|
|
Οι σκοτεινές πλευρές του Γιώργου Σεφέρη Μιχάλης Πιτσιλίδης, Οι σκοτεινές πλευρές του Γιώργου Σεφέρη, Αρχιπέλαγος, 2000
«Μια τραγική αντινομία», Η μαρτυρία του Γ. Βαφόπουλου
Με τον όρο «κλίκες», οι λογοτέχνες και κριτικοί που συμμετείχαν στη διαμάχη που κορυφώθηκε το τετράμηνο από τον Ιούλιο έως και τον Οκτώβριο 1947, εννοούσαν μια ομάδα λογοτεχνών και κριτικών οι οποίοι δρούσαν οργανωμένα, με σκοπό αφενός την με κάθε μέσο προώθηση και προβολή των μελών της ομάδας κι αφετέρου την υποβάθμιση και τον παραγκωνισμό μη μελών. Η ομάδα αυτή αρχικώς σχηματίστηκε υπό τον Γ. Κατσίμπαλη και συσπειρώθηκε γύρω από το περιοδικό του «Νέα Γράμματα», την περίοδο που αυτό εκδιδόταν (1935-1940 και το 1944). Δεξί χέρι και δημόσια φωνή έκφρασης του Γ. Κατσίμπαλη ήταν ο Α. Καραντώνης. Βέβαια, η ομάδα γύρω από τα «Νέα Γράμματα» ήταν αναπόφευκτα αρκετά ετερόκλητη, περιλαμβάνοντας και λογοτέχνες των οποίων τόσο η ιδιοσυγκρασία όσο και το βεληνεκές (ας μας επιτραπεί η χρήση του όρου) δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθούν. Κύριο παράδειγμα ο Οδυσσέας Ελύτης. Μετά τη διακοπή της έκδοσης του περιοδικού «Νέα Γράμματα», όργανο της ομάδας έγινε το περιοδικό «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση». Το περιοδικό αυτό άρχισε να κυκλοφορεί την άνοιξη του 1945. Η παρουσία του στη λογοτεχνική ζωή διήρκησε έως την άνοιξη του 1955, οπότε η έκδοση του διεκόπη. Αρχικά εκδιδόταν από την Αγγλοελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών (AGIS) και, μετά τη συμπλήρωση του πρώτου τόμου, από το Βρετανικό Συμβούλιο. Άρχισε ως δεκαπενθήμερο και δίγλωσσο, αργότερα όμως διατήρησε δίγλωσσο μόνο τον πίνακα περιεχομένων. Η συνολική παρουσία του μπορεί να χωριστεί σε δυο περιόδους: 1945-1952 και 1953-1955. Κατά την πρώτη και πιο γόνιμη περίοδο, διευθυντής του, χωρίς να φαίνεται ήταν ο Γ. Κατσίμπαλης και συνεργάτες τακτικοί οι Οδυσσέας Ελύτης, Αλκής Θρύλος, Ανδρέας Καραντώνης, Φάνης Μιχαλόπουλος, Απόστολος Σαχίνης, Γιώργος Σεφέρης, Άγγελος Σικελιανός, Σοφία Σπανούδη, Άγγελος Τερζάκης κ.ά. Στη δεύτερη περίοδο, διευθυντής ήταν ο Γ.Π. Σαββίδης. Ένα χαρακτηριστικό γεγονός που δείχνει τη συμπεριφορά της επονομαζόμενης "κλίκας" απέναντι σε πνευματικούς ανθρώπους που για κάποιο λόγο δεν ήταν πλέον αρεστοί, είναι η απόλυση από το Βρετανικό Συμβούλιο του Κοσμά Πολίτη. Πρώτη αναφορά στο γεγονός, με τον τίτλο «Αγγλικός «Δημοκρατισμύς»», έγινε από την εφημερίδα Ριζοσπάστης, στις 11 Αυγούστου 1946. Η εφημερίδα απέδωσε την απόλυση του Κ. Πολίτη σε εισήγηση του Γ. Κατσίμπαλη. Μερικές μέρες αργότερα, στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (15 Αυγούστου 1946), με τον τίτλο «απορία» δημοσιεύεται το εξής κείμενο:
«Μας πληροφόρησαν πως ο ξεχωριστός συγγραφέας Κοσμάς Πολίτης, παν επί ενάμιση τώρα χρόνο εργαζόταν στο Βρετανικό Συμβούλιο και ειδικά στο τμήμα μεταφράσεων της Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης, απολύθηκε χωρίς κανένα λόγο. Την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση είναι γνωστό πως διευθύνει ο κ. Κατσίμπαλης. Ρωτάμε, λοιπόν, έκανε τίποτα για να προλάβει την απόλυση αυτή; Τίποτα άλλο.»
Ο ίδιος ο Κοσμάς Πολίτης, απαντά στο περιοδικό, στο τεύχος της 1ης Σεπτεμβρίου 1946, ως εξής:
«Ευχαριστώ για το αυθόρμητο ενδιαφέρον σχετικά με την απόλυση μου από την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, το περιοδικό που εκδίδει το Βρετανικό Συμβούλιο. Όσο για το ρώτημα που βάζεις, δεν έπεσε ως τώρα στην αντίληψη μου αν απάντησε και τι απάντησε ο κ. Κατσίμπαλης. Μπορώ όμως να απαντήσω εγώ: την απόλυση μου την κοινοποίησε προφορικά ο κ Λεστρέιντζ, διαχειριστής στο Βρετανικό Συμβούλιο, που μου δήλωσε καθαρά πως οφείλεται σε εισήγηση τον κ. Κατσίμπαλη. Το ίδιο μου έγραψε και λίγες μέρες αργότερα ο κ. Ντε Γιονγκ, προϊστάμενος στο τμήμα εκδόσεων του Βρετανικού Συμβουλίου. Ευχαριστώ ακόμα μια φορά για το ενδιαφέρον».
Όμως και παλαιότερα, από την αρχή σύστασης της, η «κλίκα» φρόντιζε όχι μόνο για την προώθηση των ημετέρων αλλά και για τον αποκλεισμό των «εκτός των τειχών». Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις Γιάννη Ρίτσου και Κώστα Βάρναλη. σελ. 233-235
[πάνω]
Περίπου ένα χρόνο αργότερα, το Μάιο του 1936, ο Ρίτσος γράφει τον «Επιτάφιο», συγκλονισμένος από τα φοβερά γεγονότα των εργατικών κινητοποιήσεων και από τη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη κι έδειχνε τη μάνα γονατιστή να θρηνεί πάνω από το πτώμα του διαδηλωτή γιού της που κείτονταν στην άσφαλτο, πάνω σε μια πόρτα που είχαν χρησιμοποιήσει οι άλλοι διαδηλωτές ως φορείο για να τον μεταφέρουν. Γύρω στα τέλη Μαΐου, το Λαϊκό Βιβλιοπωλείο εκδίδει τον Επιτάφιο (τα 14 πρώτα άσματα) σε ένα εκπληκτικό ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα τιράζ: 10.000 αντίτυπα. Η δικτατορία Μεταξά που επιβλήθηκε μόλις τρεις μήνες αργότερα, βρήκε να κατασχέσει μόνο 250 αντίτυπα. Αν συγκρίνει κανείς τις πωλήσεις αυτές με τις αντίστοιχες π.χ του Γ. Σεφέρη της ίδιας εποχής, που ανέρχονταν σε μερικές μόλις δεκάδες αντιτύπων, θα ανέμενε να αναγνωριστεί, έστω, και να τύχει κάποιας μνείας από την «κλίκα» ο Επιτάφιος. Τίποτα. Ούτε λέξη... Ας δούμε όμως και μια άλλη εξίσου σημαντική περίπτωση. Όταν εκδόθηκε η «Στροφή» του Γ. Σεφέρη, ο φίλος του Γιώργος Θεοτοκάς δημοσίευσε στην εφημερίδα «Πρωία», στις 16 Ιουνίου 1931, την κριτική του. Χωρίς να αναφέρει ότι είναι φίλος στενός και προσωπικός του παρουσιαζόμενου και κρινόμενου ποιητή, αρχίζει το κείμενο του με μια αφοπλιστικής ειλικρίνειας εξομολόγηση: δεν γνωρίζει από ποίηση κι έτσι μόνο ως αναγνώστης μπορεί να μιλήσει κι όχι ως κριτής. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:
«Πρέπει να πω ότι δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ μου για τα τεχνικά ζητήματα της ποίησης και δεν ξέρω τίποτα από στιχουργία, μετρική και ποιητική γενικά. Ούτε έχανα ποτέ μου συστηματική μελέτη απάνω στην ποίηση, ούτε σκέφτουμαι να κάνω. Παίρνω την ποίηση σα μια πνευματική τροφή, ολότελα ξεχωριστή και κάπως αλλόκοτη, καθόλου κατάλληλη για την καθημερινή χρήση, μια τροφή παν μπορούμε να τη δεχτούμε και να τη χαρούμε στις πιο σπάνιες ώρες της μοναξιάς μας. Καταφεύγω σε αυτήν, όταν μου έρθει η όρεξη, χωρίς καμιά διανοητική περιέργεια και καμιά πρόθεση να μορφωθώ και να ωφεληθώ, όπως πηγαίνει κανείς σε έναν κήπο να ξεχαστεί λίγην ώρα ανασαίνοντας τ’ αρώματα και κοιτάζοντας τον ουρανό. Έτσι, η ποιητική μου μόρφωση έμεινε αναγκαστικά περιορισμένη, γιατί καταφεύγω σχεδόν πάντα στα ίδια λυρικά περιβόλια, τα γνώριμα και δοκιμασμένα, στους Άγγλους ρομαντικούς, στους Γάλλους συμβολιστές, στο Γρυπάρη, σε κάποιες θαυμάσιες και παραγνωρισμένες στροφές του Βιζυηνού, σε ορισμένα άλλα νεοελληνικά κομμάτια, που τα ξέρει όλος ο κόσμος από έξω και για τούτο διστάζω να τα αναφέρω. Με αυτούς τους όρους, μου είναι βέβαια πολύ δύσκολο να πάρω κριτική στάση μπροστά σε μια ποιητική συλλογή και προτιμώ να το αποφύγω. Και μια που μου ήρθε το κέφι να μιλήσω για έναν ποιητή, βιάζουμαι να εξηγήσω πως μιλώ απλώς σα φίλος της ποίησης και όχι σαν κριτής».
Στο παραπάνω απόσπασμα μπορεί κανείς να διακρίνει ειλικρίνεια αλλά και παρρησία. Ο Γ. Θεοτοκάς ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με την ποίηση, αλλά αυτό δεν του στερεί το δικαίωμα να έχει άποψη, ως αναγνώστης και μάλιστα ως ειδικής ευαισθησίας, επαρκής αναγνώστης. Βέβαια, εδώ οφείλει κανείς να θυμηθεί την αρχική στάση του Γ. Θεοτοκά απέναντι στον Καβάφη: πλήρης απόρριψη. Αργότερα, στο άρθρο του με τίτλο Κ.Π. Καβάφης (Νέα Γράμματα, Ιούλιος-Αύγουστος 1936, σελ. 710-717) ανασκευάζει πλήρως αυτή την αρχική του αρνητική στάση. Διαρκώς, ωστόσο, ο Γ. Θεοτοκάς τονίζει την ανεπάρκεια του σε ότι αφορά την κριτική της ποίησης. Εκτός αν πρόκειται να κατακεραυνώσει κάποιον, όπως ο Κώστας Βάρναλης με τον οποίο, όπως και με το Γ. Ρίτσο, τους χωρίζει ιδεολογική τάφρος. Εκεί, ο Γ. Θεοτοκάς ξεχνά την ανεπάρκεια του και καταφέρεται με βαρύτατους χαρακτηρισμούς κατά του Βάρναλη. Το «Φως που Καίει» του Κ. Βάρναλη, πρωτοεκδόθηκε το 1922 και ξαναεκδόθηκε το 1933. Για την έκδοση αυτή κάνει μια βιβλιοκριτική ο Γ. Θεοτοκάς στο περιοδικό «Ιδέα», το Φεβρουάριο του 1933 (Θεοτοκάς, Α, 216-221). Στην κριτική του αυτή όχι μόνον εγκαταλείπει την ταπεινοφροσύνη του μη ειδικού φίλου της ποίησης, αλλά χρησιμοποιεί εναντίον του Κ. Βάρναλη προσωπικές ύβρεις, εξαιτίας της γνωστής στράτευσης του στην αριστερά. Πρόκειται δηλαδή για μια περίπτωση ανάλογη εκείνης που περιγράψαμε πριν για τους Καραντώνη-Ρίτσο. Έτσι ο Βάρναλης «γεννήθηκε για να γίνει ένας καλός λυρικός ποιητής, δίχως εξαιρετική πνοή, ένας ποιητής της σειράς του Λάμπρου Πορφύρα να πούμε». Μη ειδικός, λοιπόν, ο Γ. Θεοτοκάς, αλλά εδώ φαίνεται να έχει κάνει και ποσοτικές ταξινομήσεις του λυρισμού! Στο τρίτο μέρος της συλλογής αποδεικνύεται, κατά Θεοτοκά, ότι ο Βάρναλης «αγωνίζεται λυσσώντας να εξευτελίσει και να τσαλαπατήσει κάθε πνευματική και ηθική παράδοση και να εκφράσει τις νέες ορμές μια κοσμογονικής επανάστασης» αλλά «τα κότσια του δε βαστάνε για να γράψει ούτε καν μια σοβαρή κομμουνιστική μπροσούρα» αφού «η σκέψη του είναι σκέψη ενός παιδιού δώδεκα χρονώ, που παίρνει πόζες πνευματικού οδηγού του ανθρώπινου γένους» κι αφού ο Βάρναλης «κυριολεκτικά δεν ξέρει τίποτα και δεν είναι ικανός να αποδείξει τίποτα». Στο έργο του Βάρναλη «πουθενά δε χαράζει το παρήγορο φως της καλλιεργημένης και ισορροπημένης διανόησης, πουθενά μια ανώτερη διανοητική σύλληψη, έστω και δανεική. Μονάχα το θράσος της ημιμάθειας, η τύφλα του κοινωνικού φανατισμού και τα άναρθρα μουγκρητά της επαναστατικής νευρασθένειας». Όσο κι αν μένει κανείς έκπληκτος από τις διατυπώσεις, αυτή είναι η πραγματικότητα. Ένας είδος πνευματικού χουλιγκανισμού σε βάρος των «ιδεολογικών αντιπάλων», προερχόμενος από την τριάδα Καραντώνης -Θεοτοκάς - Σεφέρης. Ωστόσο, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν έλειψαν και τα φαινόμενα κανιβαλισμού μεταξύ των ανθρώπων που συγκροτούσαν την «κλίκα», εφόσον το προσωπικό συμφέρον το επέβαλε. σελ. 236-238
[πάνω]
Η διαμάχη για τις "κλίκες" φαίνεται να αρχίζει επίσημα με το άρθρο «Η φυσιολογία της υπερβολής» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, την 1η Ιουλίου 1947. Αφορμή για το άρθρο αποτέλεσε η υιοθέτηση, παρουσίαση και εξύμνηση του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ από την μετέπειτα ονομαζόμενη "κλίκα". Στην πραγματικότητα, βέβαια, το ερέθισμα του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου ήταν η ομιλία Γ. Σεφέρη στα εγκαίνια αυτής της έκθεσης, που έγιναν στις 2 Μαΐου 1947 στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών. Ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος, αρχίζει το κείμενο του διατυπώνοντας την άποψη ότι δεν μπορεί να σωπάσει μπροστά στην έλλειψη ήθους από την πνευματική ζωή της εποχής εκείνης. Κατά την άποψη του, ο Θεόφιλος δεν είναι παρά ένας πριμιτίφ και ο πριμιτιβισμός δεν αποτελεί παρά ομολογία της χρεοκοπίας του πολιτισμένου ανθρώπου. Με τη βασική διαφορά ότι ο μεν Θεόφιλος είναι ένας γνήσιος πριμιτίφ, ενώ οι όψιμοι υποστηρικτές και υμνητές του είναι πρωτογονιστές, επίπλαστοι, τεχνητοί. Στο άρθρο του αυτό λοιπόν, διατυπώνει χωρίς ονόματα την εξής άποψη [όλα τα κείμενα της διαμάχης για τις "κλίκες" παρατίθενται αυτούσια στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου] για τους πολιτισμένους πνευματικούς ανθρώπους που εκστασιάζονται μπροστά στο Θεόφιλο:
«Οι περισσότεροι από δαύτους είναι πολύ αξιόλογοι κύριοι, που πηγαίνουν συχνά σε βρόμικες ταβέρνες με πρόστυχους ταβερνιάρηδες, γιατί η εσωτερική τους φθορά αναζητεί με λαχτάρα τους βαρβάρους που της ταιριάζουν και δεν είναι σωστό και φυσικό νάχουν σχέση άλλη με το Θεόφιλο από τη σχέση του πολιτισμένου που πάει να κυνηγήσει τα θηρία της ζούγκλας, για να δοκιμάσει πρωτόγνωρες συγκινήσεις ή της ξεμωραμένης περιηγήτριας που ζει την ερωτική της στιγμή με τον τσοπάνο. Η υπερβολή, αν καλυσυλλυγιστούμε το πράμα, χρωστιέται σε μια συνείδηση άδειου ή σε ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας».
Και παρακάτω σημειώνει για τους ανθρώπους της "κλίκας":
«Καλλιεργούν με τέχνη επιρροές και χρήσιμες γνωριμίες και θάβουν σε καταφρονετική σιωπή ή περιγελούν διακριτικά όσους υποψιάζουνται αντίπαλους ή με κάποιον ανεξαρτησία γνώμης. Φέρανε κι έναν καραγκιοζοπαίχτη στην αίθουσα του Θεόφιλου και προσκαλέσανε κυρίες κοσμικές με πολύχρωμα φουστάνια και γουατάρανε με την καρδιά τους. Μα ο καραγκιοζοπαίχτης δεν είναι κείνος που μαντεύανε πίσω από το φωτισμένο πανί. Είναι ο άλλος, που κρατεί τους σπόγγους στα χέρια του, τους σπόγγους του θίασου, ο ανεχτίμητος κατά τα άλλα βιβλιογράφος και ευγενικότατος άνθρωπος, ο φημισμένος ωστόσο για την ακρισία του και για την υστερική προσήλωση σε θεούς διαδοχικούς, που όσο καλό θα μπορούνε να κάμει στην πνευματική μας ζωή με τις χρήσιμες εργασίες τον, το πληρώνουμε όλοι πολύ πικρά εξαφορμής της μεθοδικής του απερισκεψίας».
Στο παραπάνω απόσπασμα ως «καραγκιοζοπαίχτης» εμφανίζεται ο Α. Καραντώνης. Ο άλλος, εκείνος που «κρατεί τους σπάγγους» είναι ο Γ. Κατσίμπαλης. Ας σημειώσουμε εδώ την ασυνήθιστης βιαιότητας επίθεση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Παρακάτω αναφέρεται και στο Γ. Σεφέρη, τον οποίο αποκαλεί «Βούδα» και «Δαλαϊλάμα του Θιβέτ». Ας δούμε το σχετικό απόσπασμα:
«Στήσανε κι ένα Βούδα ανάμεσα τους, ποιητή με το νου παρά με την καρδιά και κριτικό συχνότατα ευρηματικό και καπότες οξύτατο, αξιόλογο σε πολλά, μα όχι βέβαια και για αποθέωση, και τον θυμιατίζουν με τρακόσια εξήντα πέντε άρθρα ο καθένας το χρόνο. Όχι, δεν είναι ο Βούδας ο ίδιος. Είναι ο Δαλαϊλάμας του Θιβέτ. Τρέμω τη στιγμή που ο καραγκιοζοπαίχτης Θα τον Θεωρήσει νεκρό και θα τον καθαιρέσει αλύπητα και Θα τρέξει να ανακαλύψει ένα άλλο αντικείμενο του απεριόριστου Θαυμασμού του. Η σοβαροφάνεια είναι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του θίασου. Και η μισαλλοδοξία. Εδώ δεν πρόκειται ίσως και μια "κλίκα". Πρόκειται για ένα καρκίνωμα που ολοένα κι απλώνεται στην πνευματική μας ζωή και δημιουργεί παραισθήσεις πολύ επικίνδυνες. Τα πλοκάμια του βρίσκουνται παντού. Και οι δαγκάνες του. Στα ξένα πνευματικά ιδρύματα, στα περιοδικά, στις εφημερίδες σε ομίλους, σε συλλόγους. Είναι μια "κάστα", που ανθυποβάλλεται και αλληλοβοηθείται. Μια αίρεση».
Σχετικά με το παραπάνω άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, βρίσκουμε στο ημερολόγιο του Γ. Σεφέρη δυο αναφορές, μιαν στις 11 Ιουλίου 1947 και μια στις 11 Αυγούστου 1947. Στην πρώτη γράφει τα εξής (Μέρες, Ε, 104):
«Από τις αρχές τον μήνα ξέσπασε το τρίτο κατά σειρά (εφέτος) υβρεολόγιο εναντίον μου. Το πρώτο, αφορμή το Βραβείο Παλαμά. Το δεύτερο, αφορμή η έκθεση τον Θεόφιλου. Τώρα, «Η κλίκα»! Κι έχει ο Θεός. Δεν είναι πια οι φιλότεχνοι που ταξίδεψαν και είδαν τα μουσεία της απογεματινής μέγαιρας [σημ: ασαφές τι εννοεί], αλλά ο - (σημ: δεν έχει όνομα, προφανώς εννοεί τον I. Μ, Παναγιωτόπουλο]. Βρίζει και φτύνει σαν υστερικός βαστάζος και συνάμα επικαλείται τον Επίκτητο για να δηλώσει πως αυτός είναι στωικά νηφάλιος ενώ οι άλλοι είναι μεθυσμένοι. Και να συλλογιστείς πως ο μεγάλος τίτλος τον είναι το «κριτικό πνεύμα». Πού το πνεύμα: πού η κριτική;...Guarda e passa».
Στη δεύτερη αναφορά του ο Γ. Σεφέρης σημειώνει (Μέρες, Ε, 107):
«Ωραία, βρήκαμε τον Θεόφιλο και τον Μακρυγιάννη, όπως οι μητρομανείς περιηγήτρες βρίσκουνε τσοπανόπουλα να τους χάνουν τον έρωτα: πρωτογονισμός από την ανάποδη. Και τούτοι βρήκαν αυτή την καραμέλα και την πιπιλίζουν με απόλαυση. Αλλά το ζήτημα είναι πως στη φτωχή μας Ελλάδα δε βρίσκω κανέναν από τους ακαδημαϊκούς μας ζωγράφους, που να με πάρει ο διάβολος, που να έχει το χρώμα και τον αέρα του Θεόφιλου, και όταν πάρω μια σελίδα των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη και μια σελίδα από τα Απομνημονεύματα του Ραγκαβή, ενός καταπληκτικά μορφωμένου ανθρώπου για την εποχή του, βρίσκω πως η λέξη, η φράση, ο τόνος, ο ρυθμός, το λογοτεχνικό κείμενο τελοσπάντων του λόγιου μοιάζει με μωρολόγημα μπροστά στο γράψιμο του αγράμματου. Και για να μη νομιστεί πως είναι η διαφορά δημοτικής και καθαρεύουσας που με επηρεάζει, θα πρόσθετα πως και η σκέψη ακόμα του Ραγκαβή μου μοιάζει χωρίς νεύρο και χωρίς σπίθα μπροστά στον απλοϊκό στοχασμό του Μακρυγιάννη. Αυτό είναι το ελληνικό φαινόμενο. Το ελληνικό πρόβλημα που θα πρέπει να συλλογιστεί κανείς με ψυχραιμία».
Όπως εύκολα παρατηρεί κανείς, ο Γ. Σεφέρης στις σημειώσεις του δεν μπαίνει στην ουσία των καταγγελιών του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Απλώς εξηγεί την προτίμηση του στο Θεόφιλο και το Μακρυγιάννη. Αυτά όμως στάθηκαν απλώς η αφορμή για να διατυπωθούν οι καταγγελίες περί "κλίκας", για τις οποίες ο Γ. Σεφέρης δεν έχει απάντηση. Ποτέ δεν είχε. ακόμα κι όταν η διαμάχη πήρε μεγάλες διαστάσεις. Από την πλευρά του Α. Καραντώνη υπήρξαν απαντήσεις [«Ελλάδα», 7-7-1947 και «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» Ιούλιος 1947]. Τις απαντήσεις αυτές ανασκευάζει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος σε άρθρο του με τον τίτλο «Η χώρα των ελεφάντων και των πιθήκων» που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, την 1η Αυγούστου 1947. Από το άρθρο αυτό, σημαντικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσωποποίηση πλέον των καταγγελιών καθώς και μια εκπληκτική πληροφορία για τον Robert Levesque ο οποίος ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών για το βιβλίο του «Ελληνική Περιοχή». Κρίνοντας τους προστατευόμενους της "κλίκας", ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, διαφοροποιεί ευθέως τον Οδυσσέα Ελύτη, θεωρώντας τον γνήσιο ποιητή, που θα παρέμενε ποιητής σε οποιονδήποτε καιρό κι αν ζούσε, όπως κι αν έγραφε. Όσο για την "κλίκα", γράφει τα εξής:
«Οι άνθρωποι της "κλίκας" μου θυμίζουν τα χαϊδεμένα παιδιά, που, σαν τύχει και μάθουν κάτι και πούνε κάτι, ύστερα από εναγώνιο παιδεμό δασκάλων και φίλων, το παίρνουν τόσο απάνου τους, που γίνουνται ανυπόφερτα πιά. Μα φιλάνθρωπος και φελέορτος προστάτης ο κ. Γ.Κατσίμπαλης παίρνει μονομιάς την υπόθεση τους για υπόθεση του ατομική. Άγιος και άξιος ζήλος! Μα τι αντιπροσωπεύει, τι εκφράζει ο κ. Γ. Κατσίμπαλης στην πνευματική μας ζωή; Είναι ένας κύριος πολύ ευγενικός, πολύ ευπροσήγορος και στον προφορικό του λόγο λεπτότατος, που λατρεύει την ποίηση, που λατρεύει τον πεζό λόγο, καθώς τόσοι άλλοι σεμνοί κι αθόρυβοι ολόγυρα μας, και τύχει μαράζι, που δεν καταφέρνει, να γράψει ο ίδιος μήτε γραμμή. Κάθεται λοιπόν και ξεσκαλίζει τις παλιές εφημερίδες και τα περιοδικά και τα ημερολόγια και κάθε λογής άλλης τυπωμένο χαρτί, και καταγράφει σε μεγάλα τεφτέρια τι έχει γράψει ο ένας κι ο άλλος και τα τυπώνει τα βιβλιογραφικά του συμμαζώματα σε φυλλάδια χρησιμότατα σε κάθε μελετητή. Τον έχουμε παινέψει σωρό φορές για την αφιλόκερδη τούτη μονομανία του. Και του χρωστούμε ευγνωμοσύνη. Μα ο κ. Γ. Κατσίμπαλης πιστεύει ακόμα πως μπορεί και να κατευθύνει την πνευματική μας ζωή, να αναδείξει και να βαραθρώσει, να επιβάλει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις τον και να μονοπωλήσει το χώρο της έντεχνης έκφρασης στο εσωτερικό και το εξωτερικό, προς όφελος των φίλων του και των φίλων των φίλων του. Από αυτού και πέρα αρχίζει η μεγάλη διχογνωμία μας. Γιατί ο κ. Γ. Κατσίμπαλης είναι επιδεξιότατος στην οργάνωση "κλίκας" κι ενώ θα έπρεπε, καθώς το δηλώνει, να είναι ο αφιλόκερδος βοηθός των αρίστων, κατανταίνει ο υπέρμαχος, ο φανατικός κάθε υποταχτικής του ασημότητας. Είναι ένα αξιοπαρατήρητο υπόδειγμα λόγιου χωρίς έργο. Κι επιτέλους, κανένας δε θάχε τίποτα να του πει, αν έκανε το κέφι του, όπως άλλοτε, τυπώνοντας περιοδικά που εξυπηρετούσαν τα σχέδια του [σημ. εννοεί το περιοδικό Νέα Γράμματα]. Ένας Μαικήνας ή, για να μιλήσουμε τη γλώσσα της εποχής, ένας φιλολογικός manager ήταν. Μα τα πράματα κατανταίνουν κάπως δυσκολότερα, όταν ο κ. Γ. Κατσίμπαλης γίνεται φροντιστής ενός περιοδικού που τυπώνεται με ξένα χρήματα, για να φέρει σε πνευματική επικοινωνία δυο λαούς [σημ: εννοεί την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση]. Το περιοδικό αυτό, πριν αναλάβει τη φροντίδα του ο κ. Γ.Κ. Κατσίμπαλης, έβγαινε δίγλωσσο, καθώς ήταν και το σωστό: να μαθαίνει κι ο ένας κι ο άλλος. Μα σιγά σιγά κατάντησε δημοσίευμα που πληροφορούσε μονάχα τον ένα λαό για τον άλλο. Κι όχι αντίστροφα. Και τούτο θα μπορούσε να το προσπεράσει ο κριτής ο καλοπροαίρετος. Δεν πειράζει! Μα πειράζει και πολύ μάλιστα, όταν ο κ. Γ.Κ. Κατσίμπαλης καταφέρνει να το μεταμορφώσει σε ένα όργανο συστηματικής προπαγάνδας του έργου των φίλων του και των φίλων των φίλων του».
Σχετικά με τις καταγγελίες για τη μετατροπή της Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης σε όργανο προβολής της "κλίκας", ο Άλκης Θρύλος συμφωνεί με την άποψη του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, και σημειώνει σχετικά στην εφημερίδα "Ελληνικό Αίμα" της 28ης Αυγούστου 1947:
«Παραδεχόμαστε βέβαια ότι είναι δικαίωμα του κ. Κατσίμπαλη, λένε όσοι τον κατηγορούν, όπως και κάθε ατόμου, να έχει τις προτιμήσεις του και να τις υποστηρίζει και, ενόσω διηύθυνε από τα παρασκήνια ένα δικό του περιοδικό που ήταν δηλωμένα το όργανο μιας ομάδας δεν είχαμε, δεν μπορούσαμε να έχουμε καμία αντίρηση. Το παρακολουθήσαμε μάλιστα με ενδιαφέρον. Ποιος έχει αντίρηση για τον «Κοχλία» της Θεσσαλονίκης; Αλλά σήμερα ο κ. Γ. Κατσίμπαλης ανέλαβε επίσημα τη διεύθυνση της Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης, του περιοδικον που έχει για πρόγραμμα του και σκοπό του να καλλιεργήσει την πνευματική επικοινωνία δύο λαών. Πως νοείται σε ένα τέτοιο περιοδικό, που θεωρητικά παρουσιάζει το σύνολο της παραγωγής, στην πραγματικότητα να προβάλονται συστηματικά κι αναγλνφικά και ζωηρότατα φωτισμένοι, μόνον ορισμένοι λογοτέχνες και οι άλλοι, οι τουλάχιστον επίσης άξιοι, να αφήνονται στη σκιά να αγνοούνται ολότελα ή να εμφανίζονται με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι οι ελάσσονες; Είναι νοητό κι ανεχτό να ψευτίζεται η εικόνα της λογοτεχνικής μας ζωής;». σελ. 238-243
[πάνω]
Στο τεύχος της Νέας Εστίας (1-8-1947) όπου δημοσιεύτηκε το άρθρο με τίτλο «Η χώρα των ελεφάντων και των πιθήκων» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, δημοσιεύτηκε επίσης ένα σημαντικό κείμενο-παρέμβαση του Καραγάτση, με τίτλο «Χρηματιστήριο Πνευματικών Αξιών». Στο κείμενο αυτό ο Μ. Καραγάτσης αρχικώς υπενθυμίζει στον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο ότι ο ίδιος είχε πρώτος θέσει το θέμα της "κλίκας", δέκα χρόνια πριν τη διαμάχη του 1947 και, τότε, είχε βρει αντιμέτωπο του και τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο ο οποίος χαρακτήριζε άτομο χωρίς ήθος τον Καραγάτση επειδή χρησιμοποιούσε βίαια εκφραστικά μέσα, πάντως λιγότερο βίαια από εκείνα του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου στη διαμάχη που εξετάζουμε εδώ. Ας δούμε τις αρχικές αυτές επισημάνσεις του Καραγάτση:
«Ας αναμνησθώμεν παλαιών ημερών. Χίλια εννεακόσια τριάντα έξη, τριάντα εφτά... Πολύ νερό θα είχε κυλήσει κάτω από τις γέφυρες του Ιλισσού, αν αυτό το ποτάμι δεν επέμενε να είναι ξερό. Πόλεμος τρομερός συνεκλόνισε την υφήλιο. Τα μαλλιά μας άρχισαν να ασπρίζουν. Η ψυχή μας ξεράθηκε από αγωνία. Και μυαλό δεν εβάζαμε. Τότε, ήμουνα νέος, τίμιος κι αυθόρμητος. Μου ήταν αδύνατο να καταλάβω μερικά παράξενα πράματα. Έβλεπα π.χ. να εξυψώνεται ο Μακρυγιάννης σε εξέχουσα εθνο-ιστορικο-λογοτεχνική φυσιογνωμία… σελ. 247-248
[πάνω]
«Μια τραγική αντινομία», Η μαρτυρία του Γ. Βαφόπουλου
Κλείνοντας εδώ τα βασικά σημεία του ζητήματος που έμεινε στην ιστορία της σύγχρονης λογοτεχνίας μας ως η «διαμάχη για τις κλίκες» κρίνουμε σκόπιμο να φιλοξενήσουμε την άποψη του Γιώργου Βαφόπουλου (Βαφόπουλος, 279-284), δημοσιευμένη το 1982. Η άποψη αυτή προσθέτει μια ακόμα σημαντική μαρτυρία στο ζήτημα, δικαιολογώντας όλους εκείνους που κατήγγειλαν την «κλίκα» όχι τόσο για το γεγονός ότι προωθούσε ασύστολα τα μέλη της, όσο για το γεγονός ότι έδινε λυσσώδεις μάχες προς κάθε «αντιφρονούντα». Το κείμενο του Γ. Βαφόπουλου έχει ως εξής:
«Σε ορισμένα κείμενα του τεύχους της 15ης Νοεμβρίου 1982 της «Νέας Εστίας», που είναι αφιερωμένο στον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, αναφέρονται παλιά θλιβερά περιστατικά του πνευματικού μας βίου. που ένας ψύχραιμος και αντικειμενικός αναγνώστης δε θα δίσταζε να τα χαρακτηρίσει ως τεκμήρια ηθικής τάξεως. Η ιστορία είναι παλιά. Ανάγεται στο 1947 κι είναι πολύ φυσικό η σημερινή γενιά να την αγνοεί. Και θα ήταν ίσιος σκόπιμο, όλα εκείνα τα θλιβερά περιστατικά να έρθουν κάποτε στο προσκήνιο της σημερινής πνευματικής μας ζωής. για να τα κρίνουν οι νεότεροι, βλέποντας τα μέσα από ένα άλλο οπτικό πρίσμα και να βγάλουν τα συμπεράσματα τους. Πρόκειται για μια πνευματική κονταρομαχία, ανάμεσα σε πολύ σημαντικούς ανθρώπους των ελληνικών γραμμάτων, που ποτέ κανένας δεν αμφισβήτησε ούτε την αξία τους, ούτε το ηθικό τους κύρος. Αναφέρω στη σειρά μερικά ονόματα: Γ. Σεφέρης, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Γ. Θεοτοκάς, Α. Καραντώνης. Κλέων Παράσχος, Μ. Καραγάτσης. Όλοι τους σήμερα είναι νεκροί. Αξίζει κάθε σεβασμός στη μνήμη τους. Κύριοι πρωταγωνιστές της κονταρομαχίας εκείνης ήσαν από τη μια μεριά ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος κι από την άλλη ο Γ. Σεφέρης, ο Α. Καραντώνης κι ο Γ.Κ. Κατσίμπαλης. Οι τρεις πρώτοι αναμφισβήτητα κρατούν μιαν υψηλή θέση στη Νεότερη Ελληνική Γραμματεία. Ο Γ. Κατσίμπαλης, στέκεται στο περιθώριο αυτής της Γραμματείας, μονάχα με μια σειρά τυπικών βιβλιογραφιών, χωρίς να κρατά σ' αυτή καμιά καίρια θέση, παρά μόνο μια... μαγκούρα! Ωστόσο αυτή η περίφημη μαγκούρα έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο: χρησίμευσε σαν μπαγκέτα στα χέρια του Κατσίμπαλη, με την οποία διεύθυνε μιαν ορχήστρα, που η φιλυποψία της εποχής εκείνης της είχε δώσει τη σχετλιαστική προσωνυμία «Η κλίκα». Εναντίον αυτής της «κλίκας» είχε ξεσπαθώσει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος από τις σελίδες της «Νέας Εστίας» του 1947. Και, καθώς ήταν φυσικό-, δέχθηκε την ομοβροντία των πυρών, από τα μέλη της, με πρώτον πυροβολητή τον Α. Καραντώνη, Μαζί με τα πυρά, ανταλλάχτηκαν και εκφράσεις απαράδεκτες, που κατέβαζαν χαμηλά το επίπεδο του πνευματικού μας ήθους. Ιστορία θλιβερή, πολύ θλιβερή. Δεν θα επιμείνω στις λεπτομέρειες της. Ας τις αναζητήσει ο φίλο-περίεργος αναγνώστης στα επίδικα κείμενα της εποχής εκείνης. Το σημείωμα τούτο γράφεται από αφορμή μιας επιστολής τον Γ. Σεφέρη, με χρονολογία 2.8.1947, που αναδημοσιεύται στο πρόσφατο τεύχος της «Νέας Εστίας», το αφιερωμένο στον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο. Είναι μια εκτεταμένη απάντηση στις τότε κατηγορίες τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, όπου ο Γ. Σεφέρης γράφει ότι «ο κ. Παναγιωτόπουλος λέει και υπογράφει κακόβουλα και συκοφαντικά ψέματα». Κι ένα από τα πολλά «ψέματα» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου ήταν ότι ο Σεφέρης «εκμισθώνει κριτικούς και υμνολόγους οικοδίαιτους και οικόσιτους για να τον επαινούν». (Από την αλληλουχία των κειμένων της «κονταρομαχίας» βγαίνει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για τον Αντρέα Καραντώνη). Στο τέλος της επιστολής του ο Γ. Σεφέρης ζητά από τον I. Μ. Παναγιωτόπουλο «να δικαιολογήσει παστρικά, με συγκεκριμένα στοιχεία, τις κατηγορίες του». Και τον παρακαλεί «να προσπαθήσει να αντιδράσει, όσο μπορεί, στη μανία καταδιώξεως που τον έχει πιάσει με τη μισο-ανώννμη και τη μισο-επώνυμη «κλίκα» του, για να αποδείξει πως δεν είναι συκοφάντης». Λόγια πολύ βαριά από έναν κορυφαίο άνθρωπο της πνευματικής μας ζωής προς άλλον εξίσου κορυφαίο. Όμως κι οι όνο τους σήμερα είναι νεκροί. Κι η φωνή τους δεν είναι δυνατό να ακουστεί στη συνέχεια ενός αντίλογου. Αλλά κάποτε εμφανίζονται απρόοπτα μερικά κείμενα, που, αν δεν μπορούν να αναστήσουν τη φωνή των νεκρών, φέρουν την αυθεντική υπογραφή τους. Έτσι λοιπόν κάποτε κυκλοφόρησε το τεύχος της 1.10.1980 της «Νέας Εστίας». αφιερωμένο στο Γ. Κατσίμπαλη. Το τεύχος αυτό είναι αποκαλυπτικό για ότι συνέβαινε στα παρασκήνια της πνευματικής μας ζωής. Παρουσιάζονται εκεί ακαταμάχητα τεκμήρια για τον τρόπο που οργανωνόταν η προβολή μιας ομάδας λογοτεχνών και που γράφονταν βιβλία για τη δυσφήμιση των «εχθρών» και την υμνολογία των «φίλων». Είναι αποκαλυπτικό ακόμα και για τη μέθοδο της δημιουργίας «μύθων». Με αυτούς τους «μύθους» μεγάλωσαν δυο γενιές. Και σε πρόσφατο τεύχος της «Νέας Εστίας» ο διορατικός αναγνώστης, παρακολουθώντας τα τελευταία κριτικά σημειώματα του Αντρέα Καραντώνη, πρέπει να έχει αντιληφθεί πως είχε αρχίσει μια απόπειρα απομυθοποίησης από τους ίδιους τους κατασκευαστές των «μύθων», γιατί τώρα το έφεραν φέρει οι περιστάσεις, οι παλιοί υμνούντες και υμνολογούμενοι να έχουν στρέψει την πλάτη ο ένας στον άλλο. σελ. 252-253 [πάνω]
|
|