ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Κ.Π. Καβάφης, «Καισαρίων»

 

Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,

εν μέρει και την ώρα να περάσω,

την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή

επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.

Οι άφθονοι έπαινοι κ’ η κολακείες

εις όλους μοιάζουν. Όλοι είναι λαμπροί,

ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί·

κάθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη.

Aν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,

όλες η Βερενίκες κ’ η Κλεοπάτρες θαυμαστές.

 

Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω

θάφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,

κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος

δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως.....

 

 

A, να, ήρθες συ με την αόριστη

γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες

γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,

κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου.

Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.

Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει

μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.

Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,

που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν

η λάμπα μου —άφισα επίτηδες να σβύνει—

εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,

με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν

μες στην κατακτημένην Aλεξάνδρεια,

χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,

ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν

οι φαύλοι —που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη».

 

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Από τον επίσημο δικτυακό τόπο του αρχείου Καβάφη (http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=20&cat=1)

 

 

 

υλικό για τη διδασκαλία

(από το "δυσεύρετο" βιβλίο του καθηγητή)

 

1. Σ' ένα άλλο ποίημα του, «Καισαρίων» μας δίνει αναλυτικά την τεχνική της έμπνευσης του· το όνομα του γιου της Κλεοπάτρας περνά τις σελίδες ενός βιβλίου που ξεφυλλίζει ο ποιητής, κι αυτό προκαλεί την έμπνευση. 

…………

Α, να ήρθες συ με την αόριστη

[...]

εθάρεψα που μπήκες μες στην κάμαρα μου.

 

Ο ποιητής, λοιπόν, οραματίζεται, και η ποίηση του πηγάζει από τους οραματισμούς του. Κατέχει την τεχνική του οραματισμού, του ερωτικού βασικά, χωρίς ωστόσο να μας είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τον τελευταίο αυτόν από τον ιστορικό οραματισμό. Έτσι φθάνει στην ιδιότυπη υποβολή του, που δεν είναι καμωμένη από αφαίρεση ή ασάφεια, αλλά από ένα πλήθος πολύ συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Ο ποιητής, δηλαδή, δεν υποβάλλει δίνοντας ευκαιρία να δουλέψει η φαντασία του αναγνώστη, αλλά καταλήγει στο αποτέλεσμα του δεσμεύοντας και υποτάζοντας, με λεπτομέρειες και με ακριβέστατες περιγραφές, την φαντασία του αναγνώστη στους δικούς του οραματισμούς.

Κ.Θ. Δημαράς, Σύμμικτα, Γ', Περί Καβάφη, φιλολογική επιμέλεια, Γ.Π. Σαββίδης,

Γνώση, 1992,σ. 119-120

 

2. ...Το «Καισαρίων» (γρ. 1914, δημ. 1918), καθώς μας έδειξε ο Κ.Θ. Δημαράς, είναι ποίημα-κλειδί για την τεχνική της έμπνευσης του Καβάφη. Φυσικά προϋποθέτει όλα τα πτολεμαϊκά ποιήματα που ως τότε είχε γράψει ή σχεδιάσει ο Καβάφης -ιδίως το «Αλεξανδρινοί Βασιλείς»- και βέβαια το «Τυανεύς Γλύπτης». Πλήθος είναι οι αναγνώστες που συγκλονίστηκαν από την ποιητική νεκρομαντεία που αναπαριστάνεται -ή μάλλον ξανασυντελείται- μπροστά στα μάτια μας. Ανάμεσα σε αυτούς τους αναγνώστες ανακαλώ τις σκιές του Γρυπάρη και του Σινόπουλου.

Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τόμ. Α, Ερμής 1996, σ. 299

 

3. Ο Κ.Θ. Δημαράς έχει παρατηρήσει ότι στο ποίημα αυτό ο Καβάφης «μας δίνει αναλυτικά την τεχνική της έμπνευσης του». Το όνομα του Καισαρίωνα ο ποιητής το συναντά εντελώς τυχαία σε μια συλλογή επιγραφών, και η «μικρή κι ασήμαντη μνεία» ωθεί τη μνήμη του σε μια αντίστροφη διαδρομή. Έχουμε επίσης στο «Καισαρίων» ένα δείγμα της προτίμησης που δίνει ο Καβάφης στα περιφερειακά ιστορικά πρόσωπα, για τα οποία «λίγες γραμμές μονάχα βρίσκονται» στα κείμενα. Τις μορφές τους μπορεί να τις πλάσει με μεγαλύτερη ελευθερία, να κάνει πιο ζωντανές τις επαφές της σημερινής μνήμης μαζί τους. Μετά τη μαζική σκηνή στο «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» η μορφή του Καισαρίωνα απομονώνεται, τώρα δίνεται σε μεγάλο πλάνο, και, χάρη στο ρίγος που προκαλεί η σκηνή, όλο το ιστορικό δράμα ξυπνά στον αναγνώστη μια ξεχωριστή αίσθηση ζωντάνιας και αλήθειας.

Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ.Π. Καβάφης, Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση

του 20ού αιώνα, Κέδρος 1983, σ. 182-183

 

4.

I

Προχωρώ περιληπτικά:

Το ποίημα έχει τρία μέρη: 1) οι πρώτοι 10 στίχοι, 2) οι επόμενοι 4 και 3) οι τελευταίοι 16.

Στο πρώτο μας ανακοινώνει ο ποιητής ότι από περιέργεια ιστορικού και από διάθεση να περάσει την ώρα του πήρε «χθες τη νύχτα» μια συλλογή από επιγραφές των Πτολεμαίων να διαβάσει. Οι εντυπώσεις του είναι ότι οι «άφθονοι έπαινοι και κολακείες εις όλους μοιάζουν», είναι δηλαδή τυπικές και στερεότυπες και ίσου υπερβολικού τόνου για όλους, χωρίς διάκριση, όλοι κοσμούνται με τα ίδια υμνητικά επίθετα, άντρες και γυναίκες που είναι κι αυτές όλες σ' ένα ύψος: «θαυμαστές».

Στο δεύτερο μέρος λέει ότι θ' άφηνε πια το βιβλίο, αλλά μία λεπτομέρεια ασήμαντη, «μια μνεία μικρή κι ασήμαντη» για το βασιλέα Καισαρίωνα, του τράβηξε την προσοχή.

Στο τρίτο μέρος αλλάζει ξαφνικά ο τόνος. Ο ποιητής μιλάει με συγκίνηση, οραματίζεται τον Καισαρίωνα, αυτόν που τόσο «λίγες γραμμές» του έχει αφιερώσει η ιστορία. Η φαντασία του, η νοσταλγική του διάθεση, τον «πλάθει ελεύθερα», τον βλέπει «ωραίο κι αισθηματικό, με μια ονειρώδη συμπαθητική ομορφιά». Το όραμα είναι τόσο «πλήρες», τόσο ζωντανό, που φτάνει σε αληθινή ψευδαισθησία: σβήνει επίτηδες τη λάμπα και θαρρεί πως ο Καισαρίων μπαίνει μέσα στην κάμαρα, στέκεται εμπρός του, όπως θα ήταν τότε μέσα «στην κατακτημένη Αλεξάνδρεια, χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη του», έχοντας την ελπίδα πως θα τον λυπηθούν οι φαύλοι αυλοκόλακες και θα πάψουν να ψιθυρίζουν το ομηρικό: «ουκ αγαθόν πολυκαισαρίη» (αντί «πολυκοιρανίη»).

 

II

Στο πρώτο μέρος, που έχει έναν άκρως πεζολογικό τόνο, ο ποιητής μέσ' απ' την δικιά του ιστορική περιέργεια και αργοσχολία, μας δίνει με σύντομους χαρακτηρισμούς την κυρίαρχη ατμόσφαιρα της εποχής. Πίσω από τα ομοιόμορφα, υπερβολικά και στερεότυπα επίθετα που αποδίδονται στους Πτολεμαίους, υποβάλλεται το νόημα μιας παρακμής όπου κυριαρχεί η ψυχρή εθιμοτυπική αυλοκολακεία που είναι αφειδής και δεν κάνει προσωπικές διακρίσεις. Όλοι, άντρες γυναίκες, εμφανίζονται να 'χουν τελειότητα εξαιρετική.

Το πρώτο τούτο μέρος είναι το άνοιγμα του χώρου και του χρόνου ως ατμόσφαιρα ηθική και πνευματική που χρωματίζει την εποχή για. να 'ρθει το δεύτερο μέρος με μια έξοχη αντίθεση. Θ' άφηνε, λέει, το βιβλίο, αν δεν του «είλκυε την προσοχή» μια «μικρή κι ασήμαντη μνεία» για τον βασιλέα Καισαρίωνα. Δεν είναι μόνο τα επίθετα «μικρή κι ασήμαντη» που εξευτελίζουν τη θέση του Καισαρίωνα εν σχέσει με τη ρητορική έξαρση που έχουν πάρει όλοι οι άλλοι Πτολεμαίοι, αλλά η ευτέλεια γίνεται έντονα αισθητή, σα μια απροσδόκητη έκπληξη, από το γεγονός ότι ήταν έτοιμος ν' αφήσει το βιβλίο, οπότε πρόσεξε την «ασήμαντη μνεία». Παρά λίγο να διαφύγει την προσοχή του, τόσο «ασήμαντη», τόσο ανύπαρκτη ήταν αυτή η «μνεία» που χαρακτηρίζει τον Καισαρίωνα.

Το δεύτερο μέρος μάς δίνει την ανυπαρξία του προσώπου από άποψη αξίας ιστορικής, για να ακολουθήσει το τρίτο μέρος με μια νέα αντίθεση που εξαίρει αυτό το «ασήμαντο» και αποτυχημένο πρόσωπο, το υψώνει σε ποθητό και θαυμαστό όραμα. Η αντίθεση σημειώνεται και με την ξαφνική αλλαγή του τόνου: από το άκρως πληροφοριακό - πεζολογικό ύφος πέφτουμε σ' ένα θερμό λυρισμό γεμάτο αγάπη κι ενδόμυχη συμπάθεια. Ο σχεδόν ανώνυμος και ανύπαρκτος στην ιστορία Καισαρίων προβάλλει στα μάτια του ποιητή ωραίος και λυπημένος, «ιδεώδης εν τη λύπη» του, χλωμός και κουρασμένος από τη μοίρα του κι από την ασπλαχνία των φαύλων γύρω του, που προσπαθούν να του εμβάλουν φιλοδοξία, και να τον κινήσουν σε μάταιη δράση [...].

 

IV

Ο Καβάφης πήρε κι εδώ, όπως πάντα, ένα πρόσωπο της ιστορίας από τα πιο αδικημένα, από κείνα που σημειώνουν πάντα το τέλος ενός πολιτισμού, σηκώνουν πάνω τους το δυσβάσταχτο βάρος της παρακμής και το πληρώνουν με το συντριμμό τους.

Ο Καβάφης ανασέρνει από την αφάνεια αυτού του είδους τον άνθρωπο. Όχι τον ήρωα που αγωνίζεται με τη μοίρα πιστεύοντας αισιόδοξα στη δημιουργική δύναμη της ζωής, αλλά την αντίθετη όψη, τον άνθρωπο που είναι «χλωμός και κουρασμένος», δεν πιστεύει, δεν διαπνέεται από αισιοδοξία και δεν αγωνίζεται, υπομένει τη βαρειά του μοίρα, αφήνεται να παρασυρθεί και να πέσει, τον άνθρωπο της παρακμής.

Γ. Θέμελης, Η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών - Το πρόβλημα της ερμηνείας, Α' τόμ., Εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 1973, ο. 216-220.

 

5. Το δεύτερο παράδειγμα, το νομίζω οριστικά πειστικό, στην αναλυτικότητά του. Πρόκειται για ένα ζεύγος ποιημάτων των οποίων την έμπνευση καθοδηγεί ο Καισαρίων, ο πρεσβύτερος γιος της Κλεοπάτρας: Αλεξανδρινοί βασιλείς (1912), και Καισαρίων (1918). Ανάμεσα στα δύο έχουμε κάτι περισσότερο από την κοινότητα των θεμάτων: έχουμε μιαν εσωτερική ανταπόκριση, μια συμπλήρωση του πρώτου από το δεύτερο, κάτι σαν την «ουρά» την οποία βάζει σε μερικά του ποιήματα ο Καβάφης, ή, μάλλον, εδώ, κάτι σαν ένα ερμηνευτικό σχόλιο. Συνάμα, το πέρασμα της λυρικής πνοής, αντί με τον τυπικό τρόπο του ποιητή να γίνει μέσα στο ίδιο ποίημα, «έξη χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε να μείνει μέσ' στην ποίησιν αυτή». Όμως, μόνο εκ των υστέρων, μόνο επειδή μας εδόθηκε η δεύτερη λυρική δημιουργία, μπορούμε να αποδώσουμε το ακέριο νόημα του στο πρώτο.

Οι Αλεξανδρινοί βασιλείς είναι ποίημα που θα μπορούσαμε, έτσι μόνο του κοιταγμένο, να το νομίσουμε καθαρά περιγραφικό· της ομάδας που δένει την τέχνη του Καβάφη με μια πλευρά του παρνασσισμού. Θα έπρεπε μόνο να προσέξει κανείς ότι ο Καισαρίων, το κύριο πρόσωπο του μύθου, ο Καισαρίων που, καθώς λέει ο ποιητής, στέκονταν πιο εμπροστά, περιγράφεται σε όλες τις λεπτομέρειες της ενδυμασίας του, με μιαν επιμονή και μιαν εξαντλητικότητα την οποία μόνο το ξύπνιο όνειρο μπορεί να δώσει· κάτι που αγγίζει τον φετιχισμό: χρώματα, σχήματα, όλος.

 

Ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,

στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,

η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμέθυστων,

δεμένα τα ποδήματά μ' άσπρες

κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.

 

Και πιο κάτω πάλι παριστάνεται ο Καισαρίων όλο χάρις κ' εμορφιά. Ένα όραμα, που περνάει και χάνεται μέσα από το ποίημα χωρίς να προκαλέσει καμμιάν αισθητή συγκίνηση.

Μα το άλλο ποίημα θα μας πληροφορήσει την αιτία του οραματισμού αυτού, θα μας δείξει με τι τρόπο, και με πόσην επιμονή, ο ερωτισμός του ποιητή είχε κρυσταλλώσει επί χρόνια γύρω στην ίδια φαντασίωση. Αν το εγώ του ποιητή λείπει εντελώς από το πρώτο, αντίθετα, στο δεύτερο επιβάλλεται από την αρχή. Καισαρίων επιγράφεται, αλλά στα αληθινά αποτελεί μια λυρική εξομολόγηση, περιγραφή του τρόπου με τον οποίον ο ποιητής αντλεί την ηδονή μέσα από την ιστορία. Και πάλι η πεζολογία, από τον πρώτο στίχο, προσεχτικός μα αδύναμος φρουρός του συναισθηματικού κόσμου:

Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,

εν μέρει και την ώρα να περάσω,

την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή

επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.

Τίποτε δεν μας επιτρέπει να προμαντεύσουμε την εξέλιξη του βραδιού, μετά την οποία θα εταίριαζε ίσως, αν το αφήγημα ήταν πραγματικό, να γραφεί ένα από τα παρεξηγημένα σημειώματα του ποιητή Εις εαυτόν:

Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω

θ' άφηνα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,

κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος

δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως...

Κι εδώ, χωρίς καμμιά προπαρασκευή, γίνεται απότομα η μετάβαση στην λυρική έκφραση. Ο Καβάφης σχολιάζει το παλιότερο του ποίημα, και συνάμα αναλύει τον τρόπο με τον οποίο επροκάλεσε τον καινούριο οραματισμό του: [...]

Η παλιά και η καινούρια εμπειρία σμίγουν τώρα μέσα στην ίδια λυρική εξομολόγηση· η τεχνική της έμπνευσης, ο οραματισμός που προκαλείται από έναν μικρό και ασήμαντο εξωτερικό ερεθισμό, η δημιουργία των καταλλήλων όρων για την ολοκλήρωση του οραματισμού, η επεξεργασία της λεπτομέρειας επάνω σε ένα ανάλαφρο περιστατικό: μια διασταύρωση σε ένα καζίνο, ένα συναπάντημα στον δρόμο, μια επιτύμβια πλάκα, μια επιγραφή, και ύστερα οι αναμνήσεις όλες, πραγματικών ή φανταστικών περιστατικών, από την ζωή του ποιητή ή από την ιστορία. Η τεχνική της έμπνευσης· ας μην ξαναδώσουμε για τρίτη φορά τον ορισμό της.

Κ.Θ. Δημαράς, «Η τεχνική της έμπνευσης στα ποιήματα του Καβάφη», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1956, σ. 100-102.

 

6. Από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Καβαφικού έργου που έχει παραγνωρίσει η κριτική, το σημαντικότερο παραμένει η αυτοαναφορικότητα - το γεγονός ότι σε ένα μεγάλο ποσοστό των ποιημάτων του, η ποίηση στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό της και το κείμενο αναπαριστά τη διαδικασία της δημιουργίας του ή αναφέρεται στις συνθήκες της ύπαρξης του.

[...] Ένα κείμενο που συνιστά ενδεικτικό παράδειγμα καλλιτεχνικής αυτοαναφορικότητας είναι το ποίημα «Καισαρίων».

Η πρώτη στροφή αναφέρεται στις απαρχές της έμπνευσης. Παρατηρούμε ότι στην πηγή της δε βρίσκονται το συναίσθημα, η πραγματικότητα ή η ιστορία, αλλά το βιβλίο, και συγκεκριμένα μια συλλογή επιγραφών έτσι ένα κείμενο αναφέρεται σε ένα άλλο. Πράγματι, η Καβαφική ποίηση (όπως και ο Μοντερνισμός γενικά) μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ποίηση της βιβλιοθήκης, όπου τα κείμενα αποκαθιστούν μια συνειδητή σχέση με προηγούμενα κείμενα - σ' αυτό, όμως θα επανέλθω παρακάτω.

Στη δεύτερη στροφή δηλώνεται η πηγή αυτού του ποιήματος, η οποία βρίσκεται σε μια περιστασιακή μνεία του Καισαρίωνα. Ο ποιητής αναφέρει ότι, αν η μνεία δεν ήταν ασήμαντη, δεν θα τον ενδιέφερε και έτσι θα άφηνε το βιβλίο. Η αφορμή, λοιπόν, του ποιήματος είναι μια περιθωριακή αναφορά σε ένα σχεδόν άγνωστο βασιλιά, ενώ οι άλλοι φημισμένοι βασιλείς αγνοούνται. Με αυτή την εκλογή ο ποιητής παραγνωρίζει τα γνωστά και διάσημα πρόσωπα της συλλογής και προτιμά να γράψει ένα ποίημα για το πιο ασήμαντο.

Αυτή η στρατηγική εκφράζει μια αντιθετική στάση απέναντι στην παράδοση που βασίζεται κυρίως στις θαυμαστές Βερενίκες και Κλεοπάτρες, καθώς και στους λαμπρούς, ένδοξους και κραταιούς αυτοκράτορες· ενώ δηλαδή το αντικείμενο της παράδοσης, στην οποία αντιτίθεται ο ποιητής, είναι το μεγάλο και το σημαντικό, το αντικείμενο του δικού σου ποιήματος είναι μια περιθωριακή μορφή.

Η σύνθεση αυτού του ποιήματος γίνεται το θέμα του δεύτερου μέρους της τρίτης στροφής: «Σ' έπλασα ωραίο κι αισθηματικό. / Η τέχνη μου στο πρόσωπο σου δίνει / μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά». Βλέπουμε εδώ καθαρά τη συνειδητή και ενεργητική στάση του ποιητή κατά τη διάρκεια της σύνθεσης, καθώς διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο χωρίς να παραδίδεται στο συναίσθημα ή στη ρομαντική έμπνευση. Όλα καθορίζονται από τη θέληση του, εφόσον αυτός αποφασίζει να ανοίξει το βιβλίο, να διαλέξει τον Καισαρίωνα, να τον φαντασθεί και να αφήσει τη λάμπα να σβήνει. Τίποτα δεν έγινε τυχαία ή αυθόρμητα. Φυσικά ο ποιητής αποτελεί τον κύριο παράγοντα της σύνθεσης, αλλά διαφέρει από το ρομαντικό ποιητή, αφού δεν κυριαρχείται από υπερβολικό συναίσθημα ή υπερβατική έμπνευση.

[...] Εξετάζοντας το ποίημα ως σύνολο, μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε τον ισχυρά αυτοαναφορικό του χαρακτήρα. Βλέπουμε ότι αναφέρεται στον εαυτό του, αναλύει τις συνθήκες της ανάδυσης του, της εμφάνισης του στον κόσμο, και συγχρόνως ασκεί κριτική στην παράδοση του. Με άλλα λόγια, παρουσιάζεται πρώτα και κύρια σαν ποίημα και μας αναγκάζει να το δούμε σαν τέτοιο. Είδαμε πως στην αρχή αναφέρεται στην πηγή του, ύστερα στη στάση του ποιητή απέναντι στην παράδοση, στο ρόλο του και στη σύνθεση την ίδια. Συνεπώς το ποίημα εξιστορεί τη δημιουργία του, κάνοντας αναφορά στα στοιχεία που το συνιστούν.

Γρηγόρης Τζουσδάνης, «Η αυτοαναφορικότητα και αυτογνωσία της ποίησης του Καβάφη», Το Δέντρο, αρ. 1, Σεπτ.-Οκτ. 1983, σ. 49-57.

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Παρασκευή, 01 Απριλίου 2016.