|
|
ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, 1943-1949 [ΣΤ]
ΣΤ Επίλογος, η Μακρόνησος
«Νικήσαμε. Ο κομμουνισμός έπεσε στο Βίτσι και στον Γράμμο. Τώρα, θα φάει χώμα στη Μακρόνησο». Ο Κιρουχάκης, δοκιμασμένος σπεσιαλίστας της απολύτρωσης, με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού περασμένα ανάμεσα στα κουμπιά της φόρμας του, προκαλεί τους αμετανόητους. Η Μακρόνησος, μακρόστενη σα φτυάρι, μερικά μίλια μακριά από τον ναό του Ποσειδώνα, στην είσοδο του Αιγαίου πελάγους, υφίσταται από την αρχαιότητα τη μοίρα που της έταξαν οι νόμοι των ανθρώπων και η αδιαφορία της φύσης. Είναι το πιο παλιό κάτεργο της Ελλάδας, το πιο καταραμένο, στείρο απ' τον άνεμο και το αλάτι, φωλιά για τους καρχαρίες. Πάνω εδώ στρατοπεδεύουν 13.000 άνθρωποι, χωρισμένοι σε τρεις ταξιαρχίες. Η τρίτη αποτελείται από πολιτικούς εξόριστους που ήρθαν τον Ιούλη από τη Λήμνο, την Ικαρία και τον Αϊ-Στράτη. Στις αρχές του Οκτώβρη, η διοίκηση του νησιού εξαπολύει μια μεγάλη επίθεση «πειθούς». Διαλύει την 3η Ταξιαρχία, που αριθμεί περίπου 10.000 άντρες, και την ενσωματώνει στις δύο προηγούμενες, που περιλαμβάνουν τους περισσότερους «μετανόησαντες». Οι Θέος, Νικηφόρος, Κοζάκης και 3.000 άλλοι κρατούμενοι, λιγότερο από τριάντα χρονών, στέλνονται στην 1η Ταξιαρχία όπου, από τη στιγμή που φτάνουν, υποβάλλονται σε σαράντα οχτώ ωρών βασανιστήρια. Οι μισοί αντέχουν. Μετά την «περιποίηση» υπάρχουν 17 νεκροί, 30 απόπειρες αυτοκτονίας, 600 κατάγματα και 250 τρελοί.
Οι Σαράφης, Γαβριηλίδης, Αγγελόπουλος, 100 αξιωματικοί του Ε.Λ.Α.Σ. και του Δ.Σ. πηγαίνουν μαζί με τους υπόλοιπους στη 2η Ταξιαρχία. Μεταφέρονται σε μικρές ομάδες και δέχονται το καλωσόρισμα του Κιρουχάκη.
«Θα μπορούσαμε να σας σκοτώσουμε. Έχουμε το δικαίωμα να το χάνουμε. Αν σας αφήσουμε να ζήσετε είναι γιατί αποφασίσαμε να σας κάνουμε εθνικόφρονες. Δεν θα υποχωρήσουμε μπροστά σε τίποτα. Είμαστε οι νικηταί. Είσαστε οι ηττημένοι. Ουαί τοις ηττημένους. Αναρωτιόσαστε γιατί σας μεταφέραμε στη 2η Ταξιαρχία. Σας μεταφέραμε, γιατί ήρθε η στιγμή να σας συντρίψουμε κι εδώ όπως και στο Βίτσι, θα υποταχθείτε ή θα πεθάνετε. Εδώ κυβερνάει ο Στρατός. Εμείς, ο Στρατός, αντιπροσωπεύουμε τώρα τα πάντα. Τη δύναμη, το κράτος, την εξουσία και την κυβέρνηση. Όλα τα δικαιώματα και όλες οι εξουσίες είναι στα χέρια μας και σας το λέμε να το ξέρετε. Έχουμε το δικαίωμα και τη δύναμη να σας εξοντώσουμε όλους, χωρίς να δώσουμε λογαριασμό σε κανένα. Πηγαίνετε τώρα να δείτε τους παλιούς συντρόφους σας που έγιναν εθνικόφρονες, θα γυρίσετε με τη δήλωση στο χέρι ή θα πεθάνετε. Αν νομίζετε πως είναι χάρη αυτό που σας κάνουμε, τότε είναι χάρη. Αν νομίζετε πως είναι πρόκληση, είναι πρόκληση. Αν πείτε πως είναι ηθικός βιασμός, πολύ ωραία, είναι ηθικός βιασμός».
Ύστερα απ' αυτό, οι νεοφερμένοι απομονώνονται και βασανίζονται. Ο Κιρουχάκης αποσπάει μερικές υπογραφές. Τη νύχτα της 3ης προς την 4η του Δεκέμβρη, οι κρατούμενοι ξυπνούν έντρομοι από ποδοβολητά αλόγων. Είναι οι φρουροί που περνούν καλπάζοντας πάνω στ' αντίσκηνα, χτυπώντας και σαρώνοντας ό,τι βρίσκουν στο διάβα τους. Οι επιδρομές συνεχίζονται κάθε δεύτερη νύχτα. Στις 8 του Δεκέμβρη το βράδυ, γίνεται πάλι συγκέντρωση των αμετάπειστων. - Έξω Βούλγαροι, έξω κουκουέδες. Κάποιος Παναγόπουλος έχει κόψει τα πόδια του. Τον χτυπούν ώσπου να μπορέσει να σταθεί όρθιος, μόλο του το βάρος πάνω στην πονεμένη σάρκα.
700 κρατούμενοι οδηγούνται σ' ένα αμφιθέατρο που το έχουν χτίσει οι στρατιώτες. Εκεί, υφίστανται άλλο ένα κήρυγμα του Κιρουχάκη κι ύστερα οδηγούνται, σε ομάδες από δέκα, μέσα στα ορύγματα. Σε λίγο οι κραυγές γεμίζουν τον αέρα πάνω απ' τους βράχους. Φυσάει ανατολικός άνεμος και στο Λαύριο, δέκα χιλιόμετρα από την άλλη πλευρά της θάλασσας, τα ουρλιαχτά των θυμάτων που τα παρασέρνει ο πελαγίσιος αέρας, ακούγονται καθαρότερα μέχρι το πρωί. Από τους 700 βασανισθέντες, λυγίζουν καμιά εκατοστή. Οι άλλοι αρνούνται να υπογράψουν και κλείνονται στο συρματόπλεγμα. Ο Σαράφης, ο Αγγελόπουλος και οι αξιωματικοί στο ένα περίφραγμα, ο Ηλιού, ο Κουλαμπάς, ο Γαβριηλίδης και τα πολιτικά στελέχη στο άλλο. Οι αιχμάλωτοι χωρίζονται σε τρεις ομάδες, ανάλογα με τη φυσική τους δύναμη, και σπάνε πέτρες νύχτα-μέρα για την κατασκευή ενός δρόμου που δεν οδηγεί πουθενά. Στις 24 του Ιούνη 1949, ο Σοφούλης πεθαίνει σε ηλικία 88 ετών. Ο παλιός φιλελεύθερος δεν υπήρξε, από το 1947, παρά ο πρωθυπουργός του εμφυλίου πολέμου. Με το τέλος των μαχών, οι Αμερικάνοι κρίνουν πως ήρθε η ώρα να προχωρήσουν σε νέες εκλογές. Ο Παπάγος, ο νικητής του Γράμμου, δεν πρόκειται να γίνει καινούργιος Φράνκο. Η Ελλάδα μπαίνει σ' ένα δρόμο που «προσφέρει το πρωτότυπο θέαμα μιας "δημοκρατίας" που κυριαρχείται από το πνεύμα του φασισμού και παραδέχεται τους νόμους καταλύοντας στην πράξη όλες τις συνταγματικές εγγυήσεις για τα δικαιώματα του ατόμου και του πολίτη». Οι πρώτες εκλογές μετά τον εμφύλιο πόλεμο, διεξάγονται στις 5 του Μάρτη 1950. Ο Σαράφης, εκλεγόμενος σ' ένα συνδυασμό της Αριστεράς που συγκεντρώνει 18 έδρες, απολύεται από τη Μακρόνησο, αλλά σκοτώνεται από ένα αμερικάνικο αυτοκίνητο. Πρόκειται για δυστύχημα. Οι Φιλελεύθεροι και οι Κεντρώοι, γενικά, συγκεντρώνουν την πλειοψηφία, αλλά η ομάδα τους είναι διασπασμένη από τις αντιθέσεις που χωρίζουν τα κόμματα των Βενιζέλου, Παπανδρέου και Πλαστήρα. Ο γερο-στρατηγός είναι υπέρ μιας γενικής αμνηστίας στην οποία οι συνεργάτες του αντιτάσσονται βίαια. Ο Βενιζέλος, υποστηριζόμενος από τους Βρετανούς, συμμαχεί με τη Δεξιά και σχηματίζει μια κυβέρνηση που θα διαρκέσει ένα μήνα. Οι Αμερικανοί είναι αποφασισμένοι να σεβαστούν ορισμένους τύπους. Στις 15 του Απρίλη, επιβάλλουν μια σύμπραξη με επικεφαλής τον Πλαστήρα. Αλλά ο πρωθυπουργός θα πρέπει να παραιτηθεί από τις αρχικές του επιδιώξεις και μέσα σ' ένα χρόνο θα λάβουν χώρα μια χιλιάδα εκτελέσεις και μαζί η περίφημη δίκη και εκτέλεση του Μπελογιάννη. Στο διάστημα της ίδιας περιόδου, και παρά τις έντιμες αλλά αδέξιες προσπάθειες του Πλαστήρα, θα λάβουν μορφή και τα νομικά μέτρα που θα νομιμοποιούν τη δίωξη των «κόκκινων» και που ισχύουν μέχρι σήμερα σ' όλη τη χώρα. Η ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει μια δαπανηρή σταυροφορία που πληρώνεται με μεγάλα γράμματα. Οι Αμερικάνοι είναι οι αποδέκτες. Η καταπίεση, που με τον καιρό θα γίνει νόμος, διαθέτει ένα περίπλοκο κρατικό και παρακρατικό οπλοστάσιο που ξεκινάει από τις αστυνομικές παρενοχλήσεις στην επαρχία (υπέρογκα πρόστιμα, γιατί το σπίτι ενός «ύποπτου» δεν έχει ασπριστεί ή γιατί ο σκύλος του περιφέρεται χωρίς λουρί μέσα σ' ένα χωριό όπου όλα τα σκυλιά γυρίζουν ελεύθερα, πταίσματα παράλογα, αλλά που στοιχίζουν ακριβά κ.λπ.), μέχρι το υποχρεωτικό «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», όλα νομικά κατοχυρωμένα. Ο νόμος 509 της 27ης Σεπτεμβρίου 1947, που θέτει εκτός νόμου το Κ.Κ.Ε. παρατείνεται από τον νόμο 1957 του 1951 που μεταθέτει την αρμοδιότητα των στρατοδικείων στο Εφετείο. Αλλά οι περισσότερες δίκες εξακολουθούν να διεξάγονται στα στρατοδικεία με την επικουρία του δικτατορικού μεταξικού νόμου 375 του 1936 περί κατασκοπείας. Οι παλιοί αντάρτες, που δεν καταδιώκονται απλώς για αδικήματα του Κοινού Ποινικού Δικαίου, ερμηνευόμενα με την πιο πλατιά έννοια, θεωρούνται κατάσκοποι, εφόσον υπήρξαν «πράκτορες του βουλγαρικού πανσλαβισμού» και η περίπτωση τους υπάγεται στα στρατοδικεία. Ο θεσμός των «πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης», τα οποία εξαρτώνται από την αυθαιρεσία της αστυνομίας, που δεν διστάζει να σου κολλήσει τη ρετσινιά του «κρυπτοκομμουνιστή», στηρίζεται σ' έναν άλλο αναγκαστικό νόμο, τον νόμο 516 της 8ης Ιανουαρίου 1048 και ξεπερνάει κατά πολύ το αρχικό του πλαίσιο, που περιόριζε την εφαρμογή του στα δημόσια λειτουργήματα. Τα πιστοποιητικά κρίνονται απαραίτητα για την εγγραφή στις σχολές και στα πανεπιστήμια, για αιτήσεις δανείων, για άδειες οδηγήσεως, κυνηγιού, πλανόδιου μικροπωλητή και συχνά για προσλήψεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και μάλιστα σε πολύ παρακατιανές θέσεις. Κάθε νόμος, κατοχυρωμένος από το Σύνταγμα, η ελευθερία του Τύπου, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ., αντισταθμίζεται από έναν αναγκαστικό νόμο που αναιρεί τις αντίστοιχες εγγυήσεις. Τέλος, στο πείσμα κάθε συνταγματικής προστασίας των ατομικών ελευθεριών, οι διοικητικές εκτοπίσεις είναι ένα μέτρο καθημερινής χρήσης και εφαρμόζεται χωρίς καμιά εγγύηση τόσο στο θέμα της διαδικασίας όσο και στη διάρκεια της εφαρμογής του. Μέσα σ' αυτό το κλίμα αποκαθίσταται η μεταπολεμική νομιμότητα στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη αλλά και σκληρή παρωδία που παραπέμπει πάντα στην αυθαιρεσία και τον δεσποτισμό.
Dominique Eudes Οι καπετάνιοι, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, 1943-1949, Αθήνα 1975, Εξάντας, σ. 452-455
|
|