|
|
Εμείς και οι Αρχαίοι
Γ. Χ. Χουρμουζιάδης, Εμείς και οι Αρχαίοι Επιστημονικό Συμπόσιο «Οι χρήσεις της αρχαιότητας από το νέο ελληνισμό», Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 2002, σ. 160-162
Θ' αρχίσω τώρα την ανακοίνωση μου με μια φράση του David Lowental από την εισαγωγή του βιβλίου του The Past is a foreign Country: «Το παρελθόν είναι παντού. Ό,τι μας περιβάλλει, λίγο ως πολύ, έχει τον προγονό του, όπως εμείς οι ίδιοι και η σκέψη μας. Τα ερείπια, οι ιστορίες, οι μνήμες είναι μια ανθρώπινη εμπειρία. Όλα τα στοιχεία του παρελθόντος καταστρέφονται, τελικά όμως είναι αθάνατα. Είτε τα γιορτάζουμε, είτε τα απορρίπτουμε, είτε τα παρακολουθούμε, είτε τα αγνοούμε είναι παντού παρόντα». Αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα, το παρελθόν είναι παντού παρόν και εδώ, δεν το απορρίπτουμε ούτε το αγνοούμε, το «γιορτάζουμε», το «παρακολουθούμε». Το ερώτημα όμως είναι με ποιον τρόπο; Πώς, με άλλα λόγια, η αρχαιολογική πληροφορία, οι αρχαιότητες, τα αρχαία, οι αρχαίοι πρόγονοι, ως σχήμα πολιτισμού, ως ανοργάνωτο υλικό αρχαίων πραγμάτων και κατασκευαστικών υλικών, ως μια σύνθετη λειτουργία ενός παρελθόντος «γιορτάζεται» από τη σύγχρονη κοινωνία και πώς αναγνωρίζεται; Επομένως με ποιον τρόπο προσλαμβάνεται το παρελθόν ως ζώσα ιστορική πληροφορία, και την πληροφορία αυτή πώς τη διαχειρίζονται αυτοί που είναι «αρμόδιοι» να τη διαχειριστούν ή να την καταστρέψουν; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι δυνατό να προκύψουν από μια πρόχειρη ματιά στατικού χαρακτήρα, με την έννοια της απλής «πρόσβασης» σ' αυτό που πραγματώνεται ως κοινωνική αποδοχή και αφορά την πρόσληψη και τη διαχείριση της αρχαιολογικής πληροφορίας, είτε στο επίπεδο της γνώσης, του «παραδείγματος» της μεγάλης Ιδέας, είτε της απλής αισθητικής. Πρέπει αυτές οι απαντήσεις να ξεκινήσουν από τη μελέτη των εθνικών ιδεολογιών, που έχουν διαμορφωθεί κατά το 19ο αι. κυρίως, κάτω από την επίδραση των αντιλήψεων του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας της οποίας η μεταπρατική οικονομική βάση άργησε να συγκρουστεί με το ασύμβατο προς αυτήν εποικοδόμημα, με αποτέλεσμα να αργήσουν και οι ιστορικές αλλαγές στη συνείδηση των εργαζομένων. Φυσικά αναφέρομαι σ' εκείνες τις κυρίαρχες ιδεολογίες που αντιλαμβάνονται ως προϋπόθεση οποιασδήποτε εθνικής προοπτικής είτε την ελληνοκεντρική αρχαιοφιλία είτε την ελληνοχριστιανική, κατασκευασμένη ορθοδοξία. Όλα αυτά, βέβαια, είναι μια πολύ γενική εισαγωγή στο θέμα μας και πολλές φορές, το ξέρουμε όλοι μας, αυτές οι γενικές εισαγωγές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα- γι' αυτόν ακριβώς το λόγο θα προσπαθήσω να εξειδικεύσω τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το θέμα. Αναφέρθηκα, λοιπόν, στις δυο κυρίαρχες εθνικές ιδεολογίες, γιατί και οι δύο έπαιξαν και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και του εποικοδομήματος και της αγοράς ως στοιχείων ενός συστήματος του οποίου η λειτουργία, στο πλαίσιο ενός καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μπορεί να ορίζεται και να επα-νατροφοδοτείται από σκοπιμότητες πολιτικές, καθημερινούς κερδοσκοπικούς ελιγμούς και πάνω απ' όλα από τις συμπεριφορές με τις οποίες ο πολίτης παράγει πολιτισμικό υλικό και προσαρμόζεται με τη βοήθεια του στο εθνικό «περιβάλλον» της χώρας. Ένα περιβάλλον που, εξαιτίας της έλλειψης των βαθιών κοινωνικών αλλαγών δρα σαν ανόργανο σώμα. Δρα σαν να είναι παρόν, ενώ δεν είναι. Το ερώτημα, επομένως, που μπορεί κανείς να διατυπώσει στο σημείο αυτό αφορά τη μορφή και τη λειτουργία των ιδεολογικών μηχανισμών, άρα των συστατικών εκείνων που αποτελούν και το εποικοδόμημα μας, που, όπως συμπεριφέρεται, επιτρέπει και νομιμοποιεί κάθε χρήση του παρελθόντος. Φυσικά του δικού μας παρελθόντος. Θα πρότεινα, λοιπόν, να δεχτούμε πως ένας από τους κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του, είναι πρώτα απ' όλα η εκπαίδευση ως συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής εγκύκλιος γνώσης και όχι ως μια διάχυτη ύλη που είναι δυνατό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να διαμορφώνει την κοινή γνώμη απέναντι στις «αρχαιότητες». Αυτή την τελευταία λειτουργία την ασκούν σήμερα έντονα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που και αυτά συνιστούν με τη σειρά τους έναν άλλο ιδεολογικό μηχανισμό, εφιαλτικά, σχεδόν, επιβλητικό, άκρως αποτελεσματικό, ιδιαίτερα στο πεδίο διαμόρφωσης μιας άλλης και, ασφαλώς, μιας ευρύτερης κοινής γνώμης. Τέλος, έναν τρίτο μηχανισμό, που λειτουργεί στην κατεύθυνση δημιουργίας αλλά και τελικής διαμόρφωσης μιας κοινής γνώμης σχετικής με την πρόσληψη της αρχαιολογικής πληροφορίας, τον συνιστούν όλες εκείνες οι γενικές τοποθετήσεις ή οι απλές περιγραφές που αναφέρονται στην αρχαιότητα, πότε με τη μορφή της γνωστής επετειακής φλυαρίας και πότε με εκείνη την πρόχειρη εκπόνηση λογοτεχνικών κειμένων που έχουν ως θέμα την επιφάνεια του αρχαίου κόσμου, ενός κόσμου που με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται ποτέ δεν κατορθώνει να αποκτήσει ιστορικό νόημα, απλώς προβάλλεται ως μια αφηρημένη εικόνα που οδηγεί σε μια σειρά εθνικιστικών ή ψευδοαισθητικών ονειρώξεων. 160-162
|
|