|
|
Geoffrey Chandler διχασμένη χώρα, μια αγγλο-ελληνική τραγωδία, Θεσσαλονίκη 2000, Παρατηρητής (επιμέλεια: Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος) εισαγωγικά, το ιστορικό πλαίσιο 1944-1945
α. η άνοδος της αριστεράς, ο αγώνας για την εξουσία 1. όταν οι Γερμανοί ετοιμάζονται να αναχωρήσουν 2. το Δεκέμβρη 1944 στη Μακεδονία 3. μετά τον Δεκέμβρη 1944
β. επακόλουθα του Δεκέμβρη ‘44 4. η εξάπλωση της βίας 5. οι Βρετανοί στην Ελλάδα 6. εθνικόφρονες και κομουνιστές 7. Κουτσόβλαχοι επιστρέφουν σαν πράκτορες 8. η συμφωνία της Βάρκιζας
9. η στάση απέναντι στους Βρετανούς στρατιώτες 10. προς τον εμφύλιο 11. η οργάνωση Χ
12. οι εκλογές Μαρτίου 1946 13. η βρετανική στάση
16. ένοπλοι πολίτες, στρατός, χωροφυλακή 15. όξυνση της βίας 14. το δημοψήφισμα Σεπτεμβρίου 1946
17. από τους Άγγλους στους Αμερικανούς 18. «παιδουπόλεις» 19. Τρίκερι 20. Μακρόνησος
εισαγωγικά, το ιστορικό πλαίσιο 1944-1945
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι γερμανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Αθήνα μετά από τέσσερα χρόνια κατοχής. Έξι μέρες αργότερα η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση έμπαινε στην πόλη, με τη συνοδεία ενός βρετανικού τιμητικού αποσπάσματος. Έτσι βρέθηκαν στη χώρα αντιμέτωπα δυο διαφορετικά κέντρα εξουσίας. Από τη μια πλευρά ήταν ο ΕΛΑΣ, η ισχυρότερη αντιστασιακή δύναμη στη διάρκεια της κατοχής, στρατιωτική πτέρυγα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), φανερά κατευθυνόμενου από το ΚΚΕ, που είχε στον έλεγχο του το σύνολο σχεδόν της ηπειρωτικής Ελλάδας, εκτός από λίγες απομονωμένες περιοχές στη Μακεδονία, που είχαν εξοπλιστεί από τους Γερμανούς για να αντιμετωπίσουν τους Κομμουνιστές, τους οποίους θεωρούσαν μεγαλύτερους εχθρούς, και την Ήπειρο, όπου ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ), του στρατηγού Ζέρβα ήταν το μοναδικό μη κομμουνιστικό αντιστασιακό κίνημα που είχε απομείνει. Από την άλλη πλευρά, επιστρέφοντας μετά από μια τετραετή εξορία, η κυβέρνηση ήταν ταυτισμένη με το πρόσωπο ενός αμφιλεγόμενου και χωρίς λαϊκή αποδοχή βασιλιά, με την υποστήριξη του βρετανικού στρατού και, μερικές εβδομάδες αργότερα, της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας που ήρθε από την Ιταλία. Στις αρχές Σεπτεμβρίου είχε δημιουργηθεί μια επιφανειακή γέφυρα μεταξύ των δυο παρατάξεων, με τη συμμετοχή έξι μελών του ΕΑΜ στην κυβέρνηση. Η παραίτηση των μελών αυτών την πρώτη Δεκεμβρίου αποκάλυψε την έλλειψη ουσίας στη συνεργασία αυτή. Το χάσμα που χώριζε τις δυο πλευρές -η σχεδιαζόμενη αποστράτευση όλων των αντιστασιακών δυνάμεων μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, η επιμονή του βασιλιά, με την υποστήριξη του Άγγλου πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ, να επιστρέψει χωρίς δημοψήφισμα, η συνεχιζόμενη ατιμωρησία όσων είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς και η βαθύτερη σύγκρουση των πολιτικών στόχων- δεν θα μπορούσε να γεφυρωθεί ακόμη και αν η επιθυμία για συνεργασία ήταν ισχυρότερη. Σε λιγότερο από δυο μήνες μετά την απελευθέρωση, η σύγκρουση είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται. Το μόνο που έμενε ήταν κάποιος να πατήσει τη σκανδάλη. Το πρωί της Κυριακής της 3ης Δεκεμβρίου, η Ελληνική Αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον μιας ειρηνικής διαδήλωσης ανδρών, γυναικών και παιδιών στην πλατεία Συντάγματος, στο κέντρο της Αθήνας. Ο απολογισμός ήταν τουλάχιστον δέκα νεκροί και πενήντα τραυματίες. Η διαδήλωση, που είχε οργανωθεί από το ΕΑΜ, αρχικά είχε επιτραπεί από την κυβέρνηση, και μετά απαγορεύτηκε, αλλά παρά την απαγόρευση είχε πραγματοποιηθεί. Την επόμενη μέρα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν και αφόπλισαν αστυνομικούς σταθμούς σε όλη την πόλη, ενώ τις ημέρες που ακολούθησαν άρχισαν βαθμιαία να εμπλέκονται τα βρετανικά στρατεύματα. Η ανοικτή σύγκρουση δεν ήρθε αμέσως, καθώς ο ΕΛΑΣ αρχικά απέφευγε να προκαλέσει τις βρετανικές δυνάμεις, αλλά τα μεμονωμένα επεισόδια άρχισαν να πυκνώνουν και κατέληξαν σε μια γενική οδομαχία στους δρόμους της Αθήνας. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες, και οι Βρετανοί στρατιώτες, συχνά διασκορπισμένοι και απομονωμένοι, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να κρατούν τις θέσεις τους περιμένοντας ενισχύσεις· όταν αυτές έφτασαν στην Ελλάδα από την Ιταλία τότε η ζυγαριά έκλινε προς το μέρος τους, μετά από σκληρές οδομαχίες και μάχες από πόρτα σε πόρτα. Στο τέλος του χρόνου ο ΕΛΑΣ είχε απωθηθεί και η υποχώρηση του είχε αρχίσει. Από στρατιωτική άποψη, το τέλος της σύγκρουσης ήταν ήδη ορατό στην Αθήνα. Στο μεταξύ, στην Ήπειρο, ο ΕΛΑΣ είχε επιτεθεί και καταστρέψει τον ΕΔΕΣ, οδηγώντας όσους είχαν απομείνει ως τις ακτές, όπου συνελέγησαν από το βρετανικό ναυτικό και οδηγήθηκαν στην Κέρκυρα τις τελευταίες μέρες του 1944. Στο πολιτικό μέτωπο υπήρχαν επίσης εξελίξεις. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1944 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ επισκέφθηκε την Αθήνα μαζί με τον Άντονι Έντεν. Από την επίσκεψη αυτή ο Τσόρτσιλ πείστηκε για την ανάγκη διορισμού ενός αντιβασιλέα, στο πρόσωπο του Δαμασκηνού, Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Ο διορισμός έγινε δεκτός από το βασιλιά και πραγματοποιήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου, μετά από ισχυρές πιέσεις του Τσόρτσιλ. Ο διορισμός αντιβασιλιά, σε συνδυασμό με τη δέσμευση ότι ο βασιλιάς δεν θα επέστρεφε χωρίς δημοψήφισμα, αφαίρεσε πλέον από τους μετριοπαθείς δημοκράτες κάθε κίνητρο για συνεργασία με το κομμουνιστικό ΕAM. Αντιμετωπίζοντας τη στρατιωτική ήττα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εγκατέλειψαν την Αθήνα, παίρνοντας μαζί τους ομήρους, πολλοί από τους οποίους πέθαναν στον δρόμο -είτε δολοφονήθηκαν είτε απλά δεν άντεξαν τις κακουχίες της πορείας— και αφήνοντας πίσω ομαδικούς τάφους με ακρωτηριασμένα πτώματα των πολιτικών του αντιπάλων, μεταξύ των οποίων πολλοί διακεκριμένοι πολίτες, άνδρες και γυναίκες. Στις 11 Ιανουαρίου υπογράφηκε ανακωχή, και ακολούθησε αυτό που προβλεπόταν να είναι η τελική συμφωνία, η συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945. σ. 23-25 [πάνω]
α. η άνοδος της αριστεράς, ο αγώνας για την εξουσία
1. όταν οι Γερμανοί ετοιμάζονται να αναχωρήσουν
Η κατοχή στην Ελλάδα είχε κρατήσει πάνω από τρία χρόνια, και τώρα οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν. Πολλές από τις ορεινές περιοχές ήταν ήδη έξω από τον έλεγχο τους και μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας είχαν ανακηρυχτεί «ελεύθερη Ελλάδα». Τον έλεγχο εδώ, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, είχαν το ΕAM και ο ΕΛΑΣ, που ήταν γενικά γνωστό ότι ελέγχονταν από τους κομμουνιστές. Μόνο στην Ήπειρο, όπου οι ανταρτικές δυνάμεις του Ναπολέοντα Ζέρβα, δεξιού δημοκράτη, κρατούσαν τα βουνά και σε ένα μικρό κομμάτι της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου υπήρχε η ανεξάρτητη ομάδα του Τσαούς Αντών, μπορούσε να αμφισβητηθεί η κυριαρχία του ΕΛΑΣ. Καθώς οι Γερμανοί αποσύρονταν από τις περιφερειακές πόλεις και χωριά κρατώντας μόνο τους κεντρικούς δρόμους, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έρχονταν πίσω τους, όπως το νερό πλημμυρίζει την κοίτη μόλις απομακρυνθεί το φράγμα. Στη Μακεδονία μόνο οι κυριότερες πόλεις βρίσκονταν ακόμη κάτω από τον έλεγχο των δυνάμεων κατοχής, και των χωρικών που είχαν οπλιστεί από τους Γερμανούς για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στον ΕΛΑΣ. Στο εξωτερικό, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς, έντονα αμφιλεγόμενος λόγω της σχέσης του με την προπολεμική δικτατορία του Μεταξά, περίμεναν να επιστρέψουν. Μέσα στη χώρα είχε σχηματιστεί μια προσωρινή κυβέρνηση στα βουνά από το ΕΑΜ, αποκαλύπτοντας τις πολιτικές φιλοδοξίες του κινήματος και επιβεβαιώνοντας ότι πίσω του κρυβόταν το ΚΚΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας). Όλα αυτά τα γνώριζα από την ενημέρωση που μου είχε γίνει στο Κάιρο. Είχα ξεκινήσει πριν τρεις μέρες για το Μπρίντιζι της Ιταλίας και από εκεί για την Ελλάδα, εξοπλισμένος με στοιχειώδεις γνώσεις σαμποτάζ και μεθόδων υπονόμευσης του ηθικού, που είχα διδαχθεί στην Επιτροπή Πολιτικού Πολέμου («προκάλεσε με κάθε τρόπο ανησυχία και αβεβαιότητα, αύξησε τις τιμές στα μπουρδέλα, κόψε τα κουμπιά των αξιωματικών σε εχθρικές τελετές, κατάστρεψε το χαρτί τουαλέτας, στείλε την αλληλογραφία σε άσχετους παραλήπτες»). σ. 42-44
2. το Δεκέμβρη 1944 στη Μακεδονία
Η 10η Δεκεμβρίου πλησίαζε και παρατήρησα ότι οι πιο εκδηλωτικοί από τους ανθρώπους που γνώριζα ήταν τώρα οι πιο σιωπηλοί, περιμένοντας με αγωνία τις εξελίξεις. Στους τοίχους εμφανίστηκαν συνθήματα για άρνηση της παράδοσης των όπλων του ΕΛΑΣ και, το σημαντικότερο, άνθρωποι και προμήθειες άρχισαν να κινούνται προς τα δυτικά, δείχνοντας την επιθυμία να αποσυρθούν στα βουνά. Το κέντρο διοίκησης του Ε AM μεταφέρθηκε στις 27 Νοεμβρίου από τη Σιάτιστα στο Τσοτύλι, στους πρόποδες της Πίνδου, και το 53ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ κινήθηκε προς τα Γρεβενά. Η πρώτη ανοιχτή ένδειξη της άρνησης για παράδοση των όπλων ήρθε στην Αθήνα την πρώτη Δεκεμβρίου, με την άρνηση της Εθνικής Πολιτοφυλακής (ΕΠ), δηλαδή της αστυνομίας του ΕΑΜ, να παραχωρήσει τα καθήκοντα της στην Εθνοφυλακή -ένα νέο στρατιωτικό σώμα, στο οποίο κατατάσσονταν οι άνδρες με βάση τη χρονολογική κλάση τους, με σκοπό την απορρόφηση αξιωματικών τόσο από τις ανταρτικές δυνάμεις όσο και από τον ελληνικό στρατό στο εξωτερικό. Οι χωρικοί βαθμιαία έστρεφαν όλες τις ελπίδες τους στη Βρετανική Αποστολή, ως μοναδική πηγή σωτηρίας από το χάος και τον εμφύλιο πόλεμο. Στα χωριά και σε πορείες οι αντάρτες συμπεριφέρονταν ακόμη φιλικά, αλλά στις πόλεις η στάση τους ήταν εχθρική, αν και οι αρχές του ΕΛΑΣ κάλυπταν πρόθυμα τις ανάγκες των βρετανικών δυνάμεων για τροφή και κατάλυμα. Στις 4 Δεκεμβρίου έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί στην Αθήνα και άρχισε ο πικρός πόλεμος μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Βρετανών. Ο καθένας από μας πρέπει να κρίνει μόνος του την ηθική διάσταση της βρετανικής επέμβασης στον εμφύλιο πόλεμο του 1944, αλλά η κρίση αυτή δεν μπορεί να γίνει χωρίς γνώση των γεγονότων που προηγήθηκαν. Για τη μεγάλη πλειοψηφία του βρετανικού και του ξένου τύπου, ο εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον μιας διαδήλωσης του ΕΑΜ στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου. Έτσι, όταν την επόμενη μέρα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κινήθηκαν στην Αθήνα, η συμπάθεια όλου σχεδόν του κόσμου ήταν με το μέρος τους και όχι με τη βρετανική δύναμη που είχε αναλάβει να αποκαταστήσει την τάξη. Για μας, στο βορρά, δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία για την πρόθεση του ΕΛΑΣ να καταλάβει την εξουσία, και φυσικά δεν υπήρχε πάλι καμία αμφιβολία για το είδος του καθεστώτος που θα επέβαλε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ αν πετύχαινε τον στόχο του, αφού ήδη κυβερνούσε στη Μακεδονία και είχε δώσει επαρκή δείγματα της εξουσίας του. Στη Μακεδονία οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συνέχιζαν να κινούνται δυτικά, επιτάσσοντας τρόφιμα, ζώα και κάθε είδος μεταφορικού μέσου που συναντούσαν στην πορεία τους. Οι συλλήψεις πολιτών επίσης συνεχίζονταν και ο πληθυσμός των φυλακισμένων στα στρατόπεδα μεγάλωνε. Όλοι οι γιατροί επιστρατεύτηκαν και τη νύχτα της 4ης Δεκεμβρίου επιτάχθηκαν όλα τα ζώα στην περιοχή των Γρεβενών. Άνδρες που δεν ήταν μέλη του ΕΛΑΣ κλήθηκαν στα όπλα και όσοι αρνήθηκαν χαρακτηρίστηκαν ως «αντιδραστικοί» και μερικές φορές φυλακίστηκαν. Όλες οι προμήθειες τροφίμων επιτάχθηκαν μετά από λεπτομερείς έρευνες από σπίτι σε σπίτι Η αμεσότερη ανάγκη για μας ήταν η διανομή τροφίμων για την ανακούφιση του πληθυσμού. Οι Έλληνες δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα πείνας προς το παρόν, αλλά τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί και χωρίς προμήθειες ο χειμώνας θα ήταν πολύ σκληρός. Το δίλημμα ήταν ότι ο ΕΛΑΣ είχε ήδη επιτάξει όλα τα τρόφιμα στην περιοχή που σκοπεύαμε να μοιράσουμε τις προμήθειες. Ήταν πολύ πιθανό να επιταχθούν και τα νέα τρόφιμα, από ένα στρατό που πολεμούσε στο νότο και που οι μονάδες του κινούνταν δυτικά, είτε για να επιτεθούν στον Ζέρβα είτε για να οχυρωθούν στα βουνά. Αξιωματικοί της Ούνρα είχαν ήδη έρθει από τη Θεσσαλονίκη στη δυτική Μακεδονία και οι δυο πρώτες φάλαγγες είχαν φτάσει στον προορισμό τους, την Καστοριά και το Νεστόριο. Η απόφαση που έπρεπε να πάρουμε, ήταν αν έπρεπε να προτείνουμε στους αξιωματικούς να αναβάλουν για μια σύντομη περίοδο τη διανομή προμηθειών, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Γνωρίζαμε τα χωριά και τις ανάγκες τους, αλλά φοβόμασταν πως τα τρόφιμα θα κατέληγαν στα χέρια του ΕΛΑΣ κι έτσι το μόνο που θα κάναμε θα ήταν να τροφοδοτούμε τον αντίπαλο. Οι αξιωματικοί της Ούνρα επέμεναν όμως -μια επιμονή που εκ των υστέρων ήταν ευνόητη- ότι δεν τους ενδιέφερε η πολιτική και αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τη συμβουλή μας. Τις μέρες εκείνες φοβόμασταν μια γρήγορη διάδοση των συγκρούσεων στο βορρά. Στις 7 Δεκεμβρίου ήρθε ένα σήμα που καλούσε όλες τις βρετανικές δυνάμεις να συγκεντρωθούν στη Θεσσαλονίκη, ώστε να μην αιφνιδιαστούν από τον ΕΛΑΣ διασκορπισμένες στην επαρχία. Εγώ βρισκόμουν στα Γρεβενά και καθώς έφευγα συνάντησα τον Υψηλάντη με το σύνταγμα του να κατευθύνεται προς την Πίνδο. Χαιρετιστήκαμε για τελευταία φορά και οι δρόμοι μας χώρισαν. Καθώς προχωρούσαμε με το τζιπ συναντούσαμε συνεχώς πεζοπόρα αποσπάσματα ανταρτών, τα περισσότερα φιλικά, να κινούνται αντίθετα με μας. Οι αντάρτες μας χαιρετούσαν σηκώνοντας τη γροθιά και δέχονταν πρόθυμα να τους φωτογραφίσω. Σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες θα σάρωναν τις δυνάμεις του Ζέρβα και θα τις απωθούσαν στη θάλασσα. Στην Κοζάνη μαζέψαμε τα λιγοστά πράγματα μας και μοιράσαμε τα δικά μας αποθέματα τροφίμων σε παιδιά και φτωχές οικογένειες. Όταν είχαμε δώσει τα περισσότερα, μάθαμε πως άνδρες του ΕΛΑΣ, κρυμμένοι σε σημεία που δεν φαίνονταν από το σπίτι μας, έπαιρναν αμέσως τα τρόφιμα από τους αποδέκτες. Η διαπίστωση αυτή έσβησε κάθε αμφιβολία για την τύχη των τροφίμων της UNRRA. Αφήνοντας την Κοζάνη συναντήσαμε μια τρίτη φάλαγγα του οργανισμού. Με βαριά καρδιά και απογοήτευση τη σταματήσαμε και της υποδείξαμε να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Το φορτηγό μας ήταν το τελευταίο βρετανικό αυτοκίνητο που έφυγε από την Κοζάνη. Είχαμε αδειάσει το μικρό μας γραφείο αφήνοντας μόνο μερικές αφίσες με την ελληνική σημαία και ένα σύνθημα για ελευθερία. Κάποιοι από τους υπαλλήλους της Βρετανικής Αποστολής ήρθαν μαζί μας, επειδή φοβούνταν για τις συνέπειες της συνεργασίας τους μαζί μας, αλλά οι περισσότεροι προτίμησαν να μείνουν με τις οικογένειες τους, ελπίζοντας να αποφύγουν τα χειρότερα. Πήραμε τον δρόμο προς τον βορρά, και καθώς περνούσαμε από το λεηλατημένο κτίριο των δικαστηρίων δεν μπορέσαμε να μην αναρωτηθούμε για την τύχη αυτών που αφήναμε πίσω μας. Η αποχώρηση μας ήταν θλιβερή και εξευτελιστική, στον ίδιο βαθμό που η άφιξη μας είχε φανεί θριαμβευτική, και οι εφημερίδες του ΕΑΜ δημοσίευαν πολλές γελοιογραφίες εις βάρος μας. Είχαμε αφήσει τους φίλους μας, ανίκανοι να τους δώσουμε οποιαδήποτε διαβεβαίωση εκτός από το ότι θα θυμόμασταν τη θερμή φιλοξενία τους - μια φιλοξενία που τώρα ήταν αρκετή για να τους καταδικάσει ως συνεργάτες των Βρετανών. Το κύριο σώμα των βρετανικών στρατευμάτων είχε εγκαταλείψει την Κοζάνη από τον ανατολικό δρόμο, μέσω Βερμίου, όπου οι κατεστραμμένες από τους Γερμανούς γέφυρες είχαν επισκευαστεί βιαστικά. Εμείς πήγαμε βόρεια προς την Έδεσσα, περνώντας από τα χωριά Βεύη και Κέλλη, με σκοπό να προλάβουμε τους αξιωματικούς της Ούνρα και να τους ενημερώσουμε για την κατάσταση. Συναντήσαμε έναν Αμερικανό συνταγματάρχη, που κατευθυνόταν νότια, του είπαμε ότι γίνονταν μάχες στην Αθήνα, ότι είχαμε εκκενώσει την Κοζάνη, και ότι η εφοδιοπομπή είχε γυρίσει πίσω. «Έτσι χάνουν οι άνθρωποι το κεφάλι τους», ήταν το σχόλιο του, ενώ αρνήθηκε να πιστέψει ότι ο στρατός μας είχε εγκαταλείψει την Κοζάνη. Χρειαζόταν ένα καινούριο λάστιχο για το τζιπ του και έλπιζε να βρει στα βρετανικά καταστήματα στην Κοζάνη. Δεν κατορθώσαμε να τον πείσουμε και συνέχισε νότια για να βρει το ανταλλακτικό του. Εμείς συνεχίσαμε προς το βορρά. Στο δρόμο συναντούσαμε κάρα που κινούνταν νότια και σε μερικά χωριά υπήρχαν άνθρωποι συγκεντρωμένοι που φώναζαν συνθήματα. Περάσαμε τη νύχτα στα Γιαννιτσά, στο κτίριο ενός σχολείου, που βρομούσε επειδή η μοναδική του χρήση τον τελευταίο καιρό ήταν να ανακουφίζει τις φυσικές και όχι τις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων. Καθώς πλησιάζαμε στη Θεσσαλονίκη συναντούσαμε φορτηγά γεμάτα από άνδρες της αστυνομίας της πόλης, με τις γκρίζες και μπλε στολές τους, που είχαν συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ και οδηγούνταν δεμένοι σε στρατόπεδα. Ο ήλιος έλαμπε όταν μπήκαμε στη Θεσσαλονίκη, περνώντας τις ακρωτηριασμένες σιδηροδρομικές γραμμές και τις αποθήκες του σιδηροδρομικού υλικού στη δυτική είσοδο της πόλης. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, αλλά τουλάχιστον ο ήλιος έλαμπε προσωρινά. Πίσω μας είχε πέσει η κουρτίνα του χειμώνα και της αβεβαιότητας. σ. 77-81
3. μετά τον Δεκέμβρη 1944
Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πως θα αποφεύγαμε τελικά την επίθεση. Το μόνο που βρισκόταν ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον απόλυτο έλεγχο του βορρά ήταν μια μικρή βρετανική δύναμη, μια εύθραυστη αμυντική περίμετρος, και οι ακούραστες προσπάθειες της διπλωματίας. Στην πράξη ο απόλυτος αυτός έλεγχος υπήρχε ήδη: ο ΕΛΑΣ εισέπραττε καθημερινά φόρους και δήμευε κατά βούληση κινηματογράφους ή εστιατόρια για την ενίσχυση του προϋπολογισμού του. Από τις αναφορές που μαθαίναμε, όμως, φαινόταν πως η τροφοδοσία των ανδρών του ΕΛΑΣ ήταν πενιχρή και η μισθοδοσία τους ανύπαρκτη. Μόνο ο φόβος έτρεφε τον φανατισμό τους. Πολλοί δεν έκρυβαν ότι αδημονούσαν να μας επιτεθούν, και όλες οι ενδείξεις φανέρωναν πως η επίθεση αναπόφευκτα δεν θα αργούσε. Η μοίρα μας κρεμόταν από την έκβαση της μάχης στην Αθήνα. Η σύγκρουση θα μπορούσε να τερματιστεί μόνο με μια καθαρή στρατιωτική νίκη, αλλά οι αποφάσεις στο πολιτικό πεδίο είχαν ήδη ληφθεί, και αυτό θα διευκόλυνε την αποδοχή και τη σταθεροποίηση της Κατάστασης μετά από τη στρατιωτική νίκη. Στις 30 Δεκεμβρίου είχε ανακοινωθεί ότι ο βασιλιάς δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα παρά μόνο «αν καλούνταν από την ελεύθερα και δίκαια εκφρασμένη λαϊκή βούληση». Την επόμενη μέρα ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός ανακηρύχτηκε αντιβασιλιάς και τρεις μέρες αργότερα ο στρατηγός Πλαστήρας, υποστηρικτής της αβασίλευτης δημοκρατίας, έγινε πρωθυπουργός στη θέση του Παπανδρέου, σχηματίζοντας μια δημοκρατική κατά βάση κυβέρνηση. Στο μεταξύ ο ΕΛΑΣ είχε αρχίσει να χρεώνεται την ήττα στην Αθήνα και οι δυνάμεις του υποχωρούσαν προς τον βορρά, παίρνοντας μαζί τους πολλές χιλιάδες ομήρους. Στις 10 Ιανουαρίου υπογράφηκε ανακωχή, που προέβλεπε την παύση των εχθροπραξιών στις 16. Σύμφωνα με τους όρους της, ο ΕΛΑΣ έπρεπε να αποσυρθεί από την περιοχή της Θεσσαλονίκης, από τη βόρεια Πελοπόννησο, την Αττική, τη Βοιωτία, τη Φθιώτιδα, ένα μέρος της Θεσσαλίας και τα νησιά. Για μας αυτό σήμαινε τέλος της αδράνειας κι εγώ διατάχθηκα να μετακινηθώ με τη μικρή μου ομάδα στην Κόρινθο, μέχρι να ελευθερωθεί ολοκληρωτικά η Μακεδονία. Πριν φύγουμε είδαμε τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να αποχωρούν από τη Θεσσαλονίκη. Πληροφορηθήκαμε ότι είχαν κυκλοφορήσει κατάλογοι με προγραφές και πως οι συλλήψεις συνεχίζονταν. Μάθαμε επίσης ότι τα πιο αξιόπιστα μέλη του ΚΚΕ θα κρατούσαν τα όπλα τους μέχρι τις εκλογές, με την εντολή να ασκήσουν πιέσεις για το αποτέλεσμα. Από στρατιωτική όμως άποψη ο ΕΛΑΣ συμμορφώθηκε με τους όρους της ανακωχής και σχηματίστηκε μια ατέλειωτη γραμμή από κάρα που άφηναν την πόλη. Μια γυναίκα βλέποντας τους να φεύγουν βγήκε στο μπαλκόνι και φώναξε «αέρα», την πολεμική κραυγή των Ελλήνων, ελευθερώνοντας όλο το μίσος που είχε κρύψει μέσα της. Μια ομάδα ανδρών του ΕΛΑΣ έσπασε την πόρτα, μπήκε σπίτι της, και την πέταξε από το μπαλκόνι κάτω στο δρόμο. σ. 89-90
[πάνω]
β. επακόλουθα του Δεκέμβρη ‘44
4. η εξάπλωση της βίας
Η Ελλάδα είχε ήδη γνωρίσει τα κροκοδείλια δάκρυα των διεθνών παρατηρητών, που είχαν διαφορετικούς κανόνες για όσους μοιράζονταν τις πολιτικές τους θέσεις και διαφορετικούς για όσους διαφωνούσαν μ' αυτές. Πολλοί Έλληνες, αντικρίζοντας αυτές τις πράξεις, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν ποια ήταν η πηγή αυτής της πρωτοφανούς βαρβαρότητας στην εσωτερική τους κοινωνία και ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ως δικαιολογία ότι επρόκειτο για ξένα προς την ελληνική φυλή στοιχεία, αποτέλεσμα της βουλγαρικής διείσδυσης ή της γερμανικής επιρροής. Κανείς όμως δεν το πίστευε αυτό πραγματικά. Η βία έδειχνε να έχει πια ριζώσει στη χώρα αυτή, που είχε μια παράδοση αναίμακτων επαναστάσεων και που πάντοτε προτιμούσε τη λύση της πολιτικής εξορίας από αυτήν της πολιτικής σφαγής. Γνωρίζοντας το χαρακτήρα των Ελλήνων -την επινοητικότητα και τη φαντασία τους, την ικανότητα να αποπροσανατολίζουν τον συνομιλητή τους λέγοντας του αυτά που θέλει να ακούσει, την απαράμιλλη φιλοξενία και το ανεξάρτητο πνεύμα τους- ήταν δύσκολο να φανταστώ ποιο από τα χαρακτηριστικά αυτά θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον να βασανίζει μέχρι θανάτου και να ακρωτηριάζει ζωντανούς τους αντιπάλους του. Ασφαλώς οι αυτουργοί των φόνων θα πρέπει να ήταν σχετικά λίγοι. Αλλά η ανεξαρτησία και ο ατομικισμός του χαρακτήρα των Ελλήνων θα μπορούσε κάτω από τις συνθήκες εκείνες να τους οδηγήσει εύκολα στην ευπείθεια και στη χειραγώγηση και να τους κάνει να φανατιστούν για ιδέες και θεωρίες, τις οποίες, όπως θα ανακάλυπτε αν τους ρωτούσε κανείς, ελάχιστα κατανοούσαν. Στους φόνους εκείνους και στη βία που είχε εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα βρισκόταν ο σπόρος του μέλλοντος. Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι ισχυροί στην Ελλάδα και δεν ήταν πολλές οι οικογένειες που είχαν μείνει ανέπαφες από την αιματοχυσία. Το παλιό πνεύμα της προσωπικής εκδίκησης, της βεντέτας, που επιζούσε ακόμη σε μερικές περιοχές της χώρας, είχε αναβιώσει πάλι στο σύνολο των Ελλήνων. Αυτό που είχε ξεκινήσει ήταν μια πολιτική βεντέτα -δηλαδή κάτι πολύ χειρότερο, επειδή δεν εκδικούνταν για μεμονωμένες πράξεις αλλά για πεποιθήσεις. σ. 92-93
5. οι Βρετανοί στην Ελλάδα
Η υποδοχή των Βρετανών -η δεύτερη μέσα σε τέσσερις μήνες- ήταν θερμή και ειλικρινής, αν και η ανησυχία παρέμενε μεταξύ του πληθυσμού. Φιλοβασιλικά συνθήματα υπήρχαν παντού και η φιλοβασιλική ιδεολογία έδειχνε να είναι κυρίαρχη για πολλές αιτίες: ως αντίδραση στο καθεστώς του ΕAM, ως μέρος της τοπικής παράδοσης και επειδή κάποιοι απλά πίστευαν πως έτσι θα εξασφάλιζαν τη συμπάθεια και την υποστήριξη της Βρετανίας. Τα μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ προς το παρόν έμεναν στην αφάνεια και έτσι δεν υπήρχαν αντίθετες φωνές. Τα βρετανικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στα καταλύματα τους, ήρθαν έξι άνδρες της χωροφυλακής και βαθμιαία η πόλη άρχισε να αποκτά μια φυσιολογική ζωή. Οι περισσότερες κρατικές λειτουργίες καλύπτονταν από πρωτοβουλίες της βρετανικής δύναμης, που κύριο έργο της ήταν να αποκαταστήσει τη δημόσια ασφάλεια και να βοηθήσει στην αναδημιουργία της πολιτικής διοίκησης. Οι δρόμοι σκουπίστηκαν, ο δήμαρχος ενθαρρύνθηκε να ασκήσει τα καθήκοντα του, ακόμη και το μικρό μπορντέλο στην άκρη της πόλης, πίσω από τις σιδηροδρομικές γραμμές, επιθεωρήθηκε από τη βρετανική διοίκηση και αναγνωρίστηκε με μια πινακίδα που φωτιζόταν από μια κόκκινη λάμπα. Οι αξιωματικοί που είχαν πάει για την επιθεώρηση έγιναν εγκάρδια δεκτοί και τους προσφέρθηκαν φλούδες πορτοκαλιού, που παραδοσιακά πιστεύεται ότι έχουν αφροδισιακές ιδιότητες, ίσως σε μια προσπάθεια αποπλάνησης τους από τα αυστηρά τους καθήκοντα. Η σιωπή της Αριστεράς δεν κράτησε πολύ. Μέλη του ΕΑΜ και των ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα - η τρομερή μυστική αστυνομία και οι εκτελεστές του ΕΑΜ) είχαν μείνει στην Κόρινθο και η παρουσία τους αποκαλπτόταν τώρα από φυλλάδια και τα αναπόφευκτα συνθήματα στους τοίχους. Στα χωριά, όπου οι Βρετανοί στρατιώτες μπορούσαν μόνο να περιπολούν κι έπειτα να φεύγουν, οι αντιβρετανικές ομιλίες και οι απειλές από οπλισμένα μέλη του ΕΛΑΣ ήταν κάτι συνηθισμένο. Πολλές ιστορίες που έφταναν στα αυτιά μας ήταν μάλλον υπερβολικές, αλλά αναμφίβολα το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διατηρήσουν την επιρροή τους μέσα από απειλές και προπαγάνδα. Η συναναστροφή με τους Βρετανούς, που επισκέπτονταν τα απομακρυσμένα χωριά, έκρυβε τον κίνδυνο αντιποίνων κι έτσι τα κρυφά οπλοστάσια, που λεγόταν πως είχε αφήσει φεύγοντας ο ΕΛΑΣ, έμεναν καλά κρυμμένα. σ. 96-97
6. εθνικόφρονες και κομουνιστές
Καθώς οι μέρες περνούσαν, οι άνθρωποι της πόλης γίνονταν λιγότερο ανήσυχοι και περισσότερο ευχάριστοι. Οι οπλισμένες δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν αποσυρθεί και οι αντίπαλοι τους ήταν ελεύθεροι να μιλούν: το εκκρεμές της πολιτικής είχε κινηθεί από τα αριστερά στα δεξιά. Η περίοδος της κυριαρχίας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε κάνει πολλούς ανθρώπους, που κανονικά θα ήταν μετριοπαθείς, να γίνουν αντικομμουνιστές, και δεν φαινόταν να υπάρχει τρόπος για να σταματήσει αυτή η έκρηξη των συναισθημάτων. Εθνικιστικά και φιλοβασιλικά κόμματα άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού και υπήρχαν δυο μόνο πολιτικές κατηγορίες ανθρώπων: «εθνικόφρονες» και «κομμουνιστές». Τίποτε ενδιάμεσο. Ο όρος του «συνοδοιπόρου» δεν είχε ακόμη καθιερωθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο και κάθε πολίτης έπρεπε να πάρει θέση σε ένα από τα δυο άκρα: ό,τι δεν ήταν άσπρο ήταν μαύρο. Τα χαρακτηριστικά των δυο πλευρών ήταν ξεκάθαρα. Οι κομμουνιστές, που είχαν κυβερνήσει με σκληρότητα τον προηγούμενο καιρό, ήταν τώρα οι αδύναμοι, που διαμαρτύρονταν και αγωνίζονταν για τα δικαιώματα όλων. Στα συνθήματα τους ζητούσαν ψωμί, την αποχώρηση των Βρετανών και δημοκρατία (μια πολυσύλλαβη λέξη που στην ελληνική γλώσσα μπορεί να απαγγέλλεται ρυθμι¬κά). Δε φαινόταν να τους απασχολεί το παράδοξο, ότι ζητούσαν από τους Βρετανούς ψωμί και συγχρόνως να φύγουν. Οι «εθνικόφρονες» ήταν όλοι οι άλλοι. Όσοι δεν είχαν όπλα, ζητούσαν. Επιθυμούσαν την παραμονή των Βρετανών, αλλά δεν ήταν τόσο καλοί στην οργάνωση διαδηλώσεων και δεν διέθεταν ακόμη έτοιμα συνθήματα. Οι περισσότεροι στην περιοχή που βρισκόμασταν ήταν φιλοβασιλικοί από παράδοση. σ. 100-101
7. Κουτσόβλαχοι επιστρέφουν σαν πράκτορες
Στις 17 Φεβρουαρίου δυο άνδρες μπήκαν στο καφενείο ενός ορεινού χωριού και παρήγγειλαν καφέ. Αφού τον ήπιαν, έβγαλαν μια χρυσή λίρα για να πληρώσουν, αλλά ο καφετζής δεν είχε να τους δώσει ρέστα. Τότε αυτοί θέλησαν να πληρώσουν με ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου. Οι χρυσές λίρες ήταν άφθονες εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, αν και δεν ανταλλάσσονταν φανερά. Αντίθετα, τα δολάρια ήταν ένα εξαιρετικά σπάνιο είδος. Κάποια μέλη της εθνοφυλακής υποψιάστηκαν και συνέλαβαν τους δυο άνδρες. Έτσι αποκαλύφθηκε ότι υπήρχαν κι άλλοι που κρύβονταν στο χωριό που κι αυτοί συνελήφθησαν. Ανακαλύφθηκαν επίσης εκεί πλησίον τα κρυμμένα αλεξίπτωτα. Σύμφωνα με την πρώτη φήμη που κυκλοφόρησε, οι άνδρες ήταν Ρώσοι πράκτορες που είχαν σταλεί ως σύνδεσμοι του ΕΛΑΣ. Η αλήθεια ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Τέσσερις νύχτες νωρίτερα, στις 13 Φεβρουαρίου, ένα γερμανικό αεροπλάνο είχε ξεκινήσει από τη Βιέννη και το επόμενο πρωί είχε ρίξει δεκατρείς αλεξιπτωτιστές στην Πελοπόννησο. Ήταν όλοι Κουτσόβλαχοι, μέλη μιας μικρής μειονότητας ρουμανικής καταγωγής που ζούσε στην ελληνική Μακεδονία. Η προσωπική τους περιπέτεια ήταν ένα χαρακτηριστικό κομμάτι της πολύπλοκης βαλκανικής ιστορίας: κάποιοι είχαν φύγει από την Ελλάδα μαζί με τις γερμανικές δυνάμεις, κάποιοι άλλοι είχαν καταταγεί στη ρουμανική Σιδηρά Φρουρά το 1937, είχαν φυλακιστεί από τους Γερμανούς το 1942, είχαν ελευθερωθεί και φυλακιστεί πάλι και τελικά το 1944 είχαν δεχτεί να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως γνώστες της ελληνικής γλώσσας. Αφού είχαν εκπαιδευτεί στο σαμποτάζ και είχαν πάρει πολιτικές οδηγίες, είχαν σταλεί κυριολεκτικά την τελευταία ώρα, τρεις μόνο μήνες πριν την οριστική κατάρρευση της Γερμανίας, στην Ελλάδα για να συλλέξουν πληροφορίες, να προκαλέσουν δολιοφθορά στις επικοινωνίες και να υποδαυλίσουν τον εμφύλιο πόλεμο. Ήταν τέλεια εξοπλισμένοι με όπλα, πομπούς, εκρηκτικά και πολλά χρήματα σε δολάρια, στερλίνες και χρυσές λίρες. Αυτοί όμως δεν είχαν καμία επιθυμία να πολεμήσουν. Μετά την προσγείωση έθαψαν τον εξοπλισμό τους και απλά ξεκίνησαν με τα χρήματα για να επιστρέψουν στα σπίτια τους στη Μακεδονία. Η ρωσική τους προέλευση διαψεύστηκε επίσημα και το επεισόδιο έκλεισε.
σ. 103-105
8. η συμφωνία της Βάρκιζας
Η τελική συνθήκη ειρήνης εκκρεμούσε ακόμη, αλλά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και του ΕAM, που συνεχίζονταν σε μια παραθαλάσσια βίλα μεταξύ της Βάρης και της Βάρκιζας, κοντά στην Αθήνα, έδειχναν να πλησιάζουν στο τέλος τους. Οι συνομιλίες, που είχαν αρχίσει στις 2 Φεβρουαρίου, ολοκληρώθηκαν στις 12 του ίδιου μήνα με την υπογραφή μιας συμφωνίας και επιφανειακά τουλάχιστον ο δρόμος φαινόταν ανοιχτός για τον τυπικό τερματισμό του εμφύλιου πολέμου με την κατάργηση της γραμμής ανακωχής μεταξύ του ΕΛΑΣ και των βρετανικών και ελληνικών κυβερνητικών στρατευμάτων, ώστε οι αντάρτες να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η συνθήκη της Βάρκιζας, όπως έμεινε γνωστή στην ελληνική κοινωνία, εγγυόταν την ελεύθερη έκφραση πολιτικών και κοινωνικών απόψεων και την ανεμπόδιστη λειτουργία των ατομικών ελευθεριών, όπως το δικαίωμα της συνάθροισης και της ελεύθερης έκφρασης στον τύπο. Ο στρατιωτικός νόμος θα τερματιζόταν αμέσως, αλλά μερικά άρθρα του συντάγματος (ιδιαίτερα αυτό που απαγόρευε τη σύλληψη χωρίς ένταλμα) θα αναστέλλονταν μέχρι να ολοκληρωθεί ο αφοπλισμός και να αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία των διοικητικών, δικαστικών και στρατιωτικών αρχών στη χώρα. Η συμφωνία προέβλεπε αμνηστία για πολιτικά εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944 και την άμεση απελευθέρωση των πολιτών ομήρων που κρατούνταν από τον ΕΛΑΣ, ενώ όσοι από αυτούς κατηγορούνταν για συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής θα έπρεπε να παραδοθούν στις αρχές για να δικαστούν από τα πολιτικά δικαστήρια. Ο εθνικός στρατός θα ανασυντάσσονταν με την κανονική κλήση των ηλικιακών ομάδων που είχαν σειρά, στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονταν και τα πρώην μέλη του ΕΛΑΣ. Οι πολιτικές και κοινωνικές απόψεις όλων των στρατευμένων θα γίνονταν σεβαστές. Με τη δημοσίευση της συμφωνίας όλες οι ένοπλες ομάδες αντίστασης θα έπρεπε να διαλυθούν και να παραδώσουν τα όπλα τους. Η πολιτοφυλακή και οι υπηρεσίες ασφαλείας θα συγχωνεύονταν, και πριν το τέλος του χρόνου θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος και εκλογές για τη συγκρότηση ενός Συντακτικού Κοινοβουλίου. Οι καθαρά στρατιωτικοί όροι της συμφωνίας προέβλεπαν την παράδοση ενός συγκεκριμένου αριθμού όπλων, τα οποία θα παραλάμβαναν οι βρετανικές αρχές για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης:
Αν τα όπλα που παραδίνονταν πλησίαζαν τους παραπάνω αριθμούς, ο ΕΛΑΣ θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε αφοπλιστεί. Επίσης έπρεπε να γίνουν σχέδια για την προοδευτική είσοδο βρετανικών στρατευμάτων, που θα συνοδεύονταν από μονάδες εθνοφυλακής, στις ελεγχόμενες από τον ΕΛΑΣ περιοχές, ώστε η ελληνική κυβέρνηση να ανακτήσει τον πλήρη έλεγχο της χώρας. Η συνθήκη της Βάρκιζας, φιλελεύθερη ως προς το πνεύμα και τους όρους της, είχε σκοπό να εξασφαλισθεί ο έλεγχος παρέκκλισης της κάθε πλευράς από τα συμφωνηθέντα. Οι άμεσες αντιδράσεις ήταν ποικίλες, αν και η γενική εντύπωση ήταν η απουσία ενδιαφέροντος για την ολοκλήρωση της, κάτι που καθρέφτιζε ένα βαθύτερο σκεπτικισμό για την αξία και τη σημασία της. Η άκρα Δεξιά είχε εκφράσει την άποψη ότι καμία συμφωνία δεν ήταν άξια λόγου και ότι η μόνη λύση θα ήταν η εξόντωση του ΕΛΑΣ. Οι μετριοπαθείς δέχονταν κάθε συμφωνία που θα σταματούσε τον εμφύλιο πόλεμο και θα έδινε μια ευκαιρία για την ανοικοδόμηση της χώρας. Μια τρίτη άποψη -γέννημα της ελληνικής καχυποψίας- υποστήριζε πως η συμφωνία ήταν απλά ένα πρόσχημα και πως, μόλις ο ΕΛΑΣ αφοπλιζόταν, οι Βρετανοί και η ελληνική κυβέρνηση θα του υπαγόρευαν τους πραγματικούς όρους τους.
[πάνω]
9. η στάση απέναντι στους Βρετανούς στρατιώτες
Ο μέσος Βρετανός στρατιώτης γινόταν αμέσως δημοφιλής όταν βρισκόταν ανάμεσα σε Έλληνες. Η θέση αυτή συνήθως τον έκανε αμήχανο, επειδή σύντομα διέκρινε ότι κάποιοι από τους Έλληνες φίλους του έτρεφαν απύθμενο μίσος για κάποιους άλλους Έλληνες, επίσης φίλους του. Ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα πιόνι στη σύγκρουση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, και το σημαντικότερο πρόβλημα του ήταν να παραμένει ουδέτερος στις θυελλώδεις πολιτικές συζητήσεις μεταξύ των Ελλήνων. Μισούσε τις συναισθηματικές εκρήξεις των συνομιλητών του, που έκαναν όλη την κατάσταση να φαίνεται τόσο ψεύτικη, όπως επίσης μισούσε την άσπλαχνη σκληρότητα απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους και απέναντι στα ζώα -το τελευταίο ίσως περισσότερο απ' όλα τα άλλα, αφού η καθημερινή εικόνα ενός ψόφιου αλόγου, εγκαταλειμμένου να σαπίζει στο πλάι του δρόμου, μπορούσε να έχει βαθύτατη επίδραση στην ψυχή του. Από την άλλη πλευρά, ο μέσος Βρετανός στρατιώτης ένιωθε ευγνώμων για την αυθόρμητη ελληνική φιλοξενία -μετά από μια πιθανή αρχική δυσαρέσκεια για την ελληνική περιέργεια- καθώς και για το έντονο ενδιαφέρον των Ελλήνων για τις ανθρώπινες πλευρές του. Οι μητέρες προσπαθούσαν να του προξενέψουν τις κόρες τους και όχι σπάνια οι κόρες προσπαθούσαν να τον γοητεύσουν οι ίδιες, χωρίς τη βοήθεια της μητέρας τους (έστω κι αν ο μύθος του πλούσιου Άγγλου γαμπρού είχε ήδη καταρριφθεί: το επίπεδο ζωής ενός Βρετανού στρατιώτη ήταν συχνά πολύ υψηλότερο από αυτό που τον περίμενε όταν θα επέστρεφε στην πατρίδα του μετά το τέλος του πολέμου). Στο κυνήγι αυτό υπήρχε μια νότα πικρής ειρωνείας. Όση και αν είναι η φτώχεια ενός ελληνικού σπιτιού, υπάρχει πάντοτε ο ήλιος, που κάνει τα πράγματα να φαίνονται πιο θετικά. Υπάρχει το ελληνικό «κέφι» -μια εύθυμη διάθεση του πνεύματος, κάτι μοναδικό, για το οποίο δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη στα αγγλικά. Υπάρχουν οι αμέτρητες μικρές χαρές, όπως η απόσταξη του ούζου, το πάτημα των σταφυλιών, οι αργίες στις θρησκευτικές εορτές των αμέτρητων αγίων, οι χοροί στην ύπαιθρο. Η αγγλική φτώχεια, ακόμη και αν αντικειμενικά ισοδυναμούσε με μια πλούσια ζωή για τα ελληνικά δεδομένα, ήταν ζοφερή, αφόρητη, και πάνω απ' όλα ασυμβίβαστη με τον ελληνικό τρόπο σκέψης. Η ελληνική ταβέρνα και η αγγλική παμπ αποτελούν ίσως την πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτής της αντίθεσης. Αλλά ο μέσος Βρετανός στρατιώτης δεν θα παντρευόταν τελικά μια Ελληνίδα -έστω κι αν περιστασιακά απιστούσε στη γυναίκα του, εκμεταλλευόμενος τις πλούσιες ευκαιρίες που πρόσφεραν γι' αυτό η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Στις επαρχιακές πόλεις οι σχέσεις μεταξύ Ελληνίδων και Βρετανών στρατιωτών δεν μπορούσαν να διατηρηθούν κρυφές και το κουτσομπολιό ήταν ο καλύτερος φρουρός για την τιμή των κοριτσιών. Αλλά όπου το κουτσομπολιό μπορούσε να αποφευχθεί, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. σ. 123-124
10. προς τον εμφύλιο
Στα μέσα του 1945, σε μια επιστολή που έστειλα στους δικούς μου στην Αγγλία, εξέφραζα τον φόβο ότι ένας νέος εμφύλιος πόλεμος ήταν σχεδόν αναπόφευκτος. Οι φυλακές ήταν γεμάτες, κατά ένα μέρος επειδή είχαν γίνει πολλές συλλήψεις χωρίς τεκμηριωμένες κατηγορίες, και κατά ένα άλλο επειδή οι δικαστικές αρχές δεν ήταν σε θέση να εκδικάσουν τις υποθέσεις ακόμη και αυτών που δίκαια κατηγορούνταν. Η μακροχρόνια προφυλάκιση και ο συνωστισμός στις φυλακές σήμαινε, σύμφωνα με τα λόγια ενός διοικητή της χωροφυλακής, ότι: «μπαίνουν μέσα φυσιολογικοί άνθρωποι και βγαίνουν κομμουνιστές». Δεν ήταν κομμουνιστές από καθαρά ιδεολογική άποψη, αλλά απλά επειδή θα καταψήφιζαν με ενθουσιασμό την κυβέρνηση σε κάθε ευκαιρία που θα τους δινόταν. Τα μέλη του ΚΚΕ άρχισαν να κάνουν λόγο για τον «τρίτο γύρο», που θα τους επανέφερε στην εξουσία, και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι πολλά όπλα ήταν καλά κρυμμένα στα βουνά, έστω κι αν οι αρχές είχαν πετύχει να ανακαλύψουν μερικά. Η ειρήνη είχε αποκατασταθεί στην Ευρώπη εδώ και λίγες εβδομάδες, αλλά η Ελλάδα δεν ήταν το πιο κατάλληλο μέρος για να το αντιληφθεί κανείς αυτό. σ. 148
11. η οργάνωση Χ
Οι δραστηριότητες των κομμάτων ενισχύθηκαν με την ανάπτυξη των οργανώσεων τους. Από την πλευρά της Δεξιάς η σημαντικότερη εξέλιξη ήταν η εμφάνιση της οργάνωσης Χ στο βορρά, της πρώτης οργανωμένης δύναμης της Δεξιάς στην περιοχή. Η οργάνωση Χ, με αρχηγό τον συνταγματάρχη Γρίβα, υποτίθεται ότι ήταν μια αντιστασιακή οργάνωση στη διάρκεια της κατοχής, αλλά οι αποδείξεις για την ύπαρξη της ήταν αμφίβολες ή ανύπαρκτες. Είχε εμφανιστεί μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα, ενσωματώνοντας μερικά από τα πιο αντιδραστικά στοιχεία, και στο νότο ήταν ήδη μια υπολογίσιμη δύναμη. Τώρα άρχιζε να επεκτείνεται στη βόρεια Ελλάδα και το γράμμα Χ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στους τοίχους των πόλεων, σύμφωνα με ένα φυλλάδιο του ΚΚΕ, «ως μια νέα και χωρίς προηγούμενο πρόκληση κατά του λαού», η οποία «αποδεικνύει καθαρά ότι η κυβέρνηση αποτελείται από εγκληματίες και συνεργάτες των Γερμανών». Στα μέσα Αυγούστου ήταν φανερό πως η οργάνωση Χ διέθετε ένα σκελετό στη Βέροια και στη Νάουσα, και τα πορτρέτα του βασιλιά άρχισαν να πολλαπλασιάζονται στους τοίχους. Η χωροφυλακή δεν φάνηκε καθόλου πρόθυμη να τα απομακρύνει από τους τοίχους και τελικά η οργάνωση αυτοπαρουσιάστηκε μέσα από δυο φυλλάδια. Το πρώτο περιείχε την ιστορία και τους στόχους της, που προσδιορίζονταν ως η συνταγματική μοναρχία, η ελευθερία του ατόμου, η ικανοποίηση των εθνικών διεκδικήσεων της Ελλάδας, και η προστασία της νεολαίας από την επίδραση ξένων, αντεθνικών συμφερόντων. Το δεύτερο φυλλάδιο ήταν μια δηλητηριώδης επίθεση κατά του ΚΚΕ. Η επίσκεψη στη Βέροια του Βάλβη, υπαρχηγού της οργάνωσης Χ, στις αρχές Οκτωβρίου, έδωσε μια καθαρότερη εικόνα για τη φύση της οργάνωσης. Ο Βάλβης μίλησε για τους «κόκκινους φασίστες της Μόσχας», αναφερόμενος όχι μόνο στους κομμουνιστές αλλά και στον Σοφούλη και τους φιλελεύθερους οπαδούς του, απαρίθμησε τους ευρύτερους στόχους του ελληνικού αλυτρωτισμού, και ζήτησε εκλογές το συντομότερο ώστε να θριαμβεύσουν τα φιλοβασιλικά κόμματα. Τα ρητορικά του όπλα -η συμπεριφορά του 143 ου τάγματος της εθνοφρουράς και η αντιστασιακή δράση της οργάνωσης Χ στη διάρκεια της κατοχής-δεν εντυπωσίασαν κανένα εκτός από τους φανατικούς υποστηρικτές του. Η επίσκεψη του όμως πολλαπλασίασε τα μέλη της οργάνωσης στην περιοχή: σύμφωνα με την εκτίμηση του τοπικού αρχηγού της, η οργάνωση Χ έφτασε στην πόλη της Βέροιας και στα γειτονικά χωριά τα 3000 μέλη, ενώ και στην Κοζάνη παρατηρήθηκε μια παρόμοια αύξηση μετά την επίσκεψη του Βάλβη. Δεν υπήρχε αμφιβολία για τη δημιουργία μιας νέας ακροδεξιάς δύναμης, που μπορούσε να αντισταθμίσει την οργανωμένη δύναμη του ΚΚΕ. Το γράμμα Χ έκανε την εμφάνιση του σχεδόν σε κάθε τοίχο και άνδρες της εθνοφυλακής έπαιρναν μέρος με τις στολές τους στις διαδηλώσεις της οργάνωσης Χ. σ. 157-159
[πάνω]
12. οι εκλογές Μαρτίου 1946
Η παρουσία των βρετανικών δυνάμεων δεν επηρέαζε σχεδόν καθόλου το εκλογικό σώμα, έστω και αν δεν είχαμε πετύχει να αποστασιοποιηθούμε από την υποψία των Ελλήνων, ότι βρισκόμασταν εκεί για να επιβάλουμε τη μοναρχία. Η πίστη αυτή προκαλούσε δυσαρέσκεια και στις δυο πλευρές: τόσο στην Αριστερά, που πάντοτε κατήγγειλε τις δήθεν φιλοβασιλικές προθέσεις μας (αν και για τους κομμουνιστές το κυριότερο πρόβλημα ήταν πως η παρουσία μας θα αποτελούσε εμπόδιο σε μελλοντική προσπάθεια τους να καταλάβουν την εξουσία με τα όπλα), όσο και στην άκρα Δεξιά, που περίμενε την άμεση επιστροφή του βασιλιά και είχε απογοητευτεί με την αναβολή του δημοψηφίσματος. Συνολικά οι περισσότεροι Έλληνες εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι σκοπός της παρουσίας μας ήταν η παλινόρθωση κάποιας μορφής του προηγούμενου πολιτεύματος. Η προσεκτική ουδετερότητα των πράξεων μας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις προσωπικών διαφορών και συγκρούσεων, δεν ήταν αρκετή για να σβήσει από τη μνήμη των Ελλήνων τη σκοτεινή διπλωματία του παρελθόντος, ούτε να σβήσει από τη σκέψη τους την απλοϊκή αλήθεια ότι η Βρετανία ήταν μια μοναρχία και έτσι έπρεπε να υποστηρίζει τους βασιλιάδες γενικά. Η παρερμηνεία των προθέσεων μας γινόταν φανερή μέσα από δημοφιλή τραγούδια της Δεξιάς, που συνέδεαν τη Βρετανία με την επιστροφή του βασιλιά, και την πίστη πολλών φιλοβασιλικών ότι τελικά ο Γεώργιος Β' θα επέστρεφε κάτω από την προστασία της Βρετανίας. Ασφαλώς ήταν χρήσιμο για την προπαγάνδα ενός ελληνικού κόμματος να συνδέσει τους στόχους του με τις υποθετικές βρετανικές θέσεις, αλλά η προπαγάνδα αυτή δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική αν δεν έβρισκε γόνιμο έδαφος για να ριζώσει. Στις 31 Μαρτίου 1946 οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν κάτω από την εποπτεία των περίπου 1200 μελών της συμμαχικής AMFOGE. Εκτός από ένα μεμονωμένο περιστατικό στη Μακεδονία η μέρα κύλησε ήρεμα και όταν καταμετρήθηκαν οι ψήφοι, οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν: το Λαϊκό κόμμα και τα άλλα φιλοβασιλικά κόμματα κέρδισαν συνολικά 231 από τις 354 έδρες της βουλής. Έμενε μόνο η τελική έκθεση της AMFOGE για την επικύρωση των αποτελεσμάτων. Νωρίτερα, την πρώτη Μαρτίου, είχα φύγει από την Ελλάδα με άδεια. Επιστρέφοντας μεταφέρθηκα από το στρατό στην Υπηρεσία Τύπου της βρετανικής πρεσβείας και τοποθετήθηκα προσωρινά στο Βόλο, στη θέση του Αξιωματικού Τύπου, που θα απουσίαζε για δυο ή τρεις μήνες. Η έκθεση των παρατηρητών δημοσιεύτηκε στη διάρκεια των λίγων ημερών που έμεινα στην Αθήνα πριν ξεκινήσω για το Βόλο. Τις ημέρες που είχαν προηγηθεί από τη δημοσίευση, οι συζητήσεις δεν είχαν σταματήσει. Το βασικό ερώτημα ήταν αν το ποσοστό της αποχής θα ήταν ή όχι μεγαλύτερο από το ποσοστό αυτών που είχαν ψηφίσει. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως νίκη της Αριστεράς, έστω και αν αυτοί που δεν είχαν ψηφίσει δεν ανήκαν όλοι στην Αριστερά: πολλοί ήταν νεκροί, που δεν είχαν σβηστεί από τους εκλογικούς καταλόγους, ενώ άλλοι απλά δεν ήθελαν να ψηφίσουν. Μέχρι την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, όλα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα χρησιμοποιούσαν εικασίες για να στηρίξουν τη θέση τους. Η Αριστερά προέβλεπε πως αυτοί που δεν ψήφισαν ήταν πολύ περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν αλλά τότε, γιατί δεν είχαν προτιμήσει να πάρουν μέρος στις εκλογές και να πετύχουν μια νόμιμη νίκη; Η Δεξιά ισχυριζόταν πως το πραγματικό ποσοστό αποχής ήταν πολύ μικρότερο, επειδή οι εκλογικοί κατάλογοι δεν ήταν ακριβείς (επιχείρημα που προηγουμένως είχε χρησιμοποιήσει η Αριστερά κατά της εγκυρότητας των εκλογών)• αλλά τότε, γιατί είχε επισπεύσει τις εκλογές και δεν περίμενε να γίνει ένας λεπτομερής έλεγχος των εκλογικών καταλόγων; Η επίσημη έκθεση της επιτροπής παρατηρητών έβαλε τέλος στις συζητήσεις. Σύμφωνα με την AMFOGE οι εκλογές «σε γενικές γραμμές» ήταν «ελεύθερες και δίκαιες» και το συνολικό τους αποτέλεσμα αποτελούσε μια «αληθινή και έγκυρη έκφραση της θέλησης του ελληνικού λαού». Το ποσοστό αυτών που ψήφισαν ήταν μόλις 49% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους - κάτι που επέτρεπε στο ΚΚΕ να ισχυριστεί πως το υπόλοιπο 51% ήταν υποστηρικτές του. Η εκτίμηση των παρατηρητών ήταν πως μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 9,3% μπορούσε να αποδοθεί σε αποχή «για λόγους πολιτικής στρατηγικής». Ακόμη κι αν αυτή η εκτίμηση ήταν μάλλον χαμηλή, άνθρωποι που είχαν καλή γνώση της ελληνικής πολιτικής σκηνής δεν τοποθετούσαν το ποσοστό της αριστερής αποχής πάνω από το απόλυτο όριο του 20%. Η δημοσίευση της έκθεσης επικύρωνε και τυπικά το αποτέλεσμα των εκλογών. Έμενε μόνο να δούμε πόσα προβλήματα θα λύνονταν χάρη στο γεγονός ότι η Ελλάδα διέθετε εκλεγμένη κυβέρνηση για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια. Στις 17 Απριλίου ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, τώρα αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, ορκίστηκε πρωθυπουργός. σ. 182-184
13. η βρετανική στάση
Αλλά αν η ελληνική κυβέρνηση υπονόμευε συστηματικά το έργο των βρετανικών αποστολών, εκμεταλλευόμενη την παρουσία τους για τη διατήρηση της εξουσίας και γελοιοποιώντας τη βρετανική πολιτική, αυτό ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Είχα στείλει επιστολές στη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα εκφράζοντας αυτές τις ανησυχίες μου, αλλά το μόνο που πήρα ήταν σύντομα τηλεγραφήματα που επιβεβαίωναν τυπικά τη λήψη των επιστολών. Η βρετανική πολιτική παρέμενε ένα αίνιγμα. Ήταν παράδοξο το γεγονός ότι πριν τις εκλογές οι βρετανικές παρεμβάσεις γίνονταν μόνο προς την κατεύθυνση της κυβέρνησης, η οποία δεν ασκούσε καμία επιρροή έξω από την πρωτεύουσα. Η συμβολή των βρετανικών δυνάμεων στη διατήρηση του νόμου και της τάξης κατά την περίοδο αυτή ήταν αποτέλεσμα ατομικών προσπαθειών των αξιωματικών και των ανδρών της βρετανικής δύναμης. Από τη στιγμή όμως που υπήρχε εκλεγμένη κυβέρνηση, η βρετανική δύναμη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για να εξασφαλίσει πραγματικές συνθήκες δικαιοσύνης και ασφάλειας στη χώρα. Ο έλεγχος της κυβέρνησης για τις πράξεις πολλών Ελλήνων αξιωματικών, που ενεργούσαν στο όνομα της, ήταν πρακτικά ανύπαρκτος. Η ουσιαστική εξουσία της κυβέρνησης ήταν η δυνατότητα να διορίζει διοικητικό και στρατιωτικό προσωπικό, που αν είχε χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης θα μπορούσε να είχε εξασφαλίσει έναν ικανοποιητικό βαθμό συμμόρφωσης στις προθέσεις της. Από την πλευρά τους τα βρετανικά στρατεύματα έμεναν αυστηρά προσηλωμένα στην αρχή της μη ανάμειξης στα εσωτερικά μιας χώρας - παρά την παρουσία μας εκεί, παρά την πίστη όλων των Ελλήνων και όλων των αντιπάλων της Βρετανίας στη διεθνή σκηνή ότι η παρουσία αυτή ήταν καθοριστική για τη μοίρα της χώρας και παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι σε τελική ανάλυση η κατάσταση ήταν προϊόν της βρετανικής επέμβασης στις συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1944. Το έργο των Βρετανών αξιωματικών για τη διατήρηση της τάξης και της δικαιοσύνης άρχισε βαθμιαία να γίνεται δυσκολότερο, καθώς η Δεξιά νομιμοποιούσε τη θέση της στην εξουσία. Πριν ακόμη συνεδριάσει η νέα βουλή, στις 13 Μαΐου, ο Τσαλδάρης είχε πετύχει τη συγκατάθεση των Βρετανών για την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος την πρώτη Σεπτεμβρίου 1946 - μόλις πέντε μήνες μετά τις εκλογές. Αν το δημοψήφισμα γινόταν τόσο σύντομα, το αποτέλεσμα του δεν θα διέφερε πολύ από το αποτέλεσμα των εκλογών. Η επίσπευση αυτή ήταν ένα μεγάλο λάθος, καθώς εμπόδιζε κάθε προοπτική μετριοπαθούς λύσης στο πολιτειακό ζήτημα. 0 βασιλιάς θα επέστρεφε επειδή πολλοί θα τον ψήφιζαν ως το μικρότερο κακό σε σύγκριση με τη μοναδική εναλλακτική λύση, που είχε ταυτιστεί με τον κομμουνισμό. Η επιστροφή του βασιλιά ήταν πλέον το κύριο ενδιαφέρον και ο κύριος στόχος της κυβερνητικής πολιτικής. Το πιεστικό πρόβλημα της εσωτερικής ασφάλειας αντιμετωπίστηκε με μια έκτακτη νομοθεσία που επέτρεπε και πάλι τις συλλήψεις χωρίς ένταλμα και χωρίς την ύπαρξη συγκεκριμένων κατηγοριών. Ασφαλώς οι αριστερές ένοπλες ομάδες αποτελούσαν τους τελευταίους δώδεκα μήνες μια πληγή και η δραστηριότητα τους είχε τώρα αυξηθεί, αλλά τα μέτρα αυτά δεν μπορούσαν παρά να επιδεινώσουν την κατάσταση, οδηγώντας περισσότερους πολίτες στην παρανομία και ενισχύοντας τις τάξεις αυτών που έπαιρναν τα όπλα κατά της κυβέρνησης. σ. 197-198
[πάνω]
14. το δημοψήφισμα Σεπτεμβρίου 1946
Την τελευταία εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα η κατάσταση βελτιώθηκε προσωρινά. Η Θεσσαλονίκη ήταν ήσυχη, αλλά έφταναν αναφορές για συγκρούσεις μεταξύ χωροφυλακής και ένοπλων ομάδων σε απομακρυσμένες περιοχές, ενώ συνεχίζονταν οι καταγγελίες της Αριστεράς για παράνομες διώξεις. Η αντίθεση των σλαβικών χωρών στις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις προβλήθηκε έντονα από τις δεξιές και κεντρώες εφημερίδες και όλοι συμφωνούσαν πως η δημοσιότητα αυτή θα έβλαπτε εκλογικά το ΚΚΕ. Οι αριστερές εφημερίδες ερμήνευαν διαφορετικά την αντίθεση αυτή -ως έκφραση κριτικής για το άδικο δημοψήφισμα και για την κατάσταση στην Ελλάδα. Δυο μέρες πριν το δημοψήφισμα η εφημερίδα Ελευθερία πρόσφερε στους αναγνώστες της ένα σύντομο απολογισμό της τρομοκρατίας: Μόλις 143 μέρες έχουν περάσει από την άνοδο της διορισμένης από τους Βρετανούς κυβέρνησης στην εξουσία, και τα αποτελέσματα της δράσης του στρατού, της χωροφυλακής και των «εθνικοφρόνων» συμμοριών είναι ζηλευτά: 579 δολοφονίες, 40 εκτελέσεις, 415 σοβαροί τραυματισμοί, 1644 βάρβαροι βασανισμοί, 39 εξαφανίσεις, 1266 εκτοπισμοί, 3942 φυλακίσεις. Επίσης έχουν καταστραφεί οι περιουσίες 48 πολιτών και έχουν καεί 86 σπίτια. Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι στην περιοχή της Λάρισας οι άνδρες του Σούρλα έχουν δολοφονήσει 105 άτομα, υπάρχει ένας αριθμός θυμάτων από βολές πυροβολικού, αεροπλάνων και αρμάτων μάχης κατά τις επιχειρήσεις «σκούπα», περίπου δέκα άτομα έχουν δολοφονηθεί από «αγνώστους», που δεν είναι άλλοι από τους μοναρχοσυμμορίτες, πολλά σπίτια έχουν πυρποληθεί από στρατιωτικές μονάδες και γυναίκες έχουν βιασθεί. Δεν είναι απαραίτητο να τονίσει κανείς τις υπερβολές που περιέχονται σε τέτοια άρθρα, που γέμιζαν τις αριστερές εφημερίδες. Εκτός όμως από την υποστήριξη της πολιτικής τους γραμμής, οι αριστερές εφημερίδες προσπαθούσαν με τον τρόπο αυτό να απαντήσουν στις βίαιες επιθέσεις κατά των γραφείων τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε απότομη πτώση της κυκλοφορίας τους σε μερικές περιοχές. Η μέρα του δημοψηφίσματος ήταν ηλιόλουστη και ζεστή, μια καλοκαιρινή μέρα που δεν θύμιζε καθόλου ότι είχαμε μπει στο Σεπτέμβριο. Από τις 6 το πρωί ως τα μεσάνυχτα περιοδεύαμε με ένα τζιπ σε εκλογικά κέντρα δυτικά της Θεσσαλονίκης, ενώ οι ομάδες παρατηρητών, 26 συνολικά, κάλυπταν συστηματικά την περιοχή. Η μέρα κύλησε ήσυχα και όταν ήρθε το βράδυ νιώσαμε μια βαθιά ανακούφιση. Υπήρχαν μερικά μικρά επεισόδια, καθώς και ένα σοβαρότερο κοντά στο Νεστόριο, δέκα μίλια από τα αλβανικά σύνορα, όπου μια ομάδα τριακοσίων ανδρών επιτέθηκε στη χωροφυλακή και κατέστρεψε τις κάλπες, αλλά οι παρατηρητές συμφώνησαν ομόφωνα ότι οι εκλογές ήταν δίκαιες και ότι οι περιπτώσεις νοθείας ήταν ελάχιστες. Οι εκλογικοί κατάλογοι είχαν ελεγχθεί πριν από την ψηφοφορία και είχαν βρεθεί στην καλύτερη δυνατή κατάσταση κάτω από τις παρούσες συνθήκες, έστω και αν δεν έλειπαν μερικές περιπτώσεις μεροληψίας στη σύνταξη τους. Η πλειοψηφία των καταγγελιών που έγιναν στη διάρκεια της ημέρας ερευνήθηκαν και αποδείχτηκαν αστήρικτες, είτε επί τόπου είτε από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Η εφημερίδα Λαϊκή Φωνή είχε καταγγείλει ότι στα Γιαννιτσά οι δημοκράτες είχαν εμποδιστεί να ψηφίσουν, αλλά η καταμέτρηση των ψήφων έδειξε μια καθαρή πλειοψηφία των δημοκρατικών στην πόλη αυτή. Τα τελικά αποτελέσματα για τη βόρεια Ελλάδα έδωσαν μια πλειοψηφία 62% υπέρ της επιστροφής του βασιλιά. Αντίθετα η πόλη της Θεσσαλονίκης ψήφισε κατά του βασιλιά, κάτι που επέτρεψε στη Λαϊκή Φωνή να πανηγυρίσει τη λαμπρή νίκη της δημοκρατίας κατά του μοναρχοφασισμού: «Παρά το γεγονός ότι το δημοψήφισμα μαγειρεύτηκε από τους Βρετανούς και τους μοναρχικούς, τα αποτελέσματα δείχνουν πως η Δημοκρατία νίκησε και πως η αγγλομοναρχική πολιτική στην Ελλάδα έχει αποτύχει» (Λαϊκή Φωνή, 3 Σεπτεμβρίου 1946). Για το σύνολο της χώρας το δημοψήφισμα έδωσε μια πλειοψηφία 68,2% υπέρ της επιστροφής του βασιλιά, ενώ το ποσοστό συμμετοχής έφτασε το 86,3% των εγγεγραμμένων. Αυτό το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό συμμετοχής προκάλεσε υποψίες για νοθεία, αλλά δεν μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία ότι με πρόσφατες τις μνήμες των πράξεων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, κάτω από μια ατμόσφαιρα φόβου και αναταραχής, και ενώ στη διεθνή σκηνή ο ανταγωνισμός των Σλαβικών χωρών προς την Ελλάδα ενισχυόταν, το αποτέλεσμα εξέφραζε την άμεση επιθυμία του ελληνικού λαού -έστω κι αν αρκετοί από αυτούς που είχαν ψηφίσει υπέρ της επιστροφής του βασιλιά σκέφτονταν πως αργότερα, όταν τα πράγματα θα είχαν ησυχάσει, θα έπρεπε να τον διώξουν και πάλι. σ. 218-220
15. όξυνση της βίας
Η βία αυξανόταν σταθερά τώρα, παράλληλα με την αύξηση των μέτρων για την καταστολή της. Την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου εκτελέστηκαν 7 άνθρωποι που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο την προηγούμενη εβδομάδα, και καταδικάστηκαν άλλοι 4 σε θάνατο, 9 σε ισόβια, και 15 σε ποινές φυλάκισης μεταξύ 10 και 20 χρόνων. Οι κατηγορίες στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν συμμετοχή σε ένοπλες ομάδες, οπλοφορία ή απλά συνεργία στις δραστηριότητες ένοπλων ομάδων με την παροχή εφοδίων. Οι εκτοπισμοί επίσης πολλαπλασιάζονταν με γοργό ρυθμό και την ίδια εβδομάδα εξορίστηκαν 50 «συμπαθούντες» την Αριστερά (20 από τη Θεσσαλονίκη και 30 από τη Βέροια) για ένα χρόνο στα απομακρυσμένα νησιά Φολέγανδρος, Γαύδος και Ανάφη. Σε πολλά σημεία των γιουγκοσλαβικών συνόρων οι ένοπλες ομάδες μπορούσαν να διασχίζουν τα σύνορα με ευκολία και η κατάσταση στη δυτική Μακεδονία πρακτικά ισοδυναμούσε με ένα συνεχή εμφύλιο πόλεμο. Οι ένοπλες ομάδες, που χτυπούσαν σταθμούς της χωροφυλακής ή συναντούσαν περιπολίες του στρατού και της χωροφυλακής, ήταν σημαντικά μεγαλύτερες σε σύγκριση με τους προηγούμενους μήνες. Στη βόρειο Πίνδο δρούσαν αρκετές μεγάλες ομάδες. Οι απώλειες των ενόπλων από τις συγκρούσεις με το στρατό και τη χωροφυλακή ήταν σοβαρές και συχνά τα κεφάλια των νεκρών «συμμοριτών» επιδεικνύονταν για παραδειγματισμό στις πόλεις, αλλά οι απώλειες των κυβερνητικών δυνάμεων, στο βαθμό που μπορούσαν να γίνουν εκτιμήσεις, ήταν μεγαλύτερες. Ήταν φανερό ότι οι ένοπλες ομάδες είχαν την υποστήριξη της λεγόμενης Πέμπτης Φάλαγγας μέσα στις πόλεις και τα έκτακτα μέτρα ασφαλείας ήταν μια προσπάθεια για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η παρούσα κατάσταση επέβαλε τη λήψη έκτακτων μέτρων απλά, η μεροληψία των μέτρων σε βάρος της Αριστεράς ενίσχυε τις αντικυβερνητικές δυνάμεις, Στις 27 Σεπτεμβρίου ο βασιλιάς επέστρεψε στην Ελλάδα. Στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε ιδιαίτερος ενθουσιασμός, αν εξαιρέσουμε τις γαλανόλευκες σημαίες στην πρόσοψη όλων των κτιρίων. Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά: ο φόβος ήταν πολύ έντονος τώρα και η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης είχε ψηφίσει κατά του βασιλιά. Τρεις μέρες αργότερα η επιστροφή του βασιλιά ξεχάστηκε, όταν συνέβη το πιο βίαιο περιστατικό από όλα όσα είχαν προηγηθεί, δείχνοντας το βαθμό των δυνατοτήτων των ένοπλων ομάδων και της Πέμπτης Φάλαγγας. Την πρώτη Οκτωβρίου, στις 11 το βράδυ, μια ομάδα περίπου τετρακοσίων ανδρών κατέβηκε από την πλαγιά του Βερμίου κι επιτέθηκε στη Νάουσα με στόχο τις μονάδες του στρατού και της χωροφυλακής. Ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν καθηλωθεί στα στρατόπεδα τους, μια δύναμη της Πέμπτης Φάλαγγας εμφανίστηκε στους δρόμους και άρχισε να βάζει φωτιά στα σπίτια δεξιών με μπουκάλια πετρελαίου. Η γέφυρα κάτω από την πόλη ανατινάχτηκε και οι τηλεφωνικές γραμμές κόπηκαν. Καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα για αξιόπιστη πληροφόρηση, κυκλοφόρησε η φήμη πως όλη η πόλη φλεγόταν και πως οι νεκροί είχαν ξεπεράσει τους διακόσιους. σ. 223-224
16. ένοπλοι πολίτες, στρατός, χωροφυλακή
Από την κυβερνητική πλευρά το πρωταρχικό όργανο για την αποκατάσταση της τάξης έπρεπε να είναι ο στρατός, αλλά η αφοσίωση του στην κυβέρνηση ήταν αμφίβολη, όπως έδειχνε ο αυξανόμενος αριθμός καταδικών για λιποταξία και συνεργασία με τους αντάρτες κι έτσι το βάρος έπεφτε στη χωροφυλακή. Η χωροφυλακή όμως δεν είχε τον απαιτούμενο αριθμό ανδρών για να υπερασπιστεί κάθε χωριό, ούτε ήταν σε θέση, εκεί όπου ήταν παρούσα, να αντιμετωπίσει μια οργανωμένη επίθεση μεγάλης κλίμακας. Για το λόγο αυτό άρχισαν να δημιουργούνται εφεδρείες, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη χωροφυλακή σε μια μάχη ή ακόμη και να την υποκαταστήσουν σε μακρινές περιοχές. Ταυτόχρονα, ως ένα άμεσο μέτρο ανάγκης, η χωροφυλακή όλο και περισσότερο διένειμε όπλα σε έμπιστους δεξιούς πολίτες, ώστε να είναι σε θέση να αμυνθούν σε περίπτωση επίθεσης. Επίσημα η κυβέρνηση δεν παραδεχόταν την ύπαρξη αυτών των ένοπλων πολιτών και μάλιστα είχε προσπαθήσει να κρύψει την ύπαρξη τους από τους Βρετανούς. Παρ' όλα αυτά, ο εξοπλισμός των πολιτών γινόταν σε τόσο μεγάλη έκταση που δεν μπορούσε να μείνει για πολύ καιρό μυστικός. Η χωροφυλακή και το Τρίτο Σώμα Στρατού είχαν ήδη μοιράσει περίπου 5.000 τουφέκια σε πολίτες στην κεντρική Μακεδονία, 3.500 στη δυτική Μακεδονία και 300 στη Θράκη. Βαθμιαία σχηματίστηκαν άτακτες δυνάμεις, συχνά με την υποστήριξη αξιωματικών του στρατού, και οι Μιχάλαγας και Παντελής βρέθηκαν για μια ακόμη φορά επικεφαλής μικρών ένοπλων ομάδων, που οργανώθηκαν -όπως και στη διάρκεια της Κατοχής- για να πολεμήσουν τον κομμουνισμό. Καθώς η χωροφυλακή ήταν η κύρια δύναμη της κυβέρνησης, η σύγκρουση είχε πάρει τη μορφή ενός πολέμου ανάμεσα σε «κλέφτες και αστυνόμους». Η τακτική των αριστερών ένοπλων ομάδων ήταν να στήνουν ενέδρες σε φορτηγά, να χτυπούν απομακρυσμένους σταθμούς της χωροφυλακής, ή να καταλαμβάνουν προσωρινά μικρά χωριά, όπου κατέστρεφαν το σταθμό της χωροφυλακής και εξουδετέρωναν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, που υπήρχαν ανάμεσα στους χωρικούς. Μερικές φορές η μέθοδος αυτή πετύχαινε, όπως στη Δεσκάτη, άλλοτε όχι, όπως στη Νάουσα. Ένας χωροφύλακας που έπεφτε στα χέρια των εχθρών του δεν μπορούσε να περιμένει παρά μόνο τον θάνατο, συχνά μετά από φριχτά βασανιστήρια, όπως συμπεραίναμε από τα ακρωτηριασμένα πτώματα. Η χωροφυλακή συμπεριφερόταν το ίδιο σκληρά στους αντιπάλους της. Τα μέλη των ένοπλων ομάδων που συλλαμβάνονταν δεν ζούσαν για πολύ, και τα κεφάλια τους, με ή χωρίς το σώμα, γίνονταν θέαμα στην πλατεία του χωριού, τόσο για λόγους αναγνώρισης όσο και για παραδειγματισμό. Από καθαρά στρατιωτική άποψη η χωροφυλακή βρισκόταν σε αμυντική θέση, αλλά είχε και άλλα όπλα στη διάθεση της: οι οικογένειες γνωστών ανταρτών συλλαμβάνονταν και εκτοπίζονταν ως μέσο πίεσης που θα τους εξανάγκαζε να κατεβούν από τα βουνά και να παραδοθούν. Η οικογένεια του Υψηλάντη εκτοπίστηκε με αυτό τον τρόπο, αλλά ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος αντάρτης υπέκυψε στον εκβιασμό. σ. 235-237
[πάνω]
17. από τους Άγγλους στους Αμερικανούς
Στις αρχές του 1947 η βρετανική κυβέρνηση, λόγω των οικονομικών της προβλημάτων, γνωστοποίησε στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι θα έπρεπε να αποδεσμευτεί οικονομικά από την Ελλάδα ως το τέλος Μαρτίου. Ο αριθμός των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα είχε ήδη μειωθεί σημαντικά και η γνωστοποίηση ουσιαστικά αποτέλεσε την επίσημη ανακοίνωση του τερματισμού της βρετανικής ευθύνης για την Ελλάδα. Ο εμφύλιος πόλεμος στο μεταξύ είχε πάρει νέες διαστάσεις, εκτός από μια σύντομη περίοδο νηνεμίας στη διάρκεια της επίσκεψης της επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών. Έτσι, ο κίνδυνος για εγκατάλειψη της Ελλάδας στα χέρια του κομμουνιστικού μπλοκ φαινόταν τόσο άμεσος, που υποχρέωσε τις ΗΠΑ να αναθεωρήσουν την αρχή της μη επέμβασης και να καλύψουν το κενό που άφηνε η Βρετανία. Στις 21 Μαρτίου ο πρόεδρος Τρούμαν υπέβαλε στο Κογκρέσο το γνωστό «δόγμα Τρούμαν», για ένα δάνειο 400 εκατομμυρίων δολαρίων ως οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Η Ελλάδα είχε περάσει στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν μια πραγματικότητα, παρ' ότι δεν ήταν δυνατό να δώσει κανείς μια ημερομηνία ή ένα συγκεκριμένο γεγονός, που είχε σημαδέψει το πέρασμα από τις σποραδικές ταραχές στον γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο. Η κατάσταση αυτή θα κρατούσε για περισσότερο από δυο ακόμη χρόνια. […]
Με την πάροδο του χρόνου η κυβέρνηση πήρε μέτρα για να αντιμετωπίσει μια μορφή πολέμου, στην οποία οι αντίπαλοι της συγκέντρωναν όλα τα πλεονεκτήματα. Ο εξοπλισμός των πολιτών γινόταν πλέον απροκάλυπτα και όσοι ήταν γνωστοί αντικομμουνιστές έπαιρναν όχι μόνο όπλα αλλά και επίσημους τίτλους. Οι Αμερικανοί, από τη στιγμή που αναμείχθηκαν, εγκατέλειψαν τη στάση της λεπτής ουδετερότητας, που είχαν κρατήσει οι Βρετανοί και υποστήριξαν ανοικτά τις κυβερνητικές δυνάμεις κατά των ανταρτών. Εκτός από την υποστήριξη σε στρατιωτικό υλικό, δημιουργήθηκε ένα μεικτό ελληνοαμερικανικό επιτελείο και Αμερικανοί αξιωματικοί αποσπάστηκαν σε πολλές μονάδες του ελληνικού στρατού ως παρατηρητές. Παρ1 όλα αυτά οι αντάρτες διατηρούσαν την πρωτοβουλία και ο έλεγχος τους στις ορεινές περιοχές εξαπλώθηκε γρήγορα. Οι μικρές πινέζες που έδειχναν τις θέσεις των ανταρτών στους επιχειρησιακούς χάρτες του στρατού σχημάτιζαν συμπαγείς μαύρες εκτάσεις. Το 1948 δεν υπήρχε επαρχία στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου οι αντάρτες να μη διαθέτουν τουλάχιστον ένα προγεφύρωμα. Η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια έδειχνε να καταβροχθίζεται χωρίς αποτέλεσμα, όπως είχε γίνει παλιότερα στην Κίνα. σ. 245-247
18. «παιδουπόλεις»
Τα παιδιά ήταν τα πιο αθώα θύματα του εμφύλιου πολέμου. Γι' αυτά που είχαν παρθεί και είχαν διασκορπιστεί στην Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, ή ακόμη μακρύτερα, δεν μπορούσε να γίνει τίποτε προς το παρόν. Μέσα στην Ελλάδα υπήρχαν περίπου τριακόσιες χιλιάδες παιδιά-πρόσφυγες από τις βόρειες επαρχίες της χώρας. Ένα μικρό ποσοστό από αυτά ζούσε σε καλές συνθήκες στις «παιδουπόλεις» -καλά οργανωμένες κατασκηνώσεις για ορφανά και άστεγα παιδιά, που είχαν δημιουργηθεί σε όλη τη χώρα με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης. Οι παιδουπόλεις αποτελούσαν μια ευχάριστη εξαίρεση, και τα παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους, ή που οι γονείς τους ήταν αντάρτες, ζούσαν εκεί σε συνθήκες που δεν θα μπορούσαν να βρουν πουθενά αλλού. Σε μια παιδούπολη στο χωριό Αγριά, κοντά στον Βόλο, είδα μια φωτογραφία τεσσάρων ορφανών παιδιών σε μια τραμπάλα, δυο αδέλφια σε κάθε άκρο. Ο πατέρας των δυο παιδιών είχε σκοτώσει τον πατέρα των άλλων δυο, ο παππούς των οποίων στη συνέχεια είχε εκδικηθεί σκοτώνοντας το δολοφόνο του γιου του, δηλαδή τον πατέρα των δυο πρώτων παιδιών. σ. 257-258
19. Τρίκερι
Τα προβλήματα αυτά καθρεφτίζονταν στην περίπτωση του μικρού νησιού Τρίκερι, στον Παγασητικό κόλπο, όπου είχαν εκτοπιστεί περίπου δυο χιλιάδες γυναίκες. Όταν ζητήσαμε άδεια για να επισκεφτούμε το νησί, ο διοικητής της χωροφυλακής του Βόλου τηλεφώνησε στην Αθήνα για να πάρει έγκριση, η οποία, προς μεγάλη έκπληξη μας, δόθηκε αμέσως. Ένα βροχερό πρωινό στα μέσα Οκτωβρίου, τις σκοτεινές και παγωμένες ώρες πριν χαράξει, ξεκινήσαμε με το καΐκι εφοδιασμού του νησιού και ανοιχτήκαμε στα ανεμοδαρμένα νερά του κόλπου. Ο καπετάνιος του καϊκιού δεν είχε προλάβει να έρθει -ήταν μεθυσμένος, όπως μάθαμε αργότερα- και έτσι φύγαμε χωρίς αυτόν. Το μικρό νησί, σκεπασμένο με ελαιόδεντρα, βρισκόταν κοντά στην έξοδο του κόλπου. Φτάσαμε εκεί μετά από τρεις ώρες. Μόλις στρίψαμε για να μπούμε στο λιμανάκι του ο άνεμος κόπασε και είδαμε ένα συγκρότημα από λιγοστά κτίρια ανάμεσα σε κυπαρίσσια, ευκαλύπτους και θαμνώδεις πορτοκαλιές με ώριμα φρούτα. Το καλοκαίρι το νησάκι θα έπρεπε να είναι ένας παράδεισος. Αλλά τώρα μια γκρίζα βροχή μας θύμιζε τη σκληρή πραγματικότητα του χειμώνα. Το Τρίκερι ήταν μια φυλακή για γυναίκες, άλλες πολιτικές εξόριστοι και άλλες που απλά είχαν συλληφθεί στην τελευταία μεγάλη επιχείρηση «σκούπα» της χωροφυλακής πριν από το τέλος του πολέμου. Κάποτε υπήρχαν εδώ πέντε χιλιάδες εκτοπισμένες, αλλά τώρα οι μισές είχαν ήδη ελευθερωθεί και έμεναν περίπου χίλιες οκτακόσιες. Κάποιες κρατούνταν για περισσότερο από δυο χρόνια, αρχικά στη Χίο και έπειτα εδώ. Οι πιο πρόσφατες είχαν συμπληρώσει τέσσερις μήνες κράτησης. Ένα συρματόπλεγμα χώριζε το νησί σε δυο τομείς. Στον ανατολικό, που ήταν ο μεγαλύτερος κρατούνταν προσωρινά περίπου χίλιες γυναίκες, που θεωρούνταν σχετικά ακίνδυνες. Ήταν κυρίως αγρότισσες, έμεναν σε σκηνές και κοιμούνταν στο έδαφος. Βρίσκονταν εδώ επειδή τα παιδιά τους ήταν αντάρτες, επειδή τα σπίτια τους είχαν χρησιμοποιηθεί από τους αντάρτες, επειδή είχαν δώσει τρόφιμα (με ή χωρίς τη θέληση τους) στους αντάρτες, ή απλά επειδή ένας γείτονας τις είχε «καρφώσει» ως εχθρούς του κράτους. Μας υποδέχθηκαν με την ίδια φιλικότητα και φιλόξενη διάθεση όλων των Ελλήνων. Μερικές ισχυρίστηκαν ότι δεν ήξεραν γιατί είχαν συλληφθεί και μάλλον έλεγαν αλήθεια. Σύμφωνα με το νόμο κάθε κρατούμενος είχε τη δυνατότητα να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και να ελευθερωθεί, αλλά στην πράξη οι αρχές δεν έδιναν μεγάλη σημασία στα χαρτιά αυτά. Επίσης οι δηλώσεις αποκήρυξης δεν είχαν σημασία για τις περισσότερες γυναίκες. Μια εβδομηντάχρονη από τον Λαγκαδά είχε υπογράψει αλλά ήταν ακόμη εκεί. Μια άλλη, από το Πήλιο, που είχε ένα γιο στο στρατό και έναν άλλο στους αντάρτες, ρωτούσε γιατί θα έπρεπε να υπογράψει και να ξεχωρίσει τον ένα από τους άλλο. Ο δυτικός τομέας ήταν πολύ διαφορετικός. Οι κρατούμενες εδώ θεωρούνταν σκληρές κομμουνίστριες και απαγορευόταν να έρχονται σε επαφή με τις υπόλοιπες για να μη διαδίδουν την προπαγάνδα τους. Αντί για τις μεγάλες σκηνές του ανατολικού τομέα υπήρχαν μικρές ατομικές σκηνές, όπου κάθε μια έμενε μόνη της. Οι περισσότερες ήταν από την Αθήνα, μερικές φοιτήτριες - της ιατρικής, της φιλολογίας ή της νομικής. Υπήρχε ένα νέο κορίτσι, εικοσάχρονη, πανέμορφη, φοιτήτρια της οδοντιατρικής, που διεύθυνε όλες τις συζητήσεις με εξαιρετική ικανότητα. Το κύριο παράπονο τους δεν ήταν ότι ήταν φυλακισμένες, αλλά ότι υποχρεώνονταν να προσφέρουν ταπεινές υπηρεσίες στους χωροφύλακες που φρουρούσαν το νησί. Παραδέχονταν ότι μερικές ήταν πράγματι μέλη του ΚΚΕ, αλλά δεν συμφωνούσαν πως αυτό δικαιολογούσε την κράτηση τους. Ήταν μια παράξενη συνάντηση, που συντομεύτηκε από την ανησυχία των ναυτών του καϊκιού να επιστρέψουμε πριν νυχτώσει και χαλάσει περισσότερο ο καιρός. Ο διοικητής του νησιού είχε εισηγηθεί την απελευθέρωση όλων εκτός από ελάχιστες και φοβόταν για τις συνέπειες του χειμώνα καθώς οι κρατούμενες ζούσαν σε σκηνές. Η κράτηση δεν εξυπηρετούσε κανένα σκοπό «επανένταξης» των κρατουμένων στην κοινωνία, παρά μόνο πολλαπλασίαζε το αντικυβερνητικό τους μίσος. σ. 260-262
20. Μακρόνησος
Το κυριότερο νησί εκτοπισμού ανδρών ήταν η Μακρόνησος, που βρίσκεται απέναντι από το Λαύριο, νοτιοανατολικά της Αθήνας. Κάποια στιγμή οι κρατούμενοι εδώ είχαν φτάσει τους 27.000, κυρίως αξιωματικοί και άνδρες του στρατού, που παλιότερα είχαν υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ ή είχαν ύποπτες πολιτικές απόψεις. Ανάμεσα τους υπήρχαν πολλοί από τους οποίους το κράτος δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, αλλά τα κριτήρια για τη σύλληψη και τον εκτοπισμό ήταν τόσο αόριστα, ώστε αρκούσε η παραμικρή αφορμή για να βρεθεί κανείς δίπλα στους πιο σκληρούς κομμουνιστές. Βαθμιαία ο αριθμός των κρατουμένων είχε μειωθεί. Περίπου δέκα χιλιάδες είχαν αποστρατευτεί, δεκατρείς χιλιάδες είχαν αποκατασταθεί στις θέσεις τους στο στρατό και πεντέμισι χιλιάδες εξακολουθούσαν να κρατούνται. Εδώ γινόταν μια προσπάθεια «επανένταξης», αλλά οι αφηγήσεις σχετικά το χαρακτήρα της διέφεραν ανάλογα με τον ομιλητή. Ακούσαμε να γίνεται λόγος για βασανιστήρια, στους τομείς όπου ήταν απομονωμένοι οι αδιάλλακτοι κομμουνιστές, και για τομείς-βιτρίνες, ειδικά για τους ξένους επισκέπτες, που είχαν την κακή συνήθεια να πλησιάζουν τους κρατούμενους και να κάνουν ερωτήσεις. Οι δικές μου προσπάθειες να επισκεφτώ το νησί σκόνταψαν αμέτρητες φορές στη γραφειοκρατία. Οι υπεύθυνοι μου έλεγαν ότι έπρεπε να περιμένω να βελτιωθεί ο καιρός, κι όταν ο καιρός βελτιωνόταν μου έλεγαν πως τώρα έπρεπε να περιμένω να ολοκληρωθεί η παρούσα φάση της αναδιοργάνωσης του νησιού. Μέχρι την ημέρα που έφυγα από την Ελλάδα δεν είχα καταφέρει να πάρω την έγκριση. Σε κάθε περίπτωση, η Μακρόνησος δεν ήταν παρά μια ακόμη πινελιά στην εικόνα της Ελλάδας που ήταν ήδη καθαρή στα μάτια μου: το πρόβλημα της ανοικοδόμησης ήταν ηθικό και όχι υλικό. σ. 262-263 [πάνω]
|
|