ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

εμφύλιος

(από το Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Φωτιά και Τσεκούρι, Ελλάς 1946-49 και τα προηγηθέντα, Το Βήμα 2009)

 

7. [ο Άρης]

8. Βάρκιζα. Το νέο καθεστώς.

9. Ο ανταρτοπόλεμος αρχίζει.

10. [Ο Μάρκος]

11. Από το τοπικό στο παγκόσμιο.
 

 

 

7. [ο Άρης]

Ο Άρης πήγε στην Αλβανία, γιατί αρνήθηκε να πιστέψει ότι η Μόσχα είχε εγκαταλείψει το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Ήθελε να ξεκαθαρίσει το θέμα και να επιστρέψει για να οργανώσει ένα νέο επαναστατικό στρατό.

Δεν είναι γνωστό τι έκαμε στην Αλβανία. Είναι γνωστό ότι επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από τέσσερις περίπου μήνες, κατά το τέλος της ανοίξεως του 1945 -η ακριβής ημερομηνία δεν είναι γνωστή- επικεφαλής μιας σημαντικής ομάδος ανταρτών. Παρέμεινε στις οροσειρές της Πίνδου, προχωρώντας όμως προς νότον. Δεν τον κατεδίωκαν.

Και όταν κανείς δεν το περίμενε, στις 18 Ιουνίου, οι Αρχές ανήγγειλαν ότι ισχυρά τμήματα της εθνοφυλακής είχαν καταδιώξει τον Άρη και ότι, στις 16, οι άνδρες του, κυκλωμένοι κάπου στην ορεινή Δυτική Θεσσαλία, είχαν αναγκασθεί να δεχθούν τη μάχη, που είχε διαρκέσει έξι ώρες. Υπήρχαν νεκροί, μεταξύ των οποίων ο Άρης και ο υπαρχηγός του Τζαβέλας, που τα κεφάλια τους είχαν εκτεθεί στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων, ώστε να μην απομένει η παραμικρή αμφιβολία ότι είχαν πράγματι φονευθεί. Η ομάς του απετελείτο από 80 άνδρες και μία γυναίκα και διέθετε, εκτός από ατομικά όπλα, 14 βαρέα πολυβόλα, δύο όλμους και έναν ασύρματο.

Αυτή ήταν η επίσημη ανακοίνωση και σε πολλά σημεία της ήταν ακριβής.

Αλλά ο άνθρωπος που είχε χύσει τόσο αίμα δεν επέπρωτο να πεθάνει με το όπλο στα χέρια του. Ο Άρης και ο υπαρχηγός του προδόθηκαν από έναν παλαιό σύντροφο τους, τον οποίο θεωρούσαν πιστό τους φίλο και που στο σπίτι του είχαν διανυκτερεύσει. Την αυγή είχαν βγει έφιπποι, για να κάμουν αυτοπροσώ¬πως αναγνώριση του εδάφους, προκειμένου η ομάς να συνεχίσει την πορεία της. Δεν πρόφθασαν όμως να προχωρήσουν πολύ. Έπεσαν σε ενέδρα που, ειδοποιημένος από τον οικοδεσπότη τους, είχε στήσει ένας οπλαρχηγός του ΕΔΕΣ. Ποιος είναι ο οπλαρχηγός, το γνωρίζουν αρκετά σημαίνοντα μέλη του ΕΔΕΣ. Εκείνος παρέδωσε τα δύο κεφάλια στη χωροφυλακή. Η υπόλοιπη ανταρτική ομάς του Άρη καταδιώχθηκε την επομένη και τη μεθεπομένη από την εθνοφυλακή και τη χωροφυλακή και διαλύθηκε, αφού άφησε στο πεδίο των αψιμαχιών ελάχιστους νεκρούς και έξι αιχμαλώτους.

Αυτό υπήρξε το τέλος του ιδρυτού και του πραγματικού αρχηγού του στρατού του Κ.Κ.Ε., που κυριάρχησε σε ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα επί ένα και πλέον έτος.

Αν ένας από τους συντρόφους του τόλμησε να τον προδώσει, αυτό πιθανότατα οφείλεται στο ότι δύο μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1945, η ανωτάτη Αρχή του Κόμματος, η Πολιτική Επιτροπή, τον είχε δημοσία κατηγορήσει ως «ντεβιασιονιστή» (πολιτικά παρεκλίνοντα).

Η λέξη δεν είναι νέα. Ούτε οι θλιβερές επιπτώσεις της.

σ. 152-153

[πάνω

 

 

 

8. Βάρκιζα. Το νέο καθεστώς.

Θα πίστευε κανείς ότι μετά από την ολοκληρωτική ήττα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ήττα στρατιωτική, πολιτική και ηθική, η Συμφωνία της Βάρκιζας θα συνήπτετο εύκολα.

Δεν συνέβη όμως αυτό. Χρειάσθηκαν δέκα περίπου ημέρες για να γίνουν δεκτοί οι όροι του Σιάντου για τη σύγκληση της Διασκέψεως, και πλέον των δέκα ημερών για να επιτευχθεί συμφωνία.

Αυτό ήταν φυσικό, εφόσον η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ δεν έπαιρνε τη θέση του ηττημένου, αλλά τη θέση του ίσου προς ίσον και γινόταν και θρασεία, ισχυριζόμενη ότι υφίσταται κακή μεταχείριση. Αποδείξεις περί αυτού υπάρχουν πολλές. Ας μνημονευθεί μία, που αφορά την πρώτη ημέρα της διασκέψεως: ο Σιάντος ζητούσε τη συμμετοχή του Κ.Κ.Ε. στην κυβέρνηση και χορήγηση γενικής αμνηστίας. Θέση διαπραγμάτεύσεως, ίσως, αλλά, δεδομένων των συνθηκών της εποχής, η θέση αυτή έδειχνε τη γραμμή την οποία το Κόμμα θα ακολουθούσε.

Η γραμμή αυτή του απέδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα. Η Συμφωνία είναι ένα μακρό κείμενο, χιλίων πεντακοσίων περίπου λέξεων, χωρισμένο σε εννέα κεφάλαια, που αφορούν τα ακόλουθα: την αποκατάσταση των προσωπικών ελευθεριών, την κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, την αμνηστία, τους ομήρους, τον Εθνικό Στρατό, την αποστράτευση του ΕΛΑΣ, την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών, την εκκαθάριση των υπηρεσιών ασφαλείας, το δημοψήφισμα επί του καθεστωτικού και τις εκλογές. Ως προς τις τελευταίες, συμφωνήθηκε ότι θα γίνονταν μετά το δημοψήφισμα.

Με τη συμφωνία αυτή, το Κ.Κ.Ε. προέβαινε σε ορισμένες παραχωρήσεις. Η πρώτη ήταν βασική και αποτελούσε προϋπόθεση της όλης συμφωνίας: επρόκειτο για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και την παράδοση των όπλων «κατά τους λεπτομερείς όρους του πρωτοκόλλου του καταρτισθέντος υπό επιτροπής εξ ειδικών». (Στην πραγματικότητα, όπως ανεφέρθη παραπάνω, παρεδόθησαν περισσότερα όπλα από όσα είχε προβλεφθεί.)

Μία άλλη παραχώρηση, αναπόφευκτη, αλλ’ από μιας απόψεως μάλλον πλεονεκτική για το Κ.Κ.Ε., ήταν ότι το Κ.Κ.Ε. ανεγνώριζε ως χρήσιμη τη δημιουργία ενός Εθνικού Στρατού Χαρακτηρίζεται όμως η παραχώρηση αυτή ως μάλλον ευνοϊκή για το Κόμμα, γιατί «αι κοινωνικαί και πολιτικαί αντιλήψει των πολιτών, οι οποίοι θα υπηρετούν εις τον στρατόν, θα ήσαν σεβασταί».

Μία τρίτη παραχώρηση είναι τόσο επαίσχυντη και τόσο ανεξήγητη, ώστε το Κόμμα φαίνεται μάλλον να τη θέλησε για να διωχθούν πολλοί δραστήριοι κομμουνισταί και να διατηρήσουν τον φανατισμό τους. Πράγματι, η συμφωνία προέβλεπε ότι στην Αθήνα και στον Πειραιά θα χρειαζόταν ένταλμα συλλήψεως προκειμένου να συλληφθούν πολίτες, αλλά ότι στην υπόλοιπη χώρα, μέχρις της αποκαταστάσεως των διοικητικών, δικαστικών κα στρατιωτικών Αρχών, αυτό μπορούσε να γίνει και χωρίς ένταλμα συλλήψεως. Αλλά προπαντός στην επαρχία ο κόσμος ζητούσε εκδίκηση, γιατί εκεί ο ένας γνώριζε και συναντούσε τον άλλον. Με τα συμφωνηθέντα λοιπόν, εκ της φύσεως των πραγμάτων, είχαν μικρότερη προστασία εκείνοι που την χρειάζονταν περισσότερο..

Στο ίδιο πλαίσιο των σκέψεων πρέπει να μνημονευθεί η ρήτρα περί αμνηστίας, η οποία, δεδομένης της ατμόσφαιρας της εποχής επέτρεπε ερμηνείες ολέθριες για όλους εκείνους που δεν βρίσκονταν επικεφαλής του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Πράγματι, εξηρούντο τη αμνηστίας όλοι όσοι είχαν εις βάρος τους εγκλήματα του ποινικού δικαίου, «τα οποία δεν ήσαν απολύτως απαραίτητα διά τη εκτέλεσιν του πολιτικού εγκλήματος».

Και εδώ δεν θα ήταν εύκολο να πει κανείς αν επρόκειτο περί παραχωρήσεως ή περί εξαίρετου μέτρου για να γίνει ευκολότερη η δίωξη στοιχείων της Ακρας Αριστεράς από στοιχεία της Άκρας Δεξιάς. Αλλά, παραχώρηση ή όχι, θλιβερή πονηρία ή λάθος απροσεξίας, το γεγονός είναι ότι κατά τα υπόλοιπα και ως σύνολο η Συμφωνία της Βάρκιζας υπήρξε ανέλπιστη επιτυχία για το Κ.Κ.Ε

Είχε υποστεί πανωλεθρία σε όλα τα μέτωπα, και τα όπλα που προσπαθούσε να κρύψει δεν μπορούσε να το βοηθήσουν εκείνη τη στιγμή. Βεβαίως, οι πιστοί, οι αγνοί δεν ηρνούντο το Κόμμα Αλλά περίπου όλοι κρύβονταν, και περισσότεροι από 3.000 απ’ αυτούς κατέφυγαν πέρα από τα σύνορα, προπάντων στη Γιουγκοσλαβία. (Μεγαλύτερος αριθμός παλαιών ανταρτών τούς ακολούθησε αργότερα, μετά τις πρώτες συλλήψεις.) Εξαιρουμένων όμως των πιστών, όλοι οι άλλοι, και οι συνοδοιπόροι, εξαφανίζονταν, σιωπούσαν ή μιλούσαν για να τους αποδοκιμάσουν. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού κηρύχθηκε εναντίον του Κόμματος, και μέρος του πληθυσμού -αποτελούμενο προπάντων από εκείνους που οι συγγενείς τους είχαν εκτελεσθεί- ζητούσε αυστηρές τιμωρίες ή ακόμη κάποτε και έπαιρνε εκδίκηση χωρίς να περιμένει κανενός είδους δίκη. Οι πολιτικοί άνδρες, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, ήταν όλοι εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, γιατί αυτοί αντιλαμβάνονταν καλύτερα ότι ο τελικός σκοπός της οργανώσεως ήταν η κατάλυση της δημοκρατίας.

σ. 165-167

 

[πάνω

 

 

 

9. Ο ανταρτοπόλεμος αρχίζει.

Σημειώθηκε ήδη ότι η 12η Φεβρουαρίου 1946 θεωρείται από τους Έλληνας κομμουνιστάς ως η ημέρα που κηρύχθηκε ο Ανταρτοπόλεμος. Είναι η ημέρα που έγινε μια τυπική πράξη.

Στην πραγματικότητα, άλλες ημερομηνίες είναι σημαντικότερες, γιατί αφορούν την ουσία του θέματος.

Η ημερομηνία της 15ης Δεκεμβρίου 1945 είναι ίσως εκείνη κατά την οποία ελήφθησαν οι βασικές αποφάσεις. Την ημέρα εκείνη, στη βουλγαρική κωμόπολη Πετρίτσι, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, έγινε μια σύσκεψη της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. και Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων αξιωματικών, αντιπροσώπων των Γενικών Επιτελείων των δύο χωρών. Εκεί ελήφθη η απόφαση να αναδιοργανωθούν οι Έλληνες αντάρτες σε σώμα που θα ονομαζόταν «Δημοκρατικός Στρατός», «για να αγωνισθή εναντίον της κυβερνήσεως που βρισκόταν στην εξουσία στην Ελλάδα». Οι Γιουγκοσλάβοι υπεσχέθησαν βοήθεια πάσης φύσεως και ζήτησαν να συντονίσουν όλες τις ενέργειες.

Η αναδιοργάνωση άρχισε με τη δράση παλαιών στελεχών του ΕΛΑΣ καταγόμενων από τις πόλεις της Ναούσης και του Βόλου, πόλεων που είχαν σημαντικά ποσοστά μαχητικών οπαδών της Άκρας Αριστεράς. Άλλοι, προερχόμενοι από άλλες περιοχές, προσετέθησαν αργότερα σε αυτούς, και σύντομα αυτοί οι πρώτοι με-μυημένοι κίνησαν και πάλι σε ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα την επιμελητεία του ΕΛΑΣ, τη γνωστή, από τα αρχικά του ονόματος της, ως ΕΤΑ. 

Πολύ μυστικά, το πρώτο εξάμηνο του 1946, η νέα ΕΤΑ κατήρτισε πίνακες όλων των αποθεμάτων όπλων και πολεμοφοδίων, ασχολήθηκε με τη συντήρηση τους, και, για περισσότερη ασφάλεια, μετέφερε σε ξένο έδαφος όσα από τα αποθέματα αυτά βρίσκονταν κοντά στα σύνορα.

Κέντρα ανεφοδιασμού δημιουργήθηκαν πέρα από τα ελληνικά σύνορα, και ένα μεγάλο στρατόπεδο βορείως του Βελιγραδίου, στο Μπούλκες, όπου ήδη εφιλοξενούντο μερικές χιλιάδες ανταρτών που είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία, παρεχωρήθη για την εκπαίδευση του «Δημοκρατικού Στρατού».

Τον Μάρτιο του 1946, επεσκέφθη για πρώτη φορά το στρατόπεδο του Μπούλκες ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, εξεφώνησε μακρό λόγο και συνομίλησε με τους υποψηφίους στρατιώτες του, που ήταν όλοι αντάρτες του 1943-1944.

Η ημερομηνία της πραγματικής αρχής των επιχειρήσεων είναι η 30ή Μαρτίου 1946, δηλαδή η ημέρα της καταλήψεως του Λιτόχωρου.

Γίνεται συχνά λόγος περί δράσεως κομμουνιστικών ενόπλων ομάδων και προ της ημερομηνίας αυτής. Αυτό είναι ανακριβές.

Δράση ενόπλων ομάδων υπήρχε και παλαιότερα, αλλά τίποτε δεν πείθει ότι οι ομάδες αυτές επεδίωκαν πολιτικούς σκοπούς: επεδίωκαν να αποκτήσουν τα υπάρχοντα του άλλου. Εκείνη την εποχή, όταν η δίωξη των παρανομούντων ήταν δύσκολη και όλα έλειπαν, η ληστεία ανθούσε. Διηυκόλυνε όμως η μεταμφίεση της με μια δήθεν αφοσίωση προς τη μια ή την άλλη παράταξη των άκρων. Αρκετοί λήσταρχοι αυτού του είδους θα μπορούσαν να μνημονευθούν.

Αντιθέτως, η επίθεση κατά του Λιτόχωρου, στις 30 Μαρτίου, έγινε με τέτοιες συνθήκες, ώστε να βρίσκουμε σ' αυτή την πρώτη πραγματική εκδήλωση του Ανταρτοπόλεμου.

Δεν υπήρξε άλλωστε η μόνη, με τη διαφορά ότι για μερικούς μήνες δεν επανελήφθη κατά τον ίδιο τρόπο.

Στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της χώρας, την άνοιξη και ιδίως το καλοκαίρι, έγιναν πολλά επεισόδια επί κεντρικών δημοσίων οδών. Μικρές ομάδες παλαιμάχων ΕΛΑΣιτών, μεταξύ των οποίων σπανίως βρίσκονταν νεοφερμένοι, μάλλον πτωχά οπλισμένες, σταματούσαν λεωφορεία, έκαμναν προπαγάνδα και απειλούσαν. Έπαιρναν τρόφιμα, αν υπήρχαν, αλλά κατά τα άλλα δεν ελήστευαν. Κακομεταχειρίζονταν κάποτε ταξιδιώτες, αλλά δεν σκότωναν ποτέ.

Τα συνθήματα ήταν πάντοτε τα ίδια: «Βγήκαμε στο βουνό για να προστατευθούμε από τους μοναρχοφασίστες. Αντιδρούμε. Πρέπει να σώσουμε τον λαό από την καταπίεση που υπάρχει, από τον φασισμό που ξαναεγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Αρχίζει ο τρίτος γύρος. Προσέξτε! Ελάτε μαζί μας, αυτή τη φορά είμαστε βέβαιοι για τη νίκη».

Μπορούσε ήδη να μιλήσει κανείς για διασάλευση της τάξεως. Όχι για έναν αληθινό Ανταρτοπόλεμο.

Αυτό μπορούσε κανείς να το κάμει μετά το δημοψήφισμα (1η Σεπτεμβρίου 1946), που κατέληξε στην επιστροφή του Γεωργίου Β'. Ήταν, πιθανότατα, η απάντηση του Κ.Κ.Ε. στην έκφραση της λαϊκής θελήσεως, γιατί η περίπτωση του Λιτόχωρου επανελήφθη τότε με κάπως πυκνότερο ρυθμό.

Η τακτική ήταν παντού η ίδια: σύγχρονη επίθεση, κατά μικρές ομάδες, από διάφορες κατευθύνσεις. Συντονισμένη προσπάθεια εναντίον του Σταθμού Χωροφυλακής και εξολόθρευσης των ανδρών του. Σφαγή ή και ακρωτηριασμός του επικεφαλής, αν συνελαμβάνετο. Εκτέλεση μερικών πολιτών, γνωστών ως παραγόντων της Δεξιάς. Ταχεία απομάκρυνση με συναποκόμιση τροφίμων.

Στις 14 Σεπτεμβρίου έγινε επίθεση κατά του χωριού Αλιάκμων, στα βόρεια διαμερίσματα της χώρας.

Στις 19 κατά της Πυρσόγιαννης, πολύ κοντά στα αλβανικά σύνορα, όπου ο διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής, ο υπομοίραρχος Κούρκουλας -επονομαζόμενος «το Λιοντάρι»- εσφάγη έπειτα από τρομερή άμυνα.

Στις 20, επίθεση κατά του χωριού Σούρμενα, κοντά στα γιουγκοσλαβικά σύνορα.

Σοβαρότερη ήταν η επίθεση -24 Σεπτεμβρίου- κατά της Δεσκάτης, κωμοπόλεως που βρίσκεται μακριά από τα σύνορα, στα διοικητικά όρια Μακεδονίας - Θεσσαλίας.

Αυτή τη φορά επρόκειτο περί πραγματικής στρατιωτικής επιχειρήσεως, την οποία διηύθυνε ο καπετάν-Υψηλάντης (ψευδώνυμο του Αλέκου Ρόσιου), και στην οποία έλαβε μέρος -ίσως λόγω μη υπάρξεως επιτόπου επαρκών δυνάμεων- η ληστοσυμμορία του Ζαραλή και, κατά ανταποκριτάς αθηναϊκών εφημερίδων, μια συμμορία Αλβανών.

Την προηγούμενη νύκτα, κατελήφθησαν επτά μικρά χωριά γύρω από τη Δεσκάτη, και, αφού εξεμηδενίσθησαν οι λίγοι εκεί χωροφύλακες, κατεστράφησαν τα σύρματα των τηλέγραφων και των τηλεφώνων. Έτσι απομονωμένη, η κωμόπολη υπέστη επίθεση την αυγή από διάφορες κατευθύνσεις. Την υπερασπίζονταν οι χωροφυλακές της και ένας ασθενής λόχος του στρατού.

Η σύγκρουση διήρκεσε έως τις 9 το βράδυ, όταν η φρουρά της κωμοπόλεως, αντιλαμβανόμενη ότι κινδύνευε να εκμηδενισθεί, αντεπετέθη, διέσπασε τον κλοιό, και απεσύρθη στα γύρω υψώματα.

Η φρουρά άφηνε επιτόπου, εκτός από πολλούς «αγνοούμενους» και τραυματίες, 47 νεκρούς. Μεταξύ αυτών υπήρχαν δύο αξιωματικοί, που τα σώματα τους ανευρέθησαν ακρωτηριασμένα.

Τμήματα στρατού έφθασαν νωρίς την επομένη, αλλά μόλις πρόφθασαν να έλθουν σε επαφή με τους επιτεθέντας, οι οποίοι απεσύροντο αφού είχαν αδειάσει τις αποθήκες της UNRRA και αφού είχαν πάρει μαζί τους ό,τι τρόφιμα διέθετε το μεγάλο χωριό. Οι απώλειες των επιτεθέντων πρέπει να ήταν σοβαρές. Δεν μνημονεύονται εδώ, γιατί οι αριθμοί δεν είναι βέβαιοι: για λόγους ψυχολογικούς, οι ανταρτικές ομάδες προσπαθούσαν να μην αφήνουν νεκρούς και τραυματίες επί του πεδίου της μάχης.

Η επιχείρηση αυτή έγινε, όπως ελέχθη, στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου. 0 Γεώργιος Β' επέστρεφε στην Ελλάδα στις 27.

Δεν ήταν το μόνο θλιβερό πυροτέχνημα που του επεφύλασσε ο Δημοκρατικός Στρατός για να τον υποδεχθεί. Τη νύκτα της 1ης προς τη 2α Οκτωβρίου κάηκε και ένα άλλο πυροτέχνημα, πολύ μεγαλύτερο.

Αυτή τη φορά οι αντάρτες επετέθησαν κατά της Ναούσης, στη Μακεδονία, αρκετά μακριά από τα γιουγκοσλαβικά σύνορα.

Τα επίσημα ανακοινωθέντα για το εγχείρημα διαφέρουν αισθητά από την περιγραφή των γεγονότων που έκαμαν οι εφημερίδες της εποχής. Μια εικόνα που να αποδίδει αρκετά καλά όσα συνέβησαν είναι πιθανότατα η ακόλουθη:

Την 23η ώρα της 1ης Οκτωβρίου, μια «πέμπτη φάλαγξ», αποτελούμενη από εργάτες των εργοστασίων της πόλεως, έκοψε τα σύρματα του τηλεφώνου και του τηλεγράφου, και με χρησιμοποίηση άφθονης βενζίνης έβαλε φωτιά στα σπίτια σημαινόντων πολιτών. Όσοι έβγαιναν από μέσα επυροβολούντο.

Την ίδια περίπου ώρα, ανετινάχθη μια γέφυρα που συνέδεε την πόλη με την πρωτεύουσα του νομού, ομάδες ανταρτών κύκλωναν ένα λόχο στρατού στρατοπεδευμένου στα περίχωρα και άλλες ομάδες έμπαιναν μέσα στην πόλη. Οι σημαντικότερες επε-τίθεντο αμέσως κατά του Σταθμού Χωροφυλακής χρησιμοποιώντας πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους.

Οι εφημερίδες των Αθηνών ανήγγειλαν τη μεθεπομένη τα γεγονότα υπό τον τίτλο «νύκτα τρόμου».

σ. 193-197

 

[πάνω

 

 

 

10. [Ο Μάρκος]

Τον Αύγουστο του 1946, η Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Ε. είχε διορίσει ένα στρατιωτικό αρχηγό και του είχε δώσει ευρείες εξουσίες για κάθε ζήτημα που αφορούσε τον Δημοκρατικό Στρατό. Το όνομα του στρατιωτικού αρχηγού ήταν Μάρκος Βαφειάδης.

Γεννημένος στη Μικρά Ασία το 1906, κατέφυγε το 1923 στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στη Θεσσαλονίκη. Εργάσθηκε για μερικά χρόνια ως καπνεργάτης στην Καβάλα, αλλά από την άφιξη του στην Ελλάδα υπήρξε προπάντων ένα δραστήριο μέλος του Κ.Κ.Ε. Συνελήφθη επανειλημμένως, δραπέτευσε επανειλημμένως, βρέθηκε πάντα στην πρώτη γραμμή των πιστών. Στην Κατοχή, ήταν πολιτικός επίτροπος του ΕΛΑΣ Μακεδονίας, αλλά του άρεσαν ιδιαιτέρως τα στρατιωτικά θέματα, ησχολείτο με αυτά, έπαιρνε προσωπικά μέρος σε επιχειρήσεις. Οι μόνιμοι αξιωματικοί του Επιτελείου του ΕΛΑΣ Μακεδονίας, που κατά κάποιον τρόπο ήταν οι δάσκαλοι του στην τέχνη του πολέμου, μιλούσαν για τη «στρατιωτική ιδιοφυΐα» του.

Δεδομένου ότι οι μόνιμοι αξιωματικοί που ήταν άλλοτε μέλη του ΕΛΑΣ δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη για να ηγηθούν σε τέτοιον αγώνα, και δεδομένου ότι μεταξύ των παλαιών ΕΛΑΣιτών δεν ξεχώριζε καμιά μορφή όπως ξεχώριζε άλλοτε η μορφή του Άρη Βε-λουχιώτη, ο Μάρκος Βαφειάδης φάνηκε ως ο ενδεδειγμένος αρχηγός των νέων επαναστατικών ομάδων.

Ο «στρατηγός Μάρκος» (αυτό ήταν πλέον το όνομα του) έδειξε αμέσως ότι ήταν στρατιωτικός ηγέτης. Μόλις διορίσθηκε στη νέα του θέση, έφυγε για τη Γιουγκοσλαβία, εγκατεστάθη στο Μπούλκες και προσπάθησε, πριν από όλα, να οργανώσει την επαφή με όλες τις ένοπλες δυνάμεις του και να επιβάλει σ' αυτές τον έλεγχο του. Συγχρόνως οργάνωσε τον ανεφοδιασμό (τοπικό ή διαμέσου των συνόρων), δημιούργησε δίκτυο πληροφοριών συνδεδεμένο με το κέντρο, και επέβαλε την ιδεολογική διδασκαλία όλων των ανδρών, και ιδίως των επικεφαλής.

Τέλος, ρύθμισε λεπτομερώς τα της διαβάσεως των συνόρων προς τις δύο κατευθύνσεις, ώστε οι ομάδες του να μπορούν να διέρχονται με άνεση, είτε για ανεφοδιασμό και ανάπαυση, είτε για τη σωτηρία τους σε περίπτωση κινδύνου.

Καταλαβαίνει κανείς καλύτερα τώρα πώς και ποιος οργάνωσε τις επιχειρήσεις Δεσκάτης και Ναούσης, επιχειρήσεις πολύ τολμηρές για μικρές διάσπαρτες ομάδες ανταρτών. Φαίνεται, άλλωστε, ότι, αν ήταν αρεστές στην κομμουνιστική ηγεσία των Αθηνών για να χαιρετηθεί με αυτές η άφιξη του βασιλέως, ήταν αρεστές και στον αρχηγό του Μπούλκες για διαφορετικό λόγο: να δοκιμάσει την τακτική του σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Για να συνεχίσει, να επεκτείνει και να κάμει ακόμη μεγαλύτερες επιχειρήσεις, ο Μάρκος χρειαζόταν καλύτερη και ευρύτερη οργάνωση.

σ. 198-199

[πάνω

 

 

 

 

 

11. Από το τοπικό στο παγκόσμιο.

Οι τελευταίοι μήνες του 1940 επρόκειτο να αποκαλύψουν τις αληθινές διαστάσεις αυτού του τοπικού πολέμου, τον οποίο διεξήγε ένας μικρός ανορθόδοξος στρατός, που διέθετε τότε λιγότερους από 10.000 μαχητάς.

Στον Στάλιν, που είχε αρχικά ζητήσει να έχει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών μια έδρα κάθε «Δημοκρατία»-μέλος της Σοβιετικής Ενώσεως, είχαν τελικά παραχωρηθεί τρεις έδρες: μία για τη Σοβιετική Ένωση, μία για τη Λευκορωσία και μία για την Ουκρανία. Έτσι, οι δύο αυτές περιοχές βρέθηκαν να είναι μέλη του ΟΗΕ. Η Ουκρανία, λοιπόν, επιβεβαίωσε αυτή τη μεγίστη -και ίσως μοναδική- απόδειξη της «ανεξαρτησίας» της, καταθέτοντας την 24η Αυγούστου 1946, ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας, μια προσφυγή κατά της Ελλάδος.

Όπως είναι ο κανόνας στις περιπτώσεις αυτές, διεξήχθησαν δύο συζητήσεις: η μία επί της αποδοχής της προσφυγής, η άλλη, μετά την «εγγραφή» της, επί της ουσίας της.

Ο Αντρέι Γκρομύκο, σοβιετικός αντιπρόσωπος -ο μετέπειτα επί πολλά έτη υπουργός των Εξωτερικών της Σοβιετικής Ενώσεως- υπεστήριξε πρώτος την εγγραφή της ουκρανικής προσφυγής, με επιχειρήματα που εποίκιλλαν από του τρομακτικού μέχρι του κωμικού.

Αν το Συμβούλιο δεν έπαιρνε τα ενδεδειγμένα μέτρα, έλεγε, η εξέλιξη των σχέσεων της Ελλάδος με την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία θα απειλούσε την ειρήνη στα Βαλκάνια και ίσως τη γενικότερη ασφάλεια: μεγάλοι πόλεμοι είχαν αρχίσει με επεισόδια που στην αρχή εφαίνοντο ασήμαντα (υπογράμμιση του γράφοντος). Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος -η οποία είχε ήδη περιγραφεί ως επεκτατική- και τα συνοριακά επεισόδια και άλλες προκλήσεις εναντίον της Αλβανίας επηρέαζαν επικινδύνως τη διεθνή ατμόσφαιρα. Η εσωτερική κατάσταση, με την οποία ο ΟΗΕ, κατά το Καταστατικό του, δεν μπορούσε να ασχοληθεί, «δεν ήταν εσωτερική παρά μόνο κατά το μέτρο που δεν δημιουργούσε διεθνείς περιπλοκές και δεν προκαλούσε απειλές κατά της ειρήνης και της ασφαλείας».

Προ και μετά την εγγραφή του θέματος -την οποία βοήθησαν και οι Αμερικανοί- ο Γκρομύκο υπεστήριξε ότι η ελληνική κυβέρνηση μετετρέπετο σε φασιστική. Υπεστήριξε ότι οι «ανεύθυνες» πράξεις των ελληνικών Αρχών μπορούσαν να κάμουν τα Βαλκάνια θερμοκήπιο ενός νέου πολέμου. Τέλος, χαρακτήρισε την παρουσία των βρετανικών στρατευμάτων ως «αποφασιστική ενθάρρυνση για τη συντριβή της δημοκρατίας και για την επίθεση εναντίον των γειτονικών χωρών», και ως απόδειξη της καταλύσεως των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος.

Κάθε παράγραφος των δύο μεγάλων αγορεύσεων του τελείωνε στερεοτύπως με την ίδια φράση: «Το θέμα είναι πολύ σοβαρό».

Ο αντιπρόσωπος της Ουκρανίας, Δημήτρης Μανουίλσκυ, επανέλαβε τα επιχειρήματα εκείνου που εκεί δεν ήταν ο κύριος του αλλά ο συνάδελφος του. Τα επανέλαβε με άλλες λέξεις, αλλά ανέπτυξε ιδιαιτέρως την κωμική πλευρά.

Πράγματι, ο Γκρομύκο είχε υποστηρίξει ότι η Ουκρανία ενδιαφερόταν για το ζήτημα επειδή είχε κοινά σύνορα με τα Βαλκάνια!.., Ο Μανουίλσκυ συνεπλήρωσε το επιχείρημα προσθέτοντας ότι η Ουκρανία είχε υποστεί τέσσερις εισβολές εντός τριάντα ετών και ότι και μόνον αυτό το γεγονός επέβαλλε την προσφυγή!... Μικρή παράλειψη: λησμονούσε ότι οι εισβολές αυτές δεν είχαν γίνει από τα Βαλκάνια, και ότι, ακόμη σημαντικότερο, την εποχή εκείνη οι βαλκανικές χώρες, εκτός της Ελλάδος, αναιμικής και στο άλλο άκρο της Χερσονήσου, ήταν όλες σύμμαχοι της Ουκρανίας...

Ας ανοιχθεί εδώ μια μικρή παρένθεση, γιατί οι λεπτομέρειες αυτές είναι χαρακτηριστικές μιας γενικότερης τακτικής. Χρήσιμο είναι, λοιπόν, να αναφερθεί ένα ακόμη επισημότερο και εξωφρενικότερο παράδειγμα: λίγες ημέρες αργότερα, σε άλλο χώρο, ο ίδιος ο Μολότοφ έκαμε μια σύγκριση μεταξύ της εγκυρότητος του δημοψηφίσματος στη Βουλγαρία -είχε γίνει την 8η Σεπτεμβρίου- και της εγκυρότητος του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα. Το πρώτο, του οποίου οι θετικές ψήφοι ήταν περίπου ίσες προς τον αριθμό όσων ψήφισαν, ήταν ισχυρό, «valable». Το δεύτερο, «λόγω των εν Ελλάδι συνθηκών, δεν μπορούσε παρά να είναι πλαστογράφηση της θελήσεως του λαού»... Ήταν δύσκολο να προχωρήσει κανείς περισσότερο.

Κατά την εποχή όμως εκείνη, το κωμικό δεν προκαλούσε το γέλιο. Αντιθέτως, παρουσίαζε ανάγλυφο το γεγονός ότι η φωτιά δεν κρυφοέκαιγε πια, αλλά έκαιγε όπως καίει η φωτιά: χωρίς δισταγμούς.

Αλλά μέχρις εδώ μνημονεύθηκαν τα λεχθέντα από όσους υπεστήριζαν την ουκρανική προσφυγή. Οι απαντήσεις των αντιτιθεμένων σε αυτήν ήταν ανάλογες προς το κατηγορητήριο που είχε διατυπωθεί.

σ. 215-216

 

[πάνω

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.