ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Κώστας Ταχτσής:  Τα ρέστα (απόσπασμα)

 

Μα ήταν άλλες μέρες, όλες χειμωνιάτικες, όλες γεμάτες σύννεφα, που είχε τα μπουρίνια της, που κάπνιζε συνεχώς σα φουγάρο, κι έτρωγε τα νύχια της, και τέτοιες μέρες, όχι μόνο δεν έπρεπε να χαζέψεις στο δρόμο, μα ούτε στο σπίτι να παίξεις με τα χρυσά απ' τα τσιγάρα, ούτε να μιλήσεις. Γιατί σούλεγε: - «Πρόσεξε καλά, μη βγάλεις άχνα σήμερ' απ' το στόμα σου, γιατί θα σε σκίσω σα σαρδέλα!»

Τέτοιες μέρες το καλύτερο ήταν να μη σε στείλει έξω για θέλημα, γιατί ήξερες πως, όσο γρήγορα κι αν γύριζες πίσω, το σάλιο είχε κιόλας στεγνώσει, κι αν δεν είχε στεγνώσει το σάλιο, είχες ξεχάσει να πάρεις αλάτι, «Τι άλλο σούπε η μαμά σου να πάρεις;» σούλεγ' ο μπακάλης, μα όσο κι αν βασάνιζες το μυαλό σου, ήταν αδύνατο να θυμηθείς, ή χάζευες στο δρόμο, ξεχνούσες εντελώς πως σήμερα είχε τα μπουρίνια της και στεκόσουνα και χάζευες τα παιδιά πούδιναν μια δεκάρα κι έβλεπαν το Πανόραμα, ή σ' έβλεπαν να κρατάς κάτι σφιχτά μέσα στη φούχτα σου, και σούλεγαν: - «Έλα να παλέψουμε και θα σ' αφήσω να με νικήσεις», και σούκλεβαν τα ρέστα χωρίς να πάρεις είδηση, κι εκείνη, αντί να βγει να δείρει τα παιδιά, έδερν' εσένα. - «Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζες μέσα απ' τους λυγμούς σου, «ήμαρτον, δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσες να κρυφτείς πίσω απ' τη φούστα της, μα όσο της ξέφευγες, κι όσο περισσότερο έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς, εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. - «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σούλεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία -πες μου, θα γίνεις άντρας; Πες: «Θα γίνω άντρας! » Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου!» Κι έλεγες: - «Ναι μανούλα μου, θα γίνω». «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο». - «Και δε θα ξαναχαζέψω!» - «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» «Όχι μανούλα μου, όχι!...» - «Άντε τώρα, ξεκουμπίσου από μπροστά μου πριν μετανιώσω, τράβα να πλύνεις τα μούτρα σου, και να μην ακούσω τσιμουδιά! - που να μην έσωνα και να μην έφτανα να σ' είχα γεννήσει!...»

Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα...

 

Φτώχεια, μέσα στην πλάση ετούτη

έχεις τα πιο πολλά παιδιά

 

 Κι εκείνη έβγαινε το βράδι έξω χωρίς να ειδοποιήσει την κυρά-Ρωξάνη νάρθει να σου κάνει παρέα, σ' έβαζε στο κρεβάτι κι έβγαινε, και γύριζε αργά, πόσο αργά δεν ήξερες, πολλές φορές δεν ήξερε ς καν ότι έλειπε, μα θάσουνα στον τρίτο ή στον τέταρτο ύπνο όταν άκουγες κουβέντες από πολύ μακριά, κι άνοιγες για μια μόνο στιγμή τα μάτια σου κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της, κι ύστερα έσβηνε η λάμπα του πετρελαίου, έσβηναν οι κουβέντες, και το σκοτάδι ήταν σα βαρειά κουβέρτα στα μάτια σου, κι έπεφτες σα μολύβι στον πέμπτο ύπνο...

 

Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει - πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία – που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να. σ' εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς;

 

Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν' αγοράσω τ' αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μούχαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξη ή εφτά δεκάρες!

 

 

Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Να βρείτε τρία στοιχεία του υλικού πολιτισμού της εποχής που γράφεται το διήγημα. Αξιοποιώντας τα να περιγράψετε τη ζωή των ανθρώπων. (50-60 λέξεις)

Μονάδες 15

2. Πώς και πού μεταβάλλεται η οπτική γωνία του αφηγητή; Δικαιολογήστε την απάντησή σας. (40-50 λέξεις)

Μονάδες 20

3. Στο κείμενο κυριαρχεί η μορφή της μητέρας. Ποια εντύπωση έχει αφήσει τελικά στην ψυχή του αφηγητή ακόμα και όταν αυτός είναι σε μεγάλη ηλικία. (50-60 λέξεις)

Μονάδες 20

4.            «Φτώχεια μέσα στην πλάση ετούτη

                έχεις τα πιο πολλά παιδιά»

Να εξηγήσετε πώς το παραπάνω δίστιχο, αλλά και το τραγούδι γενικότερα, εκφράζει τη ζωή των ανθρώπων. (50-60 λέξεις)

Μονάδες 25

 

5. Να διαβάσετε τους παρακάτω μεταφρασμένους στίχους (Mother, από το The Wall των Pink Floyd) και να τους συγκρίνετε με το αφήγημα του Ταχτσή. Να βρείτε μία ομοιότητα και μία διαφορά όσον αφορά  τη σχέση παιδιού - μάνας. (70-100 λέξεις)

Μονάδες 20

 

 

Μητέρα
Μητέρα, νομίζεις θα ρίξουν την βόμβα;
Μητέρα, νομίζεις θα τους αρέσει το τραγούδι;
Μητέρα νομίζεις θα προσπαθήσουν να μου σπάσουν τα νεύρα;
Μητέρα, να χτίσω το τείχος;
Μητέρα, να κατέβω για πρόεδρος;
Μητέρα, να εμπιστευτώ την κυβέρνηση;
Μητέρα, θα με βάλουν στη γραμμή πυρός;
Μητέρα πεθαίνω πραγματικά;

Σταμάτα τώρα, μωρό μου, μην κλαις
Η Μαμά θα κάνει πραγματικότητα όλους σου τους εφιάλτες
Η Μαμά θα σου δώσει όλους της τους φόβους
Η Μαμά θα σε κρατήσει εδώ κάτω από τα φτερά της
Δεν θα σε αφήσει να πετάξεις αλλά ίσως σε αφήσει να τραγουδήσεις
Η Μαμά θα κρατήσει το μωρό στη θαλπωρή και ζέστη
Ω, μωρό, φυσικά η μαμά θα βοηθήσει το τείχος να χτιστεί
[…]

 

 

σε συνεργασία με Π. Σουλτάνη και Κ. Τσαούση
 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Παρασκευή, 01 Απριλίου 2016.