|
|
Κωνσταντίνος Καραμανλής, μεταπολίτευση 1974
[κίνδυνος νέου πραξικοπήματος]
Για να φαιδρύνω κάπως την αφήγηση, παρεμβάλλω μια μικρή ανθολογία των αστείων που κυκλοφόρησαν από τις πρώτες κιόλας ημέρες: Στο τρόλεϊ, κάποιος ρωτάει τον διπλανό του ευγενικά: - Με συγχωρείτε, κύριε, μήπως είσθε αξιωματικός του στρατού; - Όχι! - Μήπως της αεροπορίας; - Όχι! - Του ναυτικού; - Όχι! - Μήπως αρεοπαγίτης; - Όχι κύριε! - Μήπως αστυνομικός; - Μα όχι!.. - Τότε πάψε να μου πατάς τον κάλο, γουρούνι!..
Μια γριούλα μαθαίνει για τους σεισμούς στην Ήπειρο και σταυροκοπιέται: «Θεέ και Κύριε των ΕΝΟΠΛΩΝ Δυνάμεων!»
Η διαφορά μεταξύ της 21ης Απριλίου και της 4ης Αυγούστου: Από τον πάγο του Μανιαδάκη φθάσαμε στον Άρειο Πάγο του Κόλλια. Συναφές: Μοναδική μας ελπίδα απέμειναν τώρα οι Αμερικανοί, για να μας ξεΚολλιάσουν.
Πάλι στο τρόλεϊ: Ο ένας: - Άαχ! Ο άλλος: - Ααααχ! Κι ένας τρίτος: - Δεν αφήνετε, λέω εγώ, για το καλό σας την πολιτική συζήτηση;
Στο τρένο: Ξαφνικά μια γυναίκα επιτίθεται σ' έναν άνδρα και τον κτυπά άγρια με την τσάντα της. Επεμβαίνει ένας άλλος άνδρας και τον γρονθοκοπεί. Ένας τρίτος ορμά και τον δέρνει μετά μανίας. Φασαρία. Στα όργανα της τάξης εξηγεί η γυναίκα: - Ο αθεόφοβος, καίτοι φοράει στολή αξιωματικού, μου έβαλε χέρι. - Κι εσείς; ρωτούν τον δεύτερο. - Εγώ είμαι ο σύζυγος της κυρίας. Ο τρίτος απαντά: - Εγώ νόμισα πως έπεσε η κυβέρνηση!
Στην Ελλάδα επικρατούν ησυχία, ΤΑΝΚΣ και ασφάλεια. Ο πρωθυπουργός Κόλλιας στέλνει να συλλάβουν αυτόν που βγάζει τα ανέκδοτα. - Εσύ έβγαλες το αστείο για το τρόλεϊ; -Εγώ, κ. Πρόεδρε. - Το ανέκδοτο για το ξεΚόλλιασμα; - Εγώ, κ. Πρόεδρε. - Καλά, δεν μας σέβεσαι, εμάς που έχουμε το 80% του λαού μαζί μας; - Α, όχι. Αυτό το ανέκδοτο το βγάλατε εσείς, κ. Πρόεδρε.
Τάκης Λαμπρίας, Καραμανλής, ο φίλος, Το Βήμα βιβλιοθήκη, 2010, σ. 54-56
[πάνω]
Αναπολώντας την επιστροφή του στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974, ο Καραμανλής είχε πει στον Κρις Γουντχάουζ: «Συχνά σκεπτόμουν τη συγκίνηση που θα δοκίμαζα όταν θα ξαναπατούσα το έδαφος της πατρίδος. Και μπορώ να σας αποκαλύψω ότι με τη σκέψη αυτή εδάκρυζα προκαταβολικά. Κι όμως, ουδέποτε υπήρξα τόσο ψύχραιμος, ουδέποτε είχα τόση αυτοκυριαρχία, όση τη στιγμή που έφθανα στο αεροδρόμιο. Και αυτό γιατί το αίσθημα των ευθυνών που επρόκειτο να αναλάβω ήταν τόσο έντονο, ώστε να πνίγει, να εξαφανίζει κάθε άλλο αίσθημα». Η αίσθηση των ευθυνών! Με είχε και μένα εντυπωσιάσει η αταραξία του όταν, μέσα στο αεροπλάνο που γυρίζαμε, του μετέφερα το ρεπορτάζ του BBC που άκουσα στο πιλοτήριο και περιέγραφε τη θριαμβευτική υποδοχή που του ετοίμαζαν οι Αθηναίοι: «Το μεγαλύτερο πλήθος από την εποχή της Απελευθέρωσης!». Στον έκδηλο ενθουσιασμό μου είχε αντιδράσει με κατανυκτική απλότητα: «Αυτό προσδιορίζει το μέγεθος των ευθυνών μου». Η ανευθυνότητα όμως κυριαρχούσε όταν φθάσαμε. Είναι εγχάρακτες στη μνήμη -έχουν άλλωστε επανειλημμένα προβληθεί από την τηλεόραση- οι σκηνές της πάνδημης αλλοφροσύνης, του ξεσπάσματος του τεράστιου πράγματι πλήθους, που χαιρόταν την ελευθερία. Άγνωστα χέρια απέσπασαν τον Καραμανλή από τους τρεις συνεπιβάτες του κι από τους συγγενείς του που τον περίμεναν, άγνωστοι ώμοι τον περιέφεραν εδώ κι εκεί, όλοι ήθελαν να τον αγκαλιάσουν, να τον αγγίξουν, να νιώσουν ότι η ελπίδα τους ήταν εκεί, ολοζώντανη και απτή πραγματικότητα. Κάποια στιγμή τον ανακάλυψα στην ταράτσα του νέου κτιρίου του αεροδρομίου, όπου χιλιάδες φωνές του ζητούσαν να μιλήσει. Χωρίς μικρόφωνο, χωρίς μεγάφωνα, χωρίς διακοπή της οχλοβοής. Από κάποια κι εγώ μακρινή γωνιά, μόλις και μπόρεσα να πιάσω μια περικοπή του σύντομου λόγου του: «...Είμαι αισιόδοξος για το μέλλον. Με πίστη, αφοσίωση και αισιοδοξία θα προχωρήσουμε εμπρός. Υπάρχουν στη ζωή των εθνών κρίσεις οι οποίες μπορούν να μεταβληθούν σε αφετηρία αναγεννήσεως...» Συνέχιζε χωρίς ν' ακούγεται. Το πελώριο ακροατήριο εξέφραζε πίστη, αισιοδοξία, χαρά με τα δικά του άναρθρα λόγια. Ήταν η ώρα ν' αντιδράσει ο Καραμανλής. Ύψωσε τη φωνή του: «Πάψτε λοιπόν!..», φώναξε στον κόσμο. Μερικοί ισχυρίζονται ότι είπε «Πάψτε ρεεε!..». Ένας γεροντάκος πλάι μου αναφώνησε: «Άγριος έφυγε, ίδιος γύρισε». Και μια προσωπική σημείωση: Γυρίζοντας ύστερα από τόσα χρόνια στην Ελλάδα, έφαγα τόσες μούντζες ώστε ήταν αδύνατον να διανοηθώ ότι θα χαιρέτιζαν τον νόστο μου. Η αιτία ήταν ότι, καθώς ο Μιχάλης Λιάπης κι εγώ είχαμε χάσει τον Πρόεδρο και ο κόσμος στο αεροδρόμιο αραίωνε, προσφύγαμε σ' ένα αστυνομικό αυτοκίνητο, για να μας μεταφέρει στα Παλαιά Ανάκτορα. Από υπερβάλλοντα ζήλο, ο οδηγός έβαλε σ' ενέργεια τη σειρήνα για να παραμερίσουν τα Ι.Χ. που επέστρεφαν. Βλέποντας μας καθισμένους πίσω με πολιτικά, κάποιοι υπέθεταν ότι ήμασταν ασφαλίτες και μας φιλοδωρούσαν την αγανάκτηση τους. Την επομένη της επιστροφής του «Παράκλητου» στην Αθήνα, οι Τάιμς του Λονδίνου έγραφαν: «Οι Έλληνες χρειάσθηκαν επτά χρόνια -όσο κράτησε η δικτατορία- για να μάθουν να εκτιμούν τον κ. Καραμανλή και τον εντυπωσιακό ισολογισμό της διακυβέρνησης του από το 1955 έως το 1963... Πολλοί οπαδοί του λένε πως του ανετέθη τώρα μία αποστολή αυτοκτονίας. Ο ίδιος φαίνεται να την βλέπει μάλλον σαν ρώσικη ρουλέτα». Τάκης Λαμπρίας, Καραμανλής, ο φίλος, Το Βήμα βιβλιοθήκη, 2010, σ. 103-105
[πάνω]
[1974 κίνδυνος νέου πραξικοπήματος] Κάθε άλλο παρά ήταν στα κέφια του όταν, στις 11 Αυγούστου, την ώρα που κορυφωνόταν η ένταση με την Τουρκία -στα πρόβαρα της εισβολής του Αττίλα Β' στην Κύπρο- διασταυρώνονταν οι πληροφορίες ότι ο αμετανόητος Ιωαννίδης, που είχε τεθεί μία εβδομάδα πριν σε διαθεσιμότητα, ετοιμαζόταν να κινήσει τις μονάδες που παρέμεναν στρατοπεδευμένες στην Αττική εναντίον της κυβερνήσεως εθνικής ενότητος. Ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε!.. Στην προκειμένη περίπτωση τον είδαν οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων και πράγματι φοβήθηκαν. Αναφέρομαι και σε άλλο σημείο της αφήγησης μου στο επεισόδιο. Αξίζει όμως να προσθέσω την εξιστόρηση του από τον ίδιο τον Καραμανλή: «Το πρωί της 11ης Αυγούστου επληροφορούμην ότι δυνάμεις ελεγχόμενες από τον Ιωαννίδην επρόκειτο το βράδυ της ιδίας ημέρας να επιχειρήσουν πραξικόπημα με τον σκοπό να ανατρέψουν την κυβέρνησιν και να με συλλάβουν ή άλλως πως με εξουδετερώσουν. Την πληροφορίαν μού την έδωσε ο υπουργός Εθνικής Αμύνης και την επιβεβαίωσεν ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως. Στις 11.00' π.μ. η ώρα μετέβην εις την σύσκεψιν (την οποία είχα συγκαλέσει από την προτεραία για την εξέταση της στρατιωτικής κατάστασης της χώρας, ενόψει του επερχομένου ναυαγίου της Γενεύης) και είπα στους παριστάμενους ότι δεν πρόκειται να συζητήσουμε το θέμα για το οποίο είχε αυτή συγκληθεί, διότι ήμουν υποχρεωμένος να τους απασχολήσω με σοβαρότερο θέμα. Τους είπα συγκεκριμένως ότι είχα πληροφορίες ότι το βράδυ της ίδιας εκείνης ημέρας επρόκειτο να γίνει πραξικόπημα από τις μονάδες που σταθμεύουν στο λεκανοπέδιο της Αττικής και ελέγχονται από τον Ιωαννίδη. Οι αρχηγοί των Επιτελείων μού εδήλωσαν ότι δεν είχαν καμίαν ένδειξιν που να επιβεβαιώνει την πληροφορία μου. Παρενέβη τότε ο πρόεδρος κ. Γκιζίκης, λέγων ότι είχε και αυτός τας ιδίας πληροφορίας και παρετηρείτο μία ύποπτος κίνησις εις τας εν λόγω μονάδας, δεν εγνώριζε όμως εάν και πότε θα εκδηλωνόταν. Είπα εις τους αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων με αγανάκτησιν [μέτρια η έκφραση, Τ.Λ.] ότι δεν δύναμαι να κυβερνώ την χώραν αυτήν και ν' αντιμετωπίζω τους κινδύνους που την απειλούν, απειλούμενος ο ίδιος εκ των έσω. Και ετόνισα ότι, εκτός του ότι είχα ανάγκην να αισθάνομαι απολύτως ελεύθερος εις την διαμόρφωσιν της πολιτικής μου, εμειούτο και το κύρος μου -που ήταν απαραίτητο για να εκπληρώ την αποστολήν μου- όταν εδημιουργείτο η εντύπωσις ότι είμαι αιχμάλωτος της Χούντας. Εν συνεχεία, εζήτησα από τους αρχηγούς των Όπλων να μου δηλώσουν κατηγορηματικώς εάν ελέγχουν τας ενόπλους δυνάμεις. Οι μεν αρχηγοί του ναυτικού και της αεροπορίας με διαβεβαίωσαν ότι τας ελέγχουν. 0 αρχηγός του στρατού καθώς και ο κ. Μπονάνος μού είπαν ότι τας ελέγχουν μεν, αλλ’ ότι υπάρχει σημαντικός αριθμός αξιωματικών οι οποίοι διατηρούν την πάλαιαν νοοτροπίαν. Είπα εις τους αρχηγούς των Επιτελείων ότι είναι ζήτημα αξιοπρέπειας και για μένα και γι' αυτούς να εξουδετερώσουν εντός της ημέρας τα καρκινώματα αυτά ή άλλως να παραιτηθούν. Τους έταξα προθεσμίαν έως τις 2.00' μ.μ. διά να μου είπουν εάν αναλαμβάνουν ή όχι την ευθύνην αυτήν και τους εδήλωσα ότι, εάν δεν συνεμορφώνοντο, θα ήμουν υποχρεωμένος ή να παραιτηθώ ή να καλέσω εντός της ημέρας τον λαόν εις την Πλατείαν Συντάγματος. Και να ζητήσω από αυτόν να κάμει αυτό που εκείνοι θα ηρνούντο ή δεν θα ηδύναντο να μου εξασφαλίσουν - δηλαδή να εξουδετερώσει τους συνωμοτούντας κατά της κυβερνήσεως και του λαού. Εις το σημείον αυτό απεχώρησα μετά του υπουργού Εθνικής Αμύνης και άφησα τον κ. Γκίκα διά να μου φέρει την απάντησίν των. Την ώραν 1.50' μ.μ. ο κ. Γκίκας μού έφερε την απάντησίν, συμφώνως προς την οποίαν θα μετεκινούντο εντός της ημέρας οι μονάδες...». Ανακουφισμένος ο Καραμανλής μού ανέθεσε να βρω τρόπο να ειδοποιηθεί το κοινό, ώστε να μην ανησυχήσει όταν εμφανισθούν τανκς και τεθωρακισμένα. Πράγματι, όταν ακούσθηκαν και πάλι οι ερπύστριες στους δρόμους, ο κόσμος δεν φοβήθηκε ότι έγινε ένα νέο πραξικόπημα, ειδοποιημένος έγκαιρα ότι πρόκειται για επιβεβλημένες μετακινήσεις. Αγνοούσε όμως ότι είχε έτσι αποτραπεί ένα καταστροφικό πραξικόπημα. Τάκης Λαμπρίας, Καραμανλής, ο φίλος, Το Βήμα βιβλιοθήκη, 2010, σ. 108-110
[πάνω]
Αποδίδεται στον Χέγκελ η απαισιόδοξη ρήση: «Αυτό που διδάσκουν η πείρα και η Ιστορία είναι ότι οι λαοί και οι κυβερνήσεις ουδέποτε διδάχθηκαν οτιδήποτε από την Ιστορία ή έδρασαν σύμφωνα με τις αρχές που συνήγαγαν από αυτήν». Στις 23 Ιουλίου 1974, την πιο ηλεκτρισμένη ημέρα της μεταπολεμικής μας Ιστορίας, όλα παίζονται. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί, κανείς δεν μπορεί να έχει υπόδειγμα για το πώς πρέπει να ενεργήσει. Ο Αττίλας Α' έχει καταλάβει σημαντικό θύλακο στη Βόρεια Κύπρο προσεγγίζοντας τη Λευκωσία. Ο στρατηγός Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κατευθύνεται προς την Αθήνα με τα τεθωρακισμένα και τη διακήρυξη 250 αξιωματικών που αξιώνουν πολιτική κυβέρνηση Καραμανλή. Περίτρομοι οι υπουργοί της Χούντας έχουν εξαφανισθεί. Ο Κίσινγκερ προδιαγράφει πολιτική μεταβολή στην Αθήνα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στρατηγός Γκιζίκης, συγκαλεί για νωρίς το απόγευμα τους πολιτικούς -Π. Κανελλόπουλο, Στ. Στεφανόπουλο, Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, Σπ. Μαρκεζίνη, Γ. Μαύρο, Π. Γαρουφαλιά, Ευ. Αβέρωφ και Ξ. Ζολώτα- με τη συγκατάθεση των οποίων θα παρίστανται στη σύσκεψη και οι τέσσερις επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων. Το ότι όλοι οι παρασταθέντες δεν είχαν να επικαλεσθούν διδάγματα από την Ιστορία καταφάνηκε από το γεγονός ότι αρχικώς εκώφευσαν στην έκκληση να υπάρξει αμέσως πρωθυπουργός. Ο Κανελλόπουλος και ο Μαύρος είπαν ότι δεν ήταν δυνατόν να σχηματισθεί κυβέρνηση «επί τροχάδην». Σχεδόν κλαίγοντας ο Νόβας εκλιπάρησε να παραμερισθούν τα πάντα, για ν' αποκτήσει κυβέρνηση ο τόπος που χάνεται. 0 Μαρκεζίνης πρότεινε να σχηματισθεί κυβέρνηση τεχνοκρατών με πρωθυπουργό τον διπλωμάτη Χρ. Ξανθόπουλο-Παλαμά. Ο Γαρουφαλιάς κράτησε μια ασαφή στάση, με την ελπίδα πως θα επιβεβαιώνονταν οι πληροφορίες του ότι ήταν αυτός ο εκλεκτός της ημέρας! Είναι πια γνωστό ότι τη λύση Καραμανλή προώθησε τελικά η παρέμβαση του Αβέρωφ. Με όσα είπε, και όπως εν συνεχεία εξελίχθηκαν τα πράγματα, για μιαν ακόμη φορά η Ιστορία έπαιξε στον Κανελλόπουλο το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Διότι για μιαν ακόμη φορά, ύστερα από μια εικοσαετία, ξαναμπήκε το ίδιο ερώτημα, «Κανελλόπουλος ή Καραμανλής;», με τον πρώτο χαμένο από χέρι στη σύγκριση. Για μιαν ακόμη φορά ο διανοούμενος πολιτικός επέπρωτο να χάσει. Καραμανλής ή Κανελλόπουλος; Αφηγείται ο Αβέρωφ στην έκθεση του για την ιστορική εκείνη σύσκεψη: «... Τέτοια κυβέρνηση, είπα, δύο πρόσωπα μπορούσαν να σχηματίσουν στην Ελλάδα. Το ένα ήταν ο Καραμανλής. Γιατί; Δεν υπήρχε γιατί! Διότι, είπα, ο Καραμανλής εξακολουθεί να είναι θρύλος. [...] Εάν δεν ήταν διαθέσιμος ο Καραμανλής, εάν δεν ήθελε ο Καραμανλής, τότε το έτερο πρόσωπο, το μόνο άλλο πρόσωπο που μπορούσε να σχηματίσει τέτοια κυβέρνηση, ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Και ήταν διότι είχε μια πνευματική ακτινοβολία σπανία και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, είχε μιαν ανωτερότητα ήθους και ήταν ακόμη εκείνο το οποίον είχε επισημάνει όταν μίλησε: η στάση του κατά την επταετία έναντι της Αριστεράς και του Κέντρου τον είχε κάνει αποδεκτό και από τους Έλληνες που ακολουθούσαν αυτές τις πολιτικές κατευθύνσεις. Είπα, όμως, ζητώντας συγγνώμην από τον κ. Κανελλόπουλον, τον οποίον αγαπώ και σέβομαι, ότι προτιμούσα την κυβέρνηση αυτήν να την σχηματίσει ο Καραμανλής, ότι θα ήταν πολύ πιο δυναμική για τις συνθήκες εκείνες. Με διέκοψε τότε ο στρατηγός Γκιζίκης, ο οποίος μού είπε ότι δυστυχώς ο κ. Καραμανλής βρίσκεται μακριά, ότι εδώ έχουμε ανάγκην κυβερνήσεως, εάν είναι δυνατόν εντός δύο ωρών και πάντως πριν από το βράδυ, διότι πρέπει να δώσουμε απάντηση στην πρόσκληση να πάμε στη Γενεύη και ότι γι' αυτόν τον λόγο θα ήταν πολύ δύσκολο να συζητηθεί περίπτωση Καραμανλή...». Υπό την πίεση των γεγονότων και των σκέψεων που είχαν διατυπωθεί, η μόνη λύση που θεωρήθηκε εφικτή ήταν Κανελλόπουλος πρωθυπουργός, Μαύρος αντιπρόεδρος και υπουργός των Εξωτερικών. Λεν είχε αντίρρηση ο Κανελλόπουλος. Είχε όμως τη διστακτικότητα που προσιδιάζει στους θεωρητικούς και τους διαφοροποιεί από τους άνδρες της πράξης. Είπε (κατά την αφήγηση πάντα του Αβέρωφ): «Ναι, πιθανόν, αλλ’ αυτό χρειάζεται μία συνεννόηση και δεν είναι εύκολο ν' απαντήσουμε αυτή τη στιγμή. Προτείνω να διακόψουμε για μία ώρα, για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε με τον κ. Μαύρο». Συμφώνησαν όλοι, η σύσκεψη διεκόπη, αλλά το διάλειμμα υπήρξε μοιραίο για τον Κανελλόπουλο. Κατά το διάστημα που συζητούσε στο γραφείο του με τον Μαύρο, ο Αβέρωφ είχε πείσει τους στρατιωτικούς ν' αναζητηθεί ο Καραμανλής. Κατόρθωσε ο ίδιος να τον εντοπίσει στο Παρίσι, του εξήγησε την κατάσταση, έβαλε τον Γκιζίκη ν' απευθύνει από τηλεφώνου την έκκληση για την επιστροφή του και αναζητούνταν οι τρόποι για την άμεση πραγματοποίηση του ταξιδιού. Λιτά εξιστορεί ο ίδιος ο Κανελ¬λόπουλος13 την αιφνίδια τροπή των πραγμάτων. Για μία ακόμη φορά, τη σημαντικότερη για την ιστορία του, ο δρόμος έκλεισε για τον ίδιο κι άνοιξε λεωφόρος για τον Καραμανλή. Τάκης Λαμπρίας, Καραμανλής, ο φίλος, Το Βήμα βιβλιοθήκη, 2010, σ. 139-141
[πάνω] |
|