|
|
Αχ. Καψάλης, Οι μετονομασίες οικισμών στην Ελλάδα Φιλόλογος, 157/2014, σ. 461-472 […] 2. Το 1830 ο Γερμανός ιστορικός J. Ph. Fallmerayer, στηριγμένος σε πληροφορίες βυζαντινών πηγών και κυρίως στη διαπίστωση ότι «εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην», προέβαλε τις γνωστές θέσεις του ότι στις φλέβες των σημερινών Ελλήνων ρέει αίμα Σλάβων και Αλβανών κυρίως και όχι του Πλάτωνος και του Περικλέους. Στήριζε επίσης τις απόψεις του στο γεγονός ότι είναι πάρα πολλά τα τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας στην Ελλάδα. Η συζήτηση την οποία προκάλεσαν οι απόψεις του Fallmerayer είχε ως αποτέλεσμα να εστιάσουν πολλοί Έλληνες αλλά και ξένοι επιστήμονες το ενδιαφέρον τους στην αντίκρουση των απόψεων αυτών και στην απόδειξη της συνέχειας του ελληνικού γένους. Γι’ αυτό γνώρισε κατά την εποχή αυτή μεγάλη άνθηση η Λαογραφία, η οποία είχε ως σκοπό να διερευνήσει και να εντοπίσει την επιβίωση ηθών και εθίμων των αρχαίων Ελλήνων σε εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής των Νεοελλήνων. Στον απόηχο λοιπόν του σχετικού θορύβου εκδόθηκε ήδη στις 3-4-1833 το διάταγμα «περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεως αυτού», στο οποίο γινόταν η πρώτη προσπάθεια εξελληνισμού των τοπωνυμίων. Στην σχετική εισηγητική έκθεση εξηγούνται οι λόγοι οι οποίοι επέβαλαν την απόφαση του εξελληνισμού: «Τα βάρβαρα ονόματα και τα κακόφωνα ελληνικά λυπούσι μεν το γλωσσικόν αίσθημα, έχουσι δε και επιβλαβή μορφωτικήν επήρειαν εις τους κατοικούντας, συστέλλοντά πως και ταπεινούντα το φρόνημα αυτών, άλλα και παρέχουσι ψευδή υπόνοιαν της εθνικής συστάσεως του πληθυσμού των χωρίων εκείνων, ων τα ξενικά ονόματα ηδύνατο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν». Το διάταγμα αυτό εγκαινίαζε την μετονομασία των Σπετσών σε «Τιπάρηνον», της Βοστίτσας σε «Αίγιον», των Καλαβρύτων σε «Κίναιθαν», του Πύργου σε «Πύλον», της Καλαμάτας σε Καλάμας, της Τροπολιτσάς σε «Τρίπολιν», της Καρύταινας σε «Γόρτυνα», του Καρπενησίου σε «Καλλιδρόμιον», του Ζητονιού σε «Λαμία», των Σαλώνων σε «Άμφισσα» κλπ., ενώ αργότερα το Γιδά βαφτίστηκε «Αλεξάνδρεια» και τα ποτάμια Βαρδάρης και Μαρίτσα απέχτησαν αντιστοίχως τα ονόματα «Αξιός» και «Έβρος». 3. Τα πρώτα μέλη της επιτροπής ήταν γνωστοί Έλληνες λόγιοι. Πρόεδρος ανέλαβε ο πατέρας της ελληνικής Λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης και μέλη άνδρες που ήταν (ή έγιναν στην συνέχεια) καθηγητές πανεπιστημίου και ακαδημαϊκοί: οι ιστορικοί Σπυρίδων Λάμπρος, Σωκράτης Κουγέας, Νικόλαος Βέης, Κωνσταντίνος Άμαντος και Δημήτριος Καμπούρογλους, οι αρχαιολόγοι Παναγιώτης Καββαδίας, Γεώργιος Σωτηριάδης και Χρήστος Τσούντας και ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκης. Στην αρχή η επιτροπή φαίνεται πως αναλώθηκε σε συζητήσεις σχετικά με την αναγκαιότητα και την καταλληλότητα του μέτρου και τις σχετικές διαδικασίες. Προφανώς τα μέλη της επιτροπής διαφωνούσαν σε βασικά σημεία. Είναι γνωστό π.χ. ότι ο σπουδαίος ονοματολόγος Κωνσταντίνος Άμαντος (1874-1960) πίστευε ότι έπρεπε να αποσυρθούν από την χρήση τα ξένα ονόματα, ενώ ο Σωκράτης Κουγέας (1877-1966) δεν ενοχλούνταν από τη δημόσια εμφάνιση και επίσημη καταχώρηση τους στους καταλόγους των ονομάτων δήμων και κοινοτήτων του κράτους. Ο ίδιος ο Νικόλαος Πολίτης, πρόεδρος της επιτροπής, διακήρυττε το 1920 ότι οι ιστορικές πληροφορίες που περιέχουν τα τοπωνύμια είναι σπουδαίες και πολύτιμες, επειδή διαφωτίζουν ιδίως σκοτεινές περιόδους της ιστορίας μας. Κάθε απόπειρα μεταβολής ενός ονόματος μπορεί να αποδειχθεί ασυγχώρητη επιπολαιότητα, όπως η μεταβολή ξενικών ονομάτων που συνδέονται άρρηκτα με Την πρόσφατη ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως θα χαρακτηριζόταν ως βεβήλωση των ιερών, διότι ονόματα όπως Αράχωβα, Βαλτέτσι, Δερβενάκια, Γραβιά, Αλαμάνα κλπ. καθαγιάστηκαν με ηρωικές πράξεις. «Ούτως ουδέν ήττον ακροσφαλής και άκαιρος θα ήτο και η μεταβολή παντός άλλου ονόματος, του οποίου άγνωστος μεν η προέλευσις, όπερ δ’ όμως ενδέχεται να είναι το μόνον παραληφθέν ίχνος δόξης ή συμφοράς τίνος κατά την μεσοχρόνιον... ιστορίαν του έθνους». Παρά τις διακηρύξεις όμως αυτές η μετονομασία των τοπωνυμίων άρχισε πολύ νωρίς και προχώρησε τον σαρωτικό της δρόμο. Πιστός στο δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας του ο Πολίτης άλλαξε όλα σχεδόν τα τοπωνυμικά της Μάνης, που ήταν σλαβικά, δεν θέλησε ωστόσο να θίξει τα τοπωνύμια των πεδίων των μαχών του 1912-13 και μερικών πολισμάτων της Κρήτης. Κάπως έτσι, σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο (1995, 169), «σώθηκαν οι αρβανίτικες ονομασίες Σούλι, Σπάτα, Τατόι, Μαρούσι, Χαλάνδρι κλπ. (αλλά και τοπωνύμια με την κατάληξη -εσι, η οποία είναι αρβανίτικη, π.χ. Δήλεσι, Μάνεσι, Λιόπεσι), όπως σώθηκαν και οι τούρκικες ονομασίες Κοζάνη, Κιλκίς, Γενιτσά (πλαστογραφημένο σε Γιαννιτσά - ο Βυζάντιος το κατέγραψε σωστά: Γένιτζε) και όπως σώθηκαν το μάλλον αραβικό τοπωνύμιο Σφακιά και το μάλλον εβραϊκό τοπωνύμιο Χανιά...». Ο γνωστός ιστορικός και ονοματολόγος Α. Μηλιαράκης, ηγετική μορφή του αγώνα κατά των μετονομασιών, έγραφε σχετικώς το 1892: «Τα γεωγραφικά ονόματα, τιθέμενα υπό του λαού, πρέπει να μένωσιν αναλλοίωτα, εφ’ όσον ούτος εν τη ιστορική εκδηλώσει τα αποδέχεται... Δεν είναι έργον ούτε ενός ατόμου ούτε κυβερνήσεως η μεταβολή. Τοιαύτα ονείδη δεν εξαλείφονται διά μίας μονοκονδυλιάς αλλά δι’ άλλων εργασιών και μόχθων και θυσιών...» Ο ίδιος έγραφε αργότερα: «Αν τα ονόματα ταύτα είναι ίχνη διαβάσεως ξένων φυλών, τις έχει το δικαίωμα να διαγραφή τα ίχνη ταύτα εκ της ιστορίας; Αν θεωρή τα ίχνη ταύτα βάρβαρα, ας ύψωση αυτός παρ’ αυτά τα ένδοξα μνημεία του νεωτέρου πολιτισμού του». Και σε εφημερίδα της εποχής τόνιζε: «Πάσα αντικατάστασις σημερινών ονομάτων δι’ αρχαίων και πάσα μεταβολή έτι της ρίζης ή των καταλήξεων αυτών, επιχειρούμενη υπό των γεωγραφούντων ή υπό των διοικητικών άρχων άνευ μελέτης, ισοδυναμεί προς καταστροφήν ζωντανών μνημείων, μνημείων της ελληνικής ιστορίας και γλώσσης» (πρβλ. Μ. Τριανταφυλλίδης, 1981, 576). Οπωσδήποτε πάντως μεταξύ του 1910 και του 1914 έχουμε μόνον εννέα μετονομασίες. Το 1915 με 61 μετονομασίες θεωρείται καλή χρονιά. Μεταξύ 1916 και 1919 σημειώνονται άλλες 65 μετονομασίες. Η χαμηλή παραγωγικότητα της επιτροπής ανάγκασε την κυβέρνηση να την υποχρεώσει σε επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών εξελληνισμού των τοπωνυμίων. Η επιτάχυνση αυτή επιβαλλόταν και λόγω της ενσωμάτωσης των νέων επαρχιών, με τα χιλιάδες νέα «βάρβαρα» τοπωνύμια. Στις 10 Οκτωβρίου 1919 η επιτροπή, με εγκύκλιο επιστολή, ανακοινώνει την νέα απόφαση: «Η επί των τοπωνυμιών της Ελλάδος Επιτροπεία, της όποιας έργον κυριώτατον είναι η εκβολή όλων των τουρκόφωνων ονομάτων των συνοικισμών και κοινοτήτων, τα όποια μολύνουσι και ασχημίζουσι την όψιν της ωραίας ημών πατρίδος, παρέχουσι δε και αφορμήν εις δυσμενή δια το ελληνικόν έθνος εθνολογικά συμπεράσματα, τα όποια οι αντίπαλοι λαοί μεταχειρίζονται εναντίον ημών, απεφάσισε ... όπως εντείνει τας προσπάθειας της δια την αντικατάστασιν ... των ξενόφωνων ονομάτων δι’ ελληνοφώνων» (πρβλ. Μ. Χουλιαράκης 1973, 209). Το νέο αυτό σχήμα της εθνικής επιχείρησης μετονομασιών υπήρξε στην αρχή συγκρατημένο λόγω της διεθνούς συγκυρίας, της συζήτησης περί μειονοτικών δικαιωμάτων και των ανταλλαγών των πληθυσμών. Μεταξύ 1920 και 1925 ανακοινώθηκαν μόνον 61 νέες μετονομασίες. Η αλλαγή των ονομάτων 500 περίπου οικισμών της Θράκης συντελέσθηκε «λάθρα» μέσα από την απογραφή του 1920. Μόλις ωστόσο το τοπίο ξεκαθάρισε, το ελληνικό κράτος διέταξε την επιτροπή να προχωρήσει με συνοπτικές διαδικασίες. Με το διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1926 επιτρεπόταν «ίνα μεταβληθώσι ξενόφωνα ή κακόηχα ονόματα συνοικισμών, πόλεων η κωμών». Μετά από την μετονομασία «απαγορεύεται απολύτως η χρήσις των παλαιών ονομάτων». Η παράβαση της απαγόρευσης «αποτελεί πταισματικήν παράβασιν τιμωρουμένην με πρόστιμον μέχρις 100 δραχμών ή με κράτησιν μέχρι 10 ημερών» (πρβλ. Μ. Χουλιαράκης 1973, 344-345). Το διάταγμα αυτό ήταν πολύ αποτελεσματικό, αφού μέχρι το 1928 μετονομασθηκαν 2.500 περίπου οικισμοί. Στην συνέχεια οι ρυθμοί πέφτουν. Μεταξύ 1929-1952 ακολουθούν 354 μετονομασίες. Κατά την πενταετία 1953-1957 σημειώνονται 760 και ανάμεσα στο 1958 και στο 1971 άλλες 326. Έκτοτε οι μετονομασίες των οικισμών γίνονται σπάνιες, καθώς δεν έχουν απομείνει πλέον και πολλά ξενόφωνα ονόματα για αλλαγή. Ο σκοπός έχει επιτευχθεί, τα μισά περίπου ονόματα των οικισμών άλλαξαν, η Ελλάδα έγινε αγνώριστη. […] 11. Στην ιστορική τους θεώρηση λοιπόν τα γεγονότα είναι γεγονότα. Με την λογική αυτή ο ονοματολόγος I. Θωμόπουλος τονίζει ότι πάθος παρανοήσεων, πάθος παραποιήσεων, πάθος παρασιωπήσεων δεν αποτελεί αξιοπρέπεια εθνική. Αν επιτρέπεται ένα πάθος, αυτό είναι εξάπαντος το πάθος της αλήθειας. Και αυτό ακριβώς το πάθος εφλόγιζε και τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, όταν διεκήρυσσε ότι «το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό». Σύμφωνα με την αρχή αυτή, τα ονόματα των ελληνικών τόπων αποτελούν την ιστορική μας αλήθεια, την εθνική μας αλήθεια. Δεν είναι πιόνια για οποιαδήποτε πολιτική ή διπλωματική δραστηριότητα και είναι σταθερότερα από τις εκάστοτε πολιτικές μας εξάψεις. Δεν έχουμε λοιπόν «δικαίωμα να αποφασίζουμε το μεταβάπτισμά τους, αλλά έχουμε καθήκον εθνικό να τα συγκεντρώσουμε όλα, να τα καταγράψουμε ανεξαιρέτως όλα, και να τα μελετήσουμε συστηματικά και επιστημονικά χωρίς φόβο και πάθος» (I. Θωμόπουλος, 1965, 7). Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι είχαμε πολύ περισσότερα και εξακολουθούμε να έχουμε και σήμερα πολλά σλαβικά, αλβανικά, τουρκικά κ.ά.π. τοπωνύμια στην πατρίδα μας. Αυτό είναι η ιστορία μας, η ιστορική μας αλήθεια. Αφού λοιπόν κάθε έθνος μοχθεί συνήθως για την προκοπή του και η προκοπή είναι ή αλήθεια του, πρέπει μάλλον να λειτουργήσει πολύ διδακτικά το παράδειγμα του φημισμένου γιατρού και σοβαρού πνευματικού ανθρώπου Δημ. Σαράτση και του αρχαιολόγου καθηγητή Α. Αρβανιτόπουλου, οι οποίοι στο τέλος του 19ου αιώνα πήραν μέρος στην σχετική συζήτηση με διαμετρικά αντίθετες απόψεις, συμφώνησαν ωστόσο στο εξής βασικό σημείο: «... είναι φρονιμώτερον να φροντίση το Κράτος περί της ευημερίας των χωρικών μας η περί της ετικέτας, την οποίαν θα φέρη ο τόπος της καταγωγής αυτών» (πρβλ. Μ. Τριανταφυλλίδης, 1981, 577).
12. Εξετάζοντας κανείς τις δυνατότητες και τις προοπτικές θεραπείας της
κατάστασης, πρέπει μάλλον να είναι πολύ απαισιόδοξος. Η λαίλαπα των μετονομασιών
έχει δημιουργήσει ήδη τετελεσμένα γεγονότα και έχει οδηγήσει στην παγίωση μιας
κατάστασης, η οποία δεν είναι εύκολα αναστρέψιμη. Οι πνευματικοί άνθρωποι στην
πλειονότητα τους αλλά και οι ειδικοί δεν ασχολούνται με αυτήν και μάλλον την
έχουν αποδεχθεί, ενώ οι κατά καιρούς εθνικιστικές εξάρσεις με άξονα την
καθαρότητα των ονομάτων όπως και της φυλής γενικότερα δεν επιτρέπουν μια νηφάλια
προσέγγιση και μελέτη του θέματος. Προφανώς λοιπόν θα χρειασθεί και χρόνος και
κόπος και αγώνας, ώστε να μπορεί να ελπίζει κανείς σε μια αναστροφή του
κλίματος. Υπάρχουν ωστόσο και σημάδια ευνοϊκά. Πρώτα πρώτα η πίστη στην
επιστημονική αλήθεια δεν μπορεί παρά να κατευθύνει νέους επιστήμονες σε μια
επανεξέταση του θέματος. Ύστερα μάλιστα από την κατάρρευση της τέως Σοβιετικής
Ένωσης και το τέλος του ψυχροπολεμικού κλίματος, που δέσποζε στα Βαλκάνια,
φαίνεται ότι αίρονται τα πολιτικά εμπόδια για μια τέτοια προσέγγιση. Παράλληλα
με την ανατολή του 21ου αιώνα έπαψαν πλέον να συντρέχουν οι εθνικοί λόγοι, οι
οποίοι επέβαλαν κάποτε την γλωσσική ομοιογένεια και την ιδεολογική περιχαράκωση
των κρατών-εθνών. Όλα αυτά τα σημάδια, και πολλά άλλα ασφαλώς, μας επιτρέπουν να
προσδοκούμε ότι σύντομα θα αναληφθούν μεμονωμένες έστω προσπάθειες, οι οποίες θα
οδηγήσουν σε μια γενικότερη ανατροπή του σκηνικού και θα επιτρέψουν την
δημιουργία ενός ευνοϊκότερου κλίματος, μέσα στο οποίο οι απόγονοι μας θα
κατορθώσουν να επανασυνδέσουν τα ονόματα των ελληνικών οικισμών με την ιστορία
τους. |
|