|
|
[Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ]
Λίγες ώρες αφού έληξε ο απόηχος της μάχης στο Λιτόχωρο, άρχιζε με την αυγή της 31ης Μαρτίου σε όλη την Ελλάδα η ψηφοφορία των εκλογών. Ήταν μια χλιαρή ανοιξιάτικη μέρα που πέρασε ήρεμα. Ο ΟΗΕ είχε στείλει χίλιους διακόσιους παρατηρητές (που ο λαός τους αποκαλούσε «κουκουβάγιες», γιατί έφεραν περιβραχιόνια με αποτυπωμένη μια γλαύκα) και η παρουσία τους συνετέλεσε στο να τηρηθεί η τάξη. Αλλά βέβαια «οι κουκουβάγιες» ήταν ανίκανες να αποτρέψουν τη νοθεία. Όπως ήταν ανίκανες να αποτρέψουν τη βία πριν από τις εκλογές. Και όταν την επομένη των εκλογών θα πετούσαν στις χώρες τους, θα άφηναν πάλι στο έλεος της τρομοκρατίας το λαό, πράγμα που γνώριζε ο κάθε Έλληνας όταν ψήφιζε. Τι απέδωσαν όμως εκείνες οι εκλογές; Από τα πρώτα αποτελέσματα άρχισε να φαίνεται, όπως ήταν επόμενο, ο θρίαμβος της Δεξιάς, που την εκπροσωπούσε το Λαϊκό Κόμμα μαζί με ορισμένους συνεργαζόμενους. Συγκέντρωσε το 54,5% των ψήφων και 205 έδρες. Το Κέντρο συγκέντρωσε 34% των ψήφων και 116 έδρες. Και αν συνυπολογίσουμε τα άλλα κόμματα της Δεξιάς (ΕΘνικόν Κόμμα Ζέρβα, Εθνικόφρονες Τουρκοβασίλη), τότε η συνολική της δύναμη ανερχόταν σε 63% και 228 έδρες σε σύνολο 354. Φυσικά δεν αγνοούσε κανείς ότι τα αποτελέσματα ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν βίας και νοθείας. Αποτελούσαν όμως πλέον πραγματικότητα και ήταν μια μεγάλη νίκη του βασιλιά από το Λονδίνο. Γιατί η παράταξη του Λαϊκού Κόμματος και των συνεργαζομένων είχαν σαφώς διακηρύξει ως βασικό προεκλογικό στόχο τους την ταχεία επάνοδο του Γεωργίου Β' στο θρόνο του. Και πραγματικά, την επομένη των εκλογών το Λαϊκό Κόμμα, αφού εξέλεξε αρχηγό του τον Κ. Τσαλδάρη (ως τότε η διοίκηση του ήταν τετραμελής με τους Κ. Τσαλδάρη, Π. Μαυρομιχάλη, Τζον Θεοτόκη, Στ. Στεφανόπουλο), σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας Π. Πουλίτσα αρχικά και από τις 18 Απριλίου τον ίδιο τον Κ. Τσαλδάρη, ο οποίος δήλωσε από την πρώτη στιγμή: «Μεταξύ των βασικών σκοπών της κυβερνήσεως είναι να μελετήσει τους όρους της ταχυτέρας διενεργείας του δημοψηφίσματος». Ο αντιβασιλιάς Δαμασκηνός έσπευσε να υποβάλει την παραίτηση του. Και έγινε σκέψη να αναλάβει τη θέση του ο στρατηγός Παπάγος, πράγμα που ενέκρινε -ίσως και υπέδειξε- από το Λονδίνο ο Γεώργιος. Αλλά η αγγλική κυβέρνηση, που θεωρούσε πάντα τον Παπάγο υπαίτιο της ήττας του 1941, αντέδρασε Τα απόρρητα αρχεία του Φόρεϊν Οφις που δόθηκαν στη δημοσιότητα το 1976 δείχνουν την οργή του Μπέβιν και άλλων Άγγλων αξιωματούχων. Και ο Δαμασκηνός πιέστηκε να αποσύρει την παραίτηση του. Απέμενε όμως το θέμα της αποχής. Είχαν ψηφίσει 1.117.379 επί εγγεγραμμένων 2.195.950, η αποχή δηλαδή είχε ανέλθει σε 1.078.000 ψηφοφόρους ή 45%. Αν το μισό από αυτό το εκατομμύριο των ψήφων αποτελούσε πολιτική αποχή, αυτό σήμαινε ότι οι 500.000 εκείνες ψήφοι της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, προστιθέμενες στις 160.000 ψήφους των Φιλελευθέρων και στις 100.000 ψήφους άλλων κομμάτων του Κέντρου, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα μέτωπο πλειοψηφίας. Και αυτό χωρίς να υπολογίσουμε ότι δίχως την αποχή θα υπήρχε άλλη ατμόσφαιρα, άλλη προεκλογική δυναμική που θα επιδρούσε στο συσχετισμό των δυνάμεων. Λίγες μέρες αργότερα όμως η επιτροπή των παρατηρητών του ΟΗΕ ισχυρίστηκε ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς της οι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους ήταν 1.850.000 και ότι το χάσμα της αποχής ήταν 680.000 ψήφοι (35%). Με μια σειρά άλλων υπολογισμών ισχυρίζονταν ότι η αποχή της καθεαυτό Αριστεράς ανερχόταν μόνο σε 9,3%. Οπωσδήποτε το υψηλό ποσοστό της αποχής είχε κάποια σχέση και με το αξεκαθάριστο των εκλογικών καταλόγων, αφού είχαν να γίνουν εκλογές στη χώρα από το 1936. […]
Η Βουλή όμως εκείνη, που συνήλθε στις 1 3 Μαΐου, πολύ λίγο εκπροσωπούσε τη νέα πραγματικότητα, όπως είχε διαμορφωθεί μέσα στα δέκα θυελλώδη χρόνια από την τελευταία προκάτοχο της, την απλή Βουλή του 1936. Όχι μόνο γιατί ήταν μονόπλευρη με απουσία Κεντροαριστεράς και Αριστεράς, αλλά κυρίως γιατί η ανανεωτική δύναμη και ανακατάταξη πολιτικών και κοινωνικών στρωμάτων που είχε προκαλέσει η Κατοχή και η Αντίσταση έλειπαν τελείως. Τα παλιά κόμματα, παρά τη δεκαετή απουσία τους από το προσκήνιο, δέσποζαν πάλι. Από τους εννέα πολιτικούς αρχηγούς, οι έξι – Θ. Σοφούλης, Κ. Τσαλδάρης, Στ. Γονατάς, Γ. Παπανδρέου, Θ. Τουρκοβασίλης, Απ. Αλεξανδρής – ήταν παμπάλαιοι κοινοβουλευτικοί. Και εκτός των αρχηγών, ανάμεσα στους 354 βουλευτές διακρίνονταν πολλοί πανάρχαιοι, όπως ο Ευστράτιος Κουλουμβάκης ή ο προεδρεύων Γόντικας. Για να ολοκληρωθεί η εικόνα του αναχρονιστικού, υπήρχε και ένας εκπρόσωπος της 4ης Αυγούστου, ο Αρ. Δημητράτος. Η πτέρυγα των νέων περιελάμβανε πρόσωπα αξίας: τον Π. Κανελλόπουλο, τον Σπ. Μαρκεζίνη, τον Π. Παπαληγούρα κ.ά., που έμελλαν να παίξουν σπουδαίο ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας τα κατοπινά χρόνια. Αλλά ήταν μειοψηφία. Το χαρακτηριστικό της νέας Βουλής ήταν ότι κυριαρχούσαν οι παλαιοί. Και ανάμεσα τους οι βασιλόφρονες, που επευφήμησαν ενθουσιωδώς τον αντιβασιλέα όταν στο λόγο του ανήγγειλε ότι το δημοψήφισμα, αντί του τέλους του 1948 που είχε ορίσει ο Μπέβιν στις αρχές του πειραματισμού του με το Κέντρο, θα διεξαγόταν την 1η Σεπτεμβρίου 1946.
Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ, Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ 1946-1949, ΤΟΜΟΣ Α', ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, 86-88
[Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΑΝΑΡΧΕΤΑΙ] Την ίδια διάθεση είχαν τώρα και οι Άγγλοι, που χωρίς δυσκολία, αφού εγκατέλειψαν το «πείραμα Μπέβιν» για τη δημιουργία καθεστώτος του δημοκρατικού Κέντρου, εναγκαλίζονταν πια τη Δεξιά. Έτσι την 1η Σεπτεμβρίου 1946 διεξήχθη το δημοψήφισμα, αφού προηγήθηκε νέο κύμα τρομοκρατίας. Τη φορά αυτή η Αριστερά και η Κεντροαριστερά έκαναν αποχή. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο: σε σύνολο ψήφων 1.660.497, ο βασιλιάς συγκέντρωσε 1.135.492 ή 68,3%, η αβασίλευτη δημοκρατία 182.310 και ρίχτηκαν 342.500 λευκά. Σε σύγκριση με τις εκλογές της 31ης Μαρτίου, τώρα ψήφισαν 560.000 παραπάνω. Αυτός ο αριθμός αντιπροσώπευε την πολιτική αποχή, της οποίας ο μεγάλος όγκος ανήκε στην Αριστερά. Κανείς δεν αγνοούσε ότι το δημοψήφισμα εκείνο ήταν προϊόν βίας και νοθείας. Όλα όμως τα δημοκρατικά κόμματα δήλωσαν ότι το αποδέχονταν. Ο αστικός κόσμος, που είχε διασπαστεί εξαιτίας ή με αφορμή το καθεστώς, είχε συνενωθεί πάλι για να αντιμετωπίσει από κοινού την Αριστερά. «Θα προσαρμοσθώμεν προς την νέαν πραγματικότητα», δήλωσε ο Θ. Σοφούλης.
Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ, Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ 1946-1949, ΤΟΜΟΣ Α', ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, 91 |
|