγική ο Χίτλερ είχε εγκαινιάσει ήδη στο περίφημο βιβλίο του «Ο Αγών μου» (1925/26), αναφερόμενος σε μία «μείζονα φυλετική κοινωνία βορείων» που περιέκλειε, ως «ομοιογενή», ελληνικά και γερμανικά φύλα Από αυτά οι Έλληνες μετανάστευσαν προς το μεσόγειο χώρο, όπου επωφελήθηκαν τις ευνοϊκότερες συνθήκες του Νότου, αναπτύσσοντας καλύτερα την «κοινή αρχέγονη πολιτιστική δύναμη» που διέκρινε όλους τους βόρειους. Διαχρονικά πάντως το ελληνικό πνεύμα και δαιμόνιο, καθώς και οι τεχνικές επινοήσεις των Τεύτονο-Γερμανών αλληλοσυμπληρώνονταν και έθεταν από κοινού τις βάσεις ενός ανώτερου πολιτισμού που επιβίωνε για χιλιετίες. Ο σφετερισμός της αρχαίας Ελλάδας εφαρμόστηκε και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα του «Τρίτου Ράιχ». Αντιστοίχως, η μετακλασική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας χρησίμευε στους περίφημους «φυλετικούς ερευνητές» του καθεστώτος ως παράδειγμα προς αποφυγή, αποδεικνύοντας τους «εξελικτικούς νόμους», την ακαταμάχητη δηλαδή άνοδο μιας «ανώτερης βόρειας φυλής», ώσπου μοιραίως να διαβρωθεί εξαιτίας της επιμειξίας με «κατώτερο ανθρώπινο υλικό» μη άριας καταγωγής. Στην επιμειξία αυτή χρεώνεται η αλλοίωση της δημιουργικής ικανότητας, της «φυλετικής ψυχής», η γενικότερη πολιτική και πολιτισμική σήψη. Η παρακμιακή αυτή διαδικασία επιταχύνθηκε κατά την ελληνιστική εποχή, όταν «τα πολυπληθή ασιατικά στίφη της Ανατολής εισέδυαν δια χιλίων διαύλων, δηλητηρίαζαν την Ελλάδα και, τη θέση του Έλληνα, εξέθρεψαν τον επίγονο, καχεκτικό λεβαντίνο, που δεν έχει τίποτε το κοινό με αυτόν πλην του ονόματος». Η προϊούσα αποσύνθεση της «αριστοκρατικής» αρχαιότητας τελικά ολοκληρώθηκε στο Βυζάντιο, «με την επιστράτευση του όχλου» εκ μέρους του «εβραιογενούς χριστιανισμού». Στη θεώρηση αυτή, που αναπαράγεται σε πολλά συγγράμματα της ναζιστικής περιόδου, οι αρχαίοι Έλληνες έμεναν χωρίς άμεσους κληρονόμους. Πράγμα που διευκόλυνε τους επίδοξους κοσμοκράτορες στον σφετερισμό ενός μεγαλειώδους αρχαίου παρελθόντος -το οποίο, σε αντίθεση με τους ιταλούς φασίστες, τους έλειπε- νομιμοποιώντας, τρόπον τινά, τα πιο τολμηρά τους επεκτατικά οράματα. Οι χειρότερες όμως υπερβολές αποφεύχθηκαν είτε με παρεμβάσεις των πιο σωφρόνων αξιωματούχων, είτε από υπολογισμούς διπλωματικής κυρίως φύσεως που πήγαζαν από το γεγονός ότι στο «διεκδικούμενο» χώρο εξακολουθούσε να υπάρχει «φιλικά διακείμενος» λαός με το ίδιο όνομα... Αποκαλυπτική για τους άνω προβληματισμούς υπήρξε μια έντονη ενδογερμανική διαμάχη που εκδηλώθηκε το 1937. Τότε, ο γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, πρίγκιψ Βίκτωρ Έρμπαχ-Σένμπεργκ, έλαβε δια της υπηρεσιακής οδού πληροφοριακά τα δοκίμια του λήμματος «Ελλάς», που επρόκειτο να συμπεριληφθεί σε εθνολογικό λεξικό που εκδιδόταν υπό την αιγίδα του υπουργείου Εσωτερικών (Χίμλερ). Ο Έρμπαχ ενοχλήθηκε ιδίως από την ακόλουθη διατύπωση: «Ο σύγχρονος ελληνικός λαός συνεχίζει την παράδοση των Βυζαντινών του Μεσαίωνα, οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν Ρωμιοί, δηλαδή Ρωμαίοι. Οι Βυζαντινοί, που από πολιτισμική άποψη αποτελούσαν ένα κράμα χριστιανικών και ανατολίτικων στοιχείων - και πολιτειακά ένα όψιμο ρωμαϊκό κράτος- ήταν απόρροια του εξελληνισμού ξένων λαών, ενώ ο αρχαίος ελληνικός λαός (όπως άλλωστε και ο ρωμαϊκός) είχαν πάψει να υπάρχουν από την εποχή της μεγάλης μετανάστευσης των λαών». Ο πρέσβης σπεύδει να επισημάνει στους προϊσταμένους του και στους συντάκτες του Λεξικού, ότι οι «αμφιλεγόμενες» θεωρίες του Φαλμεράγιερ και ομοϊδεατών του αποτελούσαν ανάθεμα για τους Έλληνες και ιδίως για το γερμανόφιλο μεταξικό καθεστώς, αφού η θεωρία για τη συνέχεια της φυλής είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος του ιδεολογικού οπλοστασίου του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού». Συνεπώς, η επίμαχη διατύπωση έπρεπε να απαλειφθεί, αφού μάλιστα υπήρχαν «σημαντικά επιχειρήματα» κατά των θεωριών του Φαλμεράγιερ. Ύστερα από εκτενή ενδοϋπηρεσιακή αντιπαράθεση, το υπουργείο Εσωτερικών παρεμβαίνει στη σύνταξη του περίφημου Λεξικού. Όταν αυτό τελικά εκδίδεται, οι Έλληνες αποτελούν το μοναδικό λαό χωρίς την παραμικρή νύξη για τις ρίζες του. Η ιστορική επισκόπηση αρχίζει απότομα με την εισβολή των Φράγκων κατά την 4η Σταυροφορία, το 1204! Ωστόσο, η εντυπωσιακή επιτυχία του πρέσβη δεν αντικατοπτρίζει τις αντιλήψεις που κυριαρχούσαν στο Βερολίνο, αλλά οφείλεται σε υποχώρηση σκοπιμότητας. Εύλογο ήταν λοιπόν να αναμένει κανείς ότι οι ναζιστικές αντιλήψεις για τους Νεοέλληνες θα είχαν αποσαφηνιστεί όταν πλέον οι διπλωματικοί υπολογισμοί περίττευαν. Ωστόσο, μετά την κατάληψη της χώρας από τη Βέρμαχτ τον Απρίλιο του 1941, παρατηρείται κάποια καθυστέρηση αφού η απροσδόκητα σθεναρή εξάμηνη αντίσταση των Ελλήνων είχε εντυπωσιάσει ακόμη και τον Χίτλερ. Υπάρχει μια πληθώρα σχετικών μαρτυρίων από το στενό κύκλο του μέχρι τον επινίκιο λόγο του στο Ράιχσταγκ. Από την άλλη, η γερμανική κάθοδος σε κλασικούς τόπους θεωρείται από κάποιους ως δικαιωματική επιστροφή... Έτσι, ο Άλφρεντ Ρομαίν, διευθυντής της Γερμανικής Σχολής Αθηνών και σε λίγο δοτός καθηγητής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, ευχαρίστησε σε πανηγυρική εκδήλωση τον «ιδιοφυή στρατηλάτη» Αδόλφο Χίτλερ, υπό την προικισμένη ηγεσία του οποίου η Βέρμαχτ θριαμβευτικά είχε ακολουθήσει τα χνάρια των αρχαίων ελληνικών φύλων και αργότερα του «κορυφαίου αναμορφωτή» Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και εκείνοι, πριν από χιλιετίες, είχαν εισβάλει από το Βορρά, Στους Γερμανούς λοιπόν έλαχε ο κλήρος να αναλάβουν την ιστορική αποστολή να ξαναζωντανέψουν την αρχέγονη πολιτιστική κληρονομιά που είχε θαφτεί κάτω από τα χαλάσματα τόσων αιώνων. Νίκος Παπαναστασίου/ Χάγκεν Φλάισερ, Οι κατακτητές, Στο Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.) Κατοχή, Αντίσταση, Τα Νέα, 2010, 29-31, σ. 29-31 [πάνω]
[Η βουλγαρική στρατιωτική κατοχή στην ανατολική Μακεδονία και τη δυτική Θράκη]
Ακόμα και με την ως άνω «αβελτηρία» των Γερμανών περί επίσημης αναγνώρισης, οι «Πρώσοι των Βαλκανίων» στη Σόφια, θεωρούσαν δεδομένη την πραγμάτωση των διαχρονικών βλέψεων τους με την έστω ντε φάκτο προσάρτηση ίων εύφορων εδαφών της ΒΑ Ελλάδας και την πολυπόθητη έξοδο στο Αιγαίο. Χωρίς καμία συμμέτοχη στις πολεμικές επιχειρήσεις του Άξονα εναντίον της Ελλάδας και με πρόσχημα την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας, καθώς και την προστασία των συγγενικών τους πληθυσμών από «έλληνες άτακτους», διαχειρίστηκαν εδάφη που αντιστοιχούσαν στο 15% περίπου της ελληνικής επικράτειας. Τα 14.168 τετραγωνικά χιλιόμετρα που διοικούσαν οι Βούλγαροι ξεκινούσαν στα δυτικά από τον ποταμό Στρυμόνα και έφταναν ανατολικά περίπου έως την Αλεξανδρούπολη για να επεκταθεί η ένοπλη βουλγαρική παρουσία αρχές Ιουλίου του 1943 -παραμονές της ιταλικής συνθηκολόγησης- ακόμη και στη χερσόνησο της Χαλκιδικής (πλην Αγίου Όρους). Για να περιορίσουν όμως τις έντονες ελληνικές διαμαρτυρίες, οι Γερμανοί διευκρίνιζαν ότι η επέκταση των αρμοδιοτήτων περιελάμβανε μόνο τη διατήρηση της τάξης, όχι όμως τη στρατιωτική διοίκηση και ευθύνη που θα έμεναν στα δικά τους στιβαρά χέρια. Όπως φάνηκε εξαρχής, η Σόφια προσπαθούσε να προσπεράσει εντέχνως της γερμανικές νουθεσίες. Στην προσπάθεια του ανηλεούς εκβουλγαρισμού των κατεχόμενων περιοχών ήταν βαρύ το τίμημα που πλήρωσε ο ελληνικός πληθυσμός. Πολλές χιλιάδες έπεσαν θύματα απελάσεων, αυθαιρεσιών κάθε είδους, ή ακόμη και δολοφονιών όχι τόσο στην προσπάθεια διαφύλαξης της τάξης, αλλά κυρίως της δημιουργίας «τετελεσμένων» που θα καθιστούσαν την ενσωμάτωση αναπόφευκτη. Οι βουλγαρικές αρχές εφάρμοσαν συνολικά μια αδίστακτη πολιτική αφελληνισμού -είτε με πολιτική παροχών στους «βουλγαρίζοντες», είτε μέσω διακρίσεων που υπέβαλε μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού σε συστηματικό υποσιτισμό και σε καταναγκαστική εργασία, συχνά και στη βουλγαρική ενδοχώρα. Οι επιφυλάξεις των αξιωματούχων του Ράιχ δεν απέτρεψαν ούτε τη διοικητική ενσωμάτωση της νέας Διοίκησης του Αιγαίου (με 11 επαρχίες: Αλεξανδρουπόλεως - Κομοτηνής - Ξάνθης - Καβάλας - Δράμας - Σερρών - Σιδηροκάστρου - Ζίχνης - Θάσου - Ελευθερουπόλεως και Χρυσουπόλεως) με έδρα την Ξάνθη. Μάλιστα το Μάιο του 1941 η Βουλγαρία ανακοίνωσε επίσημα την προσάρτηση των κατακτημένων περιοχών, ενώ ταυτόχρονα υπονόμευσε και περιέστειλε τη δράση της τοπικής Εκκλησίας, που λειτουργούσε ως εστία αντίστασης στον αφελληνισμό που επιχειρούσε η Σόφια. Πολλοί μάλιστα εκπρόσωποι της πλήρωσαν με τη ζωή τους το ανθελληνικό μένος ή απελάθηκαν. Πιο συστηματικά μέτρα για τη αφομοίωση των τοπικών ελληνικών πληθυσμών πάρθηκαν κυρίως στον τομέα της εκπαίδευσης με σκοπό την προώθηση της βουλγαρικής γλώσσας και του πολιτισμού. Τα ελληνικά σχολεία σφραγίστηκαν και η βουλγαρική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα, ενώ παράλληλα ποινικοποιήθηκε η δημόσια χρήση της ελληνικής. Βέβαια η κατοχή της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης δεν ικανοποίησε μόνο τις αλυτρωτικές φιλοδοξίες της Σόφιας αλλά αποδείχτηκε εξαιρετικά επικερδής, καθώς στις περιοχές αυτές παράγονταν σε μεγάλες ποσότητες ελαιόλαδο, καπνά, σιτηρά, οπωρολαχανικά, κ.ά. Ο ελληνικός πληθυσμός των περιοχών αυτών βίωσε την οικονομική αφαίμαξη και την περιστολή των παραγωγικών του δραστηριοτήτων. Επιβλήθηκε συλλήβδην επαχθής φορολογία επί της ακίνητης περιουσίας, η οποία συχνά ισοδυναμούσε με την αξία του ακινήτου, ενώ κατασχέθηκαν σημαντικές ιδιωτικές ελληνικές επιχειρήσει (τράπεζες, νοσοκομεία, φαρμακεία κ.ά.). Η καταπιεστική βουλγαρική πολιτική έμελλε να έχει, ωστόσο, και μονιμότερες συνέπειες με την αλλοίωση του δημογραφικού χάρτη της περιοχής λόγω εκτεταμένων απελάσεων «επικίνδυνων στοιχείων» (πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων, πρώην αστυνομικών, έφεδρων αξιωματικών κ.ά.), είτε εξαιτίας μαζικής φυγής ελλήνων υπηκόων. Οι δυο κυριότερες αφορμές για την εγκατάλειψη των περιοχών αυτών στάθηκαν μεταξύ άλλων τα τρομερά αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού με αφορμή την εξέγερση της Δράμας (Σεπτ. 1941), αλλά και οι πιέσεις για την υιοθέτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας με σχετικό νόμο το καλοκαίρι του 1942. Η βουλγαρική πλευρά παρουσίαζε μεταπολεμικά την προσάρτηση ελληνικών εδαφών ως εκπλήρωση μακροχρόνιων εθνικών δικαίων και προσπάθησε να πείσει και τους δυτικούς Συμμάχους (όπως είχε πετύχει εν μέρει με τους Βρετανούς, ήδη στις αρχές του 1941) για το «δίκιο» των αξιώσεων της. Ζήτησε μάλιστα να γινόταν δεκτή στο στρατόπεδο των νικητών, εξαιτίας της συμμετοχής βουλγαρικών δυνάμεων στο πλευρό του Ερυθρού Στρατού στην τελική φάση του πολέμου. Για ευρύτερους γεωστρατηγικούς λόγους ναυάγησε όμως και αυτή η προσπάθεια να διασφαλιστεί η πολυπόθητη έξοδος στο Αιγαίο. Νίκος Παπαναστασίου/ Χάγκεν Φλάισερ, Οι κατακτητές, Στο Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.) Κατοχή, Αντίσταση, Τα Νέα, 2010, 39-41, σ. 39-41 [πάνω]
[Τα νεοαποικιακά χαρακτηριστικά της ναζιστικής πολιτισμικής πολιτικής στην Ελλάδα]
Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, δεν αρκέστηκαν στον απόλυτο έλεγχο των θέσεων στρατηγικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Με όχημα τη σχεδόν απόλυτη «εκτελεστική εξουσία» των Δυνάμεων Κατοχής θέλησαν να εδραιώσουν την πολιτισμική πρωτοκαθεδρία τους στην κατεχόμενη χώρα και να υποσκελίσουν τελεσίδικα τη Γαλλία, που παραδοσιακά κατείχε τα πρωτεία Ο γερμανο-γαλλικός ανταγωνισμός είχε μακρά προϊστορία που ξεκινά τον 19ο αιώνα, όταν -μετά τη γαλλική ήττα στον πόλεμο του 1870-71- ιδρύθηκε στην Αθήνα το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ως καθυστερημένη απάντηση στην πρωτοποριακή ίδρυση του ομόλογου Γαλλικού Ινστιτούτου δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα Γρήγορα αντιλήφθηκαν κι οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις την ευρύτερη σημασία μιας «επιθετικής» πολιτιστικής πολιτικής, όμως ιδίως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο το Παρίσι μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές γεωπολιτικές ανακατατάξεις για να διευρύνει το προβάδισμα του επί των σοβαρότερων ανταγωνιστών του. Μόνο το 1933, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ξεκίνησε συστηματικά ένας νέος γύρος στον γερμανογαλλικό ανταγωνισμό. Δίαυλοι για την προώθηση της γερμανικής υπήρξαν κυρίως τα παραρτήματα της Γερμανικής Ακαδημίας (προκατόχου του Ινστιτούτου Γκαίτε), που είχε ιδρυθεί ήδη το 1925, αλλά και οι Γερμανικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Ιδιαίτερα στη Μακεδονία η προπαγάνδα του Βερολίνου προέβαλλε επιτυχώς τη σημασία της γερμανικής γλώσσας -ιδιαίτερα για οικονομικούς λόγους, όπως το καπνεμπόριο- με αποτέλεσμα το παράρτημα της Γερμανικής Ακαδημίας στη Θεσσαλονίκη να έχει πολυπληθή και διαρκώς αυξανόμενο αριθμό σπουδαστών. Για την πολιτιστική προπαγάνδα του Βερολίνου χρησιμοποιήθηκε και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τις γερμανικές δομές και τη στελέχωση κυρίως από γερμανοτραφείς καθηγητές. Η γερμανική “Kulturpolitik” έφτασε σε νέα ύψη το 1936, εκμεταλλευόμενη τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, με την -για πρώτη φορά- τελετουργικά σκηνοθετημένη μεταφορά της φλόγας, που έκτοτε έμελλε να καθιερωθεί. Άλλη προπαγανδιστική επιτυχία αποτέλεσε και η ταυτόχρονη εξαγγελία του Χίτλερ πως θα χρηματοδοτούσε προσωπικά (με τα συγγραφικά κέρδη από το Mein Kampf!) την εκ νέου ανάληψη των γερμανικών ανασκαφών στην Ολυμπία, με την ξεχωριστή συμβολική σημασία της. Με το βλέμμα συνεχώς στους αντίπαλους και προλαμβάνοντας την κλιμάκωση της «μεγάλης πολιτικής», το 1938-1939 όλες οι δυνάμεις ενέτειναν και διεύρυναν τις δραστηριότητας τους: παροχή υποτροφιών, προσκλήσεις ή αποστολές προσωπικοτήτων γραμμάτων και των επιστημών, συναυλίες και εκθέσεις, επιχορηγούμενες κινηματογραφικές και θεατρικές παραστάσεις. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η “μορφωτική πολιτική” των κατακτητών διευρύνθηκε σημαντικά, ενώ ταυτόχρονα συνδέθηκε με νεοαποικιακούς μηχανισμούς εξουσίας. Ακόμη και ο διαπρεπής βυζαντινολόγος Φραντς Ντέλγκερ (Franz Dölger) πρόθυμα υπέταξε την επιστημοσύνη του σε πολιτικές σκοπιμότητες, εκθειάζοντας τις εξαιρετικές «συνθήκες εργασίας» στη γερμανοκρατούμενη χερσόνησο του Άθω, όπου δραστηριοποιήθηκε ως διευθυντής του ομώνυμου Ειδικού Επιτελείου(Sonderkommando Rosenberg). Εντούτοις, δεν εκμεταλλεύτηκαν όλοι οι γερμανοί αξιωματούχοι την περίσταση της «Νέας Τάξης πραγμάτων» και την απουσία του αγγλο-γαλλικού ανταγωνισμού προκειμένου να κυριαρχήσουν στο πεδίο της πολιτιστικής επιρροής και να εξουδετερώσουν τους έλληνες και ξένους συνάδελφους τους. Αρκετοί γερμανοί εκπαιδευτικοί και αρχαιολόγοι παρέμειναν πιστοί σε ένα πνεύμα ακηδεμόνευτων πολιτιστικών και επιστημονικών επαφών με τους έλληνες συναδέλφους, με επιφανέστερο ίσως τον Ρούντολφ Φάρνερ, από ..:.το 1939 καθηγητής της Γερμανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος συνδεόταν με τους αδελφούς Στάουφενμπεργκ και με την (αποτυχημένη) βομβιστική απόπειρα της 20.7.1944. Ανάλογη ήταν η στάση των επικεφαλής της Γερμανικής Ακαδημίας στην Αθήνα, Κουρτ Μάγιερ και Αλεξάντερ Στάινμετς (Alexander Steinmetz). Αντίθετα, ο δρ. Ότο Κίλμαγερ (Otto Kielmeyer), διευθυντής του ιδρύματος στη Θεσσαλονίκη, υπενθύμιζε με κάθε ευκαιρία ότι οι Γερμανοί είναι πλέον «κύριοι της χώρας» κι ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος να «παραχαϊδεύουν» άλλο τους «πεισματάρηδες και δύστροπους» Έλληνες, ενώ υπήρξαν ακόμη φανατικότεροι, όπως ήταν η περίπτωση του Άλφρεντ Ρομαίν, διευθυντή της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, που αναφέραμε προηγουμένως. Κάποιοι γερμανοί αξιωματούχοι είχαν δικές τους αντιλήψεις για την περίφημη «εκπολιτιστική αποστολή του βόρειου γένους» και την αναβίωση της αρχαίας κληρονομιάς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσαν οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ που οργάνωναν, ήδη το 1941, επί κλασικού εδάφους αναπαραστάσεις της Μάχης του Μαραθώνα ή που συνδύαζαν στις εκσκαφές για οδοποιία ή οχυρωματικά έργα το ως άνω ωφέλιμο με το τερπνό μιας πιθανής ανακάλυψης αρχαιολογικών ευρημάτων. Ταυτόχρονα επιδίωκαν την επίλυση εκκρεμοτήτων που σχετίζονταν με το επάγγελμα τους. Έτσι προωθήθηκε με περισσότερη ισχύ το προπολεμικό αίτημα της Γερμανικής Ένωσης για τη Μέριμνα Πολεμικών Μνημάτων για τη μεταφορά του παλαιού (κοντά σε «δύσοσμη» εβραϊκή φτωχογειτονιά!) νεκροταφείου των γερμανών πεσόντων του Μεγάλου Πολέμου στη Θεσσαλονίκη. Αντ' αυτού αξίωνε η γερμανική πλευρά να ανεγερθεί ένα νεκροταφείο σε καλύτερη θέση, στην Τούμπα, με ένα μνημείο που θα δέσποζε στην εικόνα της πόλης και θα προκαλούσε υπερηφάνεια στη Γερμανία, ενώ στους Έλληνες «θα επιβάλλει σεβασμό για το ύψος του γερμανικού πολιτισμού» και για την «αφυπνισμένη δύναμη» του νέου γερμανικού Ράιχ. Το έργο θα έπρεπε να ανεγερθεί «με αποδέκτες όχι μόνο όσους ζουν σήμερα», αλλά η εκτέλεση του «να είναι πρώτης τάξεως από καλλιτεχνικής και τεχνική απόψεως, έτσι ώστε με ελάχιστη συντήρηση να παραμείνει και μετά από αιώνες ανέπαφο με το ίδιο κάλλος. Όπως ακόμα και σήμερα, έπειτα σχεδόν από δύο χιλιετίες τα κοσμικά και λατρευτικά κατάλοιπα της αρχαίας Ρώμης σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν μάρτυρες του πολιτικού και πολιτιστικού μεγαλείου της Ρώμης, έτσι και τα μνημεία που ανεγείρει η Γερμανία για τους πεσόντες της θα πρέπει να είναι μάρτυρες του πολιτισμού και της ισχύος του Γερμανικού Ράιχ». Το ότι τελικά τέτοιο τερατούργημα δεν κατασκευάστηκε προπολεμικά οφειλόταν στην επίμονη αντίδραση ή και στην κωλυσιεργία των ελληνικών κρατικών φορέων (συμπεριλαμβανομένου αξιοπεριέργως του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά), που δεν αφέθηκαν να δελεαστούν από τα οικονομικά οφέλη και την υπόσχεση «εξωραϊσμού της εικόνας της πόλης». Όταν όμως το 1941 οι αρχιτέκτονες του «χιλιοετούς Ράιχ» ήταν πλέον σε θέση να αγνοήσουν τις ελληνικές αντιρρήσεις, η Τούμπα τους φαινόταν πολύ μικρή, πολύ χαμηλή και ταπεινή για τους ήδη πολυαριθμότερους πεσόντες Γερμανούς. Επομένως καταστρώνονταν μεγαλομανή σχέδια για ένα γερμανικό νεκροταφείο ηρώων στον Όλυμπο. Σε αυτή την ύβρι πιθανώς συνέτεινε και η απαιδευσία ορισμένων αξιωματούχων ταγμένων στον πολιτισμό, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το επιχείρημα πως και οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν γεννηθεί στον Όλυμπο! Ευτυχώς αυτά τα σχέδια πραγματοποιήθηκαν για διάφορους λόγους, ανάμεσα τους και η κλιμακούμενη δράση των ανταρτικών ομάδων του ΕΛΑΣ στο βουνό των θεών. Γενικά τα «πολιτιστικά μέτρα» του Ράιχ ήταν επιθετικότερα στις περιοχές για τις οποίες προβλεπόταν πιθανή προσάρτηση μετά τον πόλεμο. Τέτοια περίπτωση ήταν η Κρήτη που προοριζόταν να αποτελέσει υπό την ηγεσία του ναυτικού μεταπολεμικά προκεχωρημένο φυλάκιο του μελλοντικού Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ. Στην εφημερίδα της γερμανικής φρουράς “Veste Kreta” τέθηκε ανοιχτά το ερώτημα πως θα γινόταν να «αναγκασθούν» οι Κρήτες να μάθουν γερμανικά, έτσι ώστε «μαζί με το λόγο μας να καταλαβαίνουν και τη βούληση μας». Το γεγονός πως, ιδίως κατά την πρώτη περίοδο, οι Έλληνες θεωρούσαν ότι η γερμανική κατοχή είχε απλώς στρατηγική σκοπιμότητα και θα ήταν χρονικό περιορισμένη ευνόησε τα γερμανικά ιδρύματα. Το Ινστιτούτο της Θεσσαλονίκης μπόρεσε έτσι, και χωρίς συστηματική υποστήριξη από τη στρατιώτη διοίκηση το έτος 1942-1943, παρά τις αυξημένες απαιτήσεις, να διπλασιάσει εκ νέου τον αριθμό των μαθητών του σε 2.400, με συνεχιζόμενη ανοδική τάση. Η μητρόπολη της Μακεδονίας πέτυχε έτσι κορυφαία θέση στην Ευρώπη, και συγκρινόταν μόνο με τα επίσης ανθηρότατα παραρτήματα της Ακαδημίας στο Παρίσι και στη Φλωρεντία. Το οριστικό τέλος του χιμαιρικού οράματος μιας «παγκόσμιας γερμανικής πολιτιστικής ηγεμονίας» επήλθε με μεγάλη καθυστέρηση, καθώς συνέπεσε με την εκκένωση της Ελλάδας. Ακόμη και τότε, στις 12-10-1944, η πνέουσα τα λοίσθια γερμανική διοίκηση δεν παρέλειψε να διανείμει μια «Διακήρυξη προς τον ελληνικό λαό» στην οποία παρέπεμψε στις υποτιθέμενες άοκνες προσπάθειες των γερμανικών αρχών προκειμένου να προωθήσουν τις οικονομικές και πολιτιστικές υποθέσεις στην κατεχόμενη χώρα, ενώ κατέθετε στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη «για να δηλωθεί πως οι Γερμανοί δεν είχαν πατήσει την ελληνική γη ως εχθροί»... Και σαν να μην είχαν μεσολαβήσει τα τριάμισι χρόνια της Κατοχής, επαναλήφθηκαν οι ίδιες ανούσιες φιλοφρονήσεις όπως τότε, που πρωτοπάτησαν ως κατακτητές το πόδι στους στην Ελλάδα. Μόνο που η χώρα δεν ήταν πια η ίδια κι έτσι μετά την απομάκρυνση των Γερμανών το στεφάνι ποδοπατήθηκε. Νίκος Παπαναστασίου/ Χάγκεν Φλάισερ, Οι κατακτητές, Στο Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.) Κατοχή, Αντίσταση, Τα Νέα, 2010, σ. 52-54 [πάνω] |
|