|
|
αρχαιότητα και εθνική μνήμη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιάννης Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπιά του, Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, μτφρ Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2012
Μακρόνησος: ένα σχολείο για την αναμόρφωση του έθνους […] Η Μακρόνησος αποτελούσε μια καίρια λύση σε αυτό το πρόβλημα- ένα φιλόδοξο, κρατικά οργανωμένο πρόγραμμα «αναμόρφωσης» και «εθνικής επανένταξης» των κομμουνιστών και των άλλων αριστερών πολιτών (αλλά και εκείνων για τους οποίους υπήρχαν υπόνοιες ότι είχαν τέτοιο πολιτικό προσανατολισμό ή που είχαν κάποιου είδους δεσμό με υποστηρικτές της Αριστεράς), ούτως ώστε στη συνέχεια να σταλούν να πολεμήσουν εναντίον του ΔΣΕ. Το σχέδιο αυτό και η υλοποίηση του χρήζει εκτενούς διερεύνησης η οποία, παρά κάποιες πρόσφατες προόδους, ουσιαστικά δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί. Φαίνεται ότι η Μακρόνησος είχε την ενεργό ή παθητική υποστήριξη της πλειονότητας του πολιτικού και πνευματικού κατεστημένου της εποχής, και ότι πολλοί από τους βασικούς πρωταγωνιστές και υποστηρικτές αυτού του εγχειρήματος κατείχαν επίσης θέσεις-κλειδιά στην πολιτική και πνευματική ζωή της Ελλάδας μέχρι πολύ πρόσφατα. Αυτοί οι παράγοντες πιθανώς έχουν εμποδίσει τη σοβαρή ανάλυση και διερεύνηση του φαινομένου. Πώς υλοποιήθηκε αυτό το πρόγραμμα; Η Μακρόνησος είναι ένα μικρό, γυμνό, ακατοίκητο νησί, λίγο πιο έξω από τις ακτές της Αττικής, απέναντι από το Λαύριο· έχει μήκος μόλις 13,5 χλμ. και πλάτος 1,5 χλμ. Επειδή βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα, αλλά και λόγω του ότι είναι έρημο και άγονο, κι ίσως εν μέρει λόγω της αντίληψης που έχει επικρατήσει στη δυτική φιλοσοφία και πολιτική ότι τα έρημα νησιά αποτελούν πρόσφορα «εργαστήρια», είτε για εξελικτικές και πολιτισμικές αλλαγές, είτε για κολασμό είτε για πειράματα «σωφρονισμού», η Μακρόνησος θεωρούνταν από πολλά χρόνια τόπος φυλακής και εξορίας (η Γυάρος και ο Αϊ-Στράτης ήδη χρησιμοποιούνταν ως τόποι εξορίας εκείνη την εποχή, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν). Την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), η ελληνική κυβέρνηση είχε δημιουργήσει εκεί ένα στρατόπεδο όπου κρατούνταν τούρκοι αιχμάλωτοι, οι περισσότεροι από τους οποίους πέθαναν από τύφο και τάφηκαν στο νησί. Κατά την ανταλλαγή πληθυσμών μετά τον μικρασιατικό πόλεμο (1922), εγκαταστάθηκαν προσωρινά στη Μακρόνησο πρόσφυγες, ώσπου να μετακινηθούν προς πιο μόνιμους τόπους κατοικίας. Μεσούντος του Εμφυλίου, η Μακρόνησος θεωρήθηκε λοιπόν από το κράτος ιδεώδης τόπος για τη δημιουργία μιας σειράς στρατιωτικών στρατοπέδων συγκέντρωσης με σκοπό την «αναμόρφωση» των αριστερών στρατευσίμων, πριν από την αποστολή τους στα βουνά της βορείου Ελλάδας, όπου, κατά τραγική ειρωνεία, θα έπρεπε να πολεμήσουν εναντίον της παράταξης στην οποία προηγουμένως ανήκαν ή διέκειντο ευνοϊκά. Τα στρατόπεδα άνοιξαν το 1947 και άρχισαν να δέχονται ολοένα μεγαλύτερο αριθμό στρατευσίμων. Από τα μέσα μέχρι τα τέλη του 1948, κατέφτασε επίσης εκεί ένας αριθμός πολιτικών κρατουμένων. Η μεταφορά τους συνεχίστηκε καθ' όλο το 1948 και, μέσα στο δεύτερο μισό του 1949, οι περισσότεροι, ή και όλοι, οι άρρενες πολιτικοί εξόριστοι μεταφέρθηκαν από τα άλλα νησιά στη Μακρόνησο. Τέλος, τον Ιανουάριο του 1950, γυναίκες κρατούμενες μεταφέρθηκαν σε ένα ξεχωριστό στρατόπεδο που είχε δημιουργηθεί στο νησί. Κάποιοι από τους κρατούμενους ανήκαν σε μειονότητες, εθνοτικές (π.χ. στη σλαβομακεδονική) ή θρησκευτικές (υπήρχαν, λόγου χάριν, κάποιοι Μάρτυρες του Ιεχωβά). Αρχικά η Μακρόνησος τελούσε υπό τον αυστηρό έλεγχο του στρατού, αλλά, τον Σεπτέμβριο του 1949 περιήλθε στην αρμοδιότητα και τον έλεγχο ενός ειδικού φορέα, που ονομάστηκε Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου (ΟΑΜ) και λειτουργούσε υπό την εποπτεία πέντε υπουργείων (Στρατιωτικών, Δικαιοσύνης, Παιδείας, Τύπου, και Δημοσίας Τάξεως), διατηρώντας, ωστόσο, τη στρατιωτική δομή και ένα διοικητή ο οποίος διοριζόταν από τον στρατό. Φαίνεται ότι, ενώ αρχικά η Μακρόνησος είχε ως σκοπό την εθνική διαφώτιση των αριστερών στρατευσίμων, αργότερα (ακόμα και αφού η δεξιά κυβέρνηση είχε νικήσει στον Εμφύλιο) εξελίχθηκε σε μείζον κολαστήριο και ιδεολογικό κέντρο με πολύ πιο ευρύ πεδίο δράσης και προορισμό. Λόγω των εκλογών του Μαρτίου του 1950 και της κεντρώας-μετριοπαθούς κυβέρνησης που προέκυψε, και εν μέρει λόγω εσωτερικών και διεθνών πιέσεων, ο ΟΑΜ διαλύθηκε τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1950. Οι τελευταίοι «αμετανόητοι» πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στον Αϊ-Στράτη (οι άνδρες) και σε στρατόπεδα στο Τρίκερι, ένα μικρό νησί του Παγασητικού κόλπου (οι γυναίκες). Τα στρατόπεδα των στρατευσίμων στη Μακρόνησο συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι το 1957 (και οι στρατιωτικές φυλακές μέχρι το 1960), αλλά οι βιαιοπραγίες είχαν πάψει και η όλη «αναμορφωτική» επιχείρηση είχε σταματήσει. Για να αποκτήσει κανείς μια ιδέα σχετικά με την κλίμακα της επιχείρησης στην ώριμη φάση της, αρκούν μερικά αριθμητικά στοιχεία· σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, τον Σεπτέμβριο του 1949 υπήρχαν στο νησί 10.000 άρρενες πολιτικοί εξόριστοι, 9.000 πολίτες οι οποίοι είχαν συλληφθεί από τον στρατό στο πλαίσιο των λεγόμενων «προληπτικών συλλήψεων», και 7.500 στρατιώτες και αξιωματικοί. Δεν υπάρχει συμφωνία για τον συνολικό αριθμό, αλλά, κατά μία εκτίμηση, 40.000 με 50.000 άνθρωποι, ή κι ακόμα περισσότεροι, φαίνεται ότι έζησαν την εμπειρία της Μακρονήσου. Ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, που βρέθηκε στη Μακρόνησο ως πολιτικός εξόριστος, έγραψε στην αυτοβιογραφία του, υπαινισσόμενος την κλίμακα της επιχείρησης: «τώρα είμαι επιπλέον ένα βιομηχανικό προϊόν πρώτης ποιότητας, της βιομηχανίας Μακρονήσου». Ο σχεδιασμός και η εκτέλεση του αναμορφωτικού εγχειρήματος της Μακρονήσου ήταν εξαιρετικά σύνθετα και μελετημένα. Μια σειρά από στρατόπεδα δημιουργήθηκαν στη δυτική ακτή του νησιού, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με έναν κεντρικό δρόμο και εξυπηρετούνταν από μικρά λιμάνια. Κατασκευάστηκαν ορισμένα κτήρια (τα πιο πολλά από κρατούμενους), και σε αυτά περιλαμβάνονταν καλαίσθητες κατοικίες για τους στρατιωτικούς διοικητές, εκκλησίες, υπαίθρια θέατρα, μνημεία ποικίλων ειδών, ακόμα και ένα εργοστάσιο παραγωγής αναψυκτικών. Η αρχιτεκτονική και η στρατηγική του εγκλεισμού ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκη κι ακολουθούσε ορισμένη ιεραρχική τάξη (ανάλογα με το παρελθόν των «τροφίμων» και με την προθυμία τους να μεταστραφούν), περιλαμβάνοντας και έναν διαβόητο τομέα απομόνωσης ο οποίος περιβαλλόταν από αγκαθωτό συρματόπλεγμα, το λεγόμενο «σύρμα», μια κατασκευή σαν κλουβί για τους ιδιαίτερα δυσήνιους «αμετανόητους» κρατουμένους. Ο στρατιωτικός ρόλος της Μακρονήσου - η εξασφάλιση «ανανηψάντων» στρατιωτών για να πολεμήσουν στον Εμφύλιο-, καθώς και ο πολιτικός-κατασταλτικός ρόλος της, δηλαδή η σύνθλιψη και ο εξευτελισμός της Αριστεράς, αποτελούσαν προφανώς πρωταρχικούς στόχους· μια από τις κύριες λειτουργίες της, ωστόσο, ήταν η ιδεολογική-προπαγανδιστική. Οι στρατιώτες δεν εκπαιδεύονταν στον χειρισμό όπλων, παρά μόνο αφού το καθεστώς είχε πειστεί για την «ανάνηψη» τους. Οι κρατούμενοι υποβάλλονταν σε ιδεολογική εκπαίδευση η οποία περιελάμβανε τη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού, την έκδοση περιοδικών και εφημερίδων -οργάνων των διαφόρων ταγμάτων» που όμως κυκλοφορούσαν ευρέως, σε όλη την Ελλάδα-, καθώς και την τακτική διοργάνωση εκδηλώσεων, τελετουργιών και παραστάσεων με συμμετοχή επιφανών επισκεπτών και «ανανηψάντων» κρατουμένων. Ταυτόχρονα, όπως αποκαλύπτεται από τα άφθονα και γεμάτα πόνο απομνημονεύματα των κρατουμένων, ήταν ένας τόπος στυγνής καταπίεσης, απάνθρωπης καταναγκαστικής εργασίας, βασανιστηρίων και, τουλάχιστον σε μία περίπτωση (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1948), μαζικών δολοφονιών. Όπως παρατηρεί ο Ηλιού, «η Μακρόνησος μετατράπηκε σε τόπο οργανωμένων βασανιστηρίων, στο πρώτο στρατόπεδο ομαδικού βασανισμού που δημιουργήθηκε στη Δυτική Ευρώπη μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο». Οι κρατούμενοι έπρεπε να «πεισθούν», τις περισσότερες φορές υπό το κράτος του φόβου, της βίας, και ψυχολογικών και σωματικών βασανιστηρίων, να αποκηρύξουν τα πολιτικά «πιστεύω» τους και να υπογράψουν μια «δήλωση μετανοίας» (την οποία οι περισσότεροι υπέγραφαν), όπου διακήρυσσαν ότι δεν είχαν πλέον καμία σχέση με τον κομμουνισμό. Ενώ, όπως είναι ευνόητο, αυτή η κατασταλτική και κτηνώδης διάσταση της Μακρονήσου έχει τονιστεί πολύ, ιδίως στα απομνημονεύματα, η μελέτη του προπαγανδιστικού και ιδεολογικού χαρακτήρα της είναι καίρια για την κατανόηση του φαινομένου. Αφ' ης στιγμής η κύρια αποστολή της Μακρονήσου ήταν προπαγανδιστική, το «κοινό» της δεν ήταν μόνο οι κρατούμενοι αλλά ολόκληρη η Ελλάδα, ακόμα και η διεθνής κοινή γνώμη. Το καθεστώς προσπαθούσε να στείλει ένα μήνυμα πολύ πιο πέρα από το στρατόπεδο, εξ ου και η εκτεταμένη διαφήμιση του όλου «πειράματος» -η κυκλοφορία των περιοδικών της Μακρονήσου σε ανθρώπους και οργανώσεις ανά την Ελλάδα (που έφθανε τα 15.000-20.000 αντίτυπα), η έκδοση και διανομή ημερολογίων, η παραγωγή καρτ ποστάλ και φυλλαδίων στα αγγλικά, οι προσκλήσεις σε πολλούς κρατικούς αξιωματούχους και διανοούμενους να επισκεφθούν το νησί, η πραγματοποίηση εκδηλώσεων στην Αθήνα, όπως η μεγάλη φωτογραφική έκθεση με θέμα τη Μακρόνησο που διοργάνωσε ο στρατός στο Ζάππειο τον Απρίλιο του 1949, κι οι παρελάσεις των «ανανηψάντων» στρατιωτών και πολιτών στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας. Επιπλέον, οι «δηλώσεις μετανοίας» που αναγκάζονταν να υπογράφουν οι κρατούμενοι δημοσιεύονταν στον Τύπο, στέλνονταν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και διαβάζονταν από τον παπά της ενορίας στο εκκλησίασμα κατά την κυριακάτικη λειτουργία. Ωστόσο, η «ανάνηψη» δεν ήταν η μοναδική προϋπόθεση· οι «ανανήψαντες» έπρεπε να «πείσουν» όχι μόνο τους άλλους κρατουμένους αλλά και όλους τους «μολυσμένους» Έλληνες, γράφοντας επιστολές και ποιήματα κι εκφωνώντας λόγους τόσο στη Μακρόνησο, όσο και στον τόπο καταγωγής τους. Συχνά, έπρεπε επίσης να γίνουν οι βασανιστές των πρώην συντρόφων τους. […] σελ. 236-240
Μακρόνησος: η ετεροτοπία του θεάματος και της επιτήρησης […] Η Μακρόνησος ήταν ταυτόχρονα ένας τόπος θεάματος και επιτήρησης. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, οι Αρχές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να τη διαφημίσουν ως ένα επιτυχημένο πείραμα, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η φωτογραφική έκθεση στο Ζάππειο και οι παρελάσεις των «ανανηψάντων» κρατουμένων μπροστά από το βασιλικό ζεύγος και από χιλιάδες θεατών στην Αθήνα, ακόμα και η κινηματογράφηση των στρατοπέδων από το BBC τον Απρίλιο του 1949, αποτελούσαν εκφάνσεις αυτού του μηχανισμού του θεάματος. Σε κάποιες από τις εκφάνσεις του, ωστόσο, το θέαμα συγχωνεύεται με την άλλη του πλευρά, με την επιτήρηση. Η ανάγνωση, λόγου χάρη, των «δηλώσεων μετανοίας» μπροστά στο εκκλησίασμα, ή οι ομιλίες των «ανανηψάντων» Μακρονησιωτών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αποτελούσαν δημόσια θεάματα αλλά συγχρόνως δημόσιες διακηρύξεις υπό το άγρυπνο βλέμμα (σε πολλές περιπτώσεις κυριολεκτικά) των αστυνομικών και διοικητικών Αρχών, και υπό το συλλογικό άγρυπνο βλέμμα του εθνικού σώματος, γεγονός που θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για περαιτέρω αντεθνικές δραστηριότητες. Ο Κύρκος Δοξιάδης (1995) έχει υποστηρίξει ότι, στην ελληνική και, γενικότερα, στη δυτική συνείδηση, ο Παρθενώνας, όντας το πιο εμβληματικό δείγμα της κλασικής αρχαιότητας με όλες τις συνδηλώσεις της, μπορεί να θεωρηθεί από κάποιες απόψεις ως ο πύργος του πανοπτικού, η θέση του τα πάνθ' ορώντος αλλά αοράτου φύλακα που εποπτεύει τα φυλακισμένα άτομα, αναγκάζοντας τα κατ αυτό τον τρόπο να ασκούν αυτο-επιτήρηση. Ως υλική έκφανση μιας υπέρτατης ηθικής αυθεντίας, έχει αποκτήσει τεράστια ισχύ, φτάνοντας να αποτελεί το μέτρο με το οποίο κρίνονται μεταγενέστερες ενέργειες, αξίες και συμπεριφορές. Προφανώς, αυτή η μεταφορά δεν εξαντλεί τα ποικίλα νοήματα που έχει προσλάβει ο Παρθενώνας για διάφορες ομάδες, άτομα και εθνικές και υπερεθνικές Αρχές, σε τοπικό και παγκόσμιο πλαίσιο, όπως δείχνει το παρόν βιβλίο. Στην περίπτωση της Μακρονήσου, ωστόσο, αυτή η μεταφορά αποκτά οδυνηρή συνάφεια. Το «να θυμάστε ποιοι είστε» ήταν το μήνυμα που έστελναν κατ' επανάληψη το καθεστώς και η ιντελιγκέντσιά του στους κρατούμενους αλλά και στην Ελλάδα συνολικά. Η ηθική αυθεντία της κλασικής αρχαιότητας ήταν το άγρυπνο μάτι που έκρινε τους κρατούμενους. Η κατασκευή αυτού του μηχανισμού επιτήρησης μέσα από τον λόγο και την υλική πραγματικότητα της Μακρονήσου (η χρησιμοποίηση της έκφρασης «ο Νέος Παρθενώνας», το αντίγραφο του μνημείου στο νησί, και ούτω καθεξής) είχε σκοπό να παραδώσει στο εθνικό σώμα αναμορφωμένα άτομα τα οποία θα είχαν εσωτερικεύσει την επιτήρηση εξελίσσοντας την σε αυτο-επιτήρηση, με γνώμονα το «πεπρωμένο του έθνους», την αυθεντία της κλασικής αρχαιότητας και τη συνέχεια της αρχαιοελληνικής πνευματικής κληρονομιάς στο παρόν. Παραδόξως, φαίνεται ότι και ο λόγος των θυμάτων προσυπέγραψε τον πανοπτισμό της αυθεντίας της κλασικής αρχαιότητας, και κείμενα όπως το μανιφέστο του αντιστασιακού κινήματος, που αναφέραμε προηγουμένως, απηχούσαν σε κάποιο βαθμό τον επίσημο λόγο, στέλνοντας το μήνυμα: «μην ντροπιάσετε την ιστορία σας». Σε αυτή την «πυκνοκατοικημένη ερημιά» (για να χρησιμοποιήσουμε ένα στίχο του ποιητή και πεζογράφου Άρη Αλεξάνδρου), οι πειθαρχικές πρακτικές, οι απόπειρες αντίστασης, η επίσημη μνήμη και οι αντι-μνήμες συνδέθηκαν με το ανθρώπινο σώμα, με σωματικά υποστασιοποιούμενες τελετουργίες και επιτελέσεις. Οι κρατούμενοι αντιμετωπίστηκαν ως τα μολυσμένα στοιχεία του εθνικού σώματος, που έπρεπε να αποκαθαρθούν και να εξαγνιστούν, πριν τους επιτραπεί να επανενωθούν με αυτό. Πολλά από τα κείμενα που παραθέσαμε και συζητήσαμε σε αυτό το κεφάλαιο ξεκίνησαν ως ομιλίες που εκφωνήθηκαν μπροστά στους συγκεντρωμένους κρατούμενους, και αποτελούσαν, συνεπώς, κεντρικά στοιχεία ενσώματων τελετουργιών. Ο λόγος περί αρχαιότητας αρθρώθηκε μέσα από διαλέξεις και κατηχήσεις, υποστασιοποιήθηκε σε θεατρικές παραστάσεις και στη συγγραφή και απαγγελία ποιημάτων, ενσαρκώθηκε στην οπτική επαφή με τον κλασικό ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, στη λατόμευση της πέτρας και στην κατασκευή μνημείων και κτισμάτων, όπως οι απομιμήσεις των κλασικών μνημείων. Στο άλλο άκρο αυτού του συνεχούς, υπήρχε η δίψα (ένα μαρτύριο που κυριαρχεί στις γραπτές μαρτυρίες των κρατουμένων της Μακρονήσου), η πείνα, τα βασανιστήρια και ο θάνατος. Η συνάντηση με τον θάνατο ήταν μια εμπειρία που οι κρατούμενοι την αντιμετώπιζαν ακόμα και από την πρώτη τους μέρα στο νησί. Όπως αναφέρεται σε κάποια απομνημονεύματα, σκάβοντας για να στήσουν τα αντίσκηνα τους, έβρισκαν συχνά τα οστά των τούρκων αιχμαλώτων από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Όλες αυτές οι σωματικές συναντήσεις, που εγγράφονται σε ένα ευρύτερο βιοπολιτικό παράδειγμα (Agamben 1998 [1995]), επιβλήθηκαν προφανώς από το καθεστώς στους κρατούμενους με σκοπό να τους εγχαράξουν ορισμένες σωματικές μνήμες. Ταυτόχρονα, οι «αμετανόητοι» κρατούμενοι της Μακρονήσου κατασκεύαζαν τις δικές τους αντιμνήμες, συγγράφοντας απομνημονεύματα και ποιήματα, ζωγραφίζοντας, συλλαμβάνοντας και πραγματοποιώντας τα δικά τους κατασκευαστικά εγχειρήματα. Ωστόσο, η εθνική μνήμη, και τουλάχιστον κάποιες από τις αντιμνήμες, φαίνεται ότι έχουν βασιστεί στην ίδια κυρίαρχη αφήγηση, στον ίδιο αδιαμφισβήτητο λόγο περί αρχαιότητας. Για το καθεστώς, η Μακρόνησος ήταν ο Νέος Παρθενώνας, και η αρχαία ελληνική κληρονομιά δεν ήταν δυνατόν να συμβιβαστεί με τις αριστερές ιδεολογίες. Για τους «αμετανόητους» κρατούμενους της Μακρονήσου, το καθεστώς δεν ήταν αντάξιο του προγονικού πνεύματος, εξ ου και ο σαρκασμός με τον οποίο χρησιμοποιούσαν τη φράση «ο Νέος Παρθενώνας». Κατασκευάζοντας πιστά αντίγραφα των αρχαίων θεάτρων με τα ίδια τους τα χέρια, έδειχναν την εκτίμηση τους για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, για το οποίο κατηγορούνταν ότι περιφρονούσαν. Επιλέγοντας εκείνες τις αρχαίες τραγωδίες που πίστευαν ότι συνδέονταν πιο άμεσα με τις ιδέες και τα βιώματα τους, άρθρωναν έναν αντι-λόγο σχετικά με την αρχαιότητα. Σε μια πρόσφατη αναμνηστική επίσκεψη στη Μακρόνησο (το 1998), παρουσιάστηκε μια παράσταση του Προμηθέα δεσμώτη, ίσως επειδή το συγκεκριμένο δράμα συνδέεται άμεσα με τις ιδέες της αιχμαλωσίας και της φυλάκισης, αλλά και με την αμφισβήτηση της εξουσίας και τη θυσία του ατόμου για το καλό της ανθρωπότητας.
Συμπέρασμα
Έχω υποστηρίξει σε αυτό το κεφάλαιο ότι ο λόγος περί κλασικής αρχαιότητας και άρρηκτης εθνικής συνέχειας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι το παρόν αποτέλεσε ένα θεμελιώδες επινόημα για την κατασκευή του τόπου της Μακρονήσου ως υλικής πραγματικότητας, ως λόγου και ως μνημονικού μηχανισμού. Ο λόγος αυτός συμπλήρωσε και συνδέθηκε στενά με άλλα καίρια επινοήματα, όπως οι μεταφορές του «σχολείου» και του «θεραπευτηρίου». Η πραγμάτευση αυτής της διάστασης της Μακρονήσου θα ήταν ωστόσο ελλιπής αν δεν εξετάζαμε τους τρόπους με τους οποίους οι κρατούμενοι (ιδιαίτερα οι «αμετανόητοι») προσέλαβαν αυτή τη χρησιμοποίηση και οικειοποίηση της αρχαιότητας από το καθεστώς, και τοποθετήθηκαν απέναντι της. Τα στοιχεία που εξετάσαμε μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, ενώ το ρεπερτόριο της αρχαιότητας έτυχε ενεργού επανεπεξεργασίας και χρησιμοποιήθηκε επιλεκτικά, αυτή καθ' εαυτήν η αυθεντία της κλασικής αρχαιότητας έγινε αποδεκτή, πιθανώς μάλιστα και προωθήθηκε πιο πεισματικά. Ο ιδρυτικός μύθος στον οποίο θεμελιώθηκε η δημιουργία του νεοελληνικού εθνικού κράτους αποτελούσε μια κοινή συμβολική παρακαταθήκη, όπου τόσο οι δημιουργοί, όσο και τα θύματα και οι πολέμιοι της Μακρονήσου στηρίχθηκαν για να κατασκευάσουν εθνικές μνήμες και αντι-μνήμες. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι ο τόπος της Μακρονήσου μπορεί να θεωρηθεί, υιοθετώντας τους όρους του Foucault, μια ετεροτοπία της παρέκκλισης (η οποία περιέχει συγχρόνως στοιχεία θεάματος και επιτήρησης), όπου μνήμες και αντι-μνήμες δημιουργήθηκαν μέσα από σωματικές συναντήσεις και εμπειρίες. Ο πανοπτισμός τής Μακρονήσου εκτεινόταν στο σύνολο της Ελλάδας (και πέραν αυτής), κι όχι μόνο στους κρατούμενους του νησιού. Ο καίριος ρόλος του λόγου περί αρχαιότητας λειτούργησε επίσης ως ένα μέσο διά του οποίου η χρονικότητα του Ψυχρού Πολέμου και του Εμφυλίου αναστάλθηκε και αντικαταστάθηκε από τον μνημειοποιημένο εθνικό χρόνο· ο Εμφύλιος θεωρήθηκε μια επανάληψη της πολυχιλιετούς μάχης του ελληνισμού ενάντια στους «Άλλους» του. Ενώ η χρησιμοποίηση της αρχαιότητας στην κατασκευή του εθνικού χρόνου και στην παραγωγή εθνικής μνήμης και αντι-μνήμης αποτελεί φαινόμενο κάθε άλλο παρά μοναδικό, τόσο στην Ελλάδα όσο και ευρύτερα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Μακρονήσου την καθιστούν ένα πολύ σημαντικό πεδίο έρευνας. Ο λόγος γι' αυτό δεν είναι μόνο οι διεθνείς διαστάσεις τις οποίες προσέλαβε αυτή η περίπτωση, που πιθανώς εκφράζονται από το γεγονός ότι ακόμα και οι ΗΠΑ εξέτασαν αυτό το πείραμα «αναμόρφωσης» ως πιθανό πρότυπο για τη δημιουργία παρόμοιων στρατοπέδων «επαναπροσανατολι-σμού» για τους γερμανούς κομμουνιστές στη μεταπολεμική Γερμανία· είναι επίσης ο διαρκώς πιο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζει η έννοια της κράτησης και του στρατοπέδου συγκέντρωσης στις αρχές του 21ου αιώνα, μια έννοια που, σύμφωνα με κάποιους, αποτελεί πλέον ειδοποιό γνώρισμα της δυτικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας. Πιο καίρια για την προβληματική του παρόντος βιβλίου είναι η ιδέα ότι η ιδεολογική κατήχηση περί αρχαιότητας και εθνικού υλικού παρελθόντος έχει τη δύναμη να αναμορφώνει και να θεραπεύει τα μολυσμένα άτομα, μέλη του εθνικού σώματος που προσωρινά είχαν γίνει «Αλλοι», αυτοεξόριστοι από την ίδια τους τη μοίρα και το πεπρωμένο, και οι οποίοι έπρεπε να αποκαθαρθούν πριν επιστρέψουν στις ανοικτές αγκάλες του έθνους. Φαίνεται ότι η ιδέα της εξορίας, ένα άλλο κεντρικό μέλημα της ύστερης νεωτερικότητας και μια απολύτως πραγματική και σκληρή εμπειρία για εκατομμύρια μεταναστών, καταλαμβάνει κεφαλαιώδη θέση στο εθνικό φαντασιακό (όπως θα δείξουμε πιο αναλυτικά στο έβδομο κεφάλαιο), όπως και η ανάγκη να αποκατασταθούν οι διαρραγείσες συνδέσεις με τις οδούς που οδηγούν πίσω στην αρχαιότητα και στην εθνική φαντασιακή πατρίδα. […] 261-266
|
|