|
|
Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών, Έφη Γαζή (Μια γενεαλογία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», εκδόσεις Νεφέλη, 2004)
1. Η «εορτή της παιδείας» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά τον 20ο αιώνα 2. Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός 3. Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εκπαιδευτικής εορτής κατά τον 19 ο αιώνα 4. Οι «Τρεις Ιεράρχες» στην ευρύτερη ελληνορθόδοξη εκπαίδευση
1. Η «εορτή της παιδείας» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά τον 20ο αιώνα Ο Δημήτριος Μπαλάνος (1877-1959). γόνος της επιφανούς ηπειρώτικης οικογένειας, υπήρξε ένας από τους πιο δραστήριους κοινωνικά και πολιτικά καθηγητές της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκός. Κορύφωση της πολλαπλής δραστηριότητας του αποτέλεσε η κατάληψη της θέσης του υπουργού Παιδείας και θρησκευμάτων στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Δεμερτζή κατά την κρίσιμη περίοδο 1935-6 αλλά και στην κυβέρνηση του Δημητρίου Βούλγαρη το 1945. Με έντονο ενδιαφέρον για το κοινωνικό μήνυμα του χριστιανισμού, ο Μπαλάνος έγινε ευρύτερα γνωστός κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια όχι τόσο για το αυστηρά επιστημονικό έργο του όσο για το πλήθος των εκλαϊκευτικών θεολογικών δημοσιευμάτων, τις διαλέξεις και την αρθρογραφία του. Στη συγγραφική δραστηριότητα του Μπαλάνου, η αναβάθμιση και η ουσιαστική σύνδεση της Εκκλησίας με την κοινωνία καθώς και η προαγωγή του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» καταλαμβάνουν κεντρική θέση. Ο Μπαλάνος εκφώνησε τον εορταστικό λόγο κατά τη διάρκεια του πανεπιστημιακού εορτασμού των Τριών Ιεραρχών στις 30 Ιανουαρίου 1948. Ο ομιλητής αναφέρθηκε διεξοδικά στους λόγους καθιέρωσης του. Με τη θέσπιση της εορτής «[...] εζητήθη να δηλωθη ο εν τω προσώπω των αρμονικός συνδυασμός κλασικής παιδείας και χριστιανικού κηρύγματος». Οι Τρεις Ιεράρχες παρουσιάζονται πρωτίστως ως επιφανείς Πατέρες της Εκκλησίας αλλά και ως λόγιοι, κοινωνοί της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Αναγνωρίζονται, επομένως, ως «υποδειγματικοί εκπρόσωποι του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και καθιερώνονται ως «[...] προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας, και της καθόλου χριστιανοπρεπούς και ελληνοπρεπούς άμα αγωγής». Γι' αυτό το πρίσμα, τους αποδίδεται ο ρόλος του προτύπου της σπουδάζουσας νεολαίας και η προς τιμήν τους εορτή λειτουργεί ως σχετική υπόμνηση: Οι πάνσεπτοι Ιεράρχαι, γενόμενοι οιονεί σύμβολον των αιωνίων και αδιάρρηκτων δεσμών Χριστιανισμού και Ελληνισμού και αΐδια πρότυπα πίστεως, αρετής, μορφώσεως, και φιλοπατρίας, ας γίνουν υποδείγματα δια τον βίον σας. Η προτροπή γίνεται περισσότερο αναγκαία λόγω της συγκυρίας εν μέσω της οποίας εκφωνείται ο λόγος: Υπό τας σημερινάς ιδίως περιστάσεις της Πατρίδος, ας έχετε εις την καρδιά σας το λόγιον του ιερού Χρυσοστόμου «ουδέν Πατρίδος γλυκύτερον» και μη φεισθείτε ουδεμίας θυσίας δια την προκοπή και το μεγαλείον της ένδοξου Πατρίδος, της όποιας έχετε το προνόμιον να είσθε τέχνα, έναντι αντεθνικών και εγκληματικών ενεργειών. Ας είναι πρόγραμμα του βίου σας. τόσον εν καιρώ πολέμου όσον και εν καιρώ ειρήνης, ο διηνεκής άγων υπέρ Πίστεως και Πατρίδος και υπέρ επικρατήσεως των ευγενών και αθανάτων ιδεωδών της αθανάτου Ελλάδος. Το 1948, ο καθηγητής Δημήτριος Μπαλάνος είχε σοβαρούς λόγους να επιδεικνύει ιδιαίτερο πάθος για την προάσπιση της «ελληνοπρεπούς άμα και χριστιανοπρεπούς αγωγής». Στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου, ο λόγος περί «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» αποτέλεσε το βασικό πεδίο ανάπτυξης φρονηματιστικής επιχειρηματολογίας και υποκίνησε ακόμη και τον εσωτερικό ανταγωνισμό των φορέων του. Δύο χρόνια νωρίτερα, η διακήρυξη της «Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων» και η «Δήλωσις Ελλήνων Επιστημόνων, Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών» που την συνόδευε περιέγραφαν με τα μελανότερα των χρωμάτων την κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας και κινδυνολογούσαν περί της παντελούς απώλειας των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών προς όφελος υλιστικών και αθεϊκών αντιλήψεων. Η «Χριστιανική Ένωσις Επιστημόνων» ιδρύθηκε το 1937 από τον καθηγητή της Νομικής Σχολής Αλέξανδρο Τσιριντάνη, ο οποίος είχε στενές σχέσεις με τον Σεραφείμ Παπακώστα. διάδοχο του Ευσέβιου Ματθόπουλου στην ηγεσία της «Αδελφότητος θεολόγων η "Ζωή"»" Μέσω του περιοδικού της Ακτίνες η «Ένωσις» προώθησε τον κεντρικό στόχο της, που ήταν η απόκρουση των «υλιστικών ιδεών» (κυρίως των δαρβινικών θεωριών) τόσο στον ακαδημαϊκό όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Η διακήρυξη άφηνε αιχμές εναντίον όσων, στο όνομα της επιστήμης, αμφισβητούσαν τις επιταγές της θρησκείας και απειλούσαν την ευρυθμία της ίδιας της κοινωνίας. Ο Δημήτριος Μπαλάνος, που δεν ανήκε στο περιβάλλον της «Ζωής», είχε αναγκασθεί τότε να εκδώσει απαντητική προς τη διακήρυξη μελέτη υπό τον τίτλο «Η θρησκευτικότης του ελληνικού λαού»». Εκεί, ο Μπαλάνος επεσήμαινε την υπερβολική απαισιοδοξία των «χριστιανών επιστημόνων» αλλά και υπερασπίστηκε εαυτόν έναντι των κατηγοριών που εμμέσως του απευθύνονταν: Φύλλα τινά, θρησκευτικής ύλης, μονοπωλούντα υπέρ εαυτών την Ορθοδοξίαν, ζητούν να παραστήσουν την προκειμένην διάλεξη μου ως άντιθρησκευτικήν και έπ' ευκαιρία διεξάγουν ζωηράν πολεμικήν εναντίον μου. Εν μάλιστα των φύλλων τούτων [Ζωή, 34.5.1947], διεκδικούν ρόλον θεολογικού τιμητού και Ηρακλέους της πίστεως, έφθασε μέχρι του σημείου να με χαρακτηρίση ως «συνοδοιπόρον εις τον υλικόν κομμουνισμον» χωρίς να αναφέρη καν επί τίνων χωρίων της διαλέξεως μου στηρίζει την απόφανσιν ταύτην. «Έα ληρείν τους πολεμούντας καί περιχάσκειν». Όμως δεν έπαιζε κανείς με τις κατηγορίες κερί «συνοδοιπόρων του κομμουνισμού» το 1947 και το 1948. Στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, ο Μπαλάνος όχι μόνο επαναξιολόγησε και υπογράμμισε εκ νέου το ρόλο τους ως προτύπων της «ελληνοχριστιανικής αγωγής» αλλά και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να ξεπεράσει σε ένταση λόγου τους τυχόν επικριτές του και όποιον αμφέβαλλε για την ισχύ των πεποιθήσεων του. Γιατί τι άλλο μπορεί να υποδηλώνει η αποστροφή του λόγου για τα «αθάνατα ιδεώδη της αθανάτου Ελλάδος»; Δεν υπαινίσσομαι ότι η συγκεκριμένη ομιλία του Μπαλάνου στο Πανεπιστήμιο αποτελεί άμεση απάντηση στις ανησυχίες της «Ζωής» αλλά και στις επικρίσεις που δέχθηκε ο ίδιος. Είναι όμως ενταγμένη σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην οποία κυριαρχεί ο λόγος της εθνικοφροσύνης και η εμμονή στα θέσφατα της εθνικής κοινότητας. Η ομιλία είναι ενδεικτική ενός αυξανόμενου ενδιαφέροντος για την ενίσχυση της σημασίας της εορτής των Τριών Ιεραρχών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρόκειται για μια διαδικασία που εκκινεί ήδη από τα μεσοπολεμικά χρόνια και ενισχύεται στην αμέσως μετεμφυλιακή περίοδο. σ. 35-40 [πάνω]
[…] Όταν ο Μπρατσιώτης ανέλαβε την πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά το ακαδημαϊκό έτος 1955-6, προώθησε δύο άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους δραστηριότητες. Η πρώτη ήταν η τοποθέτηση του περίφημου «ελληνοχριστιανικού λαβάρου», που απεικόνιζε τους Τρεις Ιεράρχες, στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου παρουσία του βασιλέως Παύλου. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών διέθετε μέχρι τότε ένα μόνον λάβαρο, το οποίο απεικόνιζε τη θεά Αθηνά και παρέπεμπε στις ιδιότητες της σοφίας και της γνώσης. Ήταν έργο του διάσημου ζωγράφου Νικολάου Γύζη και παραγγέλθηκε από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου το 1887, με την ευκαιρία του εορτασμού των πενήντα χρόνων από την ίδρυση του. Η απόφαση για την απόκτηση του «ελληνοχριστιανικού λαβάρου» ελήφθη από τη Σύγκλητο μετά από πρόταση της θεολογικής Σχολής. Το λάβαρο παραγγέλθηκε σε εργαστήριο του Μονάχου, ολοκληρώθηκε με την εποπτεία του καθηγητή της βυζαντινής ιστορίας I. Καραγιαννόπουλου, ο οποίος βρισκόταν στη Γερμανία για την ολοκλήρωση της υφηγητικής του διατριβής, και έφθασε στο Πανεπιστήμιο το Δεκέμβριο του 1955." Στον απολογισμό της πρυτανείας του, ο Μπρατσιώτης σημείωνε τα εξής: Προς συμπλήρωσιν δε του διακόσμου της Αιθούσης ταύτης, εν τη οποία ήτο από μακρού χρόνου, μάλιστα δε από της αναρτήσεως του Λαβάρου της Αθηνάς, αισθητή η έλλειψις και του ελαχίστου χριστιανικού συμβόλου, ανταποκρινόμενου προς τα ιδανικά του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, του οποίου πιστός θεματοφύλαξ τυγχάνει ο ελληνικός λαός και φυτώριον επίσημον το εθνικόν του Πανεπιστήμιον, ανηρτήθη τη προτάσει της θεολογικής Σχολής και καθ' ομόφωνον απόφασιν της προκατόχου Συγκλήτου, επί της πρυτανείας του κ. Βλησίδου, και το χριστιανικόν ή μάλλον το ελληνοχριστιανικόν τούτο Λάβαρον, παραλλήλως τω ετέρω, φέρον τας εικόνας των Τριών μεγάλων ελλήνων Ιεραρχών, των οποίων η εορτή καθιερωμένη ήδη από της εποχής της τουρκοκρατίας ως εορτή των ελληνικών σχολείων, παρελήφθη ως κατ' εξοχήν πανεπιστημιακή εορτή του ιδρύματος τούτου ήδη από τοΰ 1841, καθορισθείσα συν τω χρόνω ως πανελλήνιος εορτή των ελληνικών γραμμάτων. Η δεύτερη δραστηριότητα που απέβλεπε στην εδραίωση της φυσιογνωμίας του Πανεπιστημίου ήταν η διοργάνωση του Α' Συνεδρίου Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού στις 13-16 Μαΐου 1956, με πρωτοβουλία της «Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων» και του «Χριστιανικού Κοινωνικού Κύκλου» .Ά Στην κεντρική του εισήγηση, ο Μπρατσιώτης επε-σήμαινε ότι η ιδέα για τη διοργάνωση του συνεδρίου στο Πανεπιστήμιο από τις παραπάνω οργανώσεις (στις οποίες ο ίδιος είχε ενεργό ρόλο) προέκυψε από το γεγονός ότι ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» αποτελούσε πλέον επίσημο ιδεολογικό πρόταγμα του κράτους με σχετικές αναφορές στο Σύνταγμα. Ο όρος περιελήφθη στο Σύνταγμα που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1952 και αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής οργάνωσης ολόκληρης της μετεμφυλιακής περιόδου. Στο άρθρο 16 του Συντάγματος αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι εις πάντα τα σχολεία μέσης καί στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ή διδασκαλία αποσκοπεί την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού [...]. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μπρατσιώτης σημειώνει ότι στόχος του συνεδρίου ήταν να καθορισθεί το «βάθος και το πλάτος της εννοίας» του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, υπογραμμίζοντας ότι τρεις ήταν οι «κλασσικοί μυσταγωγοί της ευλογημένης συζυγίας του ελληνικού και του χριστιανικού πνεύματος [...]. Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και Ιωάννης ο Χρυσόστομος [...]»." Κατόπιν της υπογράμμισης του Μπρατσιώτη, η πλειοψηφία των εισηγήσεων αντλεί από την πατερική σκέψη, και ιδιαίτερα από το έργο των Τριών Ιεραρχών, προκειμένου να αναδείξει τόσο τη δυναμική της σύζευξης του «χριστιανισμού» με τον «ελληνισμό» στο πολιτισμικό επίπεδο όσο και τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις αυτού του πολιτισμικού μορφώματος. Ο Δημήτριος Μπαλάνος, για παράδειγμα, αναλαμβάνει να αναδείξει τον καίριο κοινωνικό ρόλο της Εκκλησίας και τη συμβολή της στην ανάπλαση της κοινωνίας, εφόσον αυτή θα ακολουθήσει τη διδασκαλία του Γρηγορίου του Θεολόγου για την καλλιέργεια και τη συνεχή παίδευση. Ο καθηγητής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Σωτήριος Αγαπητίδης, από την άλλη πλευρά, αναπτύσσει το χριστιανικό πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής, επισημαίνοντας ότι οι «κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού» έχουν προσδιορισθεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα από τους Τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι ανέπτυξαν πλούσια κοινωνική δραστηριότητα.99 Αντλώντας την επιχειρηματολογία του, κατά μείζονα λόγο, από το δοκίμιο του Μπρατσιώτη «Οι Τρεις Ιεράρχαι και το κοινωνικόν πρόβλημα», για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω, ο Αγαπητίδης υποστηρίζει ότι η χριστιανική κοσμοθεωρία απορρίπτει την «πάλη των τάξεων» ενώ αναγνωρίζει το «κεφάλαιον-ιδιο-χτησία»($ι'θ) ως απαραίτητο παράγοντα της οικονομίας. Οι όροι συνάρθρωσης της επιχειρηματολογίας για τον κοινωνικό ρόλο του χριστιανισμού αλλά και οι πολλοί τρόποι με τους οποίους διαχέεται σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες αποτελούν θέμα μείζονος σημασίας για την ανάλυση των πολιτικών χρήσεων αυτού του λόγου, κατά τη μετεμφυλιακή κυρίως περίοδο, όταν προσλαμβάνει διαστάσεις καθεστωτικής ιδεολογίας. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η βασική του αναφορά, κατά την περίοδο αυτή, δεν είναι απλώς ο χαρακτήρας του χριστιανισμού αλλά αντιθέτως ο χαρακτήρας του ελληνοχριστιανισμού. Η συγκεκριμένη εννοιολογική κατηγορία που προσδιόρισε αρχικά το χαρακτήρα της εθνικής κοινότητας και επένδυσε την πολιτισμική της φυσιογνωμία ολισθαίνει σταθερά προς ένα νέο πεδίο συνδηλώσεων με νέους, πολύ αυστηρότερα περιχαρακωμένους, πολιτικά και κοινωνικά, όρους. Ο Δημήτριος Μπαλάνος και, κυρίως, ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης αποτελούν κορυφαία παραδείγματα επεξεργασίας και διαμόρφωσης των σχετικών επιχειρημάτων αλλά και ευρύτερης διακίνησης τους, καθώς οι πολύπλευρες δραστηριότητες τους διαπερνούν σαφέστατα τα όρια του ακαδημαϊκού χώρου. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι μοναχικές φιγούρες, ούτε στην πανεπιστημιακή εορτή των Τριών Ιεραρχών ούτε σε άλλες ευκαιρίες δραστηριοποίησης. Η ανάγκη ενδυνάμωσης της εορτής είχε επισημανθεί και από τον συνάδελφο τους στη θεολογική Σχολή Χρήστο Ανδρούτσο (1869-1935) ήδη από το 1917: Οι Ιεράρχαι οΐ υπέρ της συνενώσεως του Χριστιανικού και του Ελληνικού πνεύματος εργασθέντες, οι στύλοι οι βαστάσαντες την θεοπρεπη μορφήν της Ελληνικής Ορθοδοξίας εν μέσω των αιώνων και των αλλογενών κατακτήσεων, έδει να υποβαστάσωσι και το οικοδόμημα της ελληνικής εκπαιδεύσεως εν μέσω του κατά χείμαρρους επερχομένου εφ' ημάς ευρωπαϊκού πολιτισμού. Την ίδια περίοδο, ο Χρήστος Ανδρούτσος αναλαμβάνει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της επανεπεξεργασίας των σχέσεων της Εκκλησίας με την πολιτεία και ασχολείται ιδιαίτερα με τις σχέσεις του χριστιανισμού με τον ελληνισμό. Είναι ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του «Κεντρικού Εκκλησιαστικού Συνδέσμου» το 1921. Ο σύνδεσμος, στον οποίο μετείχαν κληρικοί και λαϊκοί, δραστηριοποιήθηκε προς την κατεύθυνση της συγκρότησης νέου Καταστατικού Νόμου, που θα επαναδιαπραγματευόταν τις σχέσεις της Εκκλησίας με την πολιτεία, καθώς θεωρούσε ότι η πολιτική του Μάουρερ τον 19ο αιώνα είχε διαμορφώσει τις συνθήκες για την υπαγωγή της πρώτης στη δεύτερη. Το νόημα της εορτής των Τριών Ιεραρχών όπως διαμορφώνεται κατά την περίοδο 1920-1955 αναδεικνύει το χαρακτήρα της ως εκπαιδευτικού, πολιτισμικού και συμβολικού γεγονότος εγγεγραμμένου στον ευρύτερο χώρο, αφενός, της ανασύνταξης της αστικής ιδεολογίας κατά τις αρχές του 20ού αιώνα και, αφετέρου, της κυριαρχίας του λόγου της εθνικοφροσύνης κατά τη μεταπολεμική και τη μετεμφυλιακή περίοδο. Η ανάδυση του «κοινωνικού ζητήματος» στην Ελλάδα με το γύρισμα του αιώνα έκανε σαφέστερες τις οικονομικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις, πρόβαλε τις διαιρέσεις και πυροδότησε συντεταγμένες απόπειρες διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής και ανάσχεσης ανατρεπτικών ιδεολογικών σχημάτων. Η θρησκεία και μια νέα αντίληψη για τον υπερβατικό χαρακτήρα του λαού-έθνους (που δεν ταυτιζόταν κατ' ανάγκην με τον υπαρκτό λαό) λειτούργησαν ως κεντρικά πεδία ανασύνθεσης των ιδεών για έναν «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό», που θα διασφάλιζε την ενσωμάτωση μεγαλύτερων και δυνάμει επικίνδυνων κοινωνικών ομάδων σε ένα κλειστό διανοητικό σύστημα, όπου οι «υλιστικές» ιδέες θα ήταν εξ ορισμού αποκλεισμένες.33 Το κλειστό υπερβατικό σύστημα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που αποκρυσταλλώθηκε στο Μεσοπόλεμο, έλαβε το χαρακτήρα κυρίαρχου λόγου κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και εξελίχθηκε στον βασικό φορέα ανάπτυξης της αντικομμουνιστικής ιδεολογίας. Παρά το γεγονός όμως ότι οι ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις και το ιδεολογικό κλίμα προδιαγράφουν την πορεία αυτού του κύκλου ερμηνειών της εθνικής παράδοσης κατά τον 20ό αιώνα, η εορτή των Τριών Ιεραρχών περιέχει ήδη από τον προηγούμενο αιώνα τα στοιχεία της σημασιοδότησής της. σ. 48-55
[πάνω]
2 Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός Ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» αποτελεί μια εκδοχή της εθνικής ιδεολογίας, που αρθρώνεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και βρίσκεται στην ακμή της εμβέλειας του κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα όταν, όπως προανέφερα, αποκτά το χαρακτήρα καθεστωτικής ιδεολογίας. Το ζήτημα της θρησκείας είχε αποτελέσει καταλυτικό πεδίο ιδεολογικοπολιτικών αλλά και κοινωνικών αντιπαραθέσεων από πολύ νωρίς. Η σχέση της Ορθοδοξίας με το έθνος είναι ένα εξαιρετικά πολύσημο και σύνθετο ζήτημα, που σημάδεψε τις ιδεολογικές και πολιτικές εξελίξεις τόσο πριν όσο και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Οι περί θρησκείας όμως συζητήσεις του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα διαφοροποιούνται ποιοτικά από τις αναζητήσεις του «ελληνοχριστιανισμού». Η «Ορθοδοξία» αποτελεί κατά τον 19ο αιώνα το μεγάλο πεδίο σημάνσεων και αναγνώσεων της ιδιοσυστασίας της εθνικής κοινότητας, κυρίως (αλλά όχι βεβαίως αποκλειστικώς) στη σχέση της με τους «άλλους» στη Δύση και την Ανατολή (Ευρωπαίοι, παπισμός, Βούλγαροι, Σλάβοι, Ρώσοι). Αντιθέτως, ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» του 20ού αιώνα προσδιορίζεται κυρίως με σχετικά διαφορετικούς όρους και ανασυνθέτει μείζονες διαδικασίες αλλά και διαμάχες κυρίως στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Η εισαγωγή του όρου έχει συνδεθεί κάπως βιαστικά με το όνομα του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου (1813-1881). Παρά το γεγονός ότι ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» έγινε πολύ οικείος την περίοδο που ακολούθησε την πρώτη έκδοση των Δημοτικών ασμάτων, ο όρος δεν αναφέρεται αυτούσιος στο έργο του Λευκαδίτη λογίου. Είναι γεγονός όμως ότι ο Ζαμπέλιος υπογραμμίζει εμφατικά τη σχέση θρησκείας και εθνικής ταυτότητας, ενώ ο δικός του «χριστιανιζόμενος Ελληνισμός» και η «ελληνοχριστιανή ιδέα» εντοπίζονται «περί τά τέλη τοΰ μεσαιώνος» και στηρίζονται πάνω στο «μέγα και λαμπρότατον και πάνσοφον οικοδόμημα της Τριαδικής θεαρχίας». Η πύκνωση αυτής της θεματικής οδηγεί σε έναν σημαντικό αναπροσανατολισμό της επιχειρηματολογίας περί των στοιχείων και της παράδοσης της εθνικής κοινότητας. Ο αναπροσανατολισμός είναι προϊόν πολλαπλών ιδεολογικοπολιτικών και πολιτισμικών διεργασιών: ρομαντικές ιδέες, στροφή στο Μεσαίωνα και τη βυζαντινή περίοδο, ανάγκη ανασύνθεσης ενός εθνικού αφηγήματος πεισματικά προσκολλημένου στην Αρχαιότητα αλλά και σταδιακή ανάσχεση των διαφωτιστικών ιδεών (κυρίως των ριζοσπαστικών εκδοχών τους), σε συνδυασμό με την ενίσχυση του θρησκευτικοπολιτικού λόγου, καθιστούν τον «ελληνοχριστιανισμό» έναν από τους σημαντικότερους αγωγούς προσδιορισμού του παρελθόντος αλλά κυρίως περιχαράκωσης του παρόντος. Πρόκειται περί ενός «ελληνοχριστιανισμού» που έχει δύο μείζονες φάσεις. Κατά την πρώτη φάση (οι απαρχές της οποίας τοποθετούνται στα μέσα του 19ου αιώνα), εκρήξεις μιας παραδοσιακής θρησκευτικότητας που προσλαμβάνει το χαρακτήρα αντίδρασης στις αλλαγές του νεωτερικού κράτους συνυπάρχουν με μια εμφανή ενίσχυση του ηθοποιητικου ρόλου της θρησκείας στην ελληνική κοινωνία. Κατά τη δεύτερη φάση, η οποία αποτελεί ποιοτική μετάλλαξη της πρώτης και μορφοποιείται στις αρχές του 20ού αιώνα, ο «ελληνοχριστιανισμός» αποτελεί τον κύριο φορέα φρονηματιστικού λόγου μέχρι και το τέλος της μετεμφυλιακής περιόδου. Η αναζωογόνηση της εορτής των Τριών Ιεραρχών στο Πανεπιστήμιο μέσα από πρωτοβουλίες όπως αυτές του Παναγιώτη Μπρατσιώτη αποτελούν σημαντική παράμετρο αυτής της φάσης. Πρέπει να επισημάνω εδώ ότι οι συζητήσεις περί «Ορθοδοξίας», «θρησκείας», «ελληνοχριστιανισμού» και «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» εγγράφονται στις στρατηγικές ανάπτυξης, την κατά καιρούς επιχειρηματολογία και το εννοιολογικό υπόστρωμα του ελληνικού εθνικισμού και προσδιορίζονται καθοριστικά από αλυτρωτικές βλέψεις και επεκτατικές προθέσεις που υπέθαλψε η Μεγάλη Ιδέα. Η εθνική ιδεολογία σφραγίσθηκε από τις πολλές και διαφορετικές εκδοχές άσκησης της εξωτερικής πολιτικής και προώθησης των εθνικών οραμάτων, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα. Οι πολιτικές συνιστώσες επομένως της «ελληνορθοδοξίας» και του «ελληνοχριστιανισμού» έχουν απολήξεις σε στρατηγικές προώθησης των εθνικών επιδιώξεων μέσα από την πρόσδεση στη ρωσική, τη γαλλική ή τη βρετανική πολιτική μέχρι τον Κριμαϊκό Πόλεμο αλλά και αμέσως μετά απ' αυτόν. Πρέπει όμως να υπογραμμισθεί ότι αντίστοιχη βαρύτητα για την ερμηνεία των αποχρώσεων του εθνικού λόγου προσλαμβάνουν οι κοινωνικοπολιτικές διεργασίες εντός των ορίων του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας που ανέλαβε να εκπροσωπήσει. Οι τελευταίες αναδεικνύουν σταδιακά τη θρησκεία σε μείζονα ηθοποιητικό μηχανισμό και οδηγούν σταθερά σε κυρίαρχες αναγνώσεις της εθνικής παράδοσης, που αποβλέπουν πρωτίστως σε αποκλεισμούς συλλογικοτήτων ή και ιδεολογικών σχημάτων με άλλους προσανατολισμούς. Οι αποχρώσεις ενός πολιτικού λόγου με θρησκευτικές αναφορές προσδιορίζονται καταλυτικά από τους μετασχηματισμούς τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής πολιτικής και πρέπει να κατανοούνται ως συνδυασμοί επιχειρημάτων με πολλαπλούς αποδέκτες, κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής. Στην πραγματικότητα, η εορτή των Τριών Ιεραρχών γίνεται εορτή των Τριών Ιεραρχών στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αν αρχικά επαναλαμβάνεται —μονότονα σχεδόν— το «ανέκαθεν» του Διομήδη-Κυριακου, στη συνέχεια προσδίδεται εμφατικά πλέον στους Τρεις Ιεράρχες η ιδιότητα του «ελληνοχριστιανού». Οι αναφορές στον ηθοποιητικό ρόλο της θρησκείας είναι διάσπαρτες. Η συγκρότηση του σχήματος «ελληνοχριστιανός» και η εδραίωση του εμφανίζονται σχετικά αργότερα. Ο Παναγιώτης Παυλίδης προβαίνει στις πρώτες συσχετίσεις το 1875: Δια τον Έλληνα χριστιανισμός καί εθνισμός, εκκλησία και πολιτεία δεν είναι δύο αντίθετα στοιχεία [...] αλλά δύο στοιχεία εν μεγάλη αρμονία και συνάφεια βαδίζοντα και εν και το αυτό σκοπούντα τέλος, την επί γης ευδαιμονίαν του ανθρώπου, και την εν ουρανοίς μακαριότητα αυτού [...]. Η σύνθεση του σχήματος διατυπώνεται σαφώς για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891). Όταν, το 1883, η Σύγκλητος αναθέτει την εκφώνηση του λόγου στον Παπαρρηγόπουλο, ο ιστορικός φαίνεται να έχει πλήρη συνείδηση του ρόλου που επιτελεί πλέον το έργο του. Προβληματίζεται προς στιγμήν για το πώς μπορεί να συνδέσει την εορτή των Τριών Ιεραρχών με το μνημόσυνο για τους ευεργέτες του Πανεπιστημίου, που τελείται τη συγκεκριμένη ημέρα, αλλά και με την ιστορία στην οποία έχει αφοσιωθεί. Με την εξαιρετική ικανότητα του στη χρήση του αφηγηματικού σχήματος της μεταφοράς, ο Παπαρρηγόπουλος ανάγει την εορτή σε εθνική, διότι «η του ελληνικού έθνους ιστορία τι άλλο είναι ή μνημόσυνον διηνεκές των ευεργετών αυτού;» Οι ευεργέτες στους οποίους αναφέρεται εδώ ο Παπαρρηγόπουλος και οι οποίοι προσδιορίζουν το χαρακτήρα της ιστορίας του ελληνικού έθνους συνολικά δεν είναι όσοι έκαναν δωρεές ή χορηγίες στο Πανεπιστήμιο αλλά εκείνοι οι άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας που διαφύλαξαν το χαρακτήρα των ελληνικών γραμμάτων καθώς: [...] ο νεώτερος ελληνισμός, ταυτίσας την εορτήν των γραμμάτων μετά της εορτής των Τριών Ιεραρχών, ων σήμερον επιτελούμεν τήν μνήμην, απέδειξεν οπόσον ευκρινή είχε την συνείδησιν του χαρακτήρος, δι’ ου ηθέλησε να περιβάλη την εθνικήν ημών παίδευσιν. Παιδεία και πίστις, πίστις και παιδεία υπήρξαν οι δύο πόλοι, περί ους έδει να περιστρέφηται η πνευματική και ηθική ημών διάπλασις [...]. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι για τον Παπαρρηγόπουλο οι προσδιορισμοί και οι περιχαρακώσεις της εθνικής παράδοσης είναι προϊόντα σχεδόν συνειδητής απόφασης (ή τουλάχιστον συνειδητής στρατηγικής) του ίδιου του «νεώτερου ελληνισμού» και δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα όταν πρόκειται να το διατυπώσει ευθαρσώς. Δεν πρόκειται εδώ περί «παλαιών συνηθειών» και «προγονικών εορτών». Δεν εορτάζονταν οι Τρεις Ιεράρχες «ανέκαθεν» στον δικό του λόγο. Η αναγνώριση από τον Παπαρρηγόπουλο του «νεαρού της εθνικής συνειδήσεως», όπως έχει εύστοχα επισημανθεί, η οποία αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα του εθνικού ιστοριογράφου στο σύνολο σχεδόν του έργου του, είναι και εδώ παρούσα. Ο «νεώτερος ελληνισμός» (με ό,τι συνεπάγεται ο όρος στην τόσο γενική του εκφορά) αποφασίζει τι θέλει και τι δεν θέλει να ορίζει και να συμβολίζει τον πολιτισμό του. Και η επιλογή του είναι οι Τρεις Ιεράρχες, εκπρόσωποι του «αρμονικού» συνδυασμού ελληνικής και χριστιανικής παιδείας: [...] ότε απεφασίσθη να καθαγιασθή η εθνική ημών παίδευσις διά των ευλογιών της πίστεως, εν τω συνδυασμώ τούτω η πίστις δεν εξεπροσωπήθη διά του Αθανασίου αλλά διά του Βασιλείου, του Γρηγορίου και του Χρυσοστόμου [...]. Όταν «αποφάσισαν» λοιπόν οι νεότεροι Έλληνες ότι χρειάζονταν τη συμβολική αποτύπωση του πολιτισμού τους, διάλεξαν τους Τρεις Ιεράρχες έναντι του Αθανασίου, Πατέρα επίσης της Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί στα χρόνια του αρειανισμού και για να προασπίσει το χριστιανικό δόγμα, ο Αθανάσιος [...] κατεξηγέρθη αδυσώπητος κατά του ελληνισμού, μη αρκεσθείς ν’ αποκήρυξη αυτούς ως ειδωλολάτρας, ήλεγξε προσέτι και εχλεύασε πάσαν την σοφίαν αυτών. Πρόδηλον άρα ότι ο νεώτερος ελληνισμός προαφούμενος μεν να συνδυάση την παίδευση μετά της πίστεως, αλλά πεποιθώς, ότι το ασφαλέστερον ορμητήριον και το ισχυρότερον έρεισμα της πνευματικής ημών διαπλάσεως έδει ν' αναζητηθή εν τη γλώσση, εν τη διανοία και εν τη μεγαλουργία των προγόνων, δεν ήτο δυνατόν ν' ανάδειξη προστάτην αυτής άνδρα σώσαντα μεν την Ορθοδοξίαν, εν καιροίς κρισίμοις, σώσαντα όμως αυτήν διά πολέμου ασπόνδου κατά του έτερου των δύο συστατικών του βίου ημών στοιχείων [...]. Ο εθνικός ιστορικός προσδιορίζει στο σημείο αυτό την παράδοση και τη συμβολική της στήριξη ως προϊόντα επιλογής και επεξεργασίας του «νεώτερου ελληνισμού». Η καθιέρωση της εκπαιδευτικής εορτής των Τριών Ιεραρχών αποκτά νόημα εντός αυτού του πλαισίου. Πρόκειται για έναν πολιτισμό που «απεφασίσθη» ότι θα προβάλει την πίστη και τη χριστιανική ιδιοσυστασία σε συνδυασμό πάντα με το κύρος και την αίγλη της Αρχαιότητας. Ο συνδυασμός που ενσαρκώνεται στον «νεώτερο ελληνισμό» δεν απασχόλησε βέβαια τον Παπαρρηγόπουλο για πρώτη φορά όταν εκλήθη να μιλήσει στην εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Πανεπιστήμιο. Ο αγώνας του ιστορικού με τους πολλούς «ελληνισμού» που συνάντησε ή ανακάλυψε στο διάβα του ιστορικού χρόνου είχε εκκινήσει νωρίτερα και αποτυπώθηκε φυσικά στην Ιστορία του 'Ελληνικού Έθνους. Στην Ιστορία του, ο Παπαρρηγόπουλος ασχολείται διά μακρών με το θέμα του «εθνικού» (σ.σ. παγανιστικού) και «χριστιανικού» ελληνισμού, όπως τους ονομάζει, κυρίως μέσα από το έργο των Πατέρων του 4ου αιώνα μ.Χ. Οι «Βασίλειοι», οι «Γρηγόριοι» και οι «Χρυσόστομοι», όπως σημειώνει, αποτελούν τους «ευγενέστερους [...] και γνησιωτέρους ελληνικούς χαρακτήρας». Άλλωστε, στη δική τους προαίρεση βασίσθηκε ο συνδυασμός «της αρχαίας παιδείας, τών αρχαίων διανοημάτων καί φρονημάτων μετά των αρχών, των πεποιθήσεων και των επαγγελιών τοϋ νέου δόγματος». Παρά τις προσπάθειες τους όμως, ο «μεσαιωνικός ελληνισμός» δεν κατόρθωσε να διατηρήσει το δεσμό μεταξύ του «εθνικού» και του «χριστιανικού» ελληνισμού, με αποτέλεσμα να υποστεί «ηθικήν και διανοητικήν αλλοίωσιν». Ο «νεώτερος ελληνισμός» επέπρωτο να αποκαταστήσει τις επιταγές των Πατέρων. Γι' αυτόν το λόγο άλλωστε καθιέρωσε την εκπαιδευτική εορτή των Τριών Ιεραρχών. σ. 62-70 [πάνω]
3. Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εκπαιδευτικής εορτής κατά τον 19 ο αιώνα Στις προηγούμενες ενότητες συζήτησα το χαρακτήρα της εκπαιδευτικής εορτής των Τριών Ιεραρχών —με άξονα το Πανεπιστήμιο Αθηνών— κατά τα μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά κυρίως χρόνια εντοπίζοντας το ενδιαφέρον μου στην έννοια του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, στην ανάδειξη μιας ηθοποιητικής και θρησκευόμενης επιστημονικής σκέψης καθώς και στις μόνιμες αναφορές στην παλαιότατη (και εμμέσως σύγχρονη) καθιέρωση όχι μόνο της εκκλησιαστικής αλλά και της εκπαιδευτικής εορτής. Αν οι πανεπιστημιακοί λόγοι μας έδωσαν μια εικόνα των τρόπων με τους οποίους μορφοποιείται η έννοια του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» στο πλαίσιο της εορτής των Τριών Ιεραρχών, είναι καιρός να επαναλάβω το ερώτημα «πότε καθιερώθηκε η εορτή στη νεοελληνική εκπαίδευση» και να αναζητήσω τις απαρχές της σε πείσμα ίσως των διαβεβαιώσεων περί της παλαιότητας της. Το «ζήτημα των Τριών Ιεραρχών» συζητήθηκε στη συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου την 9η Αυγούστου 1841, προκειμένου να βρεθεί ο καταλληλότερος τρόπος για να εκδηλώσει η πανεπιστημιακή κοινότητα την ευγνωμοσύνη της προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο ο οποίος, μετά το θάνατο του γιου του Δημητρίου, καθηγητή της Ιατρικής, δώρισε στο ίδρυμα την οικία του τελευταίου. Ο σχολάρχης της θεολογικής Σχολής Μισαήλ Αποστολίδης πρότεινε την τέλεση μνημόσυνου. Δεν ήταν όλοι οι καθηγητές σύμφωνοι. Ορισμένοι μάλιστα υποστήριξαν «ότι διά να μη πληθύνωνται αι του Πανεπιστημίου εορταί αρκεί κατά την επέτειον της καθιδρύσεως ήμέραν, να γίνη λογύδριον προς μνήμην αυτού». Άλλοι όμως υποστήριξαν ότι «καλόν είναι και κατά θρησκευτικήν μορφήν ν' αναφαίνεται εκάστοτε, τουλάχιστον η προς τους αποβιώσαντας ευεργέτας του Πανεπιστημίου ευγνωμοσύνη». Το συμβούλιο, σε μια απόπειρα συγκερασμού των δύο θέσεων, αποφάσισε την εκφώνηση λόγου σε ετήσιο αρχιερατικό μνημόσυνο υπέρ των ψυχών των ευεργετών του Πανεπιστημίου και «έπροσδιόρισε ως ημέραν του τοιούτου μνημόσυνου την εορτήν των Τριών Ιεραρχών». Στα πρακτικά της συνεδρίασης, η ατμόσφαιρα στο συμβούλιο φαίνεται σχετικά ομιχλώδης: ο Μισαήλ Αποστολίδης, σχολάρχης της θεολογικής Σχολής, προτείνει την τέλεση μνημόσυνου υπέρ του νεκρού ευεργέτη καθηγητή Δημητρίου Μαυροκορδάτου. Η ομήγυρη δεν εμφανίζεται ενθουσιώδης, καθώς κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να πολλαπλασιάζονται οι εκδηλώσεις αυτού του είδους. Κάποιοι όμως επιμένουν —ευνόητο είναι να υποθέσει κανείς ότι μεταξύ τους συγκαταλέγεται και ο ίδιος ο Αποστολίδης, αφού η αρχική πρόταση ήταν δική του— και ως συμβιβαστική λύση προτείνεται η τέλεση μνημόσυνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την εκκλησιαστική εορτή των Τριών Ιεραρχών. Η ιδέα δεν είναι καινούργια, όπως θα συζητήσω στην επόμενη ενότητα, αλλά ο χρόνος καθιέρωσης καθώς και οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία προσδιορίζουν το χαρακτήρα της. Κατά τον πρώτο εορτασμό των Τριών Ιεραρχών (ή μάλλον κατά την τέλεση του πρώτου μνημόσυνου), ομιλητής στο ναό της Αγίας Ειρήνης είναι ο σχολάρχης της Φιλοσοφικής Σχολής Νεόφυτος Βάμβας. Οι δυο μεγάλες εφημερίδες της εποχής, ο Αιών και η Αθηνά, αναφέρονται στο γεγονός. Ο Αιών σημειώνει ότι η καθιέρωση της εορτής δηλώνει «το θρησκευτικόν αίσθημα και τον εθνισμόν» των καθηγητών του Πανεπιστημίου. Η Αθηνά από την άλλη πλευρά, φιλικά προσκείμενη προς τον Βάμβα, δημοσιεύει ολόκληρο το λόγο του, ο οποίος αναφέρεται ειδικά στη λειτουργία της θεολογικής Σχολής και στην ανάγκη στελέχωσης του εκκλησιαστικού μηχανισμού με μορφωμένους κληρικούς. σ. 86-88
[πάνω]
[…] Παρά το γεγονός ότι η τέλεση του μνημόσυνου υπέρ των καθηγητών, ευεργετών και καθηγητών του Πανεπιστημίου κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών άρχισε ήδη από το 1842, η πραγματική Θεσμοθέτηση του άργησε. Το 1911, με τον καινούργιο οργανισμό του, το Εθνικό πλέον Πανεπιστήμιο προσδιόρισε τις επίσημες εορτές του.1" Από το 1842 όμως το μνημόσυνο τελείται κανονικά και ο σχετικός λόγος εκφωνείται κάθε χρόνο με ελάχιστες εξαιρέσεις."2 Στην αρχή στο ναό της Αγίας Ειρήνης και στη συνέχεια, από το 1863 έως το 1931, στον μητροπολιτικό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Από το 1932, το μνημόσυνο τελείται στον πανεπιστημιακό πλέον ναό της Καπνικαρέας (Εισοδίων της Θεοτόκου), ο οποίος κοσμείται με μια παράσταση των Τριών Ιεραρχών διά χειρός Φώτη Κόντογλου. Ο πανηγυρικός της ημέρας εκφωνείται κυρίως από τους καθηγητές της Θεολογίας, αλλά αυτή η τακτική αλλάζει σταδιακά καθώς οι πρυτάνεις και οι κοσμήτορες των σχολών αναλαμβάνουν ευρύτερες δραστηριότητες. Το 1896, ο Σπυρίδων Λάμπρος μεταφέρει για πρώτη φορά την εκφώνηση του λόγου από την εκκλησία στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου. Στην απόπειρα του για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του Πανεπιστημίου, ο Λάμπρος αποφασίζει να μεταφέρει το «αρχαίον εθιμον του χριστιανικού ελληνισμού» από την Εκκλησία στο Πανεπιστήμιο. Δεν πρόκειται μόνο για διαδικαστικό ζήτημα. Την ίδια εποχή, ο Λάμπρος προχωρεί τη συγγραφή της Ιστορίας της Ελλάδος, όπου ο «χριστιανικός ελληνισμός» του Παπαρρηγόπουλου έχει πλέον εδραιωθεί πλήρως. Στο κεφάλαιο για την ύστερη Αρχαιότητα, το οποίο ο Λάμπρος επιγράφει «Ό αιών της τελευταίας πάλης», η ιστορία των Τριών Ιεραρχών συζητείται διεξοδικά σε ειδική ενότητα, όπου επισημαίνεται ότι η «ελληνική Εκκλησία» καθιέρωσε κοινό εορτασμό τους καθώς συνδύαζαν το «ελληνικόν κάλλος μετά της χριστιανικής αληθείας». Η πρωτοβουλία του Λάμπρου δηλώνει πλέον την ωριμότητα των συνθηκών για την πλήρη ανασημασιοδότηση της εορτής. Έκτοτε αρχίζει η σταδιακή μείωση της σημασίας του μνημόσυνου κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, για να αποκτήσει τελικά η τελευταία το χαρακτήρα μιας αυτόνομης εκπαιδευτικής εορτής και να αναφέρεται ως τέτοια στις πρυτανικές επετηρίδες μέχρι σήμερα. σ. 104-106
[πάνω]
4. Οι «Τρεις Ιεράρχες» στην ευρύτερη ελληνορθόδοξη εκπαίδευση Η σύγκρουση του Πατριαρχείου με τη διαφωτιστική σκέψη έχει μακρά ιστορία, με ποικίλες πολιτικές και ιδεολογικές αποχρώσεις. Δεν μπορεί όμως να γίνει κατανοητή αν οι δυο «αντίπαλοι» οριστούν με απόλυτους όρους σε ό,τι αφορά το είδος και την ποιότητα του συμβολικού κεφαλαίου που επεδίωκαν να διαφυλάξουν και να προωθήσουν και αν περιχαρακωθεί αυστηρά το πεδίο διαχείρισης αυτού του συμβολικού κεφαλαίου. Κατ' αρχάς, η σχέση του Διαφωτισμού με τις θρησκείες και τις Εκκλησίες συνολικά είναι ένα ζήτημα που πρέπει να προσεγγίζεται εξατομικευμένα και στο πλαίσιο τόσο των δομικών αλλαγών όσο και των συγκυριακών εξελίξεων αφού, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Λάρρυ Βολφ (Larry Wolff), «η αρχή του συσχετισμού και της αντικατάστασης των θρησκευτικών ανταγωνισμών λειτουργούσε μέσα από μια ποικιλία θεωρήσεων στην πολυγωνική σύνδεση του Διαφωτισμού με την Ορθοδοξία, το ρωμαιοκαθολικισμό, τον προτεσταντισμό και τον παγανισμό». Επιπλέον, η σχέση του ορθόδοξου κλήρου, ειδικά της λογιοσύνης του, με τις διαφωτιστικές ιδέες αλλά και η ίδια η επίσημη πολιτική του Πατριαρχείου παρουσιάζουν ποικιλία και διαφοροποιήσεις. Η έννοια ενός «ορθόδοξου Διαφωτισμού», που περιέλαβε λογίους και κληρικούς που στράφηκαν προς τις νέες ιδέες, δεν αναιρεί τις ποιοτικές διαφορές μεταξύ θεοκρατικής και διαφωτιστικής κοσμοεικόνας και τις ουσιαστικές αποκλίσεις τους τόσο στο γνωσιολογικό όσο και, ευρύτερα, στο πολιτικό επίπεδο. Αναδεικνύει όμως τις πολυσχιδείς διαδρομές και τους διαφορετικούς τρόπους πρόσληψης και διάχυσης των διαφωτιστικών ιδεών στον βαλκανικό και τον νοτιοανατολικό ευρωπαϊκό χώρο. Δείχνει επίσης ότι η συνάντηση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης με το διαφωτιστικό πρόγραμμα διαμόρφωσε ένα πεδίο προβληματικής που, εν μέσω συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, βίωσε και διαδικασίες ωσμώσεων και προσαρμογών. Οι απόπειρες συνδυασμού των «ιερών γραμμάτων» κα; των δογμάτων της πίστης με τον ορθολογισμό της νέας σκέψης, που βρήκαν εκφραστές στο πρόσωπο λογίων όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, συνάντησαν πολλές αντιδράσεις. Ενίσχυσαν όμως και μια ενδογενή τάση ανάδειξης του κυρίαρχου ρόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις εκπαιδευτικές διαδικασίες και υπογράμμισης τής από μέρους της διαφύλαξης των ελληνικών γραμμάτων. σ. 122-123 [πάνω]
[…] Ο Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730-1807) αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για να κατανοήσουμε τις διαδικασίες συγκρότησης μιας αρχαιομάθειας εντός των ορίων της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης. Στο δοκίμιο του «Συμβουλή στους νέους πως να ωφελιούνται και να μη βλάπτουνται απτά βιβλία τα φράγκικα και τα τούρκικα, και ποια να 'ναι η καθ' αυτό τους σπουδή», ανέλαβε γύρω στα 1783 να προσδιορίσει τη σχέση των «Ρωμηών χριστιανών» με τις νέες διαφωτιστικές ιδέες. Ο τίτλος και η δομή του έργου παραπέμπουν στο έργο του Μεγάλου Βασιλείου «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Μια ανεξέλεγκτη «ελληνική παιδεία», ισχυρίζεται ο Καταρτζής, κινδυνεύει να οδηγήσει στην «καταφρόνεση του έθνους». Άλλωστε η «υπερβολική κλίσις στην ελληνική παιδεία [...] είναι ανάξιο πράγμα σ' ένα Ρωμηό χριστιανό». Κατά τον Καταρτζή, αυτές οι νέες τάσεις της μελέτης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας απορρέουν από την επιρροή διαφωτιστών όπως ο Βολταίρος, «που για να τον διάβαση κανείς ακινδύνως πρέπει να φορή πανοπλία». Ο φόβος της αθεΐας θέτει το όριο σε μια διαφωτιστικής έμπνευσης επαφή με τα ελληνικά γράμματα. Κατά τον Καταρτζή, δείκτης της σχέσης των «Ρωμηών χριστιανών» με την ελληνική παιδεία είναι «το ιερό μας τριανδρικό, Βασίλειος, Γρηγόριος και Χρυσόστομος». Από τα χρόνια του Καταρτζή μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα, αρκετοί διάβασαν τον Βολταίρο χωρίς να φορούν πανοπλία και οι διαφωτιστικές ιδέες προώθησαν ένα νέο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Η Εκκλησία όμως δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια ελέγχου της παιδείας. Σε ένα διάσημο όσο και αμφιλεγόμενο κείμενο του 1819, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' εμφανίζεται, πολύ θορυβημένος, να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις δραστηριότητες των διαφωτιστών λογίων που δίδασκαν στους μαθητές τους τις φυσικές επιστήμες και παραμελούσαν το corpus των διδακτικών εγχειριδίων της Εκκλησίας. Επιμένει ότι στόχος της ορθής διδασκαλίας είναι να αναδείξει «τους μαθητιώντας, Χριστιανούς ελληνίζοντας τας φράσεις, και Έλληνας χριστιανίζοντας τα δόγματα, τα ήθη και τους τρόπους». Πολύ πριν από την καθιέρωση επετείων και εκπαιδευτικών εορτών για τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό», η Μεγάλη Εκκλησία διεκδικεί την Αρχαιότητα μέσα από τις διαδικασίες του «ελληνίζειν», προβάλλει έναν δικό της ιδιότυπο αρχαϊσμό, ενώ κατηγορούνται οι διαφωτιστές λόγιοι ότι «γίνονται με τας παραλελογισμένας διδασκαλίας των, και τους διεφθαρμένους τρόπους της ζωής των ψυχρότητος αίτια περί την Γραμματικήν παιδείαν, και αδιαφορίας περί τα Ιερά και σεβάσμια, μεταχινούντες όρια αρχαία, α έθεντο οι Πατέρες ημών». Ποια είναι τα «αρχαία όρια» των Πατέρων της Εκκλησίας που οροθετούν τη σχέση «ελληνισμού» και «χριστιανισμού» και πως συνδυάζονται με τον κοινό δεύτερο βίο των Τριών Ιεραρχών; Γιατί ο Δημήτριος Καταρτζής όρισε το «ιερό μας τριανδρικό» ως οδηγό της εκπαίδευσης του χριστιανού νέου; σ. 132-134 [πάνω]
|
|