|
|
Γ. Ιωάννου, Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα
Στη μισοβυθισμένη μες στα χώματα Αχειροποίητο[1], σε μια γωνιά του νάρθηκα, βρίσκεται σχεδόν παραπεταμένη η Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα. Κατεβαίνω αρκετά συχνά και την κοιτάζω πικροχαμογελώντας για την κοινή κατάντια μας. Δε μοιάζει, βέβαια, με προσκύνημα αυτό που κάνω και το ξέρω καλά. Είναι πιο πολύ σαν επίσκεψη σε μια παλιά φιλενάδα της γιαγιάς μου και της προγιαγιάς μου, όπου πάω για να χαϊδευτώ και να κλαυτώ, μια κι έχουν λείψει προπολλού εκείνες. Το κερί τα’ ανάβω απλώς για να βλεπόμαστε καλύτερα. Κρυφοκοιταζόμαστε ώσπου να λιώσει κι υστέρα τη φιλώ στα πεταχτά και φεύγω. Τα συναισθήματα μας πάντοτε τα καταπιέζουμε στο σπίτι. Ώρες ώρες θαρρώ πως κάτι θέλει να μου μιλήσει. Αυτό και να γίνει δεν πρόκειται να το θεωρήσω για θαύμα. Πολλές ιστορίες, πολλά ανέκδοτα και μυστικά, θα πρέπει να ξέρει για τους προγόνους μου. Αιώνες την προσκυνούσαν και την εμπιστεύονταν στην πατρίδα. Εκεί, ήταν αρχόντισσα, είχε παλάτι δικό της, αυτοκρατορικό. Εδώ, μόλις και της επιτρέπουν να κουρνιάζει σ’ αυτόν το νάρθηκα. Πάλι καλά πού δεν την έστειλαν ακόμα σε κανένα μουσείο. Η προσφυγιά κι αυτηνής κι η δική μας ούτε έληξε ούτε πρόκειται ποτέ να λήξει. Χάσαμε τα σπίτια μας, τα παλάτια μας, κι ήρθαμε εδώ να παλεύουμε με τους σκληροτράχηλους ντόπιους, που αμέσως μας όρμηξαν. Τη Ρευματοκρατόρισσα τη φέραν οι παππούληδες μου από μια πολιτεία της Προποντίδας. Την άρπαξαν μια Κυριακή πρωί και φύγαν πάνω στ’ άλογα. Ο δεσπότης δεν πρόλαβε να βγάλει τ’ άμφια του, σαν ήρθε η είδηση πως έφταναν οι τσέτες[2]. Πρόσταξε μοναχά τον κόσμο να πάρει αμέσως τα βουνά, κι αυτός, αφού τέλειωσε όπως όπως τη λειτουργία, ανέβηκε στο άλογο και καλπάζοντας μες στα χρυσά τούς πρόφταξε. Οι γέροι και τα γυναικόπαιδα έτρεχαν το κατόπι, γύρω τριγύρω έφερναν κύκλους τα παλικάρια, και δίπλα στο δεσπότη ένας παλίκαρος με την εικόνα αγκαλιά πήγαινε πάνω στ’ άλογο. Κρύφτηκαν σ’ ένα σπήλαιο βαθύ και γλίτωσαν απ’ τους τσέτες, που πέρασαν απ’ το διπλανό μονοπάτι. Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι[3] δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν. Ήταν έμπειροι σ’ αυτά και από καιρό για όλα προετοιμασμένοι. Τη νύχτα κατέβηκαν κρυφά τα παλικάρια και πήραν κι άλλα πράγματα. Όμως τον Άγιο Γιώργη τον Αράπη[4] κανένας δεν τον πρόλαβε, τον είχαν κάψει οι τούρκοι. Έκλαψε ο δεσπότης σαν το έμαθε και πήρε την απόφαση να τους οδηγήσει πια στην ελεύθερη πατρίδα. Σε δυο τρεις μέρες, τραβώντας συνεχώς κατά τα δυτικά, έφτασαν στον Έβρο και διάβηκαν σα λιτανεία το ρεύμα. Η Ρευματοκρατόρισσα συγκράτησε και πάλι το πολύ νερό. Στη Σαλονίκη τους πιο πολλούς τους στρίμωξαν στην Αχειροποίητο ή εκεί γύρω. Οι τούρκοι είχαν μετατρέψει για αιώνες την τεράστια εκκλησιά σε τζαμί κι έτσι την είχαν μαγαρίσει[5]. Μπορούσαν λοιπόν να τη μαγαρίσουν λιγάκι κι οι ανοικονόμητοι πρόσφυγες. Αυτοί, αφού έστησαν την εικόνα τους στη θέση του ιερού, χώρισαν με κουβέρτες και σεντόνια χώρους σα δωμάτια κι άρχισαν να ζουν. Έρωτες, καβγάδες, ξυλοδαρμοί, γλέντια, χαρές και γεννητούρια, γίνονταν πίσω απ’ τα κρεμασμένα σεντόνια, που τότε μόνο σηκώνονταν όλα, όταν ήταν ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας το γεγονός. Στα καρναβάλια καίγονταν το πελεκούδι. Ως κι οι μπαγιάτηδες σαλονικοί προσπαθούσαν να λάβουν μέρος. Ύστερα απ’ όλα αυτά, ήταν βέβαια περιττό να ξαναγιαστεί η εκκλησία, πράγμα όμως που έγινε μεγαλοπρεπώς, μόλις πέταξαν από μέσα τους πρόσφυγες. Η εικόνα, φυσικά, απόμεινε αιχμάλωτη των ξένων παπάδων. Τις ιστορίες αυτές τις έμαθα πολύ αργότερα από ένα πλήθος ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει πλέον εκλείψει. Έκτος απ’ την εικόνα, σχεδόν τίποτε άλλο δεν απομένει από κείνη τη γενιά. Όσο την κοιτάζω, τόσο θαρρώ πως βλέπω στο πρόσωπο της τη γιαγιά μου. Έτσι θα ήταν, βέβαια, και η προγιαγιά μου. Οι άνθρωποι μοιάζουν στις δικές τους περιοχές. Είναι όμως νέα η εικόνα και όμορφη και στο δέρμα κεραμιδιά, σαν να βουτήχτηκε, πράγμα διόλου απίθανο, σε αιμάτινο ποτάμι. Πολλές σφαγές θρυλούνται στα παλιά τα χρόνια. Ο παππούς μου είχε μάθει απ’ τον προπάππου μου και πάντα κοίταζε την πλάτη του αρνιού[6], προβλέποντας τα αίματα, τις πείνες και τις δίψες. Πήγαινε τότε κρυφά και το ’λεγε και παρακαλούσε γονατιστός τη Ρευματοκρατόρισσα. Όταν ένα λατρευτό μου πρόσωπο έκαμνε συνέχεια αιμοπτύσεις βαριές τρέχοντας σαν τρελός για γιατρούς, πέρασα μια στιγμή και το ‘πα στην εικόνα. Μα, ήταν αργά πια. Έτσι τρέχω πάντα στις δύσκολες ή τις χαρούμενες στιγμές και της τα λέω όλα. Κι όχι πως περιμένω καμιά βοήθεια. Τι να σου κάνει κι αυτή ενάντια στην παντοδύναμη μοίρα; Απλώς νιώθω τη βαθιά ανάγκη να τα εμπιστευτώ σ’ ένα δικό μου πρόσωπο, που ξέρει τη ρίζα μου και τη φύτρα μου κι ανησυχεί Ίσως για ορισμένα καμώματα μου. Στους γάμους, τις κηδείες και τα βαφτίσια πάντα τους συγγενείς δεν πρωτοθυμάται κανένας; Μια μέρα, τώρα τελευταία, καθώς της παραπονιόμουν νοερά για την αφόρητη πια ερημιά μου, άκουσα μέσα μου σαν απάντηση ένα ποντιακό τραγούδι με ωραίο σκοπό: Τυραννίουμαι και κλαίω και κανέναν δέν το λέω. Σ’ ένα νέμορψον κορτσόπλον[7] τα παράπονα μ’ θα λέω.
Την είδα σα να μου έγνεφε ενθαρρυντικά — ίδια η γιαγιά μου, που ως τα τελευταία της έλπιζε για δισέγγονα. «Δίκιο έχεις, ψιθύρισα. Καιρός και για κορτσόπλον, πράγματι, θα σβήσει το ρέμα μιας γενιάς ολόκληρης απάνω μου, έτσι όπως πάω». (Η σαρκοφάγος, 1971)
Σχόλιο Μνήμες, εικόνες και ιστορίες από μια καθημαγμένη εποχή και από ένα κόσμο βασανισμένο από τις ιδιοτροπίες της ιστορίας. Στο συγκεκριμένο διήγημα το εικόνισμα παύει κατ’ ουσίαν να είναι ένα απλό θρησκευτικό σύμβολο· προσκυνώντας και λατρεύοντας το οι κάθε λογής ξεριζωμένοι κατορθώνουν ν' αγγίξουν τις ρίζες τους, ν' ακούσουν τη φωνή των προγόνων και να αισθανθούν την παραμυθητική στήριξη που παρέχει η παράδοση στις δύσκολες στιγμές του βίου.
Ερωτήσεις 1. Ο αφηγητής εκφράζει τη θρησκευτικότητα του με έναν μάλλον ασυνήθιστο και ιδιότυπο τρόπο. Σχολιάστε την άποψη αυτή. 2. Η προσφυγιά κι αυτηνής κι η δίκη μας ούτε έληξε ούτε πρόκειται να λήξει: Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο αφηγητής οδηγείται σε μια τόσο απαισιόδοξη πρόβλεψη; 3. Με ποιο τρόπο γίνεται, κατά τη ροή της αφήγησης, η σύνδεση παρόντος και παρελθόντος; Ο αφηγητής τηρεί τη χρονική ακολουθία των γεγονότων ή επιλέγει μια ευρύτερη ποικιλία χρονικών συνδέσεων; 4. Από τις πολλές εικόνες του αφηγήματος ποια είναι εκείνη που σας προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση; Γιατί;
Νεοελληνική λογοτεχνία, γ΄ λυκείου θεωρητική κατεύθυνση, ΟΕΔΒ, 2008, σελ. 258-261
επιπλέον ερωτήσεις από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας http://www.kee.gr/attachments/file/2506.pdf
2.1. Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκ-φραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης): 1. Ο αφηγητής συνδέεται με την Παναγία του εικονίσματος, όπως συνδέεται κανείς μ’ ένα πολύ δικό του πρόσωπο. Με ποια εκφραστικά μέσα / τρόπους αποδίδεται αυτή η σχέση και πώς κλιμακώνεται στην πορεία της αφήγησης; 2. Να εντοπίσετε τις βασικές εικόνες του αφηγήματος και να επισημάνετε τη λειτουργία τους στο κείμενο. 3. Σε ποια σημεία του κειμένου και με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται παραστατικότερα η σχέση των προσφύγων με τους ντόπιους; 4. Η αφήγηση στο εξεταζόμενο πεζογράφημα έχει ως σημείο αφόρμησης το εικόνισμα και αναφέρεται σε γεγονότα και σκέψεις που σχετίζονται μ’ αυτό. Να διακρίνετε τα γεγονότα από τις σκέψεις και να εξετάσετε πώς συνδέονται μεταξύ τους. 5. Ποια στοιχεία συνθέτουν το αφηγηματικό υλικό του πεζογραφήματος (μνήμες, μαρτυρίες, ιστορικά γεγονότα, σκέψεις κ.λπ.); 6. Ο Ιωάννου, που ενδιαφερόταν πολύ για τη λεπτομερή γνώση της καταγωγής του, λέει κάπου: «Διψάω για την καταγωγή μου. Δεν ξέρω σχεδόν τίποτε»17. Διαφαίνεται αυτή του η «δίψα» στο εξεταζόμενο πεζογράφημα; 7. Ποια είναι η λειτουργία της παρεμβολής της τούρκικης επιδρομής και του ποντιακού τραγουδιού στην εξέλιξη της αφήγησης;
2.2. Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου: 1. «Τα συναισθήματά μας πάντοτε τα καταπιέζουμε στο σπίτι». Πώς συνδέεται, κατά τη γνώμη σας, η φράση αυτή με την ανάγκη του αφηγητή να απευθύνεται στο εικόνισμα; 2. Γιατί, κατά τη γνώμη του αφηγητή, είναι προτιμότερο να βρίσκεται το εικόνισμα στο νάρθηκα της Αχειροποιήτου παρά «σε κανένα μουσείο»; 3. Πώς συμπεριφέρονται οι πρόσφυγες, που κατέφυγαν στην Αχειροποίητο, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας; Τι δηλώνει η στάση τους; 4. Τι πιστεύετε ότι παρακαλούσε ο παππούς του αφηγητή τη Ρευματοκρατόρισσα; Τι περιμένει ο αφηγητής από την Παναγία; 5. α) Πώς «απαντά» η Ρευματοκρατόρισσα στο παράπονο του αφηγητή σχετικά με «την αφόρητη πια ερημιά» του; β) Τι εννοεί ο αφηγητής με τη φράση: «Θα σβήσει το ρέμα μιας γενιάς ολόκληρης απάνω μου, έτσι όπως πάω.»; 6. Με ποια γεγονότα της νεότερης ιστορίας μας σχετίζονται οι περιπέτειες των προσφύγων που αναφέρονται στο αφήγημα;
3. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ 1. Τι συμβολίζει για τον αφηγητή η εικόνα της Παναγίας; Πώς δικαιολογείται η σχέση του μαζί της; 2. Προσπαθήστε να παρουσιάσετε σε δύο παραγράφους το παρελθόν και το παρόν του εικονίσματος και των προγόνων του αφηγητή. 3. «Τι να σου κάνει κι αυτή ενάντια στην παντοδύναμη μοίρα;»: Ποιες σκέψεις σας δημιουργεί η φράση αυτή;
[1] Αχειροποιητος· Μεγάλη Παλαιοχριστιανική βασιλική εκκλησία της Θεσσαλονίκης αφιερωμένη στην Παναγία Θεοτόκο. Η επωνυμία «Αχειροποίητος» εμφανίζεται για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1320 και σχετίζεται με την εικόνα της Παναγίας δεομένης που υπήρχε στο ναό. [αχειροποίητος' αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί από ανθρώπινα χέρια]. [2] Τσέτες· Τούρκοι αντάρτες. [3] αφιόνι- ναρκωτικό που παράγεται από το ποώδες φυτό μήκων η υπνοφόρος· κοιν. παπαρούνα. [4] τον Άγιο Γιώργη τον Αράπη· εικόνα του Αγίου Γεωργίου στην οποία ο Άγιος παρίσταται μαύρος. Μια τέτοια εικόνα βρίσκεται στη Νέα Ηράκλεια Χαλκιδικής (την μετέφερε κάποιος πιστός από την Αβησσυνία). [5] μαγαρίζω· μολύνω, λερώνω. [6] ...πάντα κοίταζε την πλάτη του αρνιού· πρόκειται για ωμοπλατοσκοπία, έναν από τους τρόπους πρόγνωσης του μέλλοντος. Η εξέταση της πλάτης των αρνιών του Πάσχα επιβιώνει μέχρι τις μέρες μιας. Ανάλογος τρόπος πρόβλεψης του μέλλοντος ήταν κατά την αρχαιότητα η εξέταση των σπλάχνων των σφαγίων, συνήθεια που απαντάται και στον Όμηρο. [7] κορτσόπλον (ποντιακά) το κορίτσι.
|
|