| |
Έθνος και σχολική Ιστορία
Χάρης Αθανασιάδης
http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2015/09/blog-post_35.html
Η σχολική Ιστορία γράφεται συνήθως από εκπαιδευτικούς με ιστορικές σπουδές και,
ως εκ τούτου, είναι βέβαιο πως παρακολουθεί, σε αδρές τουλάχιστον γραμμές, τις
προόδους της ιστοριογραφίας. Από την άλλη, όμως, είναι αναγκασμένη να
προσαρμόζεται στα κρατικά αναλυτικά προγράμματα, τα οποία τείνουν να αποτυπώνουν
αν όχι την επίσημη κρατική ιδεολογία, οπωσδήποτε τις κυρίαρχες παραδοχές μιας
κοινωνίας για το παρελθόν της. Συνεπώς, σε κάθε εποχή και κάθε χώρα, η σχολική
Ιστορία υιοθετεί στοιχεία, ερμηνείες και μοτίβα τόσο της ακαδημαϊκής, όσο και
της δημόσιας Ιστορίας – ο φυσικός της χώρος είναι εκείνη η ασαφής και αενάως
μεταβαλλόμενη επικράτεια, στην οποία οι δύο καταρχήν αντίπαλες διανοητικές
στρατηγικές συναντιώνται, διεισδύουν η μία μέσα στην άλλη, αλληλεπιδρούν και
συναλλάσσονται. Ζώντας και αναπνέοντας εκεί, η σχολική Ιστορία επιλέγει και
ενσωματώνει όσα δεδομένα και σχήματα μπορούν να ενταχθούν (δίχως να παραγάγουν
άλυτες αντιφάσεις) στη συνεκτική αφήγηση την οποία επιχειρεί να κατασκευάσει.
Βέβαια, η δοσολογία ποικίλλει ανάλογα με το βαθμό ώσμωσης της ακαδημαϊκής με τη
δημόσια Ιστορία, ανάλογα με τα διακυβεύματα κάθε εποχής και ανάλογα με τον
εκάστοτε συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Μα, σε κάθε
περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλίνει σημαντικά από τον κεντρικό ιδεολογικό σκοπό
του οικείου (όπως και κάθε άλλου) εθνικού κράτους: να μορφοποιήσει και να
μεταδώσει μια συνεκτική, θετική, ελκυστική, εντέλει αυτοεπιβεβαιωτική εθνική
ταυτότητα. Υπό αυτήν την οπτική, η σχολική Ιστορία θα μπορούσε να ιδωθεί ως η
επίσημη δημόσια Ιστορία.
Στην ελληνική περίπτωση, ο άξονας γύρω από τον οποίο αρθρώθηκε η επίσημη δημόσια
αφήγηση του παρελθόντος, δηλαδή η σχολική Ιστορία μας, προτάθηκε από τον
Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο δύο μόλις δεκαετίες ύστερα από τη συγκρότηση του
ελληνικού κράτους και τη θεσμοθέτηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η
μονότομη, η λεγόμενη «μικρή» Ιστορία του, που εκδόθηκε το 1853, δεν ήταν μια
γενική Ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως συνηθιζόταν στα χρόνια του
Διαφωτισμού, αλλά μια ειδική Ιστορία του ελληνικού έθνους• δεν περιοριζόταν στην
ένδοξη ελληνική αρχαιότητα, που αποτέλεσε το πρότυπο της συγκρότησης του νέου
ελληνισμού, αλλά συνέχιζε μέχρι τη σύγχρονη εποχή (την εποχή του Όθωνα),
ενθέτοντας τα βασίλεια των Μακεδόνων και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως
αναπόσπαστα τμήματα της πολιτικής και πολιτισμικής ιστορίας του ελληνικού
έθνους. Ο Παπαρρηγόπουλος πρότεινε τη μικρή του Ιστορία ως σχολικό εγχειρίδιο.
Μα, η πρότασή του δεν εγκρίθηκε· οι καινοτομίες που εισήγαγε προσέκρουσαν στον
τότε ιστορικό κανόνα. Ωστόσο, λίγο αργότερα, όταν η οπτική του ξεδιπλώθηκε στη
μεγάλη, την πεντάτομη Ιστορία του, αποδείχθηκε πως ό,τι δυσκολευόταν ακόμη να
υποδεχθεί το κράτος, έβρισκε απήχηση στην κοινωνία. Η αφήγησή του λειτούργησε
για μεγάλο διάστημα ως δημόσια Ιστορία (εύληπτη και ελκυστική στο ευρύτερο
κοινό), προτού καταξιωθεί ακαδημαϊκά στη δεκαετία του 1880 και παγιωθεί τελικά
ως σχολική Ιστορία στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα.Έκτοτε, με τη
συστηματική διδασκαλία της στους μαθητές και τις μαθήτριες επί έναν και πλέον
αιώνα, η οπτική του Παπαρρηγόπουλου κατέστη δομικό στοιχείο της ελληνικής
εθνικής ταυτότητας. Στο μεταξύ, βέβαια, ιδιαιτέρως από τη Μεταπολίτευση και
εξής, η εγχώρια ακαδημαϊκή Ιστορία δεξιώθηκε τις θεματικές, θεωρητικές και
μεθοδολογικές ανανεώσεις της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας. Αρχικά, η κοινωνική και
η οικονομική, ύστερα η διανοητική και η πολιτισμική Ιστορία εμβολίασαν τις
ιστορικές μας σπουδές, μεταλλάσσοντας ουσιωδώς την εικόνα μας για το οικείο
παρελθόν και ενθέτοντάς την στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο.
Ωστόσο, η σχολική μας Ιστορία, παρά τα κατά καιρούς εκσυγχρονιστικά της
επιχρίσματα, παρέμεινε στον πυρήνα της συνεπής στον κανόνα του Παπαρρηγόπουλου.
Συνέχιζε να αφηγείται μια ηρωική και πένθιμη βιογραφία ενός αρχέγονου και
ανάδελφου έθνους, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της σήμερον, ακριβώς επειδή
δεν έπαψε ποτέ να αξιοποιείται πρωτίστως ως εργαλείο για την ενστάλαξη εθνικής
συνείδησης – μιας ορισμένης εθνικής συνείδησης.Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν βιβλία
–λιγοστά, βέβαια– τα οποία εγκρίθηκαν κατά καιρούς ως σχολικά εγχειρίδια παρότι
απέκλιναν σημαντικά από τον κανόνα. Η έγκρισή τους μπορεί καταρχάς να αποδοθεί
στον μεταβατικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης κάθε φορά συγκυρίας. Μεταβάσεις που
έμοιαζαν τη στιγμή εκείνη ελπιδοφόρες. Μα και πάλι, τα «αιρετικά» εγχειρίδια δεν
μακροημέρευσαν. Αποσύρθηκαν υπό το βάρος των ιδεολογικών και πολιτικών
αντιπαραθέσεων που ξέσπασαν αμέσως με την εισαγωγή τους στα σχολεία. Πρόκειται
για διαμάχες που επικεντρώνονται στη μορφή και το περιεχόμενο της εθνικής μας
ιστορίας, μα το πραγματικό τους διακύβευμα είναι ο εθνοποιητικός ρόλος της
σχολικής μας Ιστορίας – το περιεχόμενο εντέλει της εθνικής μας ταυτότητας. Από
τη διαδοχική και συγκριτική μελέτη των πιο χαρακτηριστικών περιπτώσεων αναδύεται
ανάγλυφα ο κοινός παρονομαστής. Πρόκειται για τον ιστορικό κανόνα του
Παπαρρηγόπουλου, όχι όπως ακριβώς τον μορφοποίησε ο ίδιος στην μεγάλη Ιστορία
του, αλλά όπως παγιώθηκε στα σχολικά βιβλία στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό
αιώνα – λίγο πριν από τη μακρά σειρά των πολέμων, που άλλαξαν το χάρτη των
Βαλκανίων και έθεσαν επιτακτικά το αίτημα για ανανέωση της εθνικής αγωγής των
μαθητών. Ακριβώς γι’ αυτό, οι αποκλίσεις από τον ιστορικό κανόνα και,
συνακόλουθα, οι δημόσιες διαμάχες και οι αποσύρσεις εγχειριδίων είναι φαινόμενα
των τελευταίων εκατό ετών. Νωρίτερα, κατά τον 19ο αιώνα, οι όποιες
αντιπαραθέσεις για σχολικά εγχειρίδια αποτύπωναν απλώς τις διαφορετικές
διδακτικές προσεγγίσεις των επιφανέστερων παιδαγωγών ή, συνηθέστερα, τους
ανταγωνισμούς εκδοτών και συγγραφέων για τον επιμερισμό των σχετικών κρατικών
κονδυλίων. Δημόσιες διαμάχες για την εικόνα του εθνικού μας παρελθόντος στα
σχολικά βιβλία και, ειδικότερα, για τον κεντρικό άξονα της αφήγησης (το λεγόμενο
«σχήμα της συνέχειας»), η ελάχιστη αμφισβήτηση του οποίου προκαλεί σήμερα ιερό
μένος, δεν ανέκυψαν κατά τον 19ο αιώνα. Αναμενόμενο, βέβαια, εφόσον γράφτηκαν
και εγκρίθηκαν πριν από την κατίσχυση του κανόνα που εισήγαγε ο Παπαρρηγόπουλος.
Το δημοφιλέστερο και μακροβιότερο αναγνωστικό του 19ου αιώνα, ο Γεροστάθης του
Λέοντος Μελά, γράφτηκε το 1858 – ύστερα από τη μικρή Ιστορία του
Παπαρρηγόπουλου, μα πριν από την πεντάτομη και τη γενικευμένη αποδοχή της.
Καταδεικνύεται, έτσι, πως η σχολική Ιστορία έχει κι αυτή την ιστορία της, μια
ιστορία συνυφασμένη ποικιλότροπα αφενός με τις προόδους της ιστοριογραφίας και
αφετέρου με τις εκάστοτε επικρατούσες συλλογικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος.
|