ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Η γενιά του '30 ως κλίκα

 Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του ’30, Πόλις

 

Το 1947, με αφορμή το έπαθλο Παλαμά που απονεμήθηκε από κοινού στον Γιώργο Σεφέρη και στον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, ξέσπασε μια διαμάχη με πρωταγωνιστές τον τελευταίο και τον Αντρέα Καραντώνη, εισηγητή για την απονομή του επάθλου. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος θεώρησε ότι, στη δημόσια εισήγηση του για το έπαθλο, ο Καραντώνης αποθέωσε τον ποιητή και καταβαράθρωσε τον ίδιο, μολονότι οι δυο τους μοιράστηκαν το βραβείο. Ο Καραντώνης, με τη σειρά του, εξήγησε ότι στην εισήγηση του υποστήριξε την άποψη πως το βραβείο δεν έπρεπε να μοιραστεί, μα να απονεμηθεί εξ ολοκλήρου στον Σεφέρη, γιατί το μοναδικό μελέτημα για τον Παλαμά, που είχε σταλεί στην κριτική επιτροπή, ήταν αυτό του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, το οποίο δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο βράβευσης, αφού «ουσιαστικά αμφέβαλλε για την ποίηση του Παλαμά». Στην τελική ψηφοφορία όμως, και για να μη φανεί διάσπαση της επιτροπής, ψήφισε και αυτός τη βράβευση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, διατυπώνοντας-στα Πρακτικά- μόνο μια μικρή επιφύλαξη. Ωστόσο, στην τελετή απονομής δεν μπορούσε να μιλήσει πανηγυρικά για ένα έργο με το οποίο διαφωνούσε βαθύτατα. Ο ίδιος είχε ζητήσει να αντικατασταθεί και να οριστεί δεύτερος εισηγητής για τη μελέτη του Παναγιωτόπουλου, αλλά η ολομέλεια της επιτροπής δεν το δέχτηκε.

Αναφερόμενος στην εισήγηση για το έπαθλο, ο Κλέων Παράσχος βρίσκει αυθαίρετη την αντιπαράθεση που επιχειρεί ο Καραντώνης ανάμεσα στη γερή, ακέραιη, ρουμελιώτικη και βαθύτατα νεοελληνική γενιά του Παλαμά και την παριζιάνικη, λεπταίσθητη και εκφυλισμένη του 1920. Έτσι, από την αρχή της διαμάχης, διαφαίνεται ότι η αντίθεση δεν είναι απλώς προσωπική, αλλά και γενεαλογική. Ο Νίκος Γκάτσος, γράφοντας επίσης για τη σημασία του επάθλου Παλαμά, επισημαίνει ότι τα δύο βασικά συνθετικά της προσωπικότητας του Σεφέρη είναι η αγωνία της Φυλής και η αγωνία της Ποίησης, και υποστηρίζει ότι η βράβευση του Σεφέρη δεν αναγνωρίζει μόνο την αναμφισβήτητη αξία του έργου του, «αλλά ταυτόχρονα δικαιώνει την προσπάθεια μιας ολόκληρης γενιάς που δεν έπαψε ποτέ ν' αντιμετωπίζει την παρανόηση, την ύβρη και τη συκοφαντία». Απόψεις όπως του Γκάτσου οδηγούσαν στην αμυντική συσπείρωση της γενιάς και στην προβολή της συλλογικής της ταυτότητας και ιδιαιτερότητας.

Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να αναφερθεί ότι ο Σεφέρης εκείνη την περίοδο γίνεται στόχος, όχι μόνο εξαιτίας του επάθλου Παλαμά, αλλά και γιατί, τη δεκαετία του 1940, έχει έντονη παρουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τον Μάρτιο του 1940 τυπώνει το Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937), τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς το Ημερολόγιο Καταστρώματος [Α΄] και τον Μάιο τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα, 1. Το 1942 εκδίδεται στην Αλεξάνδρεια η Λύρα του Κάλβου, με πρόλογο του, ενώ το 1943 ο Σεφέρης δίνει διαλέξεις στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια για τον Παλαμά και τον Μακρυγιάννη. Το 1944 εκδίδει μια πρώτη μορφή των Δοκιμών, προλογίζει τη χειρόγραφη έκδοση των Ακριτικών του Σικελιανού στο Κάιρο και εκδίδει στην Αλεξάνδρεια, σε ιδιωτική φωτολιθογραφική έκδοση, το χειρόγραφο του Ημερολογίου Καταστρώματος Β', το οποίο θα εκδοθεί και από τον «Ίκαρο» την επόμενη χρονιά. Το 1945 εκδίδεται εκλογή ποιημάτων του σε γαλλική μετάφραση από τον Robert Levesque, και την επόμενη χρονιά ο Lawrence Durrell μεταφράζει και τυπώνει Six Poems from the Greek of Sekilianos [sic] and Seferis. Το 1946 δίνει διάλεξη για τον Ερωτόκριτο στον «Παρνασσό», και στο Βρετανικό Ινστιτούτο για Καβάφη καιΈλιοτ. Το 1948 κυκλοφορούν τα ποιήματα του στα αγγλικά, αν και ο ίδιος ο Σεφέρης, σε επιστολή του προς τον Νάνο Βαλαωρίτη την ίδια χρονιά, υποστηρίζει ότι «το δημόσιο μας δεν αγαπά τη δική μου λογοτεχνία», υπονοώντας ότι δεν ήταν εκείνη την εποχή ο εκλεκτός του ελληνικού πνευματικού κατεστημένου.

Ό,τι όμως προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις, και αποτέλεσε το επιστέγασμα της έντονης παρουσίας του Σεφέρη όλα τα προηγούμενα χρόνια, ήταν η απονομή του επάθλου Παλαμά στον νεοτερικό ποιητή της γενιάς του '30. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, με αφορμή την υπόθεση του επάθλου, δημοσίευσε δύο άρθρα στα περιοδικά Γράμματα και Νέα Εστία, υποστηρίζοντας ότι στην ελληνική πνευματική ζωή κυριαρχεί το πνεύμα της κλίκας. Τα μέλη της καλλιεργούν ωφέλιμες γνωριμίες με Έλληνες και ξένους, και δηλητηριάζουν το ήθος της πνευματικής ζωής με το να «μεταχειρίζονται κάθε θεμιτό και αθέμιτον τρόπο, για να δείξουν πως δεν υπάρχει στον τόπο μας τίποτε άλλο έξω από τον εαυτό τους και τους φίλους τους». Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος αναφέρεται ιδιαίτερα στην πρόσφατη τότε ανακάλυψη του Θεόφιλου, θεωρώντας τον πριμιτιβισμό του «ομολογία της χρεοκοπίας του πολιτισμένου ανθρώπου» και τον ζωγράφο «μια curiosité ανάμεσα στην τεράστια τεχνική πρόοδο του αιώνα». Για εκείνον, η τέχνη είναι νους και καρδιά, ενώ ο Θεόφιλος είναι μονάχα καρδιά, ένας τεχνίτης που δεν πρόφτασε να γίνει ζωγράφος. Υμνολογώντας τον Παλαμά και τον Έλιοτ, τον Αραγκόν και τον Μακρυγιάννη, ή βρίσκοντας μυστικές συνάφειες ανάμεσα σε «βιβλιακούς» και ασπούδαχτους, οι άνθρωποι της κλίκας, σύμφωνα με τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, πασχίζουν να μονοπωλήσουν την ελληνική πνευματική ζωή. Οι λογοτέχνες, που αποτελούν την κλίκα, δεν κατονομάζονται, αλλά είναι εμφανές ότι η κλίκα ταυτίζεται με τη γενιά του '30, και ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος έχει κατά νου τον Σεφέρη, όταν γράφει: «Στήσανε κ' ένα Βούδα ανάμεσα τους, ποιητή με το νου παρά με την καρδιά και κριτικό συχνότατα ευρηματικό και καπότες οξύτατο, αξιόλογο σε πολλά, μα όχι βέβαια και γι' αποθέωση, και τον θυμιατίζουν με τρακόσα εξήντα πέντε άρθρα ο καθένας το χρόνο».

Αποδίδοντας στον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο ζηλοφθονία και απύθμενη μοχθηρία, ο Καραντώνης τον εγκαλεί για το ότι δεν κατονομάζει τα μέλη της κλίκας που καρπώνονται όλα τα υλικά και πνευματικά οφέλη από την εκμετάλλευση της πνευματικής ζωής, και προχωρεί ο ίδιος στην παράθεση των ονομάτων τους: Σικελιανός, Σεφέρης, Νάκου, Θεοτοκάς, Βενέζης, Δημαράς, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ελύτης, Αίνος Πολίτης, Γκάτσος, και άλλοι.27 Ο Καραντώνης τονίζει επίσης ότι δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται «κλίκα» η κοινή προσπάθεια ανθρώπων με τους ίδιους λογοτεχνικούς σκοπούς, εννοώντας φυσικά τη γενιά του '30, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο παράθεμα:

Κι' αυτό συνέβη με την ποιητική προ παντός γενεά του 1930 που με τα έργα της και τις ιδέες της, με τη στάση της και την κατεύθυνση της αναζωογόνησε την πνευματική μας ζωή, δέκα χρόνια σχεδόν πεθαμένη κι' αποτελματωμένη μέσα στον ψευ-τοσυμβολισμό, τον διεθνισμό, τον κοσμοπολιτισμό, τον Καβα-φισμό και τον Καρυωτακισμό.

 

Ο Καραντώνης θίγει επίσης το ζήτημα της ελληνικότητας της γενιάς, αναφερόμενος στην άποψη του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου ότι οι σύγχρονοι λογοτέχνες είναι ξεριζωμένοι και γυρεύουν τόπο εθνικό για να ριζώσουν. Υποστηρίζει μάλιστα ότι, αν κάτι ξεχωρίζει τιμητικά τη λογοτεχνική γενιά του 1930, είναι «η βαθύτατη, αυθόρμητη κι' οργανική ελληνικότητα της, αυτή η ελληνικότητα ουσίας και μορφής, συναισθημάτων και ιδεών, ατμόσφαιρας αισθητικής και κατεύθυνσης πνευματικής που μας την είχε αποστερήσει δέκα ολόκληρα χρόνια η γενεά του Ι.Μ.Π. με το νερωμένο ψευτοσυμβολισμό της, με τα μεθυσμένα καράβια της, την ατονία της, τον πτωχοπροδρομικό κοσμοπολιτισμό της, την επιτηδευμένη γλώσσα της κι' εκείνον τον αποπνικτικό καρυωτακισμό που την αποτελείωσε». Βλέπουμε ότι η διαμάχη περί κλίκας εξελίσσεται σε αντιπαράθεση περί ελληνικότητας και γενεών, καθώς ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος θεωρείται τυπικός εκπρόσωπος της πιο ξεριζωμένης και αδύναμης λογοτεχνικής γενιάς, που με νοσηρή αυταρέσκεια γύρευε τα ποιητικά της σύμβολα και τις συγκινήσεις της παντού εκτός από την Ελλάδα. Στον φυματικό νέο του «νεκρογέννητου» μυθιστορήματος του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου Αστροφεγγιά ο Καραντώνης αντιπαραθέτει τη ρωμαλέα ελληνικότητα της γενιάς του '30, λέγοντας:

Δεν είναι τάχα πολύ, δεν είναι ακρισία πρώτου μεγέθους να κατηγορεί την ποιητική γενεά του 1930 για γενεά δίχως εθνικές ρίζες, δίχως ελληνισμό, ενώ σ' αυτή χρωστάμε, μαζί με πολλά άλλα, την ανακάλυψη και την πολύτροπη καλλιτεχνική αξιοποίηση του Αιγαίου; Τι είναι ένας Μυριβήλης, ένας Βενέ-ζης, ένας Θεοτοκάς, ένας Κοσμάς Πολίτης, ένας Σεφέρης, ένας Ελύτης, τι είναι ο Εμπειρίκος κι' ο Αντωνίου, παρά Αιγαίο πέ¬ρα για πέρα, πνοή, χρώμα, νόημα, κύμα, παρουσία Αιγαίου;

 

Ο Κλέων Παράσχος αναρωτιέται αν στον Παπαδιαμάντη υπάρχει το χρώμα και η πνοή της Κασπίας, ή στα Λόγια της Πλώρης αναπνέουμε τον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό, και αν έπρεπε να έρθει η γενιά του '30 για να ανακαλύψει το Αιγαίο, όταν οι μισοί κάτοικοι της χώρας είναι θαλασσινοί. Πάλι καλά που «δεν έκανε πρώτη και τον πλουν του Αιγαίου η περιούσια αυτή γενεά!». Και καταλήγει ότι η γενιά των «βοημών του Μπαγκείου», παρά τον υποτιθέμενο ψευτοσυμβολισμό και διεθνισμό της, ήταν μια σεμνή γενιά, ενώ η γενιά του '30 «πολύ περί εαυτής ελάλησε και λαλεί».

Ο Παναγιωτόπουλος, σε επιστολή του, τονίζει ότι «οι Κλαζομένιοι της κλίκας είτε εγκωμιάζουν παράφορα είτε βρίζουν με το ίδιο πάθος», ενώ σε άλλο άρθρο του υποστηρίζει ότι η γενιά του '30 έφερε ένα νέο ήθος στην πνευματική ζωή: τη διαφήμιση, την παρασκηνιακή δραστηριότητα και τη μισαλλοδοξία. Ξεχωρίζει θετικά από τον κύκλο του Καραντώνη τον Οδυσσέα Ελύτη, ενώ χαρακτηρίζει τον Σεφέρη λεξιθήρα, ταχυδακτυλουργό και κατασκευαστή ποίησης.

Ο Καραντώνης, με τις απαντήσεις του στον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Κλέωνα Παράσχο, φέρνει στο προσκήνιο όλα τα επίμαχα στοιχεία με τα οποία καλώς ή κακώς έχει συσχετιστεί η γενιά του 1930: ελληνικότητα, Αιγαίο, άρνηση της γενιάς του 1920. Επομένως, πέρα από τις αντιδικίες περί κλίκας και τα συναφή, η διαμάχη Παναγιωτόπουλου-Καραντώνη συνέβαλε στο να αναδειχτεί μια συγκεκριμένη ταυτότητα της γενιάς του '30 και να περιστραφεί η συζήτηση γύρω από την ελληνικότητα της, όπως θα δούμε και στην επόμενη ενότητα, όπου θα εξεταστεί η αρθρογραφία του περιοδικού Ελληνική Δημιουργία. Με τις επιθέσεις που δέχτηκε η γενιά του '30 στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ενισχύθηκε η συνοχή της και παγιώθηκε η μυθολογία της, αναδεικνύοντας την στην πιο επίμαχη ίσως λογοτεχνική γενιά. Συνάγοντας τα συμπεράσματα της συζήτησης, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος παρατηρεί ότι η διαμάχη ξεσκέπασε τη θανάσιμη αντιπάθεια που χωρίζει τις λογοτεχνικές γενιές του '20 και του '30, αλλά η αντιπάθεια αυτή είναι αποκλειστικό κατόρθωμα της γενιάς του ’30.

 

Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του ’30, Πόλις, σελ. 406-414

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.