|
|
Οι απαρχές της σύγχρονης ιστορικής σκέψης, Εμανουήλ Τερρέ history.ionio.gr/postgraduate/hdnt/download.php?f=aparxes.pdf
Την εποχή που εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Χέγκελ, τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα η φιλοσοφική σκέψη είναι έντονα επηρεασμένη από την κληρονομιά του Καντ. Ο Καντ άφησε το πεδίο της φιλοσοφίας σε κατάσταση φαινομενικώς αγεφύρωτου σχίσματος: σχίσματος ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο, που η γεφύρωσή του θεωρείται έκτοτε κεντρικό πρόβλημα της φιλοσοφίας· σχίσματος, στο εσωτερικό του υποκειμένου, μεταξύ του εμπειρικού ατόμου και του υπερβατικού υποκειμένου, το οποίο είναι το μόνο ικανό να συγκροτήσει την επιστήμη· σχίσματος στο εσωτερικό του αντικειμένου, μεταξύ φαινομένου και απροσπέλαστου «καθαυτό πράγματος»· σχίσματος όσον αφορά τη δράση του ανθρώπου, μεταξύ της αναγκαιότητας και του κόσμου της ελευθερίας, και όσον αφορά την ηθική, μεταξύ της αρχής του καθήκοντος και της αρχής της ευτυχίας. Σε καθένα από αυτά τα επίπεδα, ο Καντ αντιπαραθέτει δύο όρους ή στοιχεία μεταξύ των οποίων δε φαίνεται να υπάρχει καμιά ενότητα, καμιά αρμονία. Έτσι, όλοι αυτοί που τον ακολουθούν επιχειρούν να αποκαταστήσουν την απωλεσθείσα ενότητα και να συμφιλιώσουν τους αντιπάλους που είχε δημιουργήσει ο Καντ. Η μέθοδος που υιοθέτησε ο Χέγκελ για να πετύχει αυτόν τον αντικειμενικό στόχο ήταν να αποδεχτεί τη διχοτομία και τον ανταγωνισμό ως εξωτερική όψη της παρούσας πραγματικότητας και να προτείνει τη συμφιλίωση ως μελλοντική αναγκαιότητα. Ο Χέγκελ εισάγει επομένως την έννοια του χρόνου στις σχέσεις μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, μεταξύ αιτίας και πραγματικότητας. Οι σχέσεις αυτές δε θεωρούνται πλέον παγιωμένες μια για πάντα από «τη φύση των πραγμάτων»• νοούνται στο πλαίσιο μιας εξελικτικής διαδικασίας στη διάρκεια της οποίας οι δύο αντιτιθέμενοι όροι μεταβάλλονται αμοιβαία και μετασχηματίζονται ο ένας τον άλλον. Η διαδικασία που περιγράφει ο Χέγκελ έχει τρία κύρια στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, η έννοια, πρωταρχική και θεμελιώδης οντότητα, διαμορφώνεται στο περιβάλλον του ιδεώδους, της αφαίρεσης: έτσι γεννιούνται οι μεγάλες κατηγορίες της φιλοσοφικής σκέψης - το είναι, το μηδέν, το γίγνεσθαι, ο αριθμός, το μέτρο κτλ. - που η ταξινόμηση και η μελέτη τους συγκροτεί την επιστήμη της Λογικής. Στο δεύτερο στάδιο, η έννοια αυτοαναιρείται για να γίνει πράγμα, πραγματικότητα, φύση. Η φύση δεν είναι, στην ουσία, παρά η έννοια που έγινε πραγματικότητα - γι' αυτό και είναι εξ ορισμού, κατανοητή - αλλά στην περίπτωση αυτή η φύση είναι το «καθαυτό πράγμα», που δε βλέπει, δεν ακούει, δε μιλάει. Η έννοια δεν πραγματώνεται παρά με τη λήθη και την απώλεια της αυτοσυνείδησής της. Τότε εμφανίζεται το τρίτο στάδιο, κατά το οποίο η έννοια ανακτά τη συνείδησή της, χωρίς όμως να χάνει την ιδιότητα του πράγματος. Το στάδιο αυτό είναι το στάδιο της ιστορίας: η ιστορία περιγράφεται επομένως ως διαδικασία κατά την οποία ο λόγος κατακτά σιγά σιγά το πραγματικό και το διέπει σύμφωνα με τις απαιτήσεις του. Στο τέλος της διαδικασίας επιτυγχάνεται η συμφιλίωση και αποκαθίσταται η ενότητα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου έτσι ώστε, γράφει ο Χέγκελ στον πρόλογο της Φιλοσοφίας του Δικαίου, «καθετί το πραγματικό είναι λογικό και καθετί το λογικό είναι πραγματικό».
Απόλυτη γνώση, το κίνητρο της ιστορίας
Καθεμιά από τις μεγάλες περιόδους της ιστορίας νοείται επομένως ως ένα από τα στάδια αυτής της διαδικασίας, μια από τις φάσεις της κίνησης κατά την οποία ο λόγος αποκτά τον έλεγχο του κόσμου και τον υποτάσσει στο νόμο του. Ο Χέγκελ μας αποκαλύπτει την ενότητα κάθε ιστορικής περιόδου. Η ενότητα αυτή παίρνει τη μορφή του Volksgeist, του εθνικού πνεύματος. Εκδήλωση του Weltgeist, ή πνεύματος του κόσμου, σ' ένα συγκεκριμένο στάδιο της ιστορικής εξέλιξής του, το Volksgeist εμπνέει με τη σειρά του και διαμορφώνει όλους τους θεσμούς και όλα τα μεγάλα έργα της εν λόγω ιστορικής περιόδου. Η πολιτική, η θρησκεία, η οικονομία, οι τέχνες φέρουν τη σφραγίδα του. Κάθε εποχή μπορεί επομένως να περιγράφει ως «έκφραση μιας ολότητας» όπου κάθε στοιχείο αντικατοπτρίζει τα άλλα στοιχεία και το σύνολο. Όλα τα έθνη δε σημειώνουν, βεβαίως, την ίδια πρόοδο: σε κάθε στάδιο υπάρχει ένα έθνος που λειτουργεί ως μοντέλο και οδηγός, παρέχοντας το κριτήριο με το οποίο κρίνουμε μέχρι ποίου σημείου τα επιτεύγματα των άλλων εθνών είναι ανάλογα με τις απαιτήσεις της ιστορικής εξέλιξης. Ταυτόχρονα όμως, καθεμιά από τις διακεκριμένες αυτές πραγματικότητες είναι προσωρινή και προώρισται να αφανιστεί και να αντικατασταθεί. Αυτό συμβαίνει επειδή στο εσωτερικό τους λειτουργεί υπογείως το Weltgeist. Όσο δεν πραγματοποιείται η ανάκτηση του πραγματικού, όσο παραμένει οπουδήποτε στον κόσμο ένα υπόλειμμα αντίστασης στην αυτοκρατορία του λόγου - μια ανεξερεύνητη περιοχή της φύσης, ένα τμήμα της κοινωνίας όπου βασιλεύει η αταξία και η σύγχυση - ο λόγος παραμένει ανικανοποίητος. Υποσκάπτει τα θεμέλια των οικοδομημάτων που έχει ο ίδιος κατασκευάσει, αφού αν επέμεναν να υπάρχουν αιωνίως, έχοντας εκπληρώσει το σκοπό τους, θα μεταβάλλονταν σε εμπόδια. Η κίνηση αυτή χάρη στην οποία το πνεύμα αμφισβητεί συνεχώς τα ίδια του τα δημιουργήματα πραγματώνεται μέσω της σκέψης και της δράσης των ανθρώπων, αλλά χωρίς οι τελευταίοι να το συνειδητοποιούν. Πρόκειται γι' αυτό που ονομάζει ο Χέγκελ «τέχνασμα του λόγου» -ο οποίος χρησιμοποιεί για δικό του σκοπό δρώντες που πιστεύουν ότι εργάζονται για σκοπούς άλλους. Η φιλοσοφία της ιστορίας που οικοδομείται πάνω σ' αυτές τις αρχές παρουσιάζει ορισμένα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά. Πρόκειται πρώτα πρώτα για φιλοσοφία της προόδου: η ιστορία έχει κατεύθυνση και σκοπό και τείνει προς το θρίαμβο της λογικής και του πνεύματος - προς την «απόλυτη γνώση», όπως την αποκαλεί ο Χέγκελ. Είναι όμως επίσης φιλοσοφία διαλεκτική: καθεμιά από τις περιόδους της ιστορίας είναι μεταβατικό, περαστικό στάδιο, που χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις οι οποίες οδηγούν αναπόφευκτα στην καταστροφή. Τέλος, είναι φιλοσοφία της αναγκαιότητας: ο μόνος στόχος που θα μπορούσε να θέσει το συγκεκριμένο ιστορικό άτομο -ήρωας ή λαός - είναι να εκπληρώσει τις επιταγές του πνεύματος του κόσμου όπως εμφανίζονται στη δεδομένη ιστορική περίοδο, χωρίς να επιχειρήσει να τις προκαταλάβει, να τις εμποδίσει ή να τις στρέψει προς τα πίσω. Μεγάλοι άνδρες - ο Αλέξανδρος, ο Καίσαρ, ο Ναπολέων - ή μεγάλοι λαοί - οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Πρώσοι - είναι αυτοί που μπορούν να διακρίνουν αυτές τις επιταγές, να τις αντιλαμβάνονται ως συνθήματα της δράσης τους και να παίζουν έτσι το ρόλο τους στην προοδευτική νίκη του πνεύματος. Η μεγαλύτερη ασάφεια και δυσκολία της φιλοσοφίας της ιστορίας του Χέγκελ έγκειται στην έννοια της απόλυτης γνώσης. Η επίτευξη της απόλυτης γνώσης ορίζει το τέλος της ιστορίας. Πρόκειται όμως για μακρινή προοπτική, ανάλογη με τη Δευτέρα Παρουσία του χριστιανικού δόγματος, ή για πιο κοντινή που τείνει να επηρεάζει τις πράξεις του ανθρώπου• Ο Χέγκελ μοιάζει να υιοθετεί εν προκειμένω διάφορες στάσεις. Πλέκει το εγκώμιο της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντος και, στη συνέχεια, του πρωσικού κράτους με όρους που φαίνεται να υποδηλώνουν ότι μ' αυτές τις δύο περιπτώσεις η ιστορία έφτασε στο τέλος της. Το ζήτημα αυτό έμελλε να διχάσει βαθιά τους μαθητές του Χέγκελ. Όσοι πίστευαν ότι ο λόγος είχε ολοκληρώσει το δρόμο του έγιναν συντηρητικοί οπαδοί της καθεστηκυίας τάξης. Αλλοι δε δυσκολεύτηκαν να αποδείξουν ότι, στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, η αταξία και η βία εξακολουθούσαν να διεκδικούν από το λόγο την εξουσία και ότι, συνεπώς, η ιστορική κίνηση δεν μπορεί παρά να συνεχιστεί. Οι τελευταίοι ανήκουν στην «εγελιανή αριστερά», που από τους πειστικότερους εκπροσώπους της υπήρξε ο Μαρξ.
Μαρξ: από το Χέγκελ στην πάλη των τάξεων
Το μαρξιστικό οικοδόμημα εξαρτάται άμεσα από την εγελιανή δομή. Ο Μαρξ κράτησε την ουσία του Χέγκελ: το σύστημα της διαλεκτικής. Η ιστορία νοείται ως διαδικασία που έχει κατεύθυνση, που έχει αρχή και τέλος. Η διαδικασία αυτή ωθείται από μία δύναμη που επιζητεί να κατακτήσει και να καθυποτάξει την πραγματικότητα. Η κατάκτηση αυτή διέρχεται από διάφορα στάδια, που το καθένα τους αντιπροσωπεύει ένα επιμέρους, περιορισμένο βήμα προς την επίτευξη του τελικού στόχου. Μολονότι κάθε τέτοιο επίτευγμα είναι σημείο προόδου τη στιγμή που συμβαίνει, τελικά γίνεται εμπόδιο της περαιτέρω εξέλιξης που πρέπει να καταστραφεί προκειμένου να συνεχιστεί η κίνηση ώσπου να φτάσει στον προορισμό της. Αυτό που άλλαξε ο Μαρξ στο εγελιανό σχήμα είναι ο χαρακτήρας της κινητήριας δύναμης αυτής της διαδικασίας. Κατά το Χέγκελ, η δύναμη αυτή είναι ένα είδος ενέργειας σύμφυτης με την έννοια, που την οδηγεί συνεχώς να υπερβεί τα όριά της και να αφομοιώσει οτιδήποτε βρίσκεται έξω από αυτά. Αυτός ο καθοριστικός ρόλος της έννοιας οδηγεί τον Μαρξ να κατηγορήσει τον Χέγκελ για ιδεαλισμό. Κατά τον Μαρξ, κινητήρια δύναμη της ιστορίας δεν είναι ο αφηρημένος δυναμισμός της έννοιας, αλλά οι ανάγκες, οι φιλοδοξίες και οι επιθυμίες των ατόμων και των συγκεκριμένων ομάδων -οικογενειών, εθνών και τάξεων - που απαρτίζουν το ανθρώπινο γένος. Τα άτομα και οι ομάδες έχουν πρώτα πρώτα υλικές ανάγκες -πρέπει να φάνε, να ντυθούν και να στεγαστούν - τις οποίες ικανοποιούν χρησιμοποιώντας τους φυσικούς πόρους. Η ιστορία είναι, επομένως, πρωτίστως, η διαδικασία με την οποία οι άνθρωποι οικειοποιούνται τη φύση για να τη χρησιμοποιήσουν για δικούς τους σκοπούς. Η διαδικασία αυτή ενδιαφέρει τόσο τη γνώση -πρόοδος των επιστημών -όσο και την πράξη-πρόοδος της τεχνολογίας - και εκδηλώνεται ως ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπου. Χάρη σ' αυτή τη διαδικασία συνειδητοποιούν οι άνθρωποι τον κόσμο που τους περιβάλλει και τη θέση τους σ' αυτόν τον κόσμο. Ο Μαρξ θεωρεί λοιπόν ότι έχει δίκιο όταν υποστηρίζει, αντικρούοντας τον Χέγκελ, ότι «δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά τουναντίον, η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους». Στον ιδεαλισμό του Χέγκελ ο Μαρξ αντιπαραθέτει επομένως τον δικό του «υλισμό». Στη δική του φιλοσοφία της ιστορίας, ο υλισμός αυτός εκδηλώνεται με το θεμελιώδη ρόλο που αποδίδεται στην εργασία και την οικονομία: οι τελευταίες περιγράφονται ως «τελικοί καθοριστικοί παράγοντες» και σχηματίζουν τη μήτρα γύρω από την οποία δομούνται οι θεσμοί και οι χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής στον τομέα της πολιτικής, του δικαίου, του πολιτισμού και της θρησκείας. Στην προσπάθειά τους να καθυποτάξουν τη φύση, οι άνθρωποι πρέπει να οργανωθούν προκειμένου αφενός να συνεργαστούν και να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα από την κοινή προσπάθεια, και αφετέρου να μοιραστούν τους καρπούς της εργασίας τους. Σε πρώτο στάδιο, η εργασία αυτή είναι ελάχιστα παραγωγική και επαρκεί για την επιβίωση της κοινότητας, όπου παρατηρείται ισότητα φτώχειας την οποία ο Μαρξ αποκαλεί «πρωτόγονο κομμουνισμό». Στο επόμενο στάδιο, χάρη σε μια πρώτη αύξηση της παραγωγικότητας, εμφανίζεται ένα μικρό πλεόνασμα, το οποίο δεν επαρκεί ωστόσο για όλους. Η οικειοποίησή του προκαλεί σύγκρουση. Έτσι γεννιέται η πάλη των τάξεων: μια μερίδα της κοινωνίας εξασφαλίζει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, όποια κι αν είναι αυτά -γη, γνώσεις, εργατική δύναμη -και σφετερίζεται το μονοπώλιο του πλεονάσματος. Για να διασφαλίσει αυτό το προνόμιο, απαιτείται επίσης πολιτική εξουσία και ιδεολογική ηγεμονία. Σε κάθε στάδιο της ανάπτυξης της τεχνολογίας και των παραγωγικών δυνάμεων αντιστοιχούν χαρακτηριστικές μορφές οργάνωσης της εργασίας, «παραγωγικές σχέσεις» καθορισμένες, που στη συνέχεια στηρίζουν πολιτικά «εποικοδομήματα» και συγκεκριμένες πολιτιστικές «μορφές συνείδησης». Από το ένα στάδιο στο άλλο, η πάλη των τάξεων μεταβάλλεται, οι ανταγωνισμοί αλλάζουν: οι δούλοι γίνονται δουλοπάροικοι, ύστερα προλετάριοι της σύγχρονης εποχής. Από την άλλη πλευρά τον αφέντη διαδέχεται ο ευγενής και τον ευγενή ο κεφαλαιοκράτης επιχειρηματίας. Αλλά, σε κάθε στάδιο η ταξική πάλη διατηρεί τον κινητήριο ρόλο της: πρόκειται για την περίφημη διατύπωση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: «Η ιστορία δεν ήταν ως τώρα τίποτ' άλλο παρά ιστορία της πάλης των τάξεων». Αλλάζοντας την «κινητήρια δύναμη» ο Μαρξ άλλαξε επίσης το χαρακτήρα της αναγκαιότητας που διέπει την πορεία της ιστορίας. Η εγελιανή αναγκαιότητα ήταν μια αφηρημένη, ιδεώδης αναγκαιότητα και, επομένως, δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί από κανένα εμπόδιο. Από τη στιγμή που θεωρούσε τις πράξεις των ανθρώπων δυναμική της ιστορικής εξέλιξης, ο Μαρξ έπρεπε να λάβει υπόψη του και άλλα ενδεχόμενα. Η συλλογική δράση προϋποθέτει συνειδητοποίηση και οργάνωση· συμπεριλάμβανε την πιθανότητα λάθους ή αποτυχίας. Μ' άλλα λόγια, η εξέλιξη μπορεί να επιβραδυνθεί, να ανακοπεί ή να εκτραπεί: κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει το μέλλον της. Η εγελιανή κληρονομιά και το περιβάλλον της εξελικτικής θεωρίας άσκησαν από κοινού έντονη πίεση στη μαρξιστική σκέψη και την οδήγησαν στο να αποκαταστήσει την αναγκαιότητα σε περίοπτη θέση. Ο Έγκελς, και αργότερα οι θεωρητικοί της δεύτερης και τρίτης Διεθνούς, ήταν οι πρωταγωνιστές αυτής της αλλαγής προσανατολισμού, στο τέρμα της οποίας ο ντετερμινισμός εκτόπισε την ελεύθερη βούληση στη μαρξιστική σκέψη. Η ιστορία εμφανίστηκε τότε ως αναπόφευκτη διαδοχή μεθόδων παραγωγής που καταλήγουν στον κομμουνισμό και στην αταξική κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ερμηνεία αυτή μπορεί να υποστηριχτεί με διάφορα χωρία από τα κείμενα του Μαρξ, έτσι όμως δεν προδίδει λιγότερο ό,τι πιο πρωτότυπο και νεωτερικό έχει να παρουσιάσει η σκέψη του Μαρξ.
|
|