ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Το σύμφωνο Καζέρτας, ο Δεκέμβριος 1944

(από το Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Φωτιά και Τσεκούρι, Ελλάς 1946-49 και τα προηγηθέντα, Το Βήμα 2009)

 

 

5. [σύμφωνο Καζέρτας, το ΕΑΜ στην κυβέρνηση, Σεπ 1944]

6. Η επανάσταση του Δεκεμβρίου του 1944.
 

 

 

5. [σύμφωνο Καζέρτας, το ΕΑΜ στην κυβέρνηση, Σεπ 1944]

Δεν συνέβη τίποτε από όλα αυτά. Στο τέλος, οι Βρετανοί ήταν ευχαριστημένοι και οι άλλοι ήταν απογοητευμένοι: το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δέχθηκε ψυχρή μεταχείριση από όλα τα μέλη της σοβιετικής αποστολής και δεν έλαβε καμιά υπόσχεση υλικής βοηθείας. Τους εδόθησαν, αντιθέτως, συμβουλές, που πιθανότατα δεν ήταν εκείνες που περίμεναν. Τους εδόθησαν μάλιστα οι συμβουλές χωρίς καν να μπορούν να τις συζητήσουν. Γιατί, ό,τι ουσιαστικό επρόκειτο να λεχθεί, ελέχθη μόνο στον Σιάντο, ο οποίος είχε μακρά συνομιλία, εντελώς μόνος, με τον συνταγματάρχη Ποπόφ.

Οι Ρώσοι, από το άλλο μέρος, φαίνεται ότι ανέμεναν να βρεθούν ενώπιον του ερυθρού στρατού αναλόγου με τον στρατό του Τίτο. Απεγοητεύθησαν. Φαίνεται σήμερα βέβαιο ότι η εισήγηση τους μιλούσε -αδίκως, άλλωστε- «περί μιας συναθροίσεως ενόπλων ανδρών, που δεν άξιζε τον κόπο να τους βοηθήσει κανείς».

Δεν είναι γνωστό τι ελέχθη με την ευκαιρία αυτή στα βουνά της Θεσσαλίας, ούτε ποιες ήταν αργότερα οι επιπτώσεις των λεχθέντων. Το γεγονός είναι ότι στις 2 Αυγούστου, δηλαδή μόνο μια εβδομάδα μετά την άφιξη του συνταγματάρχου Ποπόφ, οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στο Κάιρο, ήλθαν, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, σε επαφή με την κυβέρνηση Παπανδρέου. Η κυβέρνηση έκαμε συνομιλίες μαζί τους, αλλά δεν άλλαξε κατά τίποτε το πρόγραμμα της, η ουσία του οποίου υπήρχε στη Συμφωνία του Λιβάνου.

Μετά από μερικές διαφωνίες και μερικές έριδες, τη 2α Σεπτεμβρίου έξι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ορκίζονταν μέλη της κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος. Δύο από αυτούς, μεταξύ των οποίων ο Ζέβγος, ο επιλεγόμενος «ο Ήρεμος», αντιπροσώπευαν το Κ.Κ.Ε. Ήταν τα μόνα μέλη του Κόμματος που εισήρχοντο στην κυβέρνηση Παπανδρέου.

Η τρομοκρατία, όμως, στην Ελλάδα δεν μειώθηκε. Αντιθέτως, γινόταν περισσότερο καταθλιπτική στην επαρχία, περισσότερο απειλητική στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα, όλοι ήταν πεπεισμένοι ότι ο ΕΛΑΣ προετοίμαζε την κατάληψη της πόλεως, ότι θα την πραγματοποιούσε μόλις θα αναχωρούσαν οι Γερμανοί και ότι μαζικές εκτελέσεις ήταν πιθανές. Άλλωστε, στην ύπαιθρο, και ιδίως στην Πελοπόννησο, περιοχή γνωστή για τον φιλοβασιλισμό της, είχαν ήδη γίνει πολλές εκτελέσεις.

Πάντως, στην Αίγυπτο, και κατόπιν στην Ιταλία, όπου μετεφέρθη αργότερα, ηρεμία επικρατούσε στους κόλπους της κυβερνήσεως Παπανδρέου. Το κύρος της είχε σοβαρά ενισχυθεί από δύο γεγονότα διαφορετικής φύσεως. Το ένα ήταν η επανάληψη του αγώνος από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, και ιδίως η αρίστη δράση της Ορεινής Ελληνικής Ταξιαρχίας στο Ιταλικό Μέτωπο: μαχόταν εκεί συνεχώς κατά των Γερμανών, στην πρώτη γραμμή. Το άλλο ήταν η υπογραφή στην Καζέρτα (26 Σεπτεμβρίου 1944) μιας συμφωνίας μεταξύ αφενός της Ανωτάτης Συμμαχικής Διοικήσεως (στρατηγός Γουίλσον, πρόεδρος υπουργός Χάρολντ Μακ Μίλαν) και αφετέρου του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ (Σαράφης-Ζέρβας).

Με το Σύμφωνο της Καζέρτας ανελαμβάνετο η υποχρέωση να τεθούν υπό τας διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ, αντιπροσώπου της Ανωτάτης Συμμαχικής Διοικήσεως, όλες οι δυνάμεις των ανταρτών, όπως και οι τακτικές δυνάμεις που θα απεβιβάζοντο στην Ελλάδα. Αναγνωριζόταν ότι κάθε πράξη αντίθετη προς τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπυ θα αποτελούσε κολάσιμη παράβαση. Καταδικάζονταν αυστηρά τα Τάγματα Ασφαλείας, ανελαμβάνετο η υποχρέωση της απηνούς διώξεως των υποχωρούντων γερμανικών στρατευμάτων. Ο Σαράφης και ο Ζέρβας ανελάμβαναν να επιβάλουν την τάξη στις περιοχές των, αλλά η Αττική, και ορισμένες άλλες μικρές περιοχές της χώρας, θα παρέμεναν υπό την αρμοδιότητα του στρατηγού Σπηλιωτοπούλου, ο οποίος θα ενεργούσε από κοινού με τη βρετανική διοίκηση. Ορίζονταν, τέλος, μερικές άλλες λεπτομέρειες.

Όλα αυτά ήταν πολύ ωραία για να είναι αληθινά. Κανείς δεν ήλπιζε ότι θα εφαρμοζόταν αυτό το σύμφωνο, έστω και αν ήταν επίσημο και σαφώς διατυπωμένο. Το ήλπιζαν ακόμη λιγότερο στην Ελλάδα. Όχι μόνο οι συμφωνίες που είχε ως τότε συνάψει ο ΕΛΑΣ δεν τον είχαν ποτέ δεσμεύσει, αλλά είχαν επιπλέον προκαλέσει, αμέσως ή εμμέσως, φοβερά δεινά,4 και σε ορισμένες περιοχές η κατάσταση είχε πολύ χειροτερεύσει. Είχε προπαντός χειροτερεύσει στην Πελοπόννησο, όπου το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ είχε αποστείλει στις αρχές του θέρους τον Άρη και το σώμα των επίλεκτων, των λεγομένων «Μαυροσκούφηδων».

Στην Πελοπόννησο, τα Τάγματα Ασφαλείας, διοικούμενα καλά και βοηθούμενα από τον πληθυσμό, είχαν κατορθώσει να επιβληθούν σε όλες τις πόλεις, σ' έναν ορισμένο αριθμό χωριών και στους κυριότερους συγκοινωνιακούς κόμβους. Επρόκειτο -εκτός της Ηπείρου- περί της μόνης περιοχής, που δεν τελούσε υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ.

Ο Άρης εξόρμησε κατά της Πελοποννήσου για να εξολοθρεύσει τα Τάγματα Ασφαλείας και να αποκαταστήσει το κύρος και την ισχύ των συντρόφων του. Προχώρησε αργά για να οργανωθεί καλά, και από τις 2 Σεπτεμβρίου ως τις τελευταίες ημέρες του μηνός εκείνου (δηλαδή όταν στην Αίγυπτο σχηματιζόταν η κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητος...) επετέθη κατά των πόλεων και των μεγάλων χωριών της Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Η Καλαμάτα, η Πύλος, ο Μελιγαλάς, οι Γαργαλιάνοι και άλλες πόλεις υπήρξαν τα θέατρα σκληρών μαχών και ακόμη σκληρότερων «κυρώσεων».

Οι ανθρωποσφαγές υπήρξαν άνευ προηγουμένου. Η μεγαλύτερη από όλες ήταν η σφαγή του Μελιγαλά, που έγινε μεταξύ 12 και 16 Σεπτεμβρίου: 1.450 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και περί τους 50 αξιωματικούς και άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, εκτελέσθηκαν, και ερρίφθησαν σ' ένα μεγάλο πηγάδι, που σκεπάσθηκε με χώμα.5 Τίποτε δεν φαινόταν να μπορεί να σταματήσει αυτό το κύμα της τρομοκρατίας. Οι αντιπρόσωποι της Σ.Σ. Α. παρίσταντο ανίσχυροι θεαταί και περιορίζοντο να αναφέρουν τα γεγονότα στην Ανωτάτη Διασυμμαχική Διοίκηση της Μέσης Ανατολής. Τελικά, η κυβέρνηση της εθνικής ενότητος, υπό την προεδρία του Γ. Παπανδρέου, με την έδρα της πάντοτε κοντά στην Καζέρτα, έκαμε μια δοκιμή: απέστειλε επιτόπου ένα από τα σημαίνοντα μέλη της.

σ. 123-125 

 [πάνω]

 

 

 

6. Η επανάσταση του Δεκεμβρίου του 1944.

Στις 4 Δεκεμβρίου, περίπολοι του ΕΛΑΣ, εν στολή, εισήλθαν στις περιφερειακές συνοικίες των Αθηνών, άλλες στο κέντρο του Πειραιώς.

Τα ασθενή βρετανικά τμήματα απέφευγαν κάθε σύγκρουση, αλλά το βράδυ ο Σκόμπυ διέτασσε τον ΕΛΑΣ να αποσύρει όλες τις ομάδες του πριν από τα μεσάνυκτα της 6ης Δεκεμβρίου.

Την επομένη το πρωί, από το Λονδίνο, ο Τσώρτσιλ του ανέθετε να καταλάβει την πρωτεύουσα. Το τηλεγράφημα του ήταν σκληρό και σαφές: «Χωρίς αιματοχυσία, αν είναι δυνατόν, αλλά και με αιματοχυσία, αν αυτό είναι αναπόφευκτο. Μη διστάσετε να ενεργήσετε ως εάν ευρίσκεσθε σε κατακτηθείσα πόλη στην οποία εξεδηλώθη τοπική ανταρσία».

Τα βρετανικά στρατεύματα συντάχθηκαν με τα κυβερνητικά, και ο Σκόμπυ διέταξε τις δυνάμεις του, που ήταν διεσπαρμένες στην υπηρεσία της ΕΜ-ΕΛ, να συγκεντρωθούν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη ή τον Βόλο, πράγμα ακατόρθωτο για πολλές από αυτές.

Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Σκόμπυ κάλεσε τους Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους και εξήγησε τη στάση του: είχε γίνει ένοπλη παρέμβαση για να επιτευχθεί πολιτικό αποτέλεσμα. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ είχαν στασιάσει. Ο ίδιος είχε ορισθεί στρατιωτικός διοικητής κατόπιν συμφωνίας όλων των μερών, και είχε συνεπώς και το δικαίωμα και το καθήκον να αποκαταστήσει την τάξη.

Αλλά υπό τας διαταγάς του Σκόμπυ υπήρχαν μόνον οι μικρές κυβερνητικές δυνάμεις, ένας ακαθόριστος αριθμός οργανωμένων ή μη «ελευθέρων σκοπευτών», και υπήρχε η οργάνωση «Χ» του συνταγματάρχου Γρίβα (του μέλλοντος αρχηγού του Ανταρτοπόλεμου στην Κύπρου), η οποία ανθίστατο στο Θησείο, στα δυτικά της Ακροπόλεως. Ανθίστατο ακόμη, ανατολικά της Ακροπόλεως, το «Σύνταγμα Χωροφυλακής». Αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί επρόκειτο για συγκρότημα κτιρίων που δέσποζε της οδού προς το Φάληρο. Εντελώς απομονωμένο, στενά πολιορκημένο, βομβαρδιζόμενο από όλμους και πυροβολικό, πιεζόμενο νύκτα και ημέρα από τολμηρά εγχειρήματα, το σύνταγμα αμυνόταν. Οι πυροβολισμοί που ακούγονταν από εκεί δεν σήμαιναν μόνο τη συνέχιση της αντιστάσεως, αλλά συντελούσαν στη διατήρηση του ηθικού των πολλών που είχαν ήδη υποκύψει, και των λίγων που ήταν ακόμη ελεύθεροι και ανθίσταντο.

Έτσι, η Ελλάς δεν υπήρχε παρά στο κέντρο των Αθηνών, σε μια έκταση περίπου τεσσάρων τετραγωνικών χιλιομέτρων, υπό τη σκιά μιας ανίσχυρης πολιτικής εξουσίας. Εκυβερνάτο από τον στρατηγό Σκόμπυ, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι ο Σκόμπυ, πολιορκημένος, δεν κυβερνούσε, αλλά διηύθυνε μια μάχη φοβερά άνιση.

Πράγματι, η Αττική ήταν πλημμυρισμένη από τμήματα του ΕΛΑΣ. Σ' αυτόν τον πόλεμο των δρόμων, τον εντελώς ειδικής μορφής, όπου ο αριθμός των μαχητών παίζει έναν από τους πρώτους ρόλους, ο ΕΛΑΣ είχε πολλά πλεονεκτήματα. Είχε παντού την πρωτοβουλία, έκαμνε οδοφράγματα εδώ, επετίθετο εκεί, ανατίναζε σπίτια για να κλείσει σταυροδρόμια, κατελάμβανε δι' επιθέσεων μεγάλα κτίρια, αφού τα κύκλωνε, και διέθετε εναντίον αυτών μια συντριπτική δύναμη πυρός. Οι άνδρες του ΕΛΑΣ πολεμούσαν με ένα πείσμα που λίγοι από αυτούς έδειξαν εναντίον των Γερμανών.

Πολεμούσαν με το ίδιο πείσμα και από το άλλο μέρος του οδοφράγματος, και συχνά εξαπέλυαν αντεπιθέσεις. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι κατόρθωναν να παραμένουν ελεύθεροι σε τέσσερα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα. Σε όλες τις άλλες συνοικίες της πόλεως κυριαρχούσε ο τρόμος. Εκτελέσεις κατά εκατοντάδες, εκτοπίσεις κατά χιλιάδες στα βουνά τα πλησιέστερα προς την Αθήνα. Στις άλλες περιοχές της χώρας ο τρόμος κυριαρχούσε επίσης, αλλά εκεί η «επανάσταση» γινόταν λιγότερη αισθητή. Η Ήπειρος, μακρινή και απομονωμένη, ήταν ελεύθερη. Ο στρατός της, όμως, ήταν κατά το ήμισυ αποστρατευμένος και το ηθικό του δεν ήταν καλό.

Μερικές νησίδες κατεχόμενες από Άγγλους (στο Φάληρο, στην Πάτρα, στο αεροδρόμιο κοντά στην Αθήνα κτλ.) ήταν ελεύθερες. Στη Μακεδονία είχαν γίνει μερικές φρικτές και άνανδρες εκτελέσεις (όπως εκείνη του νέου και φωτεινού αντιστασιακού βιομηχάνου Βάγγου Γκλαβάνη, που έγινε μέσα στη Θεσσαλονίκη), αλλά δεν ήταν δυνατό να γίνει λόγος περί επαναστάσεως. Η ήρεμη αυτοκυριαρχία του τοπικού στρατιωτικού αρχηγού του ΕΛΑΣ και του καπετάνιου της Διοικήσεως Μακεδονίας, του Μάρκου Βαφειάδη -όνομα που πρέπει να συγκρατήσουμε- επενήργησε ώστε να μη σημειωθεί εκεί ένοπλη σύγκρουση με τη βρετανική φρουρά ή μαζικά αντίποινα εναντίον των αντιτιθεμένων προς την Άκρα Αριστερά.

Στην υπόλοιπη χώρα, ο ΕΛΑΣ δεν είχε ανάγκη να αγωνισθεί. Λίγο λίγο, όλα τα τμήματα του συγκεντρώνονταν στην Αττική και στην Ήπειρο. Δέσποζε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μόνο με την παρουσία και τη δράση των παραστρατιωτικών του οργανώσεων (Ε.Π., ΟΠΛΑ) κανείς δεν του αμφισβητούσε την εξουσία. Εκείνοι που τολμούσαν να το κάμουν, εξετελούντο. Άλλωστε, από γενικής απόψεως, η υπόλοιπη χώρα λίγο ενδιέφερε. Όλα παίζονταν στην Αθήνα, έδρα της ελληνικής και της βρετανικής πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας.

Εκεί η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Ο Σκόμπυ, παρά την ήρεμη αντίσταση που προέβαλλε, ανέφερε την κρισιμότητα της καταστάσεως στους ανωτέρους του και τους πληροφορούσε ότι, χωρίς σοβαρές ενισχύσεις, τίποτε δεν ήταν δυνατό να γίνει.

Στις 11 Δεκεμβρίου, ο στρατάρχης Αλεξάντερ ήλθε ο ίδιος στην Αθήνα, για να εξετάσει την κατάσταση επιτόπου. Το τεθωρακισμένο αυτοκίνητο που τον μετέφερε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, «την πρωτεύουσα της πρωτευούσης», εβλήθη από τον εχθρό.

Ο Αλεξάντερ εξετίμησε τα πράγματα, ενέκρινε την απόφαση του Σκόμπυ να συγκεντρώσει κατά το δυνατόν όλες τις δυνάμεις του στην Αθήνα και διέταξε τη μεταφορά στην Αττική μιας ολόκληρης βρετανικής μεραρχίας, η οποία εκείνη την ώρα βρισκόταν καθ’ οδόν προς το Ιταλικό Μέτωπο, που τότε ήταν μάλλον ήρεμο. Η μεραρχία επρόκειτο να αποβιβασθεί με έναν αντικειμενικό σκοπό: την απελευθέρωση του λιμένος του Πειραιώς και της οδού που τον συνέδεε με την πρωτεύουσα. Ο στρατάρχης Αλεξάντερ όριζε ως γενικότερο αντικειμενικό σκοπό μιας πρώτης φάσεως την απελευθέρωση της Αττικής, εγχείρημα τεράστιο, αν σκεφθεί κανείς ότι επρόκειτο περί 60 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων πυκνά κατοικημένων.

Ο ΕΛΑΣ είχε πληροφορηθεί την επίσκεψη του στρατάρχου Αλεξάντερ και αντέδρασε κατά τρόπο περίεργο, ίσως επειδή ήθελε να τον κάμει να πιστεύει ότι ο αγών θα μπορούσε να βρει ειρηνική λύση. Τη 12η Δεκεμβρίου απεσταλμένος του ΕΛΑΣ ρώτησε τον Σκόμπυ υπό ποίους όρους θα δεχόταν να υπογράψει συμφωνία αναστολής εχθροπραξιών. Η απάντηση του Βρετανού στρατηγού υπήρξε λακωνική: Να εκκενωθεί η Αττική!

Η ανταπάντηση του ΕΛΑΣ υπήρξε κατ' άλλον τρόπο σπαρτιατική: την ίδια ημέρα, λίγες ώρες αργότερα, μια θυελλώδης επίθεση των τμημάτων του τού επέτρεψε να καταλάβει διάφορα άλλα κτίρια. Η βρετανοελληνική «ελευθέρα ζώνη» περιοριζόταν αισθητά. Κατέβαινε περίπου στα τρία τετραγωνικά χιλιόμετρα ή ίσως και κάτω από αυτά.

Την επομένη, η επίθεση υπήρξε ευρύτερη και σκληρότερη. Μέγας αριθμός ολμοβόλων και πενήντα περίπου πυροβόλα, όπως και διάφορα μέσα δολιοφθοράς, ετέθησαν σε ενέργεια.

Όλες οι μονάδες του ΕΛΑΣ, χωρίς να περιμένουν τις ενισχύσεις που κατέφθαναν, ανέλαβαν σφοδρές επιθέσεις. Δεν επραγματοποίησαν όμως μεγάλες προόδους, γιατί όλα τα κτίρια που ήλεγχαν σταυροδρόμια τα υπερασπίσθηκαν οι εθνικόφρονες μα-χηταί τους με μεγάλο θάρρος και ακόμη μεγαλύτερο πείσμα. Η ημέρα πάντως εκείνη φαίνεται να υπήρξε η σκληρότερη και η πιο αιματηρή από όλες όσες είχαν περάσει από την αρχή των εχθροπραξιών.

Όμοια ήταν η ημέρα και για την Πάτρα και για τον Πειραιά. Στην Πάτρα οι Βρετανοί είχαν υποστεί επίθεση από δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες από τις δικές τους. Είχαν κατορθώσει να την αποκρούσουν. Στον Πειραιά, οι Βρετανοί είχαν αντεπιτεθεί και είχαν κατορθώσει να ανακαταλάβουν την έδρα του Ναυτικού Επιτελείου και ένα μικρό μέρος του λιμένος. Αλλά οι κίνδυνοι ήταν σοβαροί και δεν είχαν επιτύχει την απελευθέρωση του κυρίως λιμένος και του δρόμου που τον συνέδεε με την Αθήνα.

Τέσσερα σμήνη βρετανικών αεροπλάνων είχαν βομβαρδίσει και πολυβολήσει τους άνδρες του ΕΛΑΣ (ο Παπανδρέου είχε απαγορεύσει να αναμειχθούν ελληνικά αεροπλάνα), αλλά ούτε αυτό είχε επιτρέψει την ελεύθερη επικοινωνία στην πολύτιμη οδό.

Έπειτα, αιφνιδίως, για λίγες ημέρες επεκράτησε σχετική ησυχία. Αντηλλάσσοντο πυροβολισμοί. Γίνονταν μικρές αψιμαχίες, ερρίπτοντο μερικοί όλμοι, αλλά δεν σημειώνονταν αξιόλογες συγκρούσεις. Ηρεμία ανεξήγητη. Αν η επίθεση είχε συνεχισθεί με την ίδια ορμή και άνευ διακοπής, είναι άγνωστο αν η «ελευθέρα ζώνη», τόσο αδύνατη τότε, θα είχε κατορθώσει να αντισταθεί. Η ερμηνεία ήταν ακόμη περισσότερο ανεξήγητη, καθόσον από της πλευράς του ΕΛΑΣ «τη μάχη των Αθηνών» την διηύθυνε ο στρατηγός Μάντακας, που ήταν άλλοτε μόνιμος αξιωματικός και ο οποίος ήταν γνωστός ως άξιος και μαχητικός στρατιώτης. Επρόκειτο λοιπόν πιθανότατα για αναστολή των μεγάλης κλίμακος επιχειρήσεων, την οποία επέβαλε ο πολιτικός παράγων αναστολής που υπήρξε σωτηρία για τους κυβερνητικούς, δυσμενής, αν όχι ολέθρια, για τους επαναστάτες.

Ίσως οι πολιτικοί υπεύθυνοι είχαν προτιμήσει να αναμείνουν τις εφεδρείες που έφθαναν από όλα τα μέρη, και από μακρινές ακόμη πόλεις, όπως π.χ. τη Θεσσαλονίκη. Κάποτε, έφθαναν μάλιστα με φορτηγά αυτοκίνητα που τα είχαν πάρει από τους Βρετανούς. Στον Βόλο, π.χ., τον οποίον είχαν εκκενώσει οι Βρετανοί, οι ΕΛΑΣίτες βρήκαν εκατό φορτηγά αυτοκίνητα, ελαφρώς σαμποταρισμένα, τα οποία εύκολα επισκεύασαν.

 

 [πάνω]

  

Εν τω μεταξύ, όμως, σημαντικές ενισχύσεις έφθαναν επίσης και για τον στρατηγό Χόουκσγουορθ, ο οποίος, υπό τας διαταγάς του Σκόμπυ, διηύθυνε τις επιχειρήσεις. Έφθαναν από το εσωτερικό ή απεβιβάζοντο από την Ιταλία. Ολόκληρη η μεραρχία που είχε υποσχεθεί ο Αλεξάντερ ήταν έτοιμη να εισέλθει στον αγώνα.

Οι πολιτικοί υπεύθυνοι του ΕΛΑΣ φαίνεται ότι δεν το ήξεραν, και ίσως γι' αυτό έκαμαν έναν άλλον υπολογισμό: Στις 13 Δεκεμβρίου, τη σκληρότερη ημέρα της μάχης, έφθανε στην Αθήνα από τη Γαλλία, όπου ήταν αυτοεξόριστος, ο στρατηγός Πλαστήρας, ο «πτωχός, αγνός και γενναίος πολεμιστής», που το 1923 είχε εκθρονίσει τον Γεώργιο Β' και είχε ανακηρύξει τη δημοκρατία. Επρόκειτο για νέο παράγοντα και για τις ώρες εκείνες ήταν σημαντικός.

Περίεργη σύμπτωση, αν είναι σύμπτωση, εκείνο που συνέβη αμέσως μετά την άφιξη του στρατάρχου Αλεξάντερ, συνέβη και αμέσως μετά την άφιξη του Πλαστήρα. Ο ΕΛΑΣ έστειλε πάλι μια αποστολή στον Σκόμπυ για να του πει ότι δεχόταν να εκκενώσει την Αθήνα, εάν εκείνος δεχόταν μερικούς όρους, που δεν ήταν μεν φοβεροί, αλλά φαίνονταν να υποκρύπτουν πολλές πονηρές σκέψεις.

Ο Σκόμπυ, ακριβώς επειδή βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, αρνήθηκε να συζητήσει αυτούς τους όρους. 

Η μάχη επανελήφθη ζωηρότερα. Επανελήφθη στα βόρεια της χώρας και στην Αθήνα.

Στον βορρά, ο Ζέρβας, πολύ πιο αδύνατος τώρα, ήταν πάντα κύριος της Ηπείρου. Θα ήταν πολύ χρησιμότερο για το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ να τον αγνοήσει και να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις στην Αθήνα. Αλλά δεν το έκαμε.

Τη 18η Δεκεμβρίου, 15.000 περίπου μαχηταί του ΕΛΑΣ, που αποτελούσαν μερικές από τις καλύτερες μονάδες του, με επικεφαλής τον Άρη και τον Σαράφη, επετέθησαν κατά του ΕΔΕΣ από νότου και από ανατολών, και δευτερευόντως, μέσω Αλβανίας, από βορρά.

Ο Ζέρβας δεν πρόφθασε παρά να δώσει επί δέκα ημέρες μερικές μάχες οπισθοφυλακής, που του στοίχισαν αρκετά ακριβά, και να αποσυρθεί στην Κέρκυρα. Έσωσε έτσι ό,τι του απέμεινε από τον στρατό του και, πονηρός όπως ήταν, έσωσε και τη ζωή των φίλων του που είχαν μείνει στην Ήπειρο: πήρε μαζί του στην Κέρκυρα 500 από τους πιο σημαίνοντες αριστερούς των Ιωαννίνων και διέδωσε ότι θα εκτελούσε δέκα για κάθε ΕΔΕΣίτη που θα σκοτωνόταν.

Στην Αθήνα, η μάχη ξανάρχιζε σε όλα τα σημεία. Την πρώτη ημέρα, τη 18η, μια επίθεση εναντίον του αεροδρομίου που χρησιμοποιούσαν οι Βρετανοί, περίπου 15 χιλιόμετρα βορείως των Αθηνών, στην Κηφισιά, απεκρούσθη, αλλά την επομένη το αεροδρόμιο κατελήφθη κατόπιν νέας επιθέσεως από τους ΕΛΑΣίτες. Οι ενισχύσεις που έσπευσαν να αποστείλουν οι Βρετανοί δεν κατόρθωσαν παρά να απελευθερώσουν εκατό άνδρες της R.A.F. από τους 350 που είχαν αιχμαλωτισθεί.

Την ίδια εκείνη ημέρα, τη 18η Δεκεμβρίου, εκτός άλλων μεγάλων κτιρίων που υπέστησταν επίθεση, υπέστησαν επίθεση οι Φυλακές Αβέρωφ, όπου είχαν οχυρωθεί κυβερνητικά τμήματα και όπου εκρατούντο προσωπικότητες, τόσο της Άκρας Αριστεράς όσο και του κόσμου που είχε συνεργαστεί με τον εχθρό. Ο τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός βρισκόταν μεταξύ αυτών. Η επίθεση απεκρούσθη, αλλά την επομένη ημέρα, μερικά τείχη της φυλακής υπενομεύθησαν, ανετινάχθησαν και το κτίριο επυρπο-λήθη. Οι περισσότεροι από τους υπερασπιστές του και οι 650 κρατούμενοι κατόρθωσαν να φύγουν, άλλοι όμως κάηκαν ή φονεύθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν.

Η τύχη των αιχμαλώτων δημιουργούσε ένα άλλο φοβερό πρόβλημα. Στην καρδιά του χειμώνα, τους οδηγούσαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως εντελώς πρόσκαιρα και πρωτόγονα, στα βόρεια της Αττικής. Οδηγούσαν εκεί κατά χιλιάδες και τους ομήρους, άνδρες και γυναίκες, ως επί το πλείστον βασιλόφρονες. Οι περισσότεροι από αυτούς εξετελούντο. Εκτελέσεις γίνονταν και στα προάστια των Αθηνών.

Εν τω μεταξύ, όμως, οι Βρετανοί ήταν σε θέση να αρχίσουν μια σοβαρή αντεπίθεση. Ο Σκόμπυ το προανήγγειλε την 20ή Δεκεμβρίου και ειδοποιούσε το κοινό να λάβει προφυλακτικά μέτρα.

Ο Χόουκσγουορθ έριξε όλα του τα στρατεύματα στην αντεπίθεση, χωρίς να κρατήσει καμιά εφεδεία. Τα στρατεύματα του απαρτίζονταν από ελληνικά και βρετανικά τμήματα, συμπεριλαμβανομένης και της νεοαφιχθείσης αγγλικής μεραρχίας, και τα υπεστήριζαν βρετανικά αεροπλάνα, πυροβολικό και όλμοι και μερικά άρματα μάχης.

Επί πέντε ημέρες έγιναν δύσκολες οδομαχίες. Ορισμένα τμήματα του ΕΛΑΣ πολέμησαν μέχρι του τελευταίου ανδρός, άλλα όμως εκάμφθησαν. Ο Μάντακας προσπαθούσε να καλύψει τα κενά με ενισχύσεις που έφθαναν εκείνες τις ημέρες.

Το αίμα έρρεε, η κυβερνητική περιοχή διευρυνόταν συνεχώς, ο ΕΛΑΣ εξακολουθούσε να μάχεται, αλλά υποχωρούσε. Το ηθικό των επαναστατών κλονιζόταν λόγω των σημαντικών απωλειών, λόγω ορισμένων λιποταξιών, και λόγω της ορμής της αντεπιθέσεως.

Το ηθικό τους επηρεαζόταν επίσης από ό,τι συνέβαινε στον πολιτικό τομέα. Αυτό δεν είχε καθόλου παρατηρηθεί τις πρώτες εβδομάδες της επαναστάσεως. Αντιθέτως.

Τις πρώτες εβδομάδες του «Κόκκινου Δεκέμβρη» των Αθηνών, η πολιτική της βρετανικής κυβερνήσεως είχε δεχθεί σφοδρότατη κριτική. Η κριτική γινόταν από τη βρετανική αντιπολίτευση, από ορισμένες εφημερίδες διεθνούς κύρους και κυκλοφορίας, από προσωπικότητες του συμμαχικού κόσμου, από αυτόν ακόμη τον υπουργό των Εξωτερικών των Η.Π.Α., τον Στετίνιους.

Η αντίληψη ότι επρόκειτο περί αγώνος μεταξύ μοναρχοφασιστών και δημοκρατών ήταν της μόδας. Η αντίληψη ενός αιματηρού εγχειρήματος, διά του οποίου μια μικρή μειοψηφία ήθελε να καταργήσει τη δημοκρατία και να επιβάλει στη μεγάλη πλειοψηφία το δικό της απολυταρχικό καθεστώς, απεκρούετο χωρίς συζήτηση σε όλο τον κόσμο, από όλους σχεδόν τους καλούς δημοκράτες. 

Ο Τσώρτσιλ επεδοκιμάσθη μόνο πολύ αργότερα, όταν έγινε σαφής η ουσία της συγκρούσεως, και προπάντων όταν διετέθησαν πειστικές αποδείξεις ότι φρικτές δολοφονίες είχαν διαπραχθεί. Μία από τις αποδείξεις αυτές προσεφέρθη από αποστολή στελεχών του Εργατικού Κόμματος, η οποία τελούσε υπό την προεδρία του σερ Ουόλτερ Σιτρίν, που δεν είχε καμιά συμπάθεια για τον Τσώρτσιλ και είχε κάμει μια λεπτομερέστατη έρευνα επιτόπου. Η αναφορά του δεν ήταν σε όλα τα σημεία ευχάριστη για τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά μιλούσε περί μεγάλου αριθμού εκτελέσεων και ακρωτηριασμών που είχαν πραγματοποιηθεί εις βάρος όχι στρατιωτικών αλλά πολιτών, μεταξύ των οποίων υπήρχαν γυναίκες, γέροντες και εξαίρετοι διανοούμενοι. Αυτά όμως έγιναν γνωστά αργότερα, όταν η ηρεμία απεκατεστάθη στην πρωτεύουσα.

Τον Δεκέμβριο, ο Τσώρτσιλ μαχόταν προσωπικώς σε πολλά μέτωπα. Αντιμετώπιζε προπάντων τη φοβερή κατηγορία ότι ο πόλεμος με τη Γερμανία συνεχιζόταν, ότι όλα τα βρετανικά στρατεύματα χρειάζονταν για τον πόλεμο, και ότι, παρ’ όλα αυτά, με δική του εντολή, μερικά βρετανικά στρατεύματα απησχολούντο σ' έναν εμφύλιο πόλεμο που διαιρούσε σύμμαχη χώρα. Η ελληνική υπόθεση έπρεπε να τελειώσει γρήγορα, και να έχει ένα καλό τέλος.

Συνοδευόμενος από τον Άντονυ Ήντεν, τον Μακ Μίλαν και τον στρατάρχη Αλεξάντερ, ο Τσώρτσιλ ήλθε ο ίδιος στην πυρπολουμένη πρωτεύουσα στις 24 Δεκεμβρίου.

Πρέπει να ανοιχθεί εδώ μια μικρή παρένθεση, για να εκτεθεί ένα γεγονός που συζητήθηκε αρκετά και που είναι εντυπωσιακό από πολλές πλευρές.

Υπεστηρίχθη αργότερα, και σοβαροί συγγραφείς το πίστεψαν, ότι ο Τσώρτσιλ, χωρίς να το γνωρίζει, είχε προκαλέσει την ήττα του ΕΛΑΣ με μόνη την επίσκεψη του. Ο ΕΛΑΣ, ελέχθη, είχε υπονομεύσει την έδρα όλων των Αρχών, το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», και επρόκειτο να το ανατινάξει την ημέρα των Χριστουγέννων. Θα επετίθετο τότε και θα κατελάμβανε εύκολα το κέντρο της πόλεως, που θα είχε παραλύσει λόγω της εξαφανίσεως των αρχηγών του. Δεν έγινε όμως η ανατίναξη του ωραίου ξενοδοχείου, ελέχθη, επειδή είχε καταλύσει εκεί ο Τσώρτσιλ, που είχε αποδεχθεί να συναντηθεί με αντιπροσώπους της Επαναστάσεως. 

Υπάρχει αλήθεια σε όλα αυτά. Αλλά το πιο σημαντικό σημείο είναι ανακριβές.

Πράγματι, την 26η Δεκεμβρίου μια βρετανική περίπολος, εντελώς τυχαία, άνοιξε μια σιδερένια καταπακτή, σχετικώς κοντά στο ξενοδοχείο, η οποία οδηγούσε σε κεντρικό υπόνομο. Ακριβώς από κάτω είδε ένα ξύλινο κιβώτιο και άκουσε βήματα που χάνονταν με ταχύ ρυθμό προς το δυτικό μέρος της πόλεως (προς την πλατεία Ομονοίας) που κατείχετο από τον ΕΛΑΣ. Άγγλοι στρατιώτες κατέβηκαν αμέσως από την καταπακτή και, ακολουθώντας τον υπόνομο προς την αντίθετη κατεύθυνση, βρήκαν σε απόσταση 150 μέτρων περίπου κάτω από μία από τις κύριες εισόδους του ξενοδοχείου της «Μεγάλης Βρετανίας» πολλά μικρά κιβώτια με δυναμίτιδα. Τα έβγαλαν γρήγορα από την πλησιέστερη έξοδο του κεντρικού υπονόμου, και ο διευθυντής του ξενοδοχείου, ένας από τους λίγους που είχαν τηρηθεί ενήμεροι του γεγονότος, μέτρησε 50-60 κιβώτια και σακίδια.

Τα όσα προηγούνται, και άλλες ακόμη λεπτομέρειες, οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο ΕΛΑΣ υπενόμευσε τη θέση εκείνη ξεκινώντας από ένα μέρος (κοντά στην πλατεία Ομονοίας) που απείχε από εκεί ένα χιλιόμετρο περίπου. Δεδομένου του μεγάλου βάθους του υπονόμου, της σημασίας του κτιρίου και προπάντων του γεγονότος ότι η δυσχερής μεταφορά των εκρηκτικών εξακολουθούσε ακόμη, φαίνεται βέβαιο ότι την 26η Δεκεμβρίου κρινόταν ανεπαρκής η δυναμίτις που είχε συγκεντρωθεί. Οι ΕΛΑΣίτες, λοιπόν, δεν θεωρούσαν ότι ήταν έτοιμοι για να πυροδοτήσουν τη δυναμίτιδα. Θα το έκαναν ίσως το ίδιο βράδυ ή την επομένη.

Αν το είχαν σκεφθεί νωρίτερα και αν ήταν έτοιμοι, δεν θα είχαν περιμένει για την πυροδότηση τα Χριστούγεννα, ημέρα κατά την οποία η στρατιωτική κατάσταση ήταν σαφώς χειρότερη για την πλήρη εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της εκρήξεως.

Βεβαίως, ο ΕΛΑΣ έχασε εν προκειμένω μια εξαιρετική ευκαιρία. Αλλά δεν την έχασε λόγω της επισκέψεως του Βρετανού πρωθυπουργού. Την έχασε επειδή δεν ήταν έτοιμος, και επειδή την τελευταία στιγμή, εντελώς κατά τύχη, η τολμηρή όσο και φοβερή προετοιμασία του απεκαλύφθη.

Η επίσκεψη του Τσώρτσιλ επηρέασε την τύχη του ΕΛΑΣ, αλλά κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Πρώτον, είχε άμεση επίδραση επί του ηθικού των δύο αντιπάλων: κακή στο ηθικό του ενός, αρίστη στο ηθικό του άλλου. 

Δεύτερον, πέρα από τις οδηγίες που έδωσε ο Τσώρτσιλ προς τους επιτόπου Βρετανούς, θέλησε να επηρεάσει αποφασιστικά την πολιτική πλευρά του όλου ζητήματος.

Προς τον σκοπό αυτόν οργάνωσε για την 26η Δεκεμβρίου μια διάσκεψη υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, στην οποία έλαβαν μέρος σημαίνοντες Έλληνες πολιτικοί άνδρες που αντιπροσώπευαν όλες τις τάσεις, και τρεις αντιπρόσωποι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ: ο «Γέρος», δηλαδή ο Σιάντος, ο Μάντακας, και ο Παρτσαλίδης. Έλαβαν επίσης μέρος στη διάσκεψη ο Τσώρτσιλ και οι συνοδοί του, ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Σκόμπυ, και ο συνταγματάρχης Ποπόφ.

Ο Τσώρτσιλ, επιδέξιος, άρχισε με τη δήλωση ότι ο πρόεδρος Ρούσβελτ και ο στρατάρχης Στάλιν γνώριζαν την επίσκεψη του στην Αθήνα και την ενέκριναν. Αφού με ελάχιστα λόγια, και σαν εντός παρενθέσεως, έκαμε αυτή την αποτελεσματική τοποθέτηση της θέσεως του, έθεσε το πρόβλημα. Και έπειτα από μια συγκινητική έκκληση, δήλωσε ότι αρμόδιοι να το λύσουν ήταν οι Έλληνες. Και με όλους τους εκεί παρόντος ξένους, απεχώρησε.

Οι Έλληνες έμειναν μόνοι, αλλά εστερούντο επιδεξιότητος, γιατί τα πάθη τους ήταν πολύ έντονα. Το πνεύμα δεν είναι ποτέ καθαρό, όταν η ψυχή φλέγεται.

Διεξήχθησαν μακρές και οξείες συζητήσεις για το παρελθόν, επειδή μερικοί πολιτικοί άνδρες, παρ' όλα όσα συνέβησαν, ήταν προσκολλημένοι σ' αυτό. Η Ελλάς κατέρρεε, η Αθήνα καιγόταν, και εντούτοις στη διάσκεψη εκείνη συζητήθηκαν ακόμη και οι ευθύνες της δικτατορίας Μεταξά. Δεν επετεύχθη συμφωνία παρά μόνο σε ένα σημείο - και αυτό με μερικές επιφυλάξεις: στην ανάγκη να αναλάβει την αντιβασιλεία ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός που στην Κατοχή είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος.

Κατά τα άλλα, δεν σημειωνόταν πρόοδος. Μόνον οξεία εριστική συζήτηση γινόταν για το παρελθόν και για το παρόν, τόσο στις 26 όσο και στις 27 του μηνός.

Ο «Γέρος» πρότεινε τελικά μια λύση για την ειρήνευση της χώρας. Οι όροι του όμως ήταν τόσο βαρείς, ώστε πρέπει να διερωτηθεί κανείς αν δεν γνώριζε ότι ήταν απαράδεκτοι ή αν δεν τους διετύπωσε για να καλυφθεί έναντι πολλών αριστερών που τον κατηγορούσαν ότι μέχρι τότε είχε πολύ προχωρήσει στην οδό του συμβιβασμού. Οι όροι του ήταν οι ακόλουθοι: στην κυβέρνηση που θα σχηματιζόταν, τα μισά χαρτοφυλάκια θα τα έπαιρναν αντιπρόσωποι του Ε AM. Μεταξύ αυτών θα ήταν τα Υπουργεία της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών (που τότε περιελάμβανε και το Υπουργείο της Ασφαλείας), καθώς και τα Υφυπουργεία των Στρατιωτικών και των Εξωτερικών. Όλα τα κυβερνητικά στρατεύματα, συμπεριλαμβανομένης της εθνοφυλακής και της χωροφυλακής, θα αποστρατεύονταν. Τον Απρίλιο θα διεξήγοντο εκλογές Συντακτικής Συνελεύσεως.

Αντί απαντήσεως, οι πολιτικοί άνδρες της Δεξιάς απεχώρησαν αμέσως από τη διάσκεψη.

Ο Πλαστήρας αρνήθηκε να συζητήσει τους όρους αυτούς, αλ¬λά υπήρξε εποικοδομητικός κατά τον δικό του τρόπο.

Ο Σιάντος είχε φερθεί πολύ επιθετικά, συχνά απειλητικά, κάποτε θρασύτατα. Ο Πλαστήρας τού το ανταπέδωσε. Έφθανε μάλιστα την ανταπόδωση σε τόσο οξύ σημείο, ώστε να του μιλεί κάποτε με εχθρότητα που έπαιρνε τη μορφή μίσους, και αυτό σε γλώσσα χυδαία.

Κάποια στιγμή, εκείνος που επονομαζόταν «ο Μαύρος Καβαλάρης» χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και είπε στον «Γέρο», που ήταν συμπολίτης του από την Καρδίτσα: «Σκασμός, ζαγάρι! Αν δε σκάσεις, θα σου σπάσω τα παίδια!»

Καμιά οξεία φράση δεν έμεινε χωρίς ανάλογη απάντηση, και από την ώρα της υποβολής των προτάσεων του Σιάντου η συζήτηση έγινε εμπρηστική.

Λεπτομέρεια, ίσως. Και η οξύτατη γλώσσα του Πλαστήρα πιθανόν να έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία. Αναμφισβήτητα, όμως, θα έκαμε βαθύτατη εντύπωση στους αντιπροσώπους της Ακρας Αριστεράς. Γιατί την οξυτάτη αυτή γλώσσα δεν την είχε χρησιμοποιήσει απέναντι τους ο βασιλόφρων, ο πολιτικός ή ο ξένος: την είχε χρησιμοποιήσει ο λαός.

Η διάσκεψη δεν κατέληξε σε καμιά απόφαση, αλλά είχε αποφασιστικές επιπτώσεις.

Ο Γεώργιος Β' ήταν εναντίον της εγκαταστάσεως αντιβασιλείας, γιατί δυσχέραινε την προοπτική της επιστροφής του. Ήταν ακόμη περισσότερο εναντίον του Πλαστήρα, ο οποίος προ είκοσι ετών, πριν προβεί στην εκθρόνιση του βασιλέως, είχε εκτελέσει έξι διαπρεπείς βασιλόφρονες. Παρ' όλα αυτά, ο βασιλεύς Γεώργιος άκουσε τις επίμονες συμβουλές του Τσώρτσιλ, και στις 30 Δεκεμβρίου αποδεχόταν την αντιβασιλεία και δήλωνε ότι θα επέστρεφε στην Ελλάδα μόνο μετά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και εφόσον τούτο θα κατέληγε υπέρ της συνταγματικής βασιλείας.

Την επομένη, ο Αρχιεπίσκοπος ορκιζόταν ως αντιβασιλεύς, ο Παπανδρέου παρητείτο, και ο Πλαστήρας σχημάτιζε κυβέρνηση, στην οποία πλειοψηφούσαν οι δημοκρατικοί υπουργοί.

Εν τω μεταξύ, η αντεπίθεση του Χόουκσγουορθ είχε αναπτυχθεί πολύ.

Το ηθικό των ΕΛΑΣιτών κατέρρεε, οι ενισχύσεις που μετέφεραν από τις επαρχίες δεν έφθαναν καθόλου για να συμπληρώσουν τα κενά, και τα πυρομαχικά, είτε λόγω σπατάλης είτε λόγω απώλειας, άρχιζαν να λείπουν.

Στις 29 έγινε η τελευταία αξιόλογη σύγκρουση. Αντιμέτωποι ήταν ελληνοβρετανικές μονάδες αφενός και αφετέρου η μεραρχία του ΕΛΑΣ που είχε έρθει από τον Παρνασσό. Μετά από διήμερο αγώνα, η τελευταία αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει όλες τις θέσεις της.

Την 1η Ιανουαρίου του 1945, προσκληθείς επειγόντως, κατέφθασε στην Αθήνα ο Άρης, με ενισχυμένο κύρος μετά τη νίκη του επί του Ζέρβα, και του ζητήθηκε να δώσει και πάλι στον ΕΛΑΣ τη μαχητικότητα του. Επεδόθη στο νέο έργο του με τη συνήθη ορμή του. Ήταν όμως πολύ αργά. Παρά τις προσπάθειες του, παρά τις εκτελέσεις λιποτακτών που έγιναν ενώπιον των τμημάτων τους, ο Άρης δεν κατόρθωσε παρά να αργοπορήσει τη φυγή.

Στις 6 Ιανουαρίου, έφθασε και ο άλλος θριαμβευτής της μακρινής και ημιάχρηστης μάχης, ο Σαράφης. Εκείνος απλώς διεπίστωσε την ήττα: στις 5 Ιανουαρίου η Αθήνα επικοινωνούσε ελεύθερα με το Φάληρο και τον Πειραιά και οι ελληνοβρετανικές προφυλακές βρίσκονταν 40 και πλέον χιλιόμετρα βορείως της πρωτευούσης. Ο ΕΛΑΣ υποχωρούσε, μερικές μονάδες του τρέπονταν εις φυγήν.

Εν τω μεταξύ, ο Σκόμπυ είχε δεχθεί απεσταλμένους του ΕΑΜ, υπό τον ίδιο τον Ζέβγο, που υπέβαλαν καλύτερες προτάσεις για να επιτευχθεί αναστολή των εχθροπραξιών. Ο Βρετανός στρατηγός όχι μόνο τις απέρριψε, αλλά απέσυρε τους δικούς του όρους που είχε καθορίσει περί τα μέσα Δεκεμβρίου. Δικαιολογούσε αυτή τη στάση του από την έλλειψη σεβασμού προς όλους τους κανόνες του πολέμου, προπάντων εκείνους που αφορούσαν τους ομήρους -20.000 περίπου- και την εκτέλεση πολλών από αυτούς.

Εντούτοις, κατόπιν συστάσεων του αντιβασιλέως, στις 8 Ιανουαρίου καλούσε ο ίδιος αντιπροσώπους του αντιπάλου, και στις 11 του μηνός μια συμφωνία υπογραφόταν με τον Ζέβγο. Πολλά θέματα παρεπέμποντο σε μια διάσκεψη, που καθοριζόταν ότι θα συνέλθει στις 21 του μηνός, αλλά η παύση των εχθροπραξιών αποφασιζόταν για τις 15. Την ημερομηνία αυτή τα τμήματα του ΕΛΑΣ έπρεπε να βρίσκονται 150 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη, η Πελοπόννησος και τα νησιά έπρεπε να εκκενωθούν.

Οι όροι δεν είχαν πλέον παρά θεωρητική σχεδόν αξία.

Αν και μερικά ανταρτικά τμήματα, και προπαντός οι αρχηγοί τους, δεν είχαν χάσει τίποτε από την ορμή τους και ήθελαν να συνεχίσουν τον αγώνα, ο ΕΛΑΣ δεν ήταν πλέον -τηρουμένων των αναλογιών- η τρομερή δύναμη που είχε καθυποτάξει όλη τη χώρα. Η απειθαρχία ήταν γενική, η πικρία και η απογοήτευ¬ση πότιζαν τις ψυχές, τα πνεύματα θόλωναν από την εγκατάλειψη της Μόσχας, και υπήρχε και κάτι άλλο ακόμη: οι άνδρες, που μέχρι τότε ήταν δεσπόται, έβλεπαν τώρα να τους περιβάλλει το μίσος του πληθυσμού. Σκόνταφταν σε κάθε βήμα τους και ήταν υποχρεωμένοι να κρύβονται. Επί τέσσερα χρόνια, ο πληθυσμός είχε υποφέρει κάθε είδους δεινά, και τώρα -σύμφωνα με κανόνα που ισχύει σε κάθε τόπο και χρόνο- θυμόταν κυρίως τα τελευταία δεινά.

Με τις συνθήκες αυτές, η αναβίωση της κινήσεως ήταν αδύνατη. Οι υπεύθυνοι το κατάλαβαν και κατέληξαν σε ένα συμβιβασμό, τη Συμφωνία της Βάρκιζας, που υπεγράφη στις 12 Φεβρουαρίου 1945.

Πριν όμως προχωρήσουν προς τον συμβιβασμό αυτόν, υποθήκευσαν το μέλλον: στις επαρχίες όπου ο ΕΛΑΣ ήταν πολύ δυνατός, μια μεγάλη επιχείρηση άρχισε ήδη από τη 10η Ιανουαρίου. Όσο μυστικά αυτό ήταν δυνατό, και με τη χρησιμοποίηση μόνο πολύ πιστών ανδρών, όπλα και πολεμοφόδια προσεκτικά επιλεγόμενα αποστέλλονται στα βουνά σε αρκετά μεγάλες ποσότητες. Αλειμμένα με λιπαρές ουσίες, συσκευασμένα σε κιβώτια και σε βαρέλια, ετοποθετούντο σε σπήλαια ή άλλες κρυψώνες που καλύπτονταν με επιμέλεια. Ούτε τα βλέμματα των ανθρώπων ούτε τα νερά των καταιγίδων έπρεπε να φθάσουν έως τα πολύτιμα δέματα.

Αν η μεταγενέστερη ανακάλυψη πολλών από αυτές τις κρυψώνες ή οι επίσημες βεβαιώσεις δεν θεωρούνται αρκετές για να είναι βέβαιο ότι έγινε η εν λόγω επιχείρηση, ο γράφων μπορεί να σημειώσει εδώ ότι σε τέσσερις πόλεις-κλειδιά ως προς το θέμα αυτό, τη Λαμία, τη Λάρισα, τα Τρίκαλα και τα Ιωάννινα, γνώρισε πρόσωπα αναμφισβήτητου αντικειμενικότητος που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Είδαν οι ίδιοι τις αποστολές, χωρίς βεβαίως να γνωρίζουν τους τόπους των προορισμών τους.

Άλλωστε, το πράγμα δεν είχε περάσει καθόλου απαρατήρητο. Αλλά τότε δεν του είχε αποδοθεί μεγάλη σημασία. Πολλοί μάλιστα είχαν ακόμη αμφιβολίες ως προς την έκταση των εν λόγω αποστολών, γιατί τα όπλα που -κατά τη Συμφωνία της Βάρκιζας- είχε παραδώσει ο ΕΛΑΣ ήταν πολλά, ήταν περισσότερα από ό,τι προέβλεπε η Συμφωνία: είχαν πράγματι παραδοθεί 40.000 όπλα, 2.000 αυτόματα και πολυβόλα, 160 όλμοι, μερικές δεκάδες πυροβόλα. Έπρεπε να αρχίσει «ο τρίτος γύρος» για να εκτιμηθεί η σημασία της εκτάσεως των κρυφών αποστολών όπλων στις ορεινές κρυψώνες.

Πάντως, εάν μερικοί σκέπτονταν ήδη τον «τρίτο γύρο», που υπήρξε ο αγριότερος από όλους, «ο δεύτερος γύρος», όπως οι ίδιοι τον ονόμαζαν, είχε κλείσει και είχε πλήρως χαθεί.

σ. 134-147

 [πάνω]

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.