|
|
Δημήτρης Ραυτοπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Αθήνα, Σοκόλης 2004, σ. 164-170
Η τραγωδία του εμφύλιου προχωρούσε προς την αιματηρή λύση, όχι όμως και στην κάθαρση. Τέλος του ’48, η κυβέρνηση Θεμ. Σοφούλη αποφασίζει την εκκένωση των νησιών εξορίας (Ικαρία, Λήμνος, Άη-Στράτης, Τρίκερι) και τη συγκέντρωση των πολιτικών ομήρων —«εκτοπισμένων» στην επίσημη γλώσσα— στη Μακρόνησο για «αναμόρφωση». Το πρώην ερημονήσι στον νότιο Ευβοϊκό, απέναντι από το Λαύριο, θα γίνει το 1949 το πιο πολυάνθρωπο νησί μας και η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή του κόσμου: κάπου 1500 κεφάλια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (πυκνότητα πληθυσμού Κίνας 105/χμ2, Ελλάδας 70/χμ2). Ποιοι ήταν οι κάτοικοι της κόλασης αυτής; Ως το 1948 ήταν περίπου 10.000 στρατιώτες των τριών Ειδικών Ταγμάτων Οπλιτών (Α' ΕΤΟ, Β' ΕΤΟ, Γ' ΕΤΟ), 1.100 αξιωματικοί του Γ΄ Κέντρου, 5.000 υπόδικοι στρατοδικείων στη φριχτή Στρατιωτική Φυλακή (ΣΦΑ) όπου εφαρμόζονταν άγρια βασανιστήρια και 400 παιδιά του Πρότυπου Κέντρου Διαπαιδαγωγήσεως Ανηλίκων Φυλακισμένων. Το ’48 και ’49 πληθυσμιακή έκρηξη! Η βραχονησίς – καμιά εικοσαριά τετραγωνικά χιλιόμετρα – πάει να βουλιάξει από το ανθρωπομάνι. Στο βόρειο άκρο σχεδόν, ιδρύεται το Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως Πολιτικών εξόριστων, το λεγόμενο «Δ' Τάγμα», πού φιλοξενεί τους 12.000 πολίτες εξόριστους, ενώ για τις 1.200 γυναίκες εξόριστες (από το Τρίκερι) θα υπάρξει ιδιαίτερο στρατόπεδο δίπλα στο Α' ΕΤΟ. Το ’49 εγκαινιάζεται επίσης το Ε.Σ.Α.Ι. (Ειδικό Σχολείον Αναμορφώσεως Ιδιωτών), ήτοι καταυλισμοί από τεράστιες σάπιες σκηνές δίπλα στα στρατιωτικά τάγματα, όπου στοιβάζονται πολλές χιλιάδες επαρχιώτες, κυρίως ηλικιωμένοι, όμηροι από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού, «ύποπτοι» ως τροφοδότες των ανταρτών, συγγενείς μέχρι 4ου βαθμού, είτε απλώς μη αρειμάνιοι εθνικόφρονες, ακόμα και δεξιοί... Κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, με συσσίτιο πείνας, συχνά με το μαρτύριο της δίψας, υφιστάμενοι πολύωρη «εθνική αναμόρφωση» με μεγάφωνο στο ύπαιθρο με όλους τους καιρούς, με τη συναίσθηση ότι τα νοικοκυριά τους καταστρέφονται, οι άνθρωποι αντάλλασσαν άφθονα «ζήτω» για μια αηδιαστική νερόσουπα και την ελπίδα επιστροφής στα σπίτια τους. Που δεν άργησε, πράγματι, αφού το φθινόπωρο του ’49 ο ένοπλος εμφύλιος έληξε. Περίπου 40.000 άντρες πέρασαν από το καταραμένο νησί. Οι ξεσπιτωμένοι χωρικοί, πού ο στρατός τους μάντρωνε στις πόλεις, δημιουργώντας κενό στην ύπαιθρο, έφταναν το μισό εκατομμύριο. Οι νεκροί του εμφύλιου, κατά τα επίσημα στοιχεία, ήταν 40.000 (στρατιώτες 8.500), στην πραγματικότητα πολύ περισσότεροι. Αν προσθέσουμε σ’ αυτούς τους αριθμούς 170.000 στρατευμένους από τη μια μεριά και 75.000 στρατολογημένους από την άλλη, 23.500 φυλακισμένους και καμιά πενηνταριά χιλιάδες έγκλειστους σε στρατόπεδα, αν βάλουμε στο λογαριασμό εκατοντάδες καμμένα χωριά και χιλιάδες ερημωμένα, πόλεις ζωσμένες με συρματοπλέγματα, ναρκοπέδια, υλικές καταστροφές κ.λπ., έχουμε την εικόνα μιας Ελλάδος πού δίνει τα νιάτα της στον Μινώταυρο της ιδεολογίας και του ψυχρού πολέμου που αχρηστεύει τον μισό ενεργό πληθυσμό της και καταστρέφει το ένα τρίτο του εθνικού της πλούτου (όσο και στην Κατοχή) – συγκοινωνίες, επικοινωνίες, παραγωγή, κάθε υποδομή ανάπτυξης. Δεν είναι μετρητή, βέβαια, η έμμεση καταστροφή, πολύπλευρη και μακρόχρονη, με την επικράτηση τον παρασιτισμού και της αναξιοκρατίας, το κύμα μετανάστευσης – μοιραίο επακόλουθο – για να μη μιλήσουμε για την ηθική εξαχρείωση, την αγριότητα, την οδύνη ή την ψύχωση και για την ανήκεστο βλάβη της πολιτικής κοινωνίας μας. Η τελευταία αιμορραγία, μαζί με το μακελιό στο Βίτσι-Γράμμο, ήταν η έξοδος 80.000 φυγάδων, ένοπλων και μη, από τα βόρεια σύνορα. Η επαναστατική εξουσία είχε εφαρμόσει τα ίδια μέσα με τον αντίπαλο: βίαια στρατολόγηση (και γυναικών), βαναυσότητα, ομηρία συν «παιδομάζωμα». Περίπου 25.000 παιδιά ηλικίας 3-14 χρονών (23.693 στο τέλος του 1948, κατά τον Ε.Ε.Σ.) αποσπάστηκαν βίαια από τις οικογένειες τους για να σωθούν με το ζόρι από τον πόλεμο και να γίνουν προσφυγόπουλα. (Τον Μάρτιο του 1948 οι χώρες της Κομινφόρμ, εκδηλώνοντας την άοπλη επαναστατική αλληλεγγύη τους, είχαν αποφασίσει να παράσχουν άσυλο). Έτσι δόθηκε λαμπρή ευκαιρία στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα να γαργαλήσει τα πατροπαράδοτα αντανακλαστικά και τους συνειρμούς με το παιδομάζωμα της τουρκοκρατίας, τους γενίτσαρους, τους δράκους και τους οβριούς που πίνουν το αίμα παιδιών. «Εκεί πάνω», που έλεγε κι ο Τ. Βουρνάς, στις «χώρες του σοσιαλισμού», θα συνεχιστεί το «δυνάμωμα» του κινήματος με εκκαθαρίσεις «προδοτών» για να δικαιολογηθούν τα εγκληματικά «λάθη» των αλάθητων Ζαχαριάδη-Μπαρτζώτα-Βλαντά-Γούσια: ο Σιάντος «Βρεταννός πράχτορας» απ’ τα γενοφάσκια του (διαγράφεται μετά θάνατον), ο Μάρκος Βαφειάδης «τυχοδιώκτης», ανέκαθεν αντικομμουνιστής, ο Παρτσαλίδης «τροτσκιστής»· ο Κ. Καραγιώργης, που τόλμησε να εναντιωθεί στην Ιερά Εξέταση, υποβάλλεται σε βασανιστήρια μέχρι θανάτου στο υπόγειο του σπιτιού του Ζαχαριάδη και εκτελείται. Με τη βοήθεια των σοσιαλιστικών αστυνομιών αλλά και με δικό τους μηχανισμό, φυλακίζουν, βασανίζουν, εκτελούν με ατιμωτικές κατηγορίες εκατοντάδες στελέχη και απλούς μαχητές, που είχαν θυσιάσει τα πάντα σ’ εκείνο τον αγώνα. Στην Ελλάδα ό επίλογος γράφεται στο Γουδί, στις μάντρες των φυλακών (1.300 εκτελέσεις) και στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
Ο νέος Παρθενώνας...
Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στη Μακρόνησο, παρακολουθώντας τον Γολγοθά του ποιητή. Οι δώδεκα χιλιάδες εξόριστοι από τα νησιά μετάγονται. Τμηματικά ως τον Ιούλιο 1949 στοιβάζονται στα αμπάρια αρματαγωγών του Ναυτικού και ξεφορτώνονται στο βόρειο άκρο του νησιού. Πάνω στο γυμνό βράχο που τον σαρώνει το φοβερό «τρισανέμι» σχηματίζουν όπως-όπως τους καταυλισμούς («κλωβούς») του «Τετάρτου Τάγματος», που επίσημα ονομάζεται Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβιώσεως, όπως είπαμε. Οι πάσαλοι για το στήσιμο των σκηνών δε χώνονται παραπάνω από λίγα εκατοστά στις πέτρες και τη νύχτα ή θύελλα ξεριζώνει και κομματιάζει τις πρόχειρες σκηνές σαν πανιά Ιστιοφόρου σε κυκλώνα. Οι ναυαγοί παλεύουν με τα νύχια να κρατηθούν και να περισώσουν ό,τι μπορούν σ' έναν εφιάλτη από πέτρα, νερό και άνεμο. Στο μαρτύριο τού κρύου, της υγρασίας, της πείνας, κορύφωση έρχεται ή δίψα. Καθώς ή «υδροφόρα», πού φέρνει νερό από το Λαύριο, δεν μπορεί να πλευρίσει με το παραμικρό κύμα, το νερό μοιράζεται με το σταγονόμετρο, συχνά κόβεται για μέρες, βδομάδες. Κάποιοι ανακαλύπτουν μια λακκούβα με υφάλμυρο νερό κοντά στη θάλασσα, μα έχει τόσο αλάτι πού τα χείλια πρήζονται και τα λαρύγγια πονούν. Για πλύσιμο δεν γίνεται λόγος βέβαια, ξύρισμα με κρύα θάλασσα και σαπούνι θαλάσσης, όταν βρίσκεται κι αυτό. Αυτή ήταν η πρώτη φάση μόνο στη σχεδιασμένη επιχείρηση που θα μπορούσε να ονομάζεται «Ερινύα». Καθώς ο εμφύλιος προχωρεί προς την έκβαση, η κυβέρνηση βάζει σ’ ενέργεια το σχέδιο, που το θέλει ταυτόχρονο, συμπληρωματικό στην τελική της έφοδο, για τη συντριβή του «εσωτερικού εχθρού»: Πολύτιμος σύμμαχος της η ηγεσία Ζαχαριάδη τραβάει μέχρις έσχατων τον χαμένο πια πόλεμο εκ παρατάξεως, με «γενική επιστράτευση», ομηρία, διώξεις, εκτελέσεις. Και «εκκαθαρίσεις». Το παραλήρημα της προδοτολογίας – σε γλώσσα βορβορώδη μάλιστα – αμαυρώνει τις θυσίες και την τιμή των κομμουνιστών και, άλλη μία φορά στην ιστορία, παρουσιάζει εκ των ένδον τα κομμουνιστικά κόμματα ως φυτώρια πουλημένων, χαφιέδων, κακούργων. Εις επίρρωσιν ίσως, με την περιβόητη 5η Ολομέλεια (Ιανουάριος 1949) ξαναφέρνουν το «Μακεδονικό» υποσχόμενοι «εθνική αποκατάσταση» της Μακεδονίας μετά τη νίκη του σοσιαλισμού. Είχαν υποκύψει στην πίεση του Τίτο, που από την αρχή του εμφύλιου κινούσε κάποιο νήμα του για τον σκοπό αυτό, αλλά και της Κομινφόρμ που ακόμα δεν είχε έλθει σε ρήξη με τον Γιουγκοσλάβο. Η απόφαση της ολομέλειας δημοσιεύθηκε βέβαια με όλες τις τιμές στις αθηναϊκές εφημερίδες, που οι δεσμοφύλακες τις μοίραζαν δωρεάν σε στρατόπεδα και φυλακές. Πολλοί έλπιζαν ότι η οργάνωση θα διέψευδε το κείμενο ως πλαστογραφία, προβοκάτσια. Βρέθηκαν όμως μπροστά σε «γραμμή» πού «κατέβαινε» για να εξηγήσει την απόφαση και να τη δικαιολογήσει.
Αρχίζει η τελική φάση. Το «Τέταρτο τάγμα» διαλύεται. Οι πολίτες εξόριστοι διοχετεύονται στα στρατιωτικά τάγματα Α΄ ΕΤΟ και Β΄ ΕΤΟ για δραστική «αναμόρφωση». Πρέπει να θυμηθούμε ότι τα δύο αυτά τάγματα, ιδιαίτερα το Α΄ ΕΤΟ που συγκέντρωνε τους πιο «επικίνδυνους» στρατιώτες-κρατούμενους, είχαν «αναμορφωθεί» ενάμιση χρόνο πριν. Τα αιματηρά γεγονότα του διημέρου 29 Φεβρουαρίου – 1 Μαρτίου 1948 στο Α' ΕΤΟ, που συγκέντρωνε τότε 4.500 άοπλους σκαπανείς, είναι από τις πιο μακάβριες σκηνές σφαγής άοπλων και από τις μεγάλες ντροπές της Ιστορίας μας. Την πρώτη μέρα τα θύματα μετρήθηκαν: 5 νεκροί και 10 τραυματίες από τις σφαίρες της Α.Μ. και του Λόχου Διοικήσεως. Τη δεύτερη μέρα την επιχείρηση της σφαγής διεύθυνε από περιπολικό του Ναυτικού ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης, διοικητής ΒΧΙ Διευθύνσεως του ΓΕΣ (Μακρονήσου), πού για το ανδραγάθημα του προήχθη σε ταξίαρχο. Τις συνδυασμένες ριπές από ξηράς και θαλάσσης πάνω στο σωρό διαδέχθηκαν έφοδοι με ρόπαλα και πυροβόλα όπλα, καθώς 2.000 άντρες έπεφταν στη θάλασσα αλλόφρονες. Ακολούθησαν βασανισμοί μέχρι θανάτου, καψόνια και εξευτελισμοί των παραδοθέντων. Σαν να μην έφταναν για τη νίκη αυτή της εθνικοφροσύνης Οι τραμπούκοι του Αντ. Βασιλόπουλου (διοικητή του Α΄ ΕΤΟ) ήρθαν σ’ ενίσχυση από το Γ' Τάγμα 250 βασιβουζούκοι του Σκαλούμπακα. Πόσα ήταν τα θύματα της ημέρας εκείνης; Δεν έγινε ποτέ γνωστός ο ακριβής αριθμός. Οι νεκροί από σφαίρες, λιντσάρισμα, πνιγμό στη θάλασσα υπολογίστηκαν από τα θύματα σε 50-60, οι τραυματίες σε 200. Το ΓΕΣ θεωρούσε περιττούς τους αριθμούς, προκειμένου περί εχθρών («νεκροί τινες»), μια άλλη ανακοίνωση μιλούσε για 11 νεκρούς, μια έκθεση για 12, ο πολύς Βασιλόπουλος κατέθεσε: «6 αυτοκτονίαι και 8 απόπειραι» και ένας άλλος αξιωματικός «30-50 νεκροί» (είκοσι πάνω-είκοσι κάτω, τι τον ένοιαζε;) Τα θύματα βαφτίστηκαν στασιαστές και 114 από αυτούς δικάστηκαν από ειδικό στρατοδικείο τον Μάιο, στο Λαύριο, «επί αποσπάσει ενός μέρους εκ του όλου της Επικρατείας», δηλαδή της Μακρονήσου! ΟΙ μακελάρηδες πήραν προαγωγές, ηθικές και υλικές αμοιβές, έκτος από το πλιάτσικο επί τόπου. Η διεύθυνση ΒΧΙ έγινε Οργανισμός Αναμορφώσεως Μακρονήσου (ΟΑΜ) με επικεφαλής τον Μπαϊρακτάρη, και με το ψήφισμα ΟΓ΄/1949 της τότε Αναθεωρητικής Βουλής, «περί μέτρων εθνικής αναμορφώσεως» ανέλαβε την τελική λύση: τη συντριβή του «εσωτερικού εχθρού», έστω και αλυσοδεμένου.
Είχε έρθει λοιπόν η σειρά των πολιτών-ομήρων. Στο Στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβιώσεως διαλέγονται πρώτα οι στρατεύσιμοι, κάτω των τριάντα έχων – 3.100 περίπου. Από 12 Οκτωβρίου ως 25 Νοεμβρίου 1949, σε έξι αποστολές, οδηγούνται στο Α' ΕΤΟ. Με παγωμένο ηθικό και μέλη, βράχο-βράχο, φτάνουν στο αναμορφωμένο τάγμα και στο ΕΣΑΙ, όπου μέσα σε σκηνοθεσία τρόμο», περνάνε τη μακάβρια διαδικασία της «ανανήψεως». Οι περισσότεροι λύγισαν, όπως ήταν φυσικό, λίγοι άντεξαν (μερικές δεκάδες)· και πιο πολλοί ήταν οι αναίσθητοι από τα βασανιστήρια ή με βαριές νευρο-ψυχικές διαταραχές. Τον απολογισμό συμπλήρωσαν 17 θάνατοι, 600 κατάγματα κ.λπ. Οι υπογράψαντες δήλωση περνάνε μερικές βδομάδες στο ΕΣΑΙ και ως τα Χριστούγεννα κατατάσσονται στο Α' ΕΤΟ, ενώ οι μη υπογράψαντες κρατούνται στη «χαράδρα του θανάτου». Ο Άρης Αλεξάνδρου, όπως και ο Τ. Λειβαδίτης – και οι δυο 27 χρονών – δεν πήγαν με τους στρατεύσιμους· μονίμως αξούριστοι και με αραιωμένα μαλλιά, μπόρεσαν ν’ αποφύγουν την πρώτη επιλογή, όπως και πολλοί άλλοι. Μια βδομάδα όμως μετά την τελευταία αποστολή στρατεύσιμων στο Α' ΕΤΟ, άρχισαν οι αποστολές των υπόλοιπων 7.000 (περίπου) πολιτών στο Β΄ ΕΤΟ/ΕΣΑΙ. Από 12 Νοεμβρίου ως 5 Δεκεμβρίου 1949, έφταναν έχει μέρα παρά μέρα μερικές εκατοντάδες εξόριστοι. Ο διοικητής ταγματάρχης Γ. Τζανετάτος με το επιτελείο των δημίων (Κληρουχάκης, Καραφώτης, Γκούμας, Ρουμελιώτης και Σία) οργάνωσαν μεθοδικά την κεραυνοβόλο αναμόρφωση· με ιδιαίτερη λύσσα κατά τη δεύτερη αποστολή 600 εξόριστων στις 14 Νοεμβρίου. Σ’ αυτή πρέπει να ήταν και οι δυο νέοι ποιητές, ήταν πάντως σχεδόν όλοι οι διανοούμενοι: Γ. Ρίτσος, Ηλ. Ήλιου, Γιαν. Ιμβριώτης, Δ. Φωτιάδης, Κ. Δεσποτόπουλος, Μεν. Λουντέμης, Φοίβος Ανωγειανάκης, Μ. Κατράκης, Τζ. Καρούσος. Στο πεδίο της μάχης 90% τραυματίες, 170 με φριχτές κακώσεις στην απομόνωση. Ο συντηρητικός γάλλος συγγραφέας Φρανσουά Μωριάκ ζήτησε τηλεγραφικώς πληροφορίες για την τύχη των Δ. Φωτιάδη και Λουκά Καστανάκη από τον Παν. Κανελλόπουλο, τότε υπουργό Στρατιωτικών. Κι εκείνος τού απάντησε: Οι κ.κ. Λ. Καστανάκης και Δημήτριος Φωτιάδης είναι εξαίρετα στην υγεία τους και ανήκουν στη 2η Ομάδα της Μακρονήσου (Σχολή για τους πολίτες). Τους συμπεριφέρονται με εξαιρετικά πολιτισμένο τρόπο, όπως άλλωστε και σε όλους τους άλλους που βρίσκονται σ’ αυτό το πρότυπο σχολείο για ηθική αναμόρφωση... Και καλούσε τον Μωριάκ να επισκεφτεί το «Σχολείο». Εκείνος, στην αρνητική του απάντηση, αρκετά στεγνή, διατύπωνε την απορία: πώς χρειάστηκε νά κλειστούν σε «Σχολείο ηθικής αναμορφώσεως» αξιότιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι; Ο «νέος Παρθενώνας» – νονός ο Παν. Κανελλόπουλος – ήτανε πια σ' όλη του τη δόξα! Να πώς περιγράφει την είσοδο του στον Παρθενώνα ο Αλεξάνδρου, στο γράμμα του στον Χρ. Θεοδωρόπουλο (19.5.1974):
Στη Μακρόνησο, μάς συντάξανε κατά εξάδες και μας οδήγησαν στην πλαγιά, όπου περίμεναν κιόλας τα συνεργεία διαφωτίσεως. Ένας ανθυπολοχαγός, περιστοιχισμένος από ροπαλοφόρους αλφαμίτες, μάς έβγαλε ένα σύντομο λογίδριο (οι Έλληνες από δω, οι Βούλγαροι από κει). Τα ρόπαλα είχαν μήκος 50 έκ. περίπου, με διάμετρο πάχους από 4 ως 5 εκ. αν δε με γελάει το οφθαλμόμετρό μου – μικρότερη η διάμετρος στη λαβή, μεγάλωνε ομαλά και αποκτούσε το μέγιστο μήκος της στην άκρη. Ένας αλφαμίτης κράταγε μια χοντρή, φιδωτή ρίζα πουρναριού, πολύ μεγαλύτερη απ' τα ρόπαλα. Σιδερένιους λοστούς δεν είχανε. Μετά το τέλος του λογίδριου, δεν κουνήθηκε κανένας. Είπαν τότε στην πρώτη εξάδα να προχωρήσει και οι αλφαμίτες εφορμήσανε αμέσως και αρχίσανε να χτυπάνε με τα ρόπαλα, ένας ή και δυο τον κάθε κρατούμενο. Κοίταζα, θυμάμαι, να δω όσο το δυνατόν περισσότερα ανεβοκατεβάσματα των ροπάλων ταυτόχρονα, ήθελα να μη μου διαφύγει καμιά λεπτομέρεια, αλλά το μάτι δεν έχει βέβαια αυτή τη δυνατότητα, αναγκαζόμουνα να μετατοπίζω συνεχώς το βλέμμα μου και τελικά το κάρφωσα σε έναν και μόνο βασανιζόμενο, που είχε πέσει, όπως και οι άλλοι στο καταπράσινο χορτάρι - θα έπρεπε νάταν άνοιξη, είχε και αγριολούλουδα, αν δεν κάνω λάθος, λιακάδα, χαρά θεού – και είχε κουβαριαστεί, σαν έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του, για να αποφύγει τα χτυπήματα και άκουγα τους ξύλινους γδούπους πάνω στα κόκκαλα και που και που ένα ήχο διαφορετικό, κάτι σαν κρακ, όταν έσπαγε πιθανότατα κάποιο κόκκαλο – παΐδι είτανε, καλάμι ή ωλένη;— και άκουγα τα ουρλιαχτά των βασανιζόμενων και είχα την εντύπωση πως το παρακάνουν, πως οι κραυγές τους δεν αντιστοιχούν επακριβώς στον πόνο, λες και θέλανε να δείξουν πως πονάνε περισσότερο απ’ ό,τι πράγματι πονούσαν, ελπίζοντας έτσι να προκαλέσουν τον οίκτο των βασανιστών τους, μα εκείνοι προσπαθούσαν να ουρλιάξουν ακόμα δυνατότερα, βρίζοντας όσο χυδαιότερα μπορούσαν και σήκωναν όσο περισσότερο μπορούσαν τα ρόπαλα, να διαγράψουν τα ρόπαλα μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καμπύλη και να πέσουν έτσι με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δύναμη πάνω στα κόκκαλα («θα υπογράψετε, παλιοπούστηδες, τί είμαστε εμείς, πουτάνες είμαστε πού υπογράψαμε;») φωνάζοντας και χτυπώντας, για να δει ό αξιωματικός (ανανήψας κι αυτός) με πόσο ζήλο εκτελούν το καθήκον τους και μόνο δυο τρεις χτυπάγανε με λιγότερη δύναμη, όπως μου φάνηκε, ίσως γιατί είταν κουρασμένοι, ίσως γιατί δεν είχαν μάθει ακόμα το νέο τους επάγγελμα και θυμάμαι πως την ώρα εκείνη μου πέρασε η σκέψη πως πριν από 100 χρόνια ακριβώς (το 1849) ο Ντοστογιέβσκη είχε βρεθεί σε μια παρόμοια εξάδα και είχε δει να δένουν τους συντρόφους του στους πασάλους για να τούς τουφεκίσουν (σκηνοθετημένα όλα αυτά όπως αποδείχτηκε) μα εδώ δεν επρόκειτο βέβαια για σκηνοθεσία και η ψυχρή μου λογική (ξέχασα να σημειώσω ότι παρακολουθούσα τον βασανισμό σαν ψύχραιμος παρατηρητής) μου υπέβαλε τη σκέψη πως δε θα το αντέξω (όχι τον πόνο, αν χτυπάγανε με κνούτο, θα το άντεχα, σκεφτόμουνα τότε και το σκέφτομαι ακόμα, έστω κι αν μου οργώνανε τις σάρκες μου στην πλάτη, κι ας γινόντουσαν κιμάς οι σάρκες) μα τα σπασμένα κόκκαλα, το σακάτεμα εφ’ όρου ζωής δε θα το άντεχα, δε θα δεχόμουνα να το ρισκάρω (είχα ακούσει και είδα αργότερα σακάτες, με σπασμένα χέρια και πόδια, είδα κατάκοιτους στα ατομικά αντίσκηνα, είδα τρελλούς) κ’ έτσι, όταν πέρασαν δυο εξάδες ακόμα (ο σωφρονισμός της κάθε εξάδας δεν κράταγε και πολύ, 5 με 7 λεφτά υπολογίζω κι ούτε θυμάμαι πόσοι υπέκυψαν και πόσοι άντεξαν εκείνη την πρώτη φορά, οι αλφαμίτες δεν βιαζόντουσαν, κάνανε ένα πρώτο κοσκίνισμα, είχαν όλον τον καιρό μπροστά τους) όταν έφτασε η σειρά της εξάδας μου, προχώρησα πεντέξη βήματα προς τα δεξιά, έφτασα στο τραπέζι με τις έντυπες δηλώσεις (ο αλφαμίτης που καθότανε μπροστά στο τραπέζι μου χαμογέλασε φιλικά και βιάστηκε να μου δώσει το μολύβι και το χαρτί, υποδείχνοντας μου που ακριβώς έπρεπε να υπογράψω) και πήρα τη δήλωση, τη διάβασα προσεχτικά και υπέγραψα φαρδιά-πλατιά και ευανάγνωστα, με το πραγματικό μου όνομα (δεν ξέρω τι θάκανα, μα μου φαίνεται πως αν μου ζητάγανε να αποκηρύξω τα ποιήματα μου θα αντιστεκόμουνα περισσότερο) αργότερα όμως δεν έγραψα επιστολές στις εφημερίδες ή στον Ιερέα του χωριού, να τις διαβάσει από άμβωνος την Κυριακή· κι ούτε ζήτησα από τους συντάκτες των Γραφείων Ηθικής Αγωγής να μου γράψουν την ομιλία μου (οι ομιλίες είχαν καταντήσει στερεότυπες και είχαμε πια βαρεθεί να τις ακούμε απ' τα μεγάφωνα και πολύ σπάνια διασκεδάζαμε, όπως λόγου χάρη τότε που ακούσαμε κάποιον να λέει ότι ανέβλεψε μόλις πέρασε την πύλη, ενώ ήτανε γνωστό ότι οι αλφαμίτες του είχανε βγάλει το δεξί του μάτι και είχε μείνει μονόφθαλμος και κάγχασε όλο το στρατόπεδο και γελάγανε ως και οι αλφαμίτες)...
Ο Άρης ανακάλεσε σε λίγο τη δήλωση του εγγράφως και έμεινε άλλα δυο χρόνια εξόριστος.
Το ίδιο βάρβαρη αλλά πιο χυδαία ήταν η επιχείρηση «αναμορφώσεως» των γυναικών εξόριστων. Από τα στρατόπεδα Χίου, Λάρισας κ.λπ. συγκεντρώθηκαν στο νησάκι Τρίκερι του Παγασητικού (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1949) 4.700 γυναίκες (πολλές με τα ανήλικα παιδιά τους μαζί) — οι περισσότερες όμως ήταν «προληπτικώς» κρατούμενες από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Ο Ο.Α.Μ. παρέλαβε από τη Χωροφυλακή το στρατόπεδο στις 15 Νοεμβρίου και έβαλε μπροστά τη στρατιωτική πλέον επιχείρηση ανανήψεως. «Ο Στρατός σας κηρύσσει τον πόλεμο», είπε στις βασανιζόμενες γυναίκες ο νέος διοικητής, ταγματάρχης Αναγνωστόπουλος, ένας λιμοκοντόρος σαδιστής που αρεσκόταν Ιδιαιτέρως να δέρνει τις πιο νέες και όμορφες, διαλέγοντας τις στην τύχη δήθεν. Τέλος Ιανουαρίου του ’50, αφού προηγούμενα είχαν απολυθεί οι «προληπτικές», οι 1.200 γυναίκες του Τρίκερι μεταφέρθηκαν στη Μακρόνησο στο Α' ΕΤΟ/ΕΣΑΓ (Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Γυναικών), όπου υπέστησαν τα γιουρούσια αφηνιασμένων αλφαμιτών, ιδιαίτερα τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου. Ούτε τα νήπια στις αγκαλιές των μανάδων τους σταμάτησαν τους δημίους του ταγματάρχη Βασιλόπουλου, του λοχαγού Παπαγιαννόπουλου (διοικητή του ΕΣΑΓ) και του «χοντρού κτήνους» Καστρίτση· στο τέλος τους τ’ άρπαξαν κι αυτά για να τις εκβιάσουν: 56 σακατεμένες με βαριές διασείσεις, κατάγματα κ.λπ. Αυτή ήταν η εποποιία της Μακρονήσου, η πιο φρικαλέα επιχείρηση του εμφύλιου, εναντίον 40.000 (περίπου) όμηρων, πολιτών και στρατιωτών, άντρων, γυναικών και παιδιών. Αμερικανοί οργανωτές, κράτος και παρακράτος επιδίωξαν να συντρίψουν τον «εσωτερικό εχθρό» εν όψει πολιτικών εξελίξεων και η ηγεσία του Κ.Κ.Ε., θριαμβολογώντας και απειλώντας ακόμα, πίσω από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», τους έλυσε τα χέρια. Το έργο ανέλαβε εργολαβικά ο Στρατός του Παπάγου, και το τερατώδες έκτρωμα του, ο Ο.Α.Μ., και πίστεψαν ότι πέτυχαν κατά 95%. Έτσι επετράπη να ψηφίσει και η Μακρόνησος στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 για να πιστοποιηθεί και στατιστικά το θαύμα της «Κολυμβήθρας του Σιλωάμ», όπου έμπαιναν λεπροί, κόκκινοι κι έβγαιναν γαλάζιοι, εθνικόφρονες. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά, μια αποτυχία παταγώδης. Παρά τις πιέσεις, τις απειλές και τα κόλπα (ψηφοδέλτια κατά περιοχή σε κάθε μονάδα, ώστε να ελεγχθούν οι ανυπάκουοι), η κάλπη έβγαλε 70% αποτυχία – ανοιχτή ανυπακοή – τόσοι ήταν οι «δελταπίτες», δηλαδή οι ψηφίσαντες Δημοκρατική Παράταξη. Ακολούθησαν θαρραλέες αποκαλύψεις κρατουμένων σε ξένους δημοσιογράφους που επισκέφθηκαν τα στρατόπεδα, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση του Ιωαννίδη και των ομοίων του και τέλος μαζικές ανακλήσεις δηλώσεων. Η Ευρώπη έφριξε με το «ελληνικό Νταχάου» και η εφημερίδα του Σ.Κ.-ΕΛΔ «Η Μάχη» δημοσίευε συνεχώς αφηγήσεις από το μαρτυρολόγιο του καταραμένου νησιού. Για να μετριαστούν οι εντυπώσεις, ο Ο.Α.Μ. που είχε στελεχωθεί με τα κατακάθια μιας κοινωνίας σε πόλεμο, διαλύθηκε, αντικαταστάθηκαν οι διοικητές των ταγμάτων, ήρθαν όμως υποδιοικητές κάτι παρανοϊκοί σαν τον Ιωαννίδη, που οργίασε ακόμα. Τον Ιούνιο, οι 3.500 «αμετανόητοι» άντρες – μεταξύ τους και οι σκαπανείς του «σύρματος» του Α' ΕΤΟ, υποβιβασθέντες σε πολίτες... – μεταφέρθηκαν στον Άγιο Ευστράτιο, στο Β. Αιγαίο. Τον Αύγουστο, οι 480 απροσκύνητες γυναίκες αδειάστηκαν πάλι στο Τρίκερι. Η εξορία παρατάθηκε ακόμα κάμποσα χρόνια. Η τραγωδία της Μακρονήσου κράτησε δυόμιση χρόνια, είχε εκατοντάδες θύματα μεταξύ των ομήρων, βάθυνε το εμφύλιο μίσος και άφησε μια πληγή στη συνείδηση – και στο υποσυνείδητο – τριών γενεών.
|
|