ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

 ο Κωνσταντίνος και ο ΙΔΕΑ, 1964

 

Βασιλιάς και πρωθυπουργός

 

Τη Δευτέρα 23 Μαρτίου 1964, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έδινε τον όρκο του ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας. Και την 3η Απριλίου η κυβέρνηση ελάμβανε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, συγκεντρώνοντας 168 ψήφους. Δεν υπήρξε τη φορά αυτή ανταρσία.

Ποιες ήταν όμως οι σχέσεις του θρόνου με τη νέα πολιτική κατάσταση; Ή, ακριβέστερα, του βασιλιά με τον πρωθυπουργό;

Όταν ο Γ. Παπανδρέου, με το χρίσμα της Βουλής πια, επισκέφθηκε την 4η Απριλίου τον βασιλιά, έγινε δεκτός με απόλυτη εγκαρδιότητα. Ο Κωνσταντίνος φαινόταν αποφασισμένος να συνεχίσει τον δρόμο του πατέρα νου, ο οποίος, υποκύπτοντας στον «ανένδοτο», είχε συμμαχήσει με τον αρχηγό της Ένωσης Κέντρου. Η διάδοχος πριγκίπισσα Ειρήνη παρίστατο εξίσου διαχυτική. Και σε λίγο εμφανίστηκε η Φρειδερίκη, με τον τίτλο της βασίλισσας-μητέρας τώρα. Ζούσε στο περιθώριο πια, απομονωμένη στο Τατόι. Μόνο στις 15 Ιουνίου θα έκανε την πρώτη έξοδο της από το θλιμμένο ανάκτορο, για να κάνει μια επίσκεψη με τον γιο της στο Βυζαντινό Μουσείο. Την ημέρα αυτή -4 Απριλίου- επιφύλαξε στον Γ. Παπανδρέου θερμή υποδοχή και του έδειξε εξαιρετική φιλικότητα. Ο πρωθυπουργός κατέβηκε από το Τατόι με όψη που ακτινοβολούσε.

«Με τον βασιλέα θα τα πάμε πολύ καλά», δήλωσε. «Και με την μητέρα του επίσης. Οι οιωνοί είναι άριστοι».

Παραδόξως όμως η πολύπειρη οξυδέρκεια του τον απατούσε. Στην πραγματικότητα, ο δεσμός του με τον θρόνο ήταν τόσο εύθραυστο όσο και η συνοχή του κόμματος του. Ο Κωνσταντίνος ήταν ποτισμένος με την παράδοση του πατέρα του, Παύλου, του θείου του, Γεωργίου, και του παππού του, Κωνσταντίνου. Εννοούσαν να κυβερνούν και όχι να βασιλεύουν. Δεν είχε τη σοφία της ωριμότητας ο νεαρός βασιλιάς για να αντιληφθεί ότι ο δρόμος αυτός οδηγούμε στην καταστροφή της δημοκρατίας αλλά και του θρόνου.

 

Ο στρατός

 

Υπήρχε όμως και μια άλλη πραγματικότητα: Ο στρατός, δηλαδή το Σώμα των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων. Οι αξιωματικοί, Δεξιοί στη μεγάλη πλειοψηφία τους, με μεγάλη δυσφορία και ανησυχία παρακολούθησαν τον «ανένδοτο αγώνα». Λίγοι σχετικά τον συμπαθούσαν. Και τώρα έβλεπαν με δυσπιστία, αν όχι με καχυποψία, τη νέα κυβέρνηση του Κέντρου. Δυσπιστία γιατί φοβόντουσαν μήπως εισβάλει ο αριστερισμός στην Ελλάδα και ανατραπεί το ήδη καθιερωμένο καθεστώς στο στράτευμα.

Ο Γ. Παπανδρέου το γνώριζε και φοβόταν μια στρατιωιική επέμβαση. Τι πολιτική ακολούθησε για να αποκαταστήσει σχέσεις συνεργασίας και εμπιστοσύνης με τους αξιωματικούς; Τα μέτρα του ήταν αντιφατικά και αβέβαια.

Υπουργό Εθνικής Αμύνης τοποθέτησε τον παλιό προσωπικό του φίλο Πέτρο Γαρουφαλιά. Ανήκε στην ακραία δεξιά πτέρυγα του Κέντρου, ήταν δυναμικός και ικανότατος. Ενέπνεε εμπιστοσύνη στο στράτευμα όπως και στον βασιλιά. Και υπετίθετο ότι, εφόσον αυτός διοικούσε τις ένοπλες δυνάμεις, δεν ήταν δυνατό εκείνες να στραφούν κατά της κυβέρνησης.

Ταυτόχρονα όμως τοποθέτησε ως υφυπουργό Eθνικής Αμύνης τον Μ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ανήκε στην ακραία αριστερή πτέρυγα του Κέντρου. Υπολόγιζε ότι οι δύο αυτοί πολιτικοί θα αλληλοϋποβλέπονταν, θα αλληλοεξουδειερώνονιαν και θα μπορούσε ο ίδιος να χειρίζεται τον στρατό όπως ήθελε. Στην πραγματικότητα όμως, έτσι, στο καίριο τούτο υπουργείο η κυβερνητική πολιτική ήταν αλλοπρόσαλλη και δημιουργούσε σύγχυση, η οποία ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο εκείνους τους αξιωματικούς που θα ήταν διατεθειμένοι να παρέμβουν δυναμικά στην πολιτική.

Σε ποιους όμως θα εμπιστευόταν την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων; Την ηγεσία αυτή την αποτελούσαν 11 αντιστράτηγοι και οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων Ναυτικού και Αεροπορίας. Ο κυριότερος ηγέτης ήταν ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ). Αυτός διοικούσε ουσιαστικά τον στρατό. Ο Γ. Παπανδρέου στη θέση του τοποθέτησε τη 18η Απριλίου 1964 τον διοικητή του Β' Σώματος Στρατού αντιστράτηγο Γεννηματά. Και η εκλογή του κατακρίθηκε σφοδρά από τον κυβερνητικό Τύπο, ο οποίος τον χαρακτήριζε «πρωτεργάτη της βίας και νοθείας» κατά τις εκλογές του 1961. Αλλά ο πρωθυπουργός δεν μεταπείστηκε. Γιατί νόμιζε ότι η παρουσία του Γεννηματά επικεφαλής του ΓΕΣ θα παρεμπόδιζε την παρέμβαση των ομοϊδεατών του αξιωματικών. Κατά τα άλλα όμως έκανε ευρείες αναδιαρθρώσεις στις ένοπλες δυνάμεις, απομακρύνοντας πολλούς στρατηγούς.

Αλλά, ενώ φοβόταν το πραξικόπημα, διέλυσε το Στρατιωτικό Γραφείο παρά τω Πρωθυπουργώ που είχε συστήσει ο Κ. Καραμανλής, το οποίο θα μπορούσε να τον ενημερώνει για τα συμβαίνοντα στο στράτευμα.

 

 

«Υπάρχει ο ΙΔΕΑ»

 

Το ενδεχόμενο στρατιωτικού κινήματος τον απασχολούσε πολύ. Και την 23η Απριλίου, κατόπιν οξύτατων διαξιφισμών με τον Π. Κανελλόπουλο, δήλωσε στη Βουλή:

«Εντός των ενόπλων δυνάμεων υφίσταται και δρα οργάνωσις η οποία ονομάζεται ΙΔΕΑ και θα την καταργήσωμεν».

Και πρόσθεσε:

 «Αποτελεί κοινήν συνείδησιν εις τον στρατόν η ύπαρξις του ΙΔΕΑ ο οποίος είναι μυστική οργάνωσις και βεβαίως δεν έχει καταθέσει επωνύμως το καταστατικόν του εις το Πρωτοδικείον».

Ο πρωθυπουργός δεν ήταν απολύτως καλά πληροφορημένος. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ορισμένες ομάδες αξιωματικών που εξέφραζαν το πνεύμα ανησυχίας την οποία είχε ενσπείρει στο στράτευμα ο «ανένδοτος αγών». Δεν είχαν όμως σοβαρή συνοχή ή αποκρυσταλλωμένη οργάνωση και σχέδιο ενέργειας, εκτός της Ομάδας Παπαδόπουλου. Αλλά και αυτή ήταν ακόμα αδιαμόρφωτη και περιοριζόταν στην παρατήρηση των πραγμάτων, χωρίς να έχει, για την ώρα, σχεδιασμένες προθέσεις να αναλάβει ευθύνες εξουσίας. Άλλωστε, τότε ο «ανένδοτος» είχε προσωρινά κοπάσει και δεν υπήρχαν οι συνθήκες που θα δημιουργούσαν το ψυχολογικό υπόβαθρο μιας επέμβασης, μολονότι θα δημιουργούνταν πολύ σύντομα.

 Ο ΙΔΕΑ δεν υπήρχε. Είχε διαλυθεί μόλις ο Παπάγος σχημάτισε κυβέρνηση στα τέλη του 1952. Ο στρατηγός Καραγιάννης, όπως είδαμε, σαφώς το αναγράφει στο γνωστό βιβλίο ίου. Αποδιδόταν ο τίτλος του νεο-ΙΔΕΑ στις άμορφες ακόμα οργανώσεις που αναφέραμε. Πάντως, η έκφραση ΙΔΕΑ είχε γίνει σύνθημα για την εποχή και υπονοούσε κάθε στρατιωτική οργάνωση.

Υπήρχε και η έκφραση «χούντα». Με τον όρο αυτό το κοινό εννοούσε οργάνωση της ανώτατης ηγεσίας του στρατεύματος και όχι μέσων ή κατώτερων κλιμακίων. Αλλά συγκεκριμένη «χούντα» συστήθηκε το 1966 από τον τότε αρχηγό του ΓΕΣ Γρηγ. Σπαντιδάκη. Δύσκολα όμως θα μπορούσε το 1964 να αποδώσει κανείς τον όρο σε κάποια από τις κινήσεις που αναφαίνονταν τότε.

Πάντως, ο Γ. Παπανδρέου επαγρυπνούσε, έτοιμος να επέμβει κατασταλτικά με κάθε μέσο για να εξαλείψει κάθε «χούντα» που τυχόν θα επισημαινόταν. Αλλά είχε αναθέσει αυτή την αποστολή στον συνεργάτη του ο οποίος ήταν ο λιγότερο διατεθειμένος για τέτοιο ρόλο: τον υπουργό Εθνικής Αμύνης Πέτρο Γαρουφαλιά, ο οποίος εξέπληξε τους πάντες -και κυρίως την Ένωση Κέντρου- με μια απροσδόκητη δήλωση του στη Βουλή:

«Η "Χούντα" είναι ανύπαρκτος».

Εκ των υστέρων ξέρουμε ότι η δήλωση εκείνη, τη συγκεκριμένη εποχή που έγινε -τέλη του 1964-, δεν απείχε από τα πράγματα. Υπήρχε όμως διάχυτη στο στράτευμα -στη μεγάλη πλειοψηφία των αξιωματικών- η διάθεση, έστω και άμορφη, για επέμβαση. Πηγάζοντας από την αποστροφή των στρατιωτικών προς τον «ανένδοτο», η διάθεση αυτή έμελλε με επιταχυνόμενους ρυθμούς να φουντώσει μέσα στις θύελλες που επακολούθησαν με τη διάσπαση της Ένωσης Κέντρου, την όξυνση των πολιτικών αντιθέσεων, την πολιτική και κοινωνική κρίση γενικά που ξέσπασε από το 1965.

 

 

Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, τ. 7, Ιουλιανά 1965: Η αρχή του τέλους, σ. 105-108

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.