ΤΕΣΤ: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: Ο ΠΟΡΦΥΡΑΣ
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Το έργο του Δ. Σολωμού σε μεγάλο βαθμό
έχει μείνει αποσπασματικό και μισοτελειωμένο. Ισχύει το ίδιο για
τον Πόρφυρα; Τεκμηριώστε την απάντησή σας α) με βάση τις
γενικότερες γνώσεις σας για τον «Πόρφυρα», β) με βάση τη μορφή
και το περιεχόμενο του ποιήματος έτσι όπως σας δίνεται.
[μ. 15/100]
2. «Κάθε στίχος του (είναι σαν ένα θρύψαλο από
κάποιον τεράστιο μαγικό καθρέφτη που έσπασε πριν ολόκληρος)
καθρεφτίζει ολόκληρο το Σύμπαν...Και τώρα, σκύβοντας σ΄ αυτά τα
θρύψαλα, αντικρύζουμε, κάθε φορά, κι από μια όψη της απόλυτης
ομορφιάς»
Ανδρέας
Καραντώνης
Να επιβεβαιώσετε την παραπάνω άποψη εντοπίζοντας
στίχους. (Να γίνει αναφορά τόσο στην άψυχη και έμψυχη φύση, όσο
και στον άνθρωπο)
[μ. 20/100]
3. Πώς λειτουργεί η φύση στο απόσπασμα 7, πώς
αντιδρά ο νέος στο ίδιο απόσπασμα; Επιβεβαιώνεται ο στίχος «ανοιχτά
πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» του έκτου
αποσπάσματος;
[μ. 20/100]
4. «Πριν πάω΄ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει.
// Άστραψε φως κι εγνώρισε ο νιος τον εαυτό του..»
Να σχολιάσετε τους συγκεκριμένους στίχους του
όγδοου αποσπάσματος. Το συγκεκριμένο σημείο αποτελεί κορύφωση της
ευδαιμονίας και της αυτοσυνείδησης του νέου. Μπορείτε να εντοπίσετε
άλλα σημεία ευδαιμονίας και αυτοσυνείδησης που έχουν προηγηθεί;
[μ. 25/100]
5. Μπορείτε να βρείτε κοινά σημεία του
«Πόρφυρα» με το παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα του Α.
Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα», έστω και αν δεν χρησιμοποιούνται
με τον ίδιο τρόπο;
«Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το
περιαργυρούν όλην την άπειρην οθόνη του γαληνιώντος πελάγους, και
κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθεί άπαξ
καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από
τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το
νερόν, και είχε αναδύσει ....
Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί
ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. «Να εκινδύνευεν έξαφνα!
να έβαζε μια φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον
οποίον να εκλάβη δια θηρίον, δια σκυλόψαρον, και να εφώναζε
βοήθειαν!...»
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον
εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε
πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον
μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως
την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...
Και πάλι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον...»
[μ. 20/100]
|