ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Μακρόνησος (Γιώργος Μαργαρίτης)

 

Η Μακρόνησος ως στρατόπεδο

Η Μακρόνησος ως στρατόπεδο και ως «σχολείο»

Η Μακρόνησος ως «σχολείο»
 

 

 

[…]

Η ιδέα της δημιουργίας ενός ειδικού στρατοπέδου ή χώρου συγκέντρωσης όπου θα εκτοπίζονταν οι στρατεύσιμοι αυτών των κατηγοριών ήρθε με ορμή στο προσκήνιο. Δεν ήταν οι Βρετανοί που θα έφερναν αντίρρηση σε κάτι τέτοιο. Τη σχετική πρακτική την είχαν χρησιμοποιήσει οι ίδιοι τον Μάιο του 1944, μετά την εξέγερση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μέση Ανατολή. Περισσότεροι από τους μισούς άνδρες των ελληνικών μονάδων κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε ιδιαίτερα άσχημες συνθήκες. Τα στρατόπεδα αυτά, στην έρημο συνήθως, με σχεδόν ανύπαρκτες εγκαταστάσεις και άθλιες συνθήκες ζωής, αποτέλεσαν πρότυπο για την ελληνική εμφυλιοπολεμική πραγματικότητα. Στη χώρα δεν έλειπαν οι άνυδρες και αφιλόξενες νησίδες όπου οι ανεπιθύμητοι και ασφαλισμένοι θα ήταν – ως προς τυχόν παρορμήσεις τους για δημιουργία προβλημάτων στην κυβέρνηση και τη δεξιά παράταξη – και  θα είχαν όλο τον καιρό και όλους τους λόγους να μετανοήσουν και να επανεξετάσουν τόσο τις πολιτικές πεποιθήσεις τους, όσο και τον γενικότερο προσανατολισμό της ζωής τους. Το χειμώνα του 1946-1947, πριν ακόμη οι Βρετανοί παραδώσουν τη σκυτάλη στους Αμερικανούς, η ιδέα για τη δημιουργία ενός «ειδικού» κέντρου νεοσύλλεκτων είχε ωριμάσει. Η υλοποίηση του καθυστέρησε εξαιτίας δύο προβλημάτων: πρώτον, της κάλυψης του κόστους που θα απαιτούσε μια εγκατάσταση αυτού του μεγέθους και, δεύτερον, των τυχόν παρενεργειών που θα είχε η δημιουργία ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης – και βασανισμού – στη  μεταπολεμική ευρωπαϊκή κοινή γνώμη που, εύλογα, συνέδεε αυτές τις πρακτικές με τις ναζιστικές αντίστοιχες.

 

 

Η Μακρόνησος ως στρατόπεδο

 

Το στρατόπεδο της Μακρονήσου συγκροτήθηκε περίπου στα μέσα του 1947. Η πρώτη προϋπόθεση για τη δημιουργία του, η εξασφάλιση των απαραίτητων οικονομικών πόρων, πληρώθηκε την ίδια εποχή με τα κονδύλια που αποδέσμευσαν οι ΗΠΑ στο πλαίσιο του Δόγματος Τρούμαν. Μάλιστα η χρηματοδότηση αυτού που θα γινόταν ένα «κέντρο εθνικής ανάνηψης» – ένα  πειθαρχικό κέντρο δηλαδή – δεν δημιούργησε κανένα πολιτικό πρόβλημα. Η στρατιωτική υφή του εγχειρήματος επέτρεψε τη χρησιμοποίηση στρατιωτικών κονδυλίων, χωρίς τα ερωτηματικά που θα προκαλούσε η τυχόν ξεχωριστή χρηματοδότηση ενός κατασταλτικού μηχανισμού. Παρά τη στρατιωτική της φυσιογνωμία, όμως, η Μακρόνησος ήταν, όπως, όλοι το καταλάβαιναν, στην Ουάσιγκτον ή την Αθήνα, μέρος της «τριλογίας» που θα πρόσθετε πολιτικά και κοινωνικά ριζοσπαστικά μέτρα στην πολεμική προσπάθεια. Να θυμίσουμε ότι τα άλλα δύο εγχειρήματα αυτής της τριπλής εκστρατείας ήταν, την ίδια εποχή, η μαζική μετακίνηση – εκτόπιση των ορεινών πληθυσμών και οι μηχανισμοί της Πρόνοιας, με επίκεντρο τα παιδιά. Οι διπλωματικές και προπαγανδιστικές προϋποθέσεις του εγχειρήματος απασχόλησαν ίσως περισσότερο τους Αμερικανούς επιτελείς.

Η συγκυρία, στον εθνικό και τον διεθνή χώρο, προκαλούσε αρκετά προβλήματα στη συγκρότηση ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, κολασμού και, σε μερικές περιπτώσεις, εξόντωσης των αντιφρονούντων – στο πλαίσιο μάλιστα ενός σκληρού, ανελέητου εμφύλιου πολέμου. Οι νικήτριες δυνάμεις, οι σύμμαχοι, και μαζί τους ο κόσμος ολόκληρος, είχαν μόλις πρόσφατα νικήσει το φασισμό και το ναζισμό και είχαν καταδικάσει τις μεθόδους τους. Το μόνο κατάλοιπο του μεσοπολεμικού φασισμού, η Ισπανία του Φράνκο, δεχόταν έντονες πιέσεις απ’ όλες τις πλευρές για τέτοιου είδους ζητήματα. Από την άλλη πλευρά, όμως, το 1947, το συμμαχικό στρατόπεδο δεν είχε τη δυναμική του 1943 ή του 1945. Τα ρήγματα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση ήταν ήδη εμφανή και τα ψήγματα του Ψυχρού Πολέμου παρουσιάζονταν σε κάθε ευκαιρία. Οπωσδήποτε, ήταν ακόμη δύσκολο να διακηρύξει κανείς την προσήλωση του στην τακτική του αποκλεισμού και της εκτόπισης, την πίστη του στη λογική των στρατοπέδων. Στον δυτικό κόσμο μάλιστα κέρδιζε θέσεις το σχήμα του Ελεύθερου Κόσμου σε αντιδιαστολή με τη βίαιη, αντιδημοκρατική, βλέπε τυραννική, Ανατολή. Δεν ήταν λοιπόν θεμιτό να διακηρύξει κανείς την ίδρυση στρατοπέδου εκτόπισης πολιτικών αντιπάλων σε μια χώρα που παρουσιαζόταν ως προπύργιο των «ελεύθερων λαών» απέναντι στον – όπως το έλεγαν τότε – ερυθρό ολοκληρωτισμό.

Το ελληνικό πρόβλημα αποτελούσε εκείνο τον καιρό διεθνές ζήτημα Απασχολούσε, όπως είδαμε, τον OHE και βρισκόταν σε περίοπτη θέση στις αντιπαραθέσεις που προοδευτικά μορφοποιούσαν τα στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου. Τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους σε μια υπόθεση στην όποια πειραματικά αναπτύσσονταν οι όροι της νέας αναμέτρησης. Το τι σκεφτόταν λοιπόν ο κόσμος ολόκληρος, τι έπραττε και τι μπορούσε να δεχτεί έχει μεγάλη σημασία. Μπορούμε βάσιμα να αμφιβάλλουμε για το ως που έφθαναν οι ελευθερίες της ελληνικής κυβέρνησης στον προγραμματισμό και την υλοποίηση τέτοιων θεσμών. Και εννοούμε τόσο στον πρακτικό, όσο και στον ιδεολογικό χώρο. Υπήρχαν πλήθος προσχήματα που έπρεπε να τηρηθούν και οι ιδεολογικές παράμετροι, έντονα αναμεμειγμένες με τις ανάγκες προπαγάνδας του δυτικού κόσμου, έπρεπε προσεκτικά να προσδιοριστούν.

Τα γερμανικά στρατόπεδα εξόντωσης, με τους φούρνους των κρεματορίων, δεν είχαν την εποχή εκείνη εντυπωσιάσει τον δυτικό κόσμο τόσο όσο τον ανατολικό. Για τον πρώτο, η Δίκη της Νυρεμβέργης, που προσδιόριζε τους εκτροχιασμούς της πρόσφατης ιστορίας στη σχεδόν προσωπική ευθύνη παθολογικών, εγκληματικών και έστω ψυχικά άρρωστων προσώπων, έκλεινε μάλλον εύκολα το κεφάλαιο του ναζισμού, μετατρέποντας το σε δικονομική υπόθεση. Έξαλλου, οι αποικιακοί πόλεμοι, που είχαν ξεσπάσει ή προετοιμάζονταν να ξεσπάσουν σε παγκόσμια κλίμακα, δεν άφηναν περιθώρια ούτε για ρητή καταδίκη των βίαιων μεθόδων καταστολής, ούτε για ηθική εκστρατεία κατά των χιτλερικών μεθόδων εγκλεισμού και εξόντωσης. Πολλά ευρωπαϊκά κράτη ήταν έτοιμα να προσφύγουν σε παραπλήσιες μεθόδους για να πειθαρχήσουν τους υπό την κηδεμονία τους λαούς του πλανήτη. Με λίγα λόγια, αν και δεν υπήρχε στον «ελεύθερο κόσμο» ουσιαστική αντίρρηση για τη δημιουργία στρατοπέδου εκτόπισης του είδους και του μεγέθους της Μακρονήσου, τα βήματα για την κατασκευή του έπρεπε να είναι προσεκτικά και η ιδεολογική του κάλυψη να είναι ισχυρή και στενά εξαρτημένη από τη συγκυρία.

Για να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα της συγκυρίας που εκθέσαμε, το στρατόπεδο εγκλεισμού της Μακρονήσου ξεκίνησε ως στρατιωτική μονάδα, ως στρατόπεδο του Ελληνικού Εθνικού Στρατού. Τα «τάγματα σκαπανέων», που είχαν συγκροτηθεί σε διάφορες περιοχές της χώρας, μονάδες ασταθείς και αβέβαιες, καθώς, στην αρχή της εμφύλιας σύγκρουσης, πολλοί από τους στρατευμένους σε αυτά είχαν αυτομολήσει ατομικά ή ομαδικά στις γραμμές του εχθρού, πήραν το δρόμο για το νέο στρατόπεδο. Η μεταφορά τους στο ξερονήσι της Μακρονήσου, η απομόνωση τους, εξασφάλιζε αυτούς τους ύποπτους φαντάρους από οποιοδήποτε πειρασμό και έδινε χρόνο για την προσεκτική και μεθοδευμένη ένταξη τους στο κυβερνητικό στράτευμα. Από αυτή την πλευρά, η πρακτική παρέπεμπε περισσότερο στις μονάδες 999 της Βέρμαχτ λόγου χάρη – όπως και στις αντίστοιχες των άλλων στρατών – παρά στο Άουσβιτς και στο Νταχάου.

Οργανωτικά, με τη συγκρότηση του στρατοπέδου, μεταφέρθηκαν σε αυτό ή συγκροτήθηκαν εκεί στρατιωτικές μονάδες ή έστω «υπηρεσίες». Η εγκατάσταση των Στρατιωτικών Φυλακών Αθηνών (ΣΦΑ) ήταν ένα παράδειγμα για τις δεύτερες. Στις πρώτες άνηκαν τα τρία Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (ΕΤΟ) και οι μονάδες, τα «κέντρα», υποδοχής αξιωματικών – έφεδρων κυρίως. Οι διοικητές και τα στελέχη προέρχονταν από τα στελέχη του στρατού και δεν υπήρχαν ειδικές μονάδες φρουράς. Η φύλαξη των εκτοπισμένων – χωρίς φυσικά να χρησιμοποιείται τέτοιος όρος – γινόταν μέσα στις ίδιες τις μονάδες, από λίγους αξιόπιστους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς ή οπλίτες, που γρήγορα συμπληρώνονταν με «ανανήψαντες», οι οποίοι, ακριβώς για να πιστοποιήσουν την αξιοπιστία της στροφής που έκαναν, έπρεπε να δοκιμαστούν σε βάρος των λιγότερο συνεργάσιμων συναδέλφων τους. Δεν υπήρχε φρουρά, υπήρχε μόνο η περίφημη Αστυνομία Μονάδος (ΑΜ).

Στο στρατόπεδο, και αναφερόμαστε πάντα στην πρώτη, την καθαρά στρατιωτική του μορφή, έκτος από τους κρατουμένους των ΣΦΑ, οι υπόλοιποι μετέβαιναν με φύλλα πορείας, ως να επρόκειτο για τυπικά στρατιωτική μετάθεση. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν συλλαμβάνονταν όσοι έπρεπε να μεταφερθούν εκεί. Οι μονάδες από τις όποιες προέρχονταν σχεδόν όλοι οι αφικνούμενοι στο νησί ήταν τα κέντρα βασικής εκπαιδεύσεως. Σε αυτά γινόταν η επιλογή, είτε με βάση τις πληροφορίες που η Χωροφυλακή ή η Αστυνομία έστελνε στις στρατιωτικές αρχές - αφού τις συγκέντρωνε με επιτόπια έρευνα, είτε χάρη στην καταγγελία κάποιου πληροφοριοδότη, είτε, τέλος, με τη μέθοδο της απευθείας ανάκρισης. Κομβικό σημείο στην τελευταία ήταν η διάθεση του κρινόμενου να υπογράψει κάθε είδους και μορφής δηλώσεις νομιμοφροσύνης: από απλή αποδοχή του καθεστώτος και δήλωση πίστης ιδιαίτερα στη βασιλική πτυχή του, ως τη «μετά βδελυγμίας» αποκήρυξη των προδοτών, σλαβικής ή κομμουνιστικής ή δημοκρατικής χροιάς. Η αποδοχή μέρους των προηγουμένων από όποιον «ύποπτο» αριστερών πεποιθήσεων δεν τον γλίτωνε αναγκαστικά από τη συνέχεια. Έπρεπε να περάσει δοκιμασία, επαναλαμβάνοντας δημόσια τη «μεταμέλεια» και τις «εθνικές» προθέσεις του. Σε περίπτωση αμφιβολίας η Μακρόνησος αναλάμβανε να ξεδιαλύνει τα υπόλοιπα.

 

***

 

Η επίσημη προπαγάνδα δεν παρέλειπε να τονίζει σε κάθε ευκαιρία τη στρατιωτική υφή το στρατοπέδου τής Μακρονήσου και τη λειτουργία του ως έμπεδου -κέντρου εκπαίδευσης ή έστω προετοιμασίας- για τις μάχιμες μονάδες τού εθνικού στρατού. Οι παρελάσεις των «ανανηψάντων» ή έστω των ελεγχθέντων Μακρονησιωτών, που έφευγαν για τις μάχιμες μονάδες της πρώτης γραμμής, απασχόλησαν ως γεγονός και ως θέαμα αρκετές φορές τους Αθηναίους, πράγμα που δεν έγινε -ή ελάχιστα έγινε σε τέτοια κλίμακα, όσο τουλάχιστον γνωρίζω προσωπικά- με τις άλλες μονάδες, εκείνες των κανονικώς επιστρατευθέντων, που αναχωρούσαν σιωπηλά για τη ζώνη των επιχειρήσεων. Επιπλέον, για να αντικρούσει τις κατηγορίες της δημοκρατικής κοινής γνώμης στο εξωτερικό σχετικά με τη λειτουργία του στρατοπέδου της Μακρονήσου, η επίσημη κυβερνητική απάντηση επέμενε στον στρατιωτικό χαρακτήρα της όλης υπόθεσης και στην ένταξη του στρατοπέδου στη συνολική προετοιμασία του Ελληνικού Στρατού ενάντια στον συμμοριτισμό και την καθοδηγούμενη από τα διεθνή κομμουνιστικά κέντρα εισβολή.

Ο τονισμός του στρατιωτικού χαρακτήρα του στρατοπέδου εξυπηρετούσε και μια άλλη πτυχή της μη σύνδεσης με το παρελθόν, που αφορούσε καταστάσεις και παραλληλισμούς της ελληνικής πολιτικής ζωής. Πολλοί λόγοι απαγόρευαν την προσομοίωση του μεταπολεμικού καθεστώτος της Αθήνας με το αμέσως προπολεμικό, τη μεταξική δικτατορία. Η τελευταία είχε αναγάγει τη διά της εκτόπισης καταστολή περίπου σε εθνικό θεσμό, η ανάμνηση, όμως, των πρακτικών της ήταν ελάχιστα επιθυμητή σε ένα καθεστώς κοινοβουλευτικού πλαισίου, του οποίου οι παράγοντες άνηκαν μάλιστα στο χώρο των πολιτικών που η δικτατορία του Μεταξά είχε παραμερίσει. Η Μακρόνησος άνηκε στον στρατό ενώ η μεταξική Ακροναυπλία, λόγου χάρη, σε πολιτικούς θεσμούς καταστολής, στα υπουργεία Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης. Η ύπαρξη πιο πολιτικών μονάδων εκτοπισμένων στο νησί, οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών ή το Δ΄ Τάγμα (Στρατόπεδο Πολιτικών Εξόριστων) που το τροφοδοτούσε με κρατουμένους η Χωροφυλακή, επιβεβαίωνε αυτό τον κανόνα, καθώς και αυτές λειτουργούσαν με στρατιωτικά κριτήρια και ονομασίες, ακόμη και όταν μεγάλωνε ο αριθμός των πολιτών τους, των μη στρατιωτικών δηλαδή.

 

***

 

Από τον Μάρτιο του 1949, σε μία από τις πρώτες σημαντικές αναπροσαρμογές της λειτουργίας του στρατοπέδου, άρχισε η μεταφορά υποψήφιων φαντάρων. Δεν στέλνονταν δηλαδή μόνο ήδη υπηρετούντες, από τα κέντρα βασικής εκπαιδεύσεως ή τις μονάδες, αλλά νέοι σε στρατεύσιμη ηλικία, που πλησίαζε η κλήση τους στον στρατό και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονταν στα χέρια των αρχών. Αυτό περιλάμβανε ήδη εξόριστους και κρατουμένους, αλλά και «προληπτικά» συλλαμβανομένους κατά το πρότυπο που εφαρμόστηκε μαζικά τον Δεκέμβριο τού 1948 στην Πελοπόννησο. Η διαδικασία αυτή αποτελούσε τη γέφυρα για το μετέπειτα άνοιγμα του στρατοπέδου στον πολιτικό, μη στρατιωτικό χώρο. Σε τελευταία ανάλυση, η άνοδος του Παπάγου στην αρχιστρατηγία και οι πρόσθετες εξουσίες που δόθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις εν όψει της τελικής αναμέτρησης με τον ΔΣΕ καθιστούσαν πλέον δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στις στρατιωτικές και τις πολιτικές αρμοδιότητες του στρατεύματος. Το γεγονός άνοιξε, όπως αναμενόταν, νέες προοπτικές για τη Μακρόνησο.

Η στρατιωτική διάρθρωση του στρατοπέδου – των  στρατοπέδων πλέον αυτή την εποχή – διαρκεί χονδρικά ως το τέλος του 1948. Κατά τη διάρκεια του 1949 παρατηρείται μια προοδευτική αλλαγή των προδιαγραφών και της παρουσίας του στρατοπέδου, μια πολιτικοποίηση ή μια ιδεολογικοποίηση του θεσμού. Η αλλαγή σηματοδοτείται από την ίδρυση των ΕΤΟ-ΕΣΑΙ (Ειδικά Τάγματα Οπλιτών - Ειδικά Σχολεία Αναμορφώσεως Ιδιωτών). Οι νέες αυτές μονάδες προέκυψαν μετά τον Μάρτιο τού 1949 από τη μετονομασία των ως τότε ΕΤΟ (Ειδικών Ταγμάτων Οπλιτών), που με τη σειρά τους υπήρξαν μετεξελίξεις των αρχικών ταγμάτων σκαπανέων. Η συγκρότηση των νέου τύπου μονάδων επέτρεπε την αποστολή και την ένταξη σε αυτές ιδιωτών, πολιτών, κάθε είδους υπόπτων έκτος από στρατευσίμους. Επρόκειτο δηλαδή για μονάδες εκτόπισης σαφώς πολιτικού χαρακτήρα, που κρατούσαν όμως -για τους λόγους που προαναφέραμε ήταν πάντα ισχυροί, παρά την παγίωση του ψυχροπολεμικού κλίματος μετά και την κρίση στο Βερολίνο- την άμεση σχέση με τη στρατιωτική οργάνωση. Τα ειδικά αυτά «σχολεία» αναπτύχθηκαν στη διάρκεια του 1949, ενώ τελείωναν οι τελευταίες μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Εμφυλίου ή μετά από αυτές. Τον Ιανουάριο του 1950, η ίδρυση του Α' ΕΤΟ-ΕΣΑΓ (Ειδικού Τάγματος Οπλιτών - Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Γυναικών) ολοκλήρωσε τη μετατροπή του στρατοπέδου σε κέντρο πολιτικής-ιδεολογικής «αναμόρφωσης», με περιορισμένες στρατιωτικές λειτουργίες πλέον. Η θεσμική κατοχύρωση των νέων λειτουργιών ήλθε με τον πλέον επίσημο τρόπο, στη βάση του Γ΄ ψηφίσματος της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, τον Οκτώβριο του 1949, «Περί μέτρων εθνικής αναμορφώσεως».

Ήδη, όμως, βρισκόμαστε στις μετά τον Εμφύλιο εποχές και στο ειδικό καθεστώς που επιβλήθηκε στη χώρα ως τη μεταπολίτευση του 1974.

 

Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, 1946-1949, τόμος 2, Αθήνα: Βιβλιόραμα 2006, σελ. 575-580

 [πάνω]

 

 

 

 

 

 

Η Μακρόνησος ως στρατόπεδο και ως «σχολείο»

 

Η καταγραφή αναμνήσεων και μαρτυριών από το στρατόπεδο της Μακρονήσου αποτελεί ένα από τα πλέον γόνιμα σχετικά κεφάλαια τής εποχής του Εμφυλίου. Παρ’ όλ’ αυτά, πέρα από το αναμφίβολο γεγονός ότι η ζωή των εγκλείστων κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν, πέρα από τις μεθόδους βασανιστηρίων, τις κακουχίες, τις σωματικές και ψυχικές κακοποιήσεις, πολλές φορές τους θανάτους, πολλές πτυχές τής λειτουργίας του μας διαφεύγουν ολότελα. Στοιχειώδεις στατιστικές και ουσιαστικές εκτιμήσεις σταματούν αναγκαστικά μπροστά στην απουσία συγκεκριμένων στοιχείων για τους αριθμούς και τα χαρακτηριστικά όσων πέρασαν από εκεί. Οι παλαιότερες δε και οι πρόσφατες ενασχολήσεις με το στρατόπεδο της Μακρονήσου θεωρούν την ιστορία του ένα ενιαίο σύνολο, με σταθερούς προσανατολισμούς και στόχους, και δεν ξεχωρίζουν, όσο θα έπρεπε, τις δύο περιόδους της λειτουργίας του. Τη στρατιωτική δηλαδή, εκείνη που λειτούργησε στο πλαίσιο του Εμφυλίου, όσο ο τελευταίος δεν είχε κριθεί και στα βουνά μαίνονταν οι επιχειρήσεις, και την πολιτική, την «ειρηνική». Εκείνη που συνέχισε μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και που, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με μορφοποιημένα πλέον τα χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου, πειραματιζόταν για τις σχέσεις καταστολής και πολιτικής, «αναμορφώνοντας» τους πολιτικούς αντιπάλους.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ως τώρα ενασχόληση με την Ιστορία του στρατοπέδου της Μακρονήσου ήταν στενά συνδεδεμένη με την τρέχουσα πολιτική συγκυρία και ιδιαίτερα με τις ιδεολογικές ανάγκες της μεταπολιτευτικής περιόδου. Σύμφωνα με αυτές, η περιοδολόγηση της λειτουργίας του στρατοπέδου ελάχιστα έχει να προσφέρει, καθώς το περιβάλλον την υπόθεση σχήμα στηρίχθηκε στον αναχρονισμό και στην αναζήτηση γενικών αποδείξεων.  Αναχρονισμό από τη μία, με την έννοια ότι το στρατόπεδο ταυτίστηκε ή παρομοιάστηκε με αντίστοιχους θεσμούς και πρακτικές του μεταξικού καθεστώτος, του φασισμού και του ναζισμού. Γενικές αποδείξεις από την άλλη, σχετιζόμενες με την ποιότητα του κράτους των νικητών του Εμφυλίου, αυτού της αντιδημοκρατικής, ενίοτε παρακρατικής Δεξιάς, που ποτέ δεν δίστασε να καταφύγει στις πλέον αποτρόπαιες μεθόδους για να συντρίψει τους εχθρούς της. Πλανάται επίσης η σύγκριση του στρατοπέδου με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της χούντας.

Ο κυρίαρχος λοιπόν θρύλος της Μακρονήσου, αυτόν που χρησιμοποίησε η κοινοβουλευτικών προσανατολισμών μετεμφυλιοπολεμική Αριστερά, αναφέρεται κυρίως στη Μακρόνησο-σχολείο αναμόρφωσης σε βάρος της Μακρονήσου-στρατοπέδου, έμπεδου του Εθνικού Στρατού. Από τη δεύτερη περίοδο – που ειδικά ενδιαφέρει τη θέση του στρατοπέδου στον Εμφύλιο – μετέχουν επιλεκτικά στο μείγμα στοιχείων μνήμης που συνθέτουν έναν θρύλο οι εξάρσεις της καταστολής. Η ένοπλη επίθεση, λόγου χάρη, που δέχθηκαν οι οπλίτες του 1 τάγματος (Α΄ ΕΤΟ), τον Φλεβάρη του 1948, με πρόσχημα την εκδήλωση δήθεν «στάσης». Η επίθεση προκάλεσε πολλούς νεκρούς και περισσότερους τραυματίες. Ανάλογη ήταν η διαρκής αναφορά στα θύματα που προκαλούσε η καταστολή, οι περιπτώσεις βασανισμών, οι ξυλοδαρμοί, οι εξευτελισμοί, τα καψόνια και η βασανιστική έλλειψη του πόσιμου νερού.

Το στοιχείο που κυρίως εξοβελίζεται από τις καταγραφές της περιόδου 1947-1949 είναι η αποτελεσματικότητα τού στρατοπέδου ως κέντρου προετοιμασίας των νεοσύλλεκτων του Εθνικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, τότε που η έκβαση των γεγονότων δεν είχε κριθεί ακόμη. Με τον όρο «προετοιμασία» εννοούμε τόσο το «ξεκαθάρισμα», την πιστοποίηση της νομιμοφροσύνης των στρατευμένων, την απομόνωση των αμετανόητων - σχετικά μικρά ποσοστά επί τού συνόλου, όσο και την υποταγή των αμφιταλαντευομένων, μέσα από την επίδειξη των δυνατοτήτων τού εθνικού κράτους: την απόδειξη των κατασταλτικών του δυνατοτήτων και των συναφών παρονομαστών σκληρότητας και αποφασιστικότητας - μαζί πάνε αυτά.

Πολλά από τα στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού αναφέρουν στις μαρτυρίες τους ότι «η Δεξιά μας κέρδισε με τα δικά μας παιδιά, με τους επονίτες της Κατοχής και της Αντίστασης». Η διαπίστωση αυτή οφείλει πολλά στη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του στρατοπέδου, άμεση ή έμμεση. Οι νεαροί νεοσύλλεκτοι του 1947 γνώριζαν τη Μακρόνησο τόσο ως πραγματικό προορισμό όσο και ως υπαρκτή, έστω αόριστη, απειλή. Οι φήμες για όσα συνέβαιναν εκεί, για τις τεχνικές αναμόρφωσης και κολασμού, οδηγούσαν αρκετούς στην επανεξέταση των επιλογών τους, στον περιορισμό των τυχόν πολιτικών ή άλλων αντιρρήσεων τους για συμμετοχή στον πόλεμο με την πλευρά του κυβερνητικού στρατού. Ο ρόλος του στρατοπέδου ως «φόβητρου» δεν ήταν λιγότερο ουσιαστικός από την πραγματική του υπόσταση και λειτουργία. Η Μακρόνησος πάντως υποδεχόταν όλους τους στρατευσίμους για τους οποίους υπήρχαν βάσιμες ή αβάσιμες υποψίες για αριστερά φρονήματα, δραστηριότητα στο πλαίσιο αριστερών οργανώσεων ή, έστω, πιθανότητες για τέτοιου είδους ολισθήματα λόγω οικογενειακού ιστορικού.

Στην πρώτη φάση της αριθμητικής και ποιοτικής ανάπτυξης του στρατεύματος με βάση τους νεοσύλλεκτους, αυτή η διαδικασία της εκκαθάρισης ήταν από τις πλέον ουσιαστικές. Οι μάχιμες μονάδες του Εθνικού Στρατού ήταν ακόμη υπερβολικά ασταθείς ώστε να μπορούν να αναλάβουν ταυτόχρονα και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων και την ένταξη των νεοσύλλεκτων στο εθνικό στρατόπεδο. Επιπλέον, η μορφή του πολέμου προκαλούσε την κατάτμηση των μονάδων σε φυλάκια, αποσπάσματα και μικρές ομάδες, όπου η αμφιβολία ως προς τη νομιμοφροσύνη των στρατευσίμων μπορούσε να προκαλέσει πάμπολλα προβλήματα. Η λειτουργία λοιπόν της Μακρονήσου ως κέντρου πιστοποίησης της νομιμοφροσύνης των στρατευσίμων είχε αποφασιστική σημασία για τη διεξαγωγή του πολέμου.

 

***

 

Όσον αφορά την ίδια τη λειτουργία τού στρατοπέδου και την αποτελεσματικότητα των τεχνικών που χρησιμοποιήθηκαν, πολλά ερωτήματα περιμένουν ακόμη απαντήσεις. Βασικά στατιστικά μεγέθη πρώτα απ’ όλα περιμένουν επιβεβαίωση. Σύμφωνα με τους διαθέσιμους αριθμούς και τις αποσπασματικές πληροφορίες που μπορούμε να συλλέξουμε από τις μαρτυρίες όσων έζησαν εκεί, φαίνεται ότι η επιτυχία της μεθόδου της «δια του καθαρτηρίου επιβεβαίωσης» λειτούργησε αποτελεσματικά. Για την ακρίβεια, λειτούργησε τόσο καλά που μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν ευθυνόταν μόνο η Μακρόνησος – και ο τρόμος που ενέπνεε – γι’ αυτό.  Η μεγάλη πλειοψηφία των εκτοπισμένων φαντάρων υπέγραφε «δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης του κομμουνισμού» με σχετική ευκολία, χωρίς να χρειαστεί ή να προλάβει να ασκηθεί ιδιαίτερη πίεση. Οι σταθερές των δηλώσεων αυτών, η αποκήρυξη του κομμουνισμού και η καταγγελία των κομμουνιστών ως προδοτών και οργάνων ξένων δυνάμεων με στόχο την απόσπαση τμημάτων της ελληνικής επικράτειας – με επικεφαλής τη Μακεδονία και τη Θράκη, η μετάνοια για την όποια αριστερή δραστηριότητα, η προβολή του αιτήματος για όπλα και για αποστολή στο μέτωπο, εκεί όπου κινδύνευε η πατρίδα, αποτελούσαν κρίκους μιας διαδικασίας που τελείωνε με την πανηγυρική αναχώρηση των φαντάρων για το μέτωπο.  Η τελευταία, πανηγυρικού πάντα χαρακτήρα, δεν ήταν σπάνια ούτε ασυνήθιστη τελετή.

Οι πρώτες συγκροτημένες και πανηγυρικές αναχωρήσεις Μακρονησιωτών για το μέτωπο έγιναν τον Νοέμβριο τού 1947 κιόλας: περίπου 800 άνδρες. Ως το χειμώνα του 1948-1949, δηλαδή όταν άρχισε η μαζική εκτόπιση στο νησί των «προληπτικών», των προληπτικώς συλληφθέντων στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων τού στρατού, οι αποστολές προς την πρώτη γραμμή συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό. Οι τελικοί αριθμοί δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Ίσως σε αυτά τα πεδία η δυνατότητα πρόσβασης των ερευνητών σε αρχειακά υλικά του στρατοπέδου της Μακρονήσου να μπορέσει να μας διαφωτίσει καλύτερα. Τον Μάιο, όμως, του 1948, σε 16.000 εκτοπισμένους φαντάρους στη Μακρόνησο, οι 15.000 είχαν ήδη πλήρως υπογράψει δηλώσεις μετανοίας, οι όποιες, σε ποσοστό 80%, θεωρήθηκαν ειλικρινείς. Με άλλα λόγια, 12.000 νέοι ήταν διαθέσιμοι για το μέτωπο.  Ίσως αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε τα μεγέθη στα όποια αναφερόμαστε. Εκείνη την εποχή ο στρατός – με τη στενή έννοια, χωρίς δηλαδή τις μονάδες ασφαλείας, τη Χωροφυλακή, τις MAY κλπ - για τον όποιο προορίζονταν οι ανανήψαντες της Μακρονήσου δεν υπερέβαινε τους 120.000 άνδρες. Αυτή η αριθμητική σύγκριση μας επιτρέπει να υπολογίσουμε τη σημασία της Μακρονήσου ως εμπέδου του Εθνικού Στρατού.

Η επιτυχία του στρατοπέδου της Μακρονήσου σε αυτό το ρόλο, της τροφοδοσίας των κυβερνητικών δυνάμεων με φαντάρους σταθεροποιημένων πολιτικών φρονημάτων, δεν πρέπει να οφειλόταν, όπως το υπαινίχθηκα και προηγουμένως, μόνο στις κατασταλτικές, τρομοκρατικές έστω, μεθόδους που εφαρμόζονταν εκεί, όσο «επιστημονικές» ή εφιαλτικές και αν ήταν. Το ποσοστό των δηλωσιών και η μέση διάρκεια της άρνησης υπογραφής δήλωσης – όπου φυσικά υπήρξε αυτή η άρνηση – δεν είναι μεγέθη συγκρίσιμα με άλλα αντίστοιχα, της μεταξικής περιόδου λόγου χάρη. Οι δηλώσεις δεν ήταν ούτε ήπιες ούτε αδιάφορου χαρακτήρα. Για ανθρώπους με ιστορία και εμπειρία, τα στερεότυπα των δηλώσεων, όσα υποχρεωτικά περιλαμβάνονταν σε αυτές, ήταν κάτι περισσότερο από εξευτελιστικά. Η δημοσιοποίηση δε των δηλώσεων στους τόπους καταγωγής, συναναστροφής και εργασίας των ανθρώπων αυτών ήταν τρέχουσα πρακτική.

Μας προβληματίζει λοιπόν η μικρή αντίσταση στην πίεση. Από τις εξηγήσεις που μοιάζουν ίσως περισσότερο πιθανές θα κρατούσαμε την ανομοιογένεια των αποστελλομένων στο στρατόπεδο και τη δυσκολία εξεύρεσης ερεισμάτων για συγκροτημένη, συλλογική δράση. Εντυπωσιάζει η αδυναμία των οργανώσεων του ΚΚΕ στο μακρονησιώτικο περιβάλλον. Ελάχιστα ψήγματα οργανωμένης και κεντρικά διευθυνόμενης αντίδρασης συναντάμε στο στρατιωτικό στρατόπεδο Μακρονήσου, ακόμη λιγότερα ίχνη καθοδήγησης και συγκροτημένης αριστερής πολιτικής παρουσίας.  Η κατάσταση των «έκτος των τειχών» οργανώσεων δεν ήταν βέβαια η καλύτερη δυνατή, το ίδιο, όμως, είχε συμβεί και στα μεταξικά χρόνια. Το γεγονός ότι οι έγκλειστοι της Μακρονήσου ήταν στρατιωτικοί, ως προς την επίσημη ιδιότητα τους, έχει οπωσδήποτε τη σημασία του. Σε καιρό πολέμου, η παράνομη οργάνωση σε στρατιωτική μονάδα ενέχει σαφέστατους κινδύνους και για πολλούς μια τέτοια προοπτική εξυπηρετούσε μόνο τον αντίπαλο, καθώς, ως προβοκάτσια, μπορούσε να του επιτρέψει τη λήψη εξοντωτικών μέτρων. Ο φόβος της άμεσης εκτέλεσης, με την ανακάλυψη μιας τέτοιας δραστηριότητας, ήταν οπωσδήποτε μία από τις αιτίες αυτής της οργανωτικής απουσίας. Ας θυμηθούμε, όμως, ότι πρόκειται για γενιές ανθρώπων έντονα εξοικειωμένων με την ιδέα της θυσίας για την προάσπιση ιδανικών ή έστω με τον ίδιο το θάνατο. Σε επίσης δύσκολες εποχές, από την πλευρά χαφιεδοκρατίας, ή ακόμη δυσκολότερες, από την πλευρά κοινωνικής αποδοχής, στη μεταξική περίοδο, το κύριο χαρακτηριστικό και του πιο μικρού θύλακα εκτοπισμένων ήταν η αυστηρή, συνωμοτική και λειτουργική οργάνωση των μελών του.

Στη Μακρόνησο δεν διακρίνεται κάτι ανάλογο. Παρά την ύπαρξη συλλογικών δραστηριοτήτων –πολιτιστικών εκδηλώσεων, λόγου χάρη – η κομματική καθοδήγηση, η κομμουνιστική οργάνωση που θα μπορούσε με διάρκεια να συντονίζει και να αντιδρά, δεν υπήρξε και η αντίσταση εμφανιζόταν ατομική, προσωπική, άρα αναποτελεσματική. Από την πλευρά των νικητών του Εμφυλίου, δύσκολα κρυβόταν – τότε αλλά και σε πιο ύστερες εποχές – ο ενθουσιασμός για την επιτυχία και την απόδοση του εγχειρήματος. Δεν είχαν άδικο: ως προς την έκβαση του Εμφυλίου, η λειτουργία της Μακρονήσου, στο διάστημα από το καλοκαίρι του 1947 ως τα τέλη του 1948, έλυσε πολλά προβλήματα των κυβερνητικών. Αυτός ο χώρος εκτόπισης όχι μόνο απέτρεψε τους στρατευσίμους από τον πειρασμό να επιλέξουν τον Δημοκρατικό Στρατό ως χώρο στράτευσης, αλλά και υπήρξε σημαντικός τροφοδότης του Εθνικού Στρατού σε προσωπικό.

Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, 1946-1949, τόμος 2, Αθήνα: Βιβλιόραμα 2006, σελ. 580-586

 [πάνω]

 

 

 

 

Η Μακρόνησος ως «σχολείο»

 

Ακριβώς αυτή ή έκταση της επιτυχίας οδήγησε στην απόφαση συνέχισης της λειτουργίας τού στρατοπέδου και μετά τη λήξη του Εμφυλίου, με άλλη μορφή, ως «σχολείου» αναμόρφωσης πλέον, απευθυνόμενου κυρίως σε υπόπτους ή αμετανόητους πολίτες. Η διεθνής κατακραυγή για το στρατόπεδο ήταν έντονη το 1949-1950 και η απόφαση για συνέχιση της λειτουργίας και διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων του δεν θα μπορούσε να ληφθεί χωρίς τη διαπιστωμένη αποτελεσματικότητα του. Εξάλλου, οι πολίτες που στάλθηκαν εκεί δεν ήταν ακριβώς πολίτες. Επρόκειτο – αρχής γενομένης από τους «προληπτικούς» της εκστρατείας στην Πελοπόννησο – για συλληφθέντες από τον στρατό, υπόπτους για ενεργό συμμετοχή στις δομές του αντίπαλου στρατοπέδου, στη στήριξη του Δημοκρατικού Στρατού. Αυτή η δραστηριότητα τους μπορούσε να θεωρηθεί στρατιωτική και το πρόβλημα που δημιουργούσαν επιχειρησιακό. Ο στρατός δηλαδή ήταν αρμόδιος για την εξάρθρωση και τον κολασμό τους.

Μόνο αργότερα, όταν ο πόλεμος είχε πλέον κριθεί, γενικεύθηκε η παρουσία καθαρά πολιτικών κρατουμένων στο νησί, στο πλαίσιο μιας αναδιάρθρωσης, επί το οικονομικότερο, της πολιτικής εκτόπισης και εγκλεισμού. Από το φθινόπωρο τού 1949 και έπειτα, η λειτουργία του στρατοπέδου έπαψε να είναι κυρίως στρατιωτική. Τότε, όμως, στρατιωτικό πρόβλημα πλέον δεν υπήρχε.

 Θα ήταν, παρ’ όλ’ αυτά, λάθος να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι η Μακρόνησος έκρινε τον Εμφύλιο, έστω κι αν απάντησε στο πραγματικά σημαντικό πρόβλημα της στρατολόγησης αξιόπιστων οπλιτών σε μια περίοδο συγκρότησης και αστάθειας των κυβερνητικών δυνάμεων. Κατά κάποιο τρόπο έγινε το αντίστροφο. Η Μακρόνησος δημιουργήθηκε στο πλαίσιο μιας γενικής αλλαγής συσχετισμών και δυνατοτήτων που σηματοδότησε η αμερικανική παρέμβαση. Για να υπάρξει πρώτα απ’ όλα Μακρόνησος έπρεπε να υπάρξουν μηχανισμοί που θα επωμίζονταν το κόστος του εγχειρήματος.  Κόστος σημαντικό, καθώς, για την κατάσταση της Ελλάδας, ήταν πολυτέλεια η ύπαρξη, εκτός του Δημοκρατικού Στρατού, ουσιαστικά τριών κυβερνητικών στρατών απέναντι του: του στρατού των παρακρατικών, της Χωροφυλακής και της τοπικής ασφάλειας, του τακτικού στρατού και ενός στρατού «υπό ανάνηψη». Για να υπάρξει Μακρόνησος έπρεπε να προηγηθούν άλλου τύπου προϋποθέσεις.

Η υπόθεση του στρατιωτικού στρατοπέδου της Μακρονήσου υπήρξε δηλαδή τμήμα και ένδειξη μιας ευρύτερης ανατροπής των συσχετισμών, ένας από τους άξονες της κυβερνητικής αντεπίθεσης κατά των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού. Με βάση τη συσσώρευση των μέσων και του μεγέθους των εμπλεκόμενων δυνάμεων, η επιτυχία του εγχειρήματος ήταν μάλλον εξασφαλισμένη. Πολλοί από τους φαντάρους που στέλνονταν στη Μακρόνησο ήξεραν ήδη ότι ο Δημοκρατικός Στρατός βρισκόταν πολύ μακριά και ότι μόνοι τους, προσωπικά πλέον, έπρεπε να βρουν τρόπους ένταξης στον κόσμο των νικητών. Έστω και αν, σε πολλές περιπτώσεις, αυτό προϋπέθετε τον αυτοεξευτελισμό, την απάρνηση της προσωπικής ιστορίας και ταυτότητας, τη χωρίς όρια και όρους υποταγή στους μηχανισμούς τού νέου κράτους. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις το στρατόπεδο της Μακρονήσου ήταν, πέρα από καθετί άλλο, ένα απέραντο νεκροταφείο αξιοπρέπειας. Από αυτά που κάθε πόλεμος δημιουργεί σε βάρος των νικημένων.

Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, 1946-1949, τόμος 2, Αθήνα: Βιβλιόραμα 2006, σελ. 586-587

 

 [πάνω]

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.