5. [22]
Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
Κι
εδάκρυσαν τα μάτια της, κι έμοιαζαν της καλής μου.
Εχάθη,
αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δακρύου της ραντίδα
Στο χέρι,
πού ‘χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.
— Εγώ από
κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
Π’
αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δεν
του ‘ναι ο πόλεμος· τα’ απλώνω του διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι·
Κι όταν
χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν
Αργά, κι
ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
Και μέσα
στ’ άγριο πέλαγο τ' αστροπελέκι σκάει,
Κι η
θάλασσα να καταπιή την κόρη αναζητάει,
Ξυπνώ
φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,
Και βάνω
την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει. -
Τα κύματα
έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα,
Με δύναμη πού δεν είχα μήτε στα
πρώτα νιάτα,
Μήτε όταν
εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
Μάχη
στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,
Μήτε όταν
τον μπομπο - Ίσούφ και τς άλλους δύο βαρούσα.
Σύρριζα
στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.
Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου
(Κι αυτό μου τ’ αυξαιν’) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.
…………..
…………..
Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε και μου τ’ αποκοιμούσε
Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
Και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
Του δέντρου και του λουλουδιού πού ανοίγει και λυγάει·
Δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του
Σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,
Κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τα’ αγρίκαα μόνος
Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος
Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθερίας ελπίδα
Κι' έφώναζα: «ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!»
Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
Καλή ‘ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,
Ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει
Δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός ... ...
Δεν ήθελε
τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.
Αν είν’
δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·
Σαν του
Μαϊού τες ευωδιές γιόμιζαν τον αέρα,
Γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι ... ...
Μόλις είν’
έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Μ’
άδραχνεν όλη την ψυχή, και να ‘μπει δεν ημπόρει
Ο
ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη
Με
άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω
Τη σάρκα
μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω.
Έπαψε
τέλος, κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου·
Πού
εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου·
Και τέλος
φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
Την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε
πεθαμένη. |