ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ

Γιάννης Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπιά του, Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα,

μτφρ Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2012, σ. 175-180

  

Η στιγμή του πεπρωμένου για τον Ανδρόνικο ήταν η 8η Νοεμβρίου 1977. Ήταν μια στιγμή την οποία, όπως παραδέχεται, ονειρευόταν επί σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια. Σε μια από τις ονειροπολήσεις του, λέει, αναλογιζόταν τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα που είχε δώσει μέχρι τότε η γη της Μακεδονίας «με την ελπίδα πως το δικό μας το εύρημα θα ήταν λίγο πιο πλούσιο και λίγο πιο καλό» (Ανδρόνικος 1997: 116). Ήταν μια στιγμή την οποία ήταν αποφασισμένος να ζήσει. Η ανακάλυψη ενός σημαντικού αρχαιολογικού μνημείου, ενός ασύλητου, μοναδικού τάφου, εξαιρετικά πλούσιου σε ευρήματα, ένα τεράστιας σημασίας αρχαιολογικό γεγονός, ήταν αναμφίβολα το επιστέγασμα της αφιέρωσης μιας ολόκληρης ζωής στον τόπο της Βεργίνας και ειδικότερα στη «Μεγάλη Τούμπα», έναν τόπο που τον γνώριζε πολύ καλά και που τον είχε βιώσει με απόλυτα αισθητηριακό και ενσώματο τρόπο. Ταυτόχρονα, αυτή η στιγμή του πεπρωμένου ήταν κάτι που ο ίδιος είχε χορογραφήσει και σκηνοθετήσει, από τον καθορισμό της ημερομηνίας που ανοίχτηκε ο τάφος (ούτως ώστε να συμπέσει με τη γιορτή των αγίων του κάτω κόσμου) μέχρι την «τελετουργική» διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά το άνοιγμα του (πρβλ. Ανδρόνικος 1997:120) και τη δημόσια ανακοίνωση των ευρημάτων, λίγες μέρες αργότερα.

Παρά τις προηγούμενες αμφιβολίες του, το 1976 (ενώ πραγματοποιούσε ανασκαφές στη «Μεγάλη Τούμπα»), ο Ανδρόνικος υιοθέτησε την άποψη του καθηγητή Nicholas Hammond (1972) ότι η πρωτεύουσα της αρχαίας Μακεδονίας, οι Αιγές, ήταν στη Βεργίνα και όχι στην Έδεσσα, όπως πιστευόταν προηγουμένως (Ανδρόνικος 1997: 60-65). Στο εξής, ο Ανδρόνικος περίμενε να βρει βασιλικούς τάφους κάτω από τη «Μεγάλη Τούμπα» (110 μ. διάμετρος και 12 μ. ύψος). Ανακοίνωσε την υπόθεση του στη στήλη του στο Βήμα (καθώς και σε ένα επιστημονικό περιοδικό), εξάπτοντας τη φαντασία της κοινής γνώμης με την παρατήρηση ότι «Τώρα πια οι προσδοκίες από την ανασκαφή-της μπορεί να είναι εξαιρετικές. Ακόμα και η απίστευτη ελπίδα πως κάτω από την τεράστια επίχωσή της καλύπτει τάφους Μακεδόνων βασιλέων αποχτά τη θεωρητική-της θεμελίωση» (Ανδρόνικος 1976β). Από εκείνη τη στιγμή και μετά, στήθηκε μια τεράστια δημόσια παράσταση· όλο το έθνος παρακολουθούσε τον Ανδρόνικο, και εκείνος το ήξερε. Η ανασκαφική περίοδος του 1977 δεν είχε αρχίσει καλά και ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την προσπάθεια, καθώς δεν έβρισκε αυτό που ζητούσε. Έβρισκε, ωστόσο, σπασμένους μαρμάρινους επιτύμβιους λίθους, τους οποίους δεν άργησε να συνδέσει με τον γαλατικό στρατό (τους μισθοφόρους του βασιλιά Πύρρου της Ηπείρου) ο οποίος είχε λεηλατήσει τους μακεδόνικους βασιλικούς τάφους το 274 π.Χ. Αλλά τίποτα περισσότερο. Κάποιοι συνάδελφοι άρχισαν να τον ειρωνεύονται («Μανόλη, όταν βρεις τον τάφο, να μας ειδοποιήσεις», του είχε πει ένας Ανδρόνικος 1997: 72), αλλά εκείνος συνέχισε, ώσπου ανακάλυψε τον πρώτο τάφο, συλημένο αλλά με μια εντυπωσιακή τοιχογραφία που απεικόνιζε την απαγωγή της Περσεφόνης από τον θεό του κάτω κόσμου Άδη. Ο Ανδρόνικος απογοητεύτηκε: «Οι τοιχογραφίες του έδειχναν πως δεν ήταν ένας συνηθισμένος τάφος, όμως τίποτε δεν μας βεβαίωνε πως ήταν βασιλικός» (Ανδρόνικος 1997: 95). Όμως τότε τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Δίπλα στον πρώτο τάφο ανακάλυψε ένα «ηρώον», μια κατασκευή την οποία συνέδεσε με τη λατρεία των νεκρών και η οποία τον έκανε να πιστέψει ότι τα πρόσωπα που ήταν θαμμένα σε κάποιο τάφο εκεί κοντά πρέπει να ήταν αρκετά σημαντικά, ώστε να τα λατρεύουν ως θεούς. Κατόπιν, και ενώ ολόκληρο το χωριό ονειρευόταν τάφους γεμάτους θησαυρούς, η ανακάλυψη ενός δεύτερου τάφου με μια εντυπωσιακή τοιχογραφία στην πρόσοψη του η οποία απεικόνιζε μια σκηνή κυνηγιού αύξησε ακόμα πιο πολύ τις προσδοκίες, ιδίως όταν ο Ανδρόνικος αποφάνθηκε ότι η κεντρική μορφή της τοιχογραφίας πρέπει να ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Βασισμένος σε αυτό, και στις χρονολογικές ενδείξεις που παρείχαν άλλα στοιχεία, συμπέρανε ότι έβρισκε βασιλικούς τάφους της εποχής του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου Β', του πατέρα του και του πιο διάσημου Μακεδόνα μετά από αυτόν. Ομως ο Αλέξανδρος είχε ταφεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και, μέσα σε εκείνο το χρονικό διάστημα, μόνον ο Φίλιππος Β' και ο Φίλιππος Γ' Αρριδαίος, ένας διόλου ηρωικός και παντελώς λησμονημένος διάδοχος, είχαν πεθάνει. Όταν αποκαλύφθηκε ότι ο τάφος ήταν ασύλητος, ο Ανδρόνικος ένιωσε «ευτυχισμένος βαθιά» (Ανδρόνικος 1997: 112). Το πιο σημαντικό γι' αυτόν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι ο τάφος ήταν άθικτος, ότι θα μπορούσε να αγγίξει και να αισθανθεί τον νεκρό, όπως τον είχαν αφήσει την ημέρα της ταφής, να νιώσει την ιστορία με το ίδιο του το κορμί: 

Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο· ούτε αν ήταν βασιλικός (...]. Μου έφτανε πως είχα βρει ένα μακεδόνικο τάφο που όταν θα τον ανοίγαμε θα βρίσκαμε ανέγγιχτο τον νεκρό και τα κτερίσματα του, όπως τα είχαν αφήσει τη μέρα της ταφής. Έναν τάφο μακεδόνικο δέκα μέτρα μήκος ανέπαφο! Ήταν απίστευτο, κι όμως ήταν πια αληθινό.

Ανδρόνικος (1997:113)

Το άνοιγμα του τάφου προγραμματίστηκε για τις 8 Νοεμβρίου. Πλήθος αξιωματούχων προσκλήθηκε να παρευρεθεί· ο νομάρχης, ο πρύτανης του πανεπιστημίου, η έφορος αρχαιοτήτων της περιοχής, η χωροφυλακή, ενώ συγκεντρώθηκαν και αρκετοί επισκέπτες (Ανδρόνικος 1997: 115-116). Έπειτα από μια νύχτα αγρύπνιας, ο Ανδρόνικος (χρησιμοποιώντας ένα γνωστό τέχνασμα των τυμβωρύχων) είπε να αφαιρέσουν μια πέτρα από την οροφή και, στη συνέχεια, σε μια στιγμή που θύμιζε τον Howard Carter και την ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών, βαθιά συγκλονισμένος, πλησίασε το άνοιγμα και, με τον φακό στο χέρι, έσκυψε να δει το εσωτερικό του. Ύστερα από την αρχική απογοήτευση, καθώς μέρος του τάφου ήταν άδειο, η φωτεινή δέσμη του φακού έπεσε πάνω σε ένα εντυπωσιακό πλήθος από χρυσά, αργυρά και άλλα ευρήματα, όπλα, μια μαρμάρινη σαρκοφάγο και πολλά άλλα. Κατόπιν ο Ανδρόνικος σηκώθηκε και έδωσε τον φακό σε πολλούς άλλους από τους παριστάμενους κατ αυστηρά ιεραρχική σειρά, αρχίζοντας από τους βοηθούς του (Ανδρόνικος 1997: 119). Στη συνέχεια, κατέβηκε στον τάφο για μια πρώτη εξέταση και, μετά τη φωτογράφιση των ευρημάτων, επέστρεψε με τους βοηθούς του για να αρχίσουν τη μεταφορά των ευρημάτων. Μια άλλη συγκινησιακά φορτισμένη στιγμή ήρθε όταν, ανοίγοντας τη μαρμάρινη σαρκοφάγο, ο Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του βρήκαν μέσα μια χρυσή λάρνακα· μέσα σε αυτήν αποκαλύφθηκαν επιτέλους τα καμένα οστά του νεκρού. Ο Ανδρόνικος ένιωσε να κατακλύζεται από θρησκευτική ευλάβεια και συγκίνηση, και στά¬θηκε μπροστά στη λάρνακα, «όπως ένας χριστιανός θα στεκόταν στα λείψανα ενός αγίου» (Ανδρόνικος 1997: 142). Τις επόμενες μέρες έμενε συνήθως άγρυπνος όλη νύχτα, μελετώντας δυο μικρά ελεφαντοστέινα κεφαλάκια που είχε βρει στον τάφο· ήταν πεπεισμένος ευθύς εξαρχής ότι απεικόνιζαν τον Φίλιππο Β' και τον γιο του Αλέξανδρο. Όπως γράφει, με την πρώτη ματιά που έριξε στο ένα από αυτά, μέσα στον τάφο «τα έχασα· το αφήνω πάλι στη θέση του· στηρίζομαι στα δυο μου χέρια και το ξανακοιτώ· δεν είμαι πια παιδί να βάλω τις φωνές, μέσα μου όμως ακούω σάλπιγγες» (1997: 151). Μια νύχτα, ενώ τα περιεργαζόταν, ξύπνησαν ο σπιτονοικοκύρης του και η σύζυγος του. Έφτιαξαν καφέ, και 

όταν ο Κώστας είδε το κεφάλι του «Φίλιππου», χωρίς κανένα δισταγμό μού είπε: «Αυτός είναι ο Φίλιππος, έτσι δεν είναι;». Όταν τον ρώτησα από πού τον ξέρει, μου απάντησε πως τον έχει δει σε μια εγκυκλοπαίδεια [...]. Για μένα, η aνaγνώριση αυτή από έναν άνθρωπο απλό με καθαρό μυαλό και χωρίς καμιά προκατάληψη, ήταν η καλύτερη επιβεβαίωση πως δεν είχα πέσει έξω στην ταύτιση που είχα κάνει.

Ανδρόνικος (1997:158) 

Όπως αναφέραμε προηγουμένως, ο Ανδρόνικος συχνά επικαλούνταν την κρίση και τη σοφία των «απλών» ανθρώπων, που επικοινωνούσαν με τους προγόνους με έναν λιγότερο περίπλοκο, και άρα πιο «αυθεντικό», τρόπο από ό,τι οι σπουδασμένοι επιστήμονες. Όμως ο σπιτονοικοκύρης του διατηρούσε μια διαφορετική ανάμνηση από αυτό το επεισόδιο, σύμφωνα με όσα αφηγήθηκε, σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα. Σε συνέντευξη του σε μια εφημερίδα, θα δήλωνε: 

Πέσαμε να κοιμηθούμε το βράδυ. Αυτός ήταν πολύ ανήσυχος, δεν κοιμήθηκε καθόλου. Στις δυόμισι τα μεσάνυχτα με ξύπνησε. «Σήκω, Κώστα», μου είπε, «θέλω να σου πω κάτι...». Πήγαμε στην κουζίνα. Πάνω στο τραπέζι είχε μερικά κομμάτια από τα ευρήματα. Μου τα 'δειξε και διατηρώντας κάποια επιφύλαξη μου είπε ότι πρέπει να είναι ο τάφος του Φιλίππου. Βεβαιώθηκε γι' αυτό μελετώντας 5-6 μέρες τα ευρήματα.  

Λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Νοεμβρίου, τρεις μόλις μέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, το Υπουργείο Πολιτισμού εξέδωσε ένα σύντομο δελτίο Τύπου σχετικά με τα ευρήματα, εξάπτοντας τη φαντασία του ελληνικού κοινού. Ήδη κυκλοφορούσε ευρέως η φήμη ότι ο Ανδρόνικος είχε βρει τον τάφο του Φιλίππου της Μακεδονίας. Ο Ανδρόνικος, πεπεισμένος πλέον για την ταυτότητα του νεκρού, ακύρωσε μια συνέντευξη την οποία θα έδινε στο Βήμα· είχε αποφασίσει να μιλήσει απευθείας σε όλο το έθνος και να μη δείξει προτίμηση στην εφημερίδα όπου αρθρογραφούσε. Αυτή η ανακοίνωση προς το έθνος έγινε στις 24 Νοεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, σε μια συνέντευξη Τύπου που διοργανώθηκε από το πανεπιστήμιο. Εκείνο το πρωί, μίλησε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό, λέγοντας τους τι σκόπευε να πει. Και οι δύο τον προέτρεψαν να κάνει την ανακοίνωση και, παρά τις επιφυλάξεις του, να τονίσει ότι υπήρχε μια πολύ ισχυρή πιθανότητα ο τάφος να ήταν του Φιλίππου (Ανδρόνικος 1997: 172-173). Η συγκλονιστική ανακάλυψη σαγήνευσε αμέσως το κοινό και η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου. Εφημερίδες και περιοδικά δημοσίευσαν εκτενή ρεπορτάζ για τα ευρήματα, και όλος ο κόσμος άκουσε πρώτη φορά να γίνεται λόγος για τη Βεργίνα, για τη σύγχρονη ελληνική Μακεδονία, για μακεδόνικους τάφους. Ακολούθησαν προσκλήσεις για ομιλίες, δημοσιεύσεις και συνεντεύξεις. Το επόμενο έτος, με τεράστια, πλέον, οικονομική υποστήριξη, χάρις στην παρέμβαση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Ανδρόνικος βρήκε άλλον ένα μικρότερο τάφο. Ακολούθησε ένας κατεστραμμένος τάφος το 1980 (Ανδρόνικος 1984: 83). Το 1982 ανακαλύφθηκε ένα θέατρο, και ο Ανδρόνικος αποφάνθηκε ότι ήταν «το θέατρο όπου δολοφονήθηκε ο Φίλιππος και όπου ανακηρύχτηκε ο Αλέξανδρος βασιλιάς των Μακεδόνων, για να οδηγήσει τον ελληνισμό στα πέρατα της Ανατολής» (Ανδρόνικος 1991).

Ο Ανδρόνικος είχε πραγματώσει το όνειρο του, είχε δώσει σάρκα στα απογυμνωμένα οστά του αρχαίου παρελθόντος, ανακαλύπτοντας τη Μακεδονία για την οποία είχαν μιλήσει οι αρχαίοι συγγραφείς. Τέλος, είχε προσφέρει στους Βορειοελλαδίτες και σε όλους τους Έλληνες το όνειρο τους, ένα όνειρο που, όπως θα γινόταν φανερό λίγα χρόνια αργότερα, το είχαν απόλυτη ανάγκη. Το να ανακαλύψει τον πλουσιότερο τάφο που βρέθηκε ποτέ στην Ελλάδα δεν ήταν αρκετό. Το να βρει τα λείψανα μιας ιστορικής μορφής δεν ήταν αρκετό. Το να κατονομάσει τον νεκρό ήταν εκείνο που είχε τη μεγαλύτερη σημασία. Στην Ελλάδα τα ονόματα είναι σημαντικά. Στη Μακεδονία ακόμα περισσότερο. Να κατονομάζεις σημαίνει να γνωρίζεις. Να κατονομάζεις σημαίνει να αναγνωρίζεις ως οικείο. Να κατονομάζεις σημαίνει να υποδέχεσαι το κατονομαζόμενο πρόσωπο στην εθνική οικογένεια. Αυτό έκανε ο Ανδρόνικος. Παρά τις επιφυλάξεις του, παρά το επιστημονικό ένστικτο του που τον ώθησε να τονίσει ότι η χρονολόγηση του τάφου ήταν πιο σημαντική από τον προσδιορισμό της ταυτότητας του νεκρού, υποστήριζε ανέκαθεν ότι η ταυτότητα του νεκρού ήταν αναμφισβήτητη, ότι ο νεκρός είχε ένα όνομα, ότι ο νεκρός ήταν ο Φίλιππος Β'. Να κατονομάζεις σημαίνει να ανασταίνεις.

Υποδεχόμενος τον επώνυμο νεκρό στην εθνική οικογένεια, ο Ανδρόνικος συνέχιζε μια μακρά παράδοση στην οποία, μέσα από τα προσωπικά ονόματα που παίρνουν οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι πρόγονοι συνεχίζουν να ζουν στο παρόν. Το φαινόμενο αυτό έχει μελετηθεί εκτενώς από τους εθνογράφους. Ο David Sutton (1997- 1998) έχει δείξει ότι, στην Κάλυμνο, η συνήθεια να παίρνουν τα παιδιά τα ονόματα των παππούδων τους (ή ενός αγαπημένου εκλιπόντος αδελφού ή αδελφής) γίνεται ένας μηχανισμός μέσω του οποίου διατηρείται μια σωματική συνέχεια με το παρελθόν. Ο ήχος του οικείου ονόματος παρέχει μιαν ακόμα ακουστική, αισθητηριακή σύνδεση. Επιπλέον, η συνάρτηση του ονόματος του απογόνου με την κληρονομιά της γης (μέσα από τη συνήθεια τα εγγόνια να κληρονομούν τη γη του παππού του οποίου το όνομα έχουν πάρει) ριζώνει αυτή την αίσθηση της συνέχειας και της ιστορίας στη γη, στο χώμα, στο έδαφος. Η συνάφεια με την εθνική-αρχαιολογική διαδικασία, και ιδιαίτερα με την περίπτωση που εξετάζουμε εδώ, είναι προφανής. Η γη όπου βρέθηκε ο επώνυμος, πλέον, νεκρός, ο οποίος έφερε ένα ελληνικό όνομα, όπως η συντριπτική πλειονότητα των σημερινών κατοίκων του τόπου, ήταν η κληρονομιά που ο κατονομασθείς νεκρός άφησε στην εθνική του οικογένεια.

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.