ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Η δολοφονία του Λαμπράκη, Μάιος 1963

 

Η «Υπόθεση Λαμπράκη»

Είκοσι τέσσερις όμως ώρες μετά την αναχώρηση του Ντε Γκωλ, το βράδυ της 22ας Μαΐου 1963 συνέβαινε το αστάθμητο γεγονός που έμελλε να συγκλονίσει την Ελλάδα: ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγ. Λαμπράκης έπεφτε θύμα επίθεσης των «παρακρατικών» της Δεξιάς στη θεσσαλονίκη. Δεν σκοτώθηκε επιτόπου. Έμελλε να χαροπαλέψει επί αρκετές ημέρες έως ότου εκπνεύσει. Αλλά ο σάλος που προκάλεσε υπήρξε εξίσου σφοδρός με εκείνον που γέννησε η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου πριν από 30 χρόνια, τον Ιούλιο του 1933. Πώς ακριβώς συνέβησαν τα πράγματα;

Την Τετάρτη 22 Μαΐου, στις 8.30' το βράδυ, επρόκειτο να γίνει στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο Πικαντίλλυ, συγκέντρωση της Αριστερής οργάνωσης «Διεθνής Ύφεση και Ειρήνη». Ομιλητές θα ήταν ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης και ο δικηγόρος Πειραιώς Ρουσσόπουλος.

Οι δύο ομιλητές έφτασαν στη Θεσσαλονίκη αεροπορικώς στη 1.30'. Ο Λαμπράκης, πρωταθλητής της Ελλάδας και των Βαλκανίων στα άλματα, που διατήρησε τον τίτλο του επί 24 χρόνια -1935 έως 1959-, ήταν ταυτόχρονα και ένας γνωστός επιστήμονας: υφηγητής μαιευτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διεκδικούσε την έδρα της ενδοκρινολογίας και είχε συγγράψει για τον σκοπό αυτό ογκώδες βιβλίο 1.800 σελίδων (Κλινική Ενδοκρινολογία). Ήταν, ταυτόχρονα με τη μαχητικότητα και το θάρρος του, δημοφιλής πρωτοπαλαιστής του «ανένδοτου».

Το κέντρο Πικαντίλλυ όπου θα γινόταν η συγκέντρωση βρισκόταν στην οδό Αριστοτέλους. Είχε λάβει η αστυνομία τα μέτρα της για την τήρηση της τάξης: από τις 2 μ.μ. ο αστυνομικός διευθυντής συνταγματάρχης Καμουτσής είχε εκδώσει τις διαταγές για να κινητοποιηθεί η εξής δύναμη της χωροφυλακής:

Έξι αξιωματικοί με 40 οπλίτες στο Ε' Αστυνομικό Τμήμα της περιφέρειας.

Τρεις αξιωματικοί με 20 οπλίτες στο Γ Αστυνομικό Τμήμα.

Ένας λόχος του Γ Τάγματος Χωροφυλακής στον χώρο της Διεθνούς Εκθέσεως.

Συνολικά 15 αξιωματικοί και 128 οπλίτες. Αρκετά ισχυρή επάνδρωση του μηχανισμού αστυνόμευσης, που όμως είχε το εξής ασθενές σημείο, το οποίο θα μπορούσε να επιδράσει αργότερα στο ξετύλιγμα των γεγονότων: η δύναμη αυτή, κατά ns διαταγές που εκδόθηκαν, κινητοποιούνταν «προς πρόληψιν συγκροτήσεως δια-δηλώσεως μετά το πέρας της συγκεντρώσεως υπό των συμμετασχόντων της συγκεντρώσεως κομμουνιστών, ή ετέρων εκνόμων ενεργειών των». Αυτό τουλάχιστον βεβαίωσε ο επιθεωρητής Αρεοπαγίτης Γεωργίου, που ύστερα από ένα μήνα έκανε διοικητική ανάκριση για τα γεγονότα.          

Έτσι όμως η αστυνομία είχε στραμμένες τις κεραίες της, τα κλομπ της και -εν ανάγκη- τις κάννες της προς την αριστερή πλευρά. Καμία πρόβλεψη για τη δεξιά πλευρά. Δεν υπολόγιζε σε βιαιότητες που θα προέρχονταν από εκεί.

Η συγκέντρωση όμως παρουσίασε μια απροσδόκητη ανωμαλία. Ξαφνικά, λίγη ώρα πριν από την έναρξη της, ο ιδιοκτήτης του Πικαντίλλυ αρνήθηκε να διαθέσει την αίθουσα του. Στην αρχή η επιτροπή των Οπαδών της Ειρήνης πήγε να τη ματαιώσει. Αλλά την τελευταία στιγμή αποφάσισε να την πραγματοποιήσει 500 μέτρα πιο πέρα, στην αίθουσα του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Ερμού. Άφησε λοιπόν ένα μέρος της έξω από το Πικαντίλλυ να ειδοποιεί τους προσερχόμενους και έσπευσε να εγκατασταθεί στη νέα αίθουσα, όπου άρχισε η συρροή των οπαδών από τις 7:30'. Ένα μεγάφωνο στημένο σε παράθυρο μετέδιδε γοερά τα συνηθισμένα σε τέτοιες περιπτώσεις Αριστερά συνθήματα: «Ειρήνη και αφοπλισμός», «Όχι άλλος πόλεμος», «Κάτω οι βάσεις του θανάτου», «Έξω τα Πολάρις».

Στο μεταξύ, όμως, μπροστά από το μέγαρο όπου ήταν η αίθουσα της συγκέντρωσης μαζεύτηκε ένα άλλο πλήθος. Δεν ήταν οπαδοί της Επιτροπής Ειρήνης.

 

 

Οι «αντιφρονούντες της Δεξιάς»

 

Αποτελούσαν μια μάζα ανθρώπων ποικίλης σύνθεσης και εμφάνισης, που οι επίσημες εκθέσεις θα τους αναφέρουν ως «αντιφρονούντας προς τους οπαδούς της Επιτροπής Ειρήνης». Στην πραγματικότητα ήταν μέλη οργανώσεων της Δεξιάς, από αυτούς που η τότε αντιπολίτευση αποκαλούσε «παρακρατικούς». Και εφάρμοζαν προκαθορισμένη δράση, σύμφωνα προς καταστρωμένα σχέδια: στις συγκεντρώσεις της Αριστεράς θα αντιπαρατάσσουν δικές τους αντισυγκεντρώσεις, με τις οποίες θα διαλύουν τις πρώτες. Εκείνη δε η θορυβώδης μάζα δεν έκρυβε τις εχθρικές της διαθέσεις. Και στα συνθήματα του μεγαφώνου απαντούσε με τις δικές της ρυθμικές κραυγές: «Έξω οι Βούλγαροι», «Η ΕΔΑ στη Βουλγαρία».

 

 

Η απαγωγή που δεν έγινε

Στις 8.15' είχε γεμίσει η αίθουσα της συγκέντρωσης. Τότε ο δικηγόρος Ι. Πάτσας, μέλος της Επιτροπής, ξεκίνησε για να φέρει τους ομιλητές. Όταν βγήκε από το κτίριο, δυσκολεύτηκε να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στη μάζα των «αντιφρονούντων»» που απέκλειε πια την είσοδο και παρεμπόδιζε άλλους Οπαδούς της Ειρήνης να προσέλθουν. Δεν τον πείραξε όμως κανείς, μολονότι φαίνειαι ότι πολλοί τον γνώριζαν. Έφτασε στο ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ που βρισκόταν εκεί κοντά, συνάντησε τον Λαμπράκη και τον Ρουσσόπουλο και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το κτίριο της συγκέντρωσης.

Όταν όμως έφτασαν στην είσοδο, οι συγκεντρωμένοι πολίτες αναταράχτηκαν. Ακούστηκε η κραυγή:

«Ο Λαμπράκης είναι!»

Και αμέσως ένα πλήθος ατόμων χύθηκε πάνω στον βουλευτή, κραυγάζοντας. Δεν επρόκειτο για φραστική απλώς αποδοκιμασία. Γροθιές έπεσαν πάνω του, χέρια τον άρπαξαν, πόδια τον κλοτσούσαν. Αλλά ο πρωταθλητής αντέδρασε και μοιράζοντας γροθιές άνοιξε δρόμο ως την πόρτα, ακολουθούμενος από τους συνοδούς του που κανείς δεν έθιξε. Η πόρτα άνοιξε, ο Λαμπράκης με τον Πάτσα ρίχτηκαν μέσα. Έκλεισε όμως αμέσως, και ο Ρουσσόπουλος έμεινε απέξω. Μωλωπισμένος, χτυπημένος στο μέτωπο, ο Λαμπράκης έγινε δεκτός από τους συγκεντρωμένους με ενθουσιασμό και με κραυγές οργής για την εναντίον του επίθεση. Αλλά, μόλις πέρασε η πρώτη στιγμή της έξαψης, μια ανήσυχη ερώτηση διέτρεξε την αίθουσα:

«Τι απέγινε ο Ρουσσόπουλος;»

Και ακούστηκε η ανεύθυνη απάντηση:

«Τον απήγαγαν και τον κρατούν όμηρο...»

Τι είχε απογίνει πράγματι ο δικηγόρος Ρουσσόπουλος; Βλέποντας την πόρτα της εισόδου να κλείνει, ενώ περιβαλλόταν από εχθρική αιμόσφαιρα -δεν τον έθιξε όμως κανείς, αν και τον είδαν ότι συνόδευε τον Λαμπράκη-, έκανε μεταβολή και επέστρεψε στο ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ. Η φήμη όμως ότι «απήχθη και κρατείται όμηρος» προκάλεσε έξαψη ιων πνευμάτων μέσα στην αίθουσα της συγκέντρωσης. Ο δικηγόρος Πάτσας πήρε τότε στο τηλέφωνο τον διοικητή του Ε' Τμήματος.

«Έχει απαχθή ο κ. Ρουσσόπουλος», του είπε. «Σπεύσατε να τον σώσετε».

Την ίδια στιγμή, ο Λαμπράκης, που είχε αρχίσει την ομιλία του, ανέφερε την εξαφάνιση του δικηγόρου και τον φόβο του ότι τον κρατούν ως όμηρο. Στη διοίκηση χωροφυλακής απασχολήθηκαν με το ζήτημα. Και ο ίδιος ο συνταγματάρχης Καμουτσής πήρε μαζί του και τον ταγματάρχη Δόλκα και έσπευσαν στο ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ. Ο Ρουσσόπουλος όμως βρισκόταν στο δωμάτιο του. Οι δύο αξιωματικοί της χωροφυλακής επικοινώνησαν μαζί του με το εσωιερικό τηλέφωνο και του πρότειναν:

«"Αν θέλετε να επιστρέφετε, θα σας συνοδεύσουμε εμείς ως την είσοδο». Εκείνος δέχτηκε και σε λίγο βρισκόταν στην αίθουσα της συγκέντρωσης. Η εμφάνιση του κατεύνασε τα πνεύματα των Οπαδών της Ειρήνης. Όχι όμως και των συγκεντρωμένων έξω από το κτίριο, που δεν άργησαν να εκδηλώσουν τα αισθήματα τους.

 

 

Ο πετροπόλεμος

 

Στο βήμα ήταν ακόμα ο Λαμπράκης. Και ξαφνικά ξέσπασε άγριος πετροπόλεμος, που μεταβλήθηκε σε γραφική ομηρική μάχη. Οι απ' έξω, οι «αντιφρονούντες», έριχναν ομαδικά. Οι πείρες έσπασαν ία παράθυρα και πολλές έπεσαν μέσα στην αίθουσα που τις άρπαζαν οι Οπαδοί της Ειρήνης και τις εκσφενδόνιζαν προς τα έξω. Άγριες φωνές ξεχύνονταν και από τις δύο πλευρές και ανταλλάσσονταν με πάθος βρισιές.

«Έξω οι Βούλγαροι», φώναζαν οι απ' έξω.

«Πουλημένοι, χαφιέδες», απαντούσαν οι άλλοι.

Τα πράγματα χειροτέρευαν, γιατί μια μεγάλη ομάδα εφόρμησε πάνω στην πόρτα και προσπαθούσε να την παραβιάσει για να εισορμήσει μέσα. Πιθανότατα θα το κατόρθωνε και θα ακολουθούσε εισβολή με άγνωστες συνέπειες. Αλλά εκείνη τη στιγμή κατέφθασαν οι πρώτοι χωροφύλακες με επικεφαλής τον διοικητή του Ε' Τμήματος. Απώθησαν τους επιτιθέμενους κατά της πόρτας, η κατάσταση όμως επιδεινωνόταν από στιγμή σε στιγμή και ο διοικητής ζήτησε ενίσχυση. Αμέσως εμφανίστηκε απόσπασμα με επικεφαλής τον ταγματάρχη Σέττα, που άρχισε να απωθεί το μαινόμενο πλήθος. Αλλά συγχρόνως ο διοικητής του Ε' Τμήματος μοίραρχος Παπατριαντάφυλλου ανέβηκε στην αίθουσα και ζήτησε να σταματήσει το μεγάφωνο γιατί εκείνο ερέθιζε τους «αντιφρονούντες».

«Όχι, όχι, δεν μπορεί να σταματήση», είπε ο Λαμπράκης, σε έντονο ύφος. «Και επί τη ευκαιρία, ιδού πώς με κατήντησαν».

Του έδειχνε τους μώλωπες και το χτύπημα στο μέτωπο. Ο μοίραρχος τα κοίταξε με ενδιαφέρον και του είπε:

«Να είσθε βέβαιος, ότι δεν θα επαναληφθή αυτό».

 Βαθμιαία έφταναν και άλλες δυνάμεις της χωροφυλακής και φαινόταν να αποκαθίσταται η τάξη. Τότε εθεάθη και ο επιθεωρητής χωροφυλακής στρατηγός Μήτσου να περιφέρεται με πολιτικά στον χώρο μπροστά στο κτίριο. Σε λίγο όμως γεννήθηκε το πρόβλημα: πώς θα αποχωρήσουν χωρίς να υποστούν επιθέσεις οι Οπαδοί της Ειρήνης; Γιατί οι ομιλητές τελείωσαν και οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να κατεβαίνουν για να φύγουν.

Οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Οι «αντιφρονούντες» αυτή την ευκαιρία μπορεί να περίμεναν. Ίσως να μην επρόκειτο να κάνουν τίποτε, αλλά η εντύπωση που έδιναν πως ετοιμάζονταν για επίθεση. Και οι επικεφαλής της χωροφυλακής διέταξαν την πιο άμεση ενέργεια: να αδειάσει η πλατεία. Αμέσως, πράγματι, οι άνδρες των αποσπασμάτων άρχισαν να σπρώχνουν το πλήθος σε βάθος προς τις οδούς Ερμού και Βενιζέλου - μπροστά στο κτίριο σε ευρεία έκταση δεν υπήρχαν παρά χωροφύλακες.

Το πρόβλημα όμως δεν είχε λυθεί, γιατί οι επιθέσεις μπορούσαν να γίνουν πιο κάτω. Ο συνταγματάρχης Καμουτσής μια λύση βρήκε: διέταξε να έρθουν αμέσως λεωφορεία να παραλάβουν τούς Οπαδούς της Ειρήνης και να τους μεταφέρουν σε μεγάλη απόσταση. Πράγματι, ο ανθυπομοίραρχος Σχοινάς έτρεξε στην οδό Σπανδωνή, όπου υπήρχε στάση λεωφορείων, και έφερε γρήγορα πέντε οχήματα.

Στο μεταξύ είχε αρχίσει η έξοδος από την αίθουσα. Πρώτος βγήκε στον δρόμο ο Λαμπράκης. Τον περιέβαλλαν οι Πάτσας, Τριανταφυλλίδης, Παπαδημητρίου, Καστρινός και Ρουσσόπουλος. Ο Λαμπράκης, αντικρίζοντας τον αστυνομικό διευθυντή Καμουτσή, τον πλησίασε και του είπε:

«Βλέπετε, συνταγματάρχα, αυτά τα σημάδια; Είναι από γροθιές εκείνων των ανθρώπων».

«Λυπούμαι γι' αυτό, αλλά δεν το προλάβαμε. Τώρα σας συνιστώ να φύγετε με τα λεωφορεία που φέραμε για να μην έχουμε τα ίδια». «Σας ευχαριστούμε, αλλά δεν δεχόμαστε. Θα πάμε με τα πόδια». Εκείνη τη στιγμή κάποιος του είπε:

«Έμαθες τι έγινε με τον Τσαρουχά;»

 

 

Η επίθεση κατά του βουλευτή

 

Ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ Τσαρουχάς δεν είχε έρθει στη Συγκέντρωση. Βρισκόταν στα γραφεία του κόμματος του όταν έφτασε στ' αφτιά του η φήμη για την απαγωγή του Ρουσσόπουλου. Έτρεξε αμέσως στη διεύθυνση της αστυνομίας, αναζητώντας τον συνταγματάρχη Καμουτσή, αλλά τον πληροφόρησαν ότι παρακολουθούσε τα πράγματα έξω από τη συγκέντρωση.

Ο βουλευτής Τσαρουχάς έφτασε εκεί και έψαχνε να βρει τον συνταγματάρχη, ο οποίος όμως φορούσε πολιτικά και δεν τον διέκρινε. Κατευθύνθηκε τότε στην είσοδο του κτιρίου και ήθελε να χτυπήσει την πόρτα για να του ανοίξουν. Μόλις είχε τελειώσει την ομιλία του ο Λαμπράκης και ακουγόταν η θύελλα των χειροκροτημάτων. Εκείνη τη στιγμή δέχτηκε από πίσω δυο γερά χτυπήματα στο κεφάλι από κάποιον άγνωστο που εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος. Ο Τσαρουχάς αισθάνθηκε να τρέχει το αίμα του. Κανείς δεν τον βοήθησε. Κανείς δεν στράφηκε κατά του δράστη. Τραυματισμένος, ο βουλευτής απευθύνθηκε σε έναν ανθυπομοίραρχο εκεί κοντά:

«Με τραυμάτισαν. Πρέπει να μεταφερθώ με ασθενοφόρο. Έχω πάθει πριν από λίγον καιρό έμφραγμα του μυοκαρδίου και φοβάμαι. Βοηθήστε με σάς παρακαλώ».

Ο ανθυπομοίραρχος στράφηκε στον μοίραρχο Παπατριανταφύλλου κι έψαξαν να βρουν κανένα ιδιωτικό αυτοκίνητο. Κατά σύμπτωση εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα άδειο ασθενοφόρο του σταθμού Α' Βοηθειών στο οποίο επιβίβασαν τον ματωμένο Τσαρουχά. Αλλά, ενώ έμπαινε μέσα, ακούστηκε μια φωνή:

«Κάτω οι δολοφόνοι...»

 

Από την είσοδο του κτιρίου μια ομάδα νεαρών αποσπάστηκε από τη μάζα των «αντιφρονούντων» και χύθηκε πάνω στον βουλευτή.

Τον έσυραν έξω και τον κακοποίησαν σκληρά. Και με μεγάλη προσπάθεια των αστυνομικών διασώθηκε για να μεταφερθεί στον σταθμό Α' Βοηθειών.

 

 

Το τρίκυκλο εφορμά

 

Στο μεταξύ ο Λαμπράκης με τους συνοδούς του συνέχιζαν την πορεία τους, όταν ξαφνικά ένα τρίκυκλο τρέχοντας ολοταχώς έπεσε πάνω τους. Παρέσυρε τον Λαμπράκη, τον έριξε χάμω και συνέχισε τον δρόμο του. Ένας άνθρωπος, εκτός του οδηγού, βρισκόταν στο αμάξωμα του τρίκυκλου. Ένας άλλος άνθρωπος πήδηξε αστραπιαία επάνω μόλις χτύπησε τον Λαμπράκη. Ήταν ο Χατζηαποστόλου, ένας από τους συνοδούς του, που όπως δήλωσε αργότερα «ήταν κάτι σαν σωματοφύλακας του». Κι ενώ το τρίκυκλο έτρεχε ολοταχώς, ο Χατζηαποστόλου ρίχτηκε πάνω στον κοντόσωμο άνδρα του αμαξώματος.

Δεν δυσκολεύτηκε να τον εξουδετερώσει και τότε έπεσε πάνω στο κουβούκλιο του τρίκυκλου. Με τις γροθιές του χτυπούσε το κρυστάλλινο δεξί παράθυρο του οδηγού, για να τον αναγκάσει να σταματήσει. Το έσπασε γρήγορα, αλλά ο οδηγός εξακολουθούσε τον ξέφρενο δρόμο του. Τελικά όμως έστριψε στην οδό Τσιμισκή και στη διασταύρωση της με την Καρόλου Ντηλ σταμάτησε τόσο απότομα, ώστε στο αμάξωμα οι δύο αντίπαλοι πετάχτηκαν κάτω. Στο σημείο εκείνο της διασταύρωσης στεκόταν ο υποδιοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης Παν. Παρταλίδης, φορώντας τη στολή του. Και έκπληκτος αντιλήφθηκε μπροστά στα μάπα του τη συνέχεια της κινηματογραφικής σκηνής.

Καθώς το τρίκυκλο στάθμευσε απότομα, εκείνος που βρισκόταν στο αμάξωμα έδωσε μια αιφνιδιαστική σπρωξιά στον Χατζηαποσιόλου και τον πέταξε έξω, κάνοντας τον να πέσει πάνω στην άσφαλτο. Ταυτόχρονα ο οδηγός, αφήνοντας τη μηχανή σε λειτουργία, πήδησε από τη θέση του κρατώντας στο χέρι του ένα κλομπ και άρχισε να χτυπά τον ξαπλωμένο Χατζηαποσιόλου, ο οποίος έβαλε τις φωνές ζητώντας βοήθεια.

Τότε επενέβη ο Παν. Παρταλίδης. Άρπαξε τον οδηγό γερά από το μπράτσο, φωνάζοντας:

«Σταμάτα να χτυπάς. Σε συλλαμβάνω...»

Η θέα της στολής επέδρασε αποφασιστικά. Ο οδηγός πραγματικά σταμάτησε το ξυλοκόπημα και έμεινε ακίνητος με το κλομπ στο χέρι, ενώ ο άλλος επιβάτης του τρίκυκλου το έβαζε στα πόδια.

 Εκείνος συμμορφώθηκε σιωπηλός. Στο μεταξύ είχαν τρέξει μερικοί διαβάτες που παρακολούθησαν τη σκηνή, ενώ κατέφθασε και ο τροχονόμος χωροφύλακας Χαράλαμπος Ασπιώτης.

«Τι τρέχει εδώ;» ρώτησε.

«Αυτός χτυπούσε εκείνον», φώναξαν οι θεατές, δείχνοντας τον οδηγό και τον Χατζηαποστόλου, που τον βοηθούσαν να σηκωθεί.

Ο υποδιοικητής της Πυροσβεστικής το επιβεβαίωσε και του παρέδωσε τον οδηγό, ο οποίος τώρα φαινόταν πειθήνιος.

«Αυτός πρέπει να συλληφθή», του είπε.

«Γιατί τον χτυπούσες;» ρώτησε ο τροχονόμος.

Εκείνος δεν απάντησε, αλλά ο χωροφύλακας τον κρατούσε από το γιακά, ενώ του πήρε το κλομπ. Στο μεταξύ, ο Παν. Παρταλίδης είχε κατευθυνθεί σε ένα περίπτερο εκεί δίπλα και τηλεφώνησε στην Άμεσο Δράση. Σε λίγο κατέφθασε το υπ' αρ. ΕΒΧ 867 αυτοκίνητο της χωροφυλακής με επιβαίνοντα τον ενωμοτάρχη Απ. Γεωργακόπουλο. Ο τροχονόμος τού παρέδωσε τον κρατούμενο και το κλομπ λέγοντας:

«Αδικος επίθεσις εναντίον εκείνου».

Ο ενωμοτάρχης πήρε τον αριθμό του τρίκυκλου: 43.981. Και, ενώ ο τροχονόμος οδηγούσε τον Χατζηαποστόλου στον σταθμό Α' Βοηθειών, το αυτοκίνητο της Άμεσης Δράσης παραλάμβανε τον οδηγό για να τον μεταφέρει στο 5ο Αστυνομικό Τμήμα. Εκεί διαπιστώθηκε αμέσως η ταυτότητα του. Ήταν κάποιος μεταφορέας Σπύρος Γκοτζαμάνης, 35 ετών, κάτοικος Τριανδρίας. Ο σύντροφος του πάνω στο όχημα ονομαζόταν Εμμ. Εμμανουηλίδης. Από τη στιγμή εκείνη έμπαιναν πανηγυρικά στην ιστορία και αυτοί και το τρίκυκλο τους, για να γίνουν διασημότητες διεθνούς ολκής και φορείς μιας αμφίβολης δόξας.

Τώρα όμως γεννιόντουσαν τα αγωνιώδη ερωτήματα που επρόκειτο από εκεί και πέρα να δεσπόζουν δραματικά στις ψυχές και τα πνεύματα των Ελλήνων: Γιατί εξαπέλυσε το τρίκυκλο του ο Γκοτζαμάνης κατά του Λαμπράκη; Ήταν τυχαία ή εγκληματική ενέργεια;

Απέβλεπε σε απλό εκφοβισμό και ξεφεύγοντας από τον έλεγχο κατέληξε στον θανάσιμο τραυματισμό του βουλευτή; Ή μήπως επρόκειτο για οργανωμένη επίθεση;

Και στην περίπτωση αυτή ποιοι στέκονταν πίσω από τον ανθρωπάκο του τρίκυκλου;

Στα ερωτήματα αυτά την απάντηση θα έδινε μόνο η Δικαιοσύνη. Ήταν υπόθεση αρκετά σοβαρή για να αφεθεί στο έλεος του πολιτικού πεζοδρομίου. Αλλά στο μεταξύ ο Λαμπράκης με συντριπτικό κάταγμα στο κρανίο, ημιθανής πια, είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ όπου χαροπάλευε.

 

 

Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, τ. 7, Ιουλιανά 1965:Η αρχή του τέλους, σ. 45-51

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.