|
|
Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Μια υπόθεση ταυτότητας (απόσπασμα) Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς (διηγήματα), μτφρ Γ. Μπαρουξής, το Ποντίκι, 2013
[…] «Μου διευκρινίσατε τη θέση σας πολύ καλά», είπε ο Χολμς. «Αυτός είναι ο φίλος μου, ο δόκτωρ Γουάτσον, μπροστά στον οποίο μπορείτε να μιλάτε ελεύθερα όπως σε μένα. Και τώρα, αν έχετε την καλοσύνη, πείτε μας τα πάντα για τη σχέση σας με τον κύριο Χόσμερ Έιντζελ». Η μις Σάδερλαντ κοκκίνισε κι άρχισε να τσιμπολογάει νευρικά την άκρη του σακακιού της. «Τον γνώρισα για πρώτη φορά στον χορό των τεχνιτών φωταερίου», είπε. «Έστελναν εισιτήρια στο πατέρα όταν ζούσε, και μετά συνέχισαν να στέλνουν και στη μητέρα. Ο κύριος Γουίντιμπανκ δεν ήθελε να πάμε. Ποτέ δεν ήθελε να πάμε πουθενά. Θύμωνε πολύ ακόμη και αν ήθελα απλώς να πάω σε μια κοινωνική εκδήλωση του κατηχητικού. Όμως αυτή τη φορά είχα αποφασίσει να πάω, και θα πήγαινα. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να με εμποδίσει. Είπε ότι ο κόσμος εκεί ήταν κατωτέρου επιπέδου, αλλά θα πήγαιναν όλοι οι φίλοι του πατέρα. Και είπε ότι δεν είχα τίποτα να φορέσω, ενώ είχα το φόρεμα από μοβ βελούδο που δεν το είχα βγάλει καν ούτε μια φορά από το συρτάρι. Τελικά είδε ότι δεν μπορούσε να μου αλλάξει γνώμη και έφυγε για τη Γαλλία για δουλειά της εταιρείας. Έτσι πήγαμε εμείς, η μητέρα κι εγώ, με τον κύριο Χάρντι, που ήταν παλιά ο επιστάτης μας, και εκεί γνώρισα τον κύριο Χόσμερ Έιντζελ». «Φαντάζομαι», είπε ο Χολμς, «πως όταν επέστρεψε ο κύριος Γουίντιμπανκ από τη Γαλλία ενοχλήθηκε πολύ που πήγατε στον χορό». «Όχι, είχε πολύ καλή αντίδραση. Γέλασε, θυμάμαι, και σήκωσε τους ώμους του, και είπε ότι είναι ανώφελο να λες όχι σε μια γυναίκα, γιατί τελικά θα κάνει το δικό της». «Κατάλαβα. Και έτσι, στον χορό των τεχνιτών φωταερίου γνωρίσατε έναν κύριο που λεγόταν Χόσμερ Έιντζελ Μάλιστα κύριε τον γνώρισα εκείνο το βράδυ, και με επισκέφθηκε την επομένη μέρα για να ρωτήσει αν γυρίσαμε σπίτι ασφαλείς, και μετά τον είδαμε... Θέλω να πω, κύριε Χολμς, τον είδα εγώ δύο φορές και πήγαμε για περίπατο, αλλά μετά γύρισε πάλι ο πατέρας, και ο κύριος Χόσμερ Έιντζελ δεν μπορούσε να έλθει πια στο σπίτι». «Ναι;» «Ξέρετε, δεν του άρεσαν αυτά τα πράγματα του πατέρα. Δεν ήθελε να έχει επισκέπτες, και έλεγε ότι μια γυναίκα πρέπει να είναι ευτυχισμένη με τον δικό της οικογενειακό κύκλο. Όμως, όπως συνήθιζα να λέω στη μητέρα, μια γυναίκα πρέπει να έχει τον δικό της κύκλο εξ αρχής, κι εγώ δεν είχα ακόμη τον δικό μου». «Και ο κύριος Χόσμερ Έιντζελ; Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σας δει;» «Ο πατέρας θα πήγαινε στη Γαλλία πάλι σε μια βδομάδα, και ο Χόσμερ μου έγραψε ότι θα ήταν καλύτερα να μη βλεπόμαστε μέχρι να φύγει. Σε αυτό το διάστημα μπορούσαμε να αλληλογραφούμε, και πραγματικά μου έγραφε κάθε μέρα. Έπαιρνα εγώ γράμματα το πρωί, για να μην μάθει τίποτα ο πατέρας». «Είχατε αρραβωνιαστεί με τον κύριο;» «Α, ναι, κύριε Χολμς. Αρραβωνιαστήκαμε μετά τον πρώτο περίπατο που κάναμε. Ο Χόσμερ - ο κύριος Έιντζελ - ήταν ταμίας σ’ ένα γραφείο στην οδό Λέντενχολ, και...» «Τι γραφείο;» «Αυτό είναι το χειρότερο, κύριε Χολμς. Δεν ξέρω». «Πού έμενε;» «Κοιμόταν στο γραφείο». «Και δεν γνωρίζετε τη διεύθυνση του;» «Όχι. Μόνο ότι ήταν στην οδό Λέντενχολ». «Πού στέλνατε τα γράμματα σας, τότε;» «Στο ταχυδρομείο της οδού Λέντενχολ, ποστ ρεστάντ. Είπε ότι αν τα έστελνα στο γραφείο θα τον πείραζαν όλοι οι άλλοι υπάλληλοι επειδή έπαιρνε γράμματα από μια κυρία. Έτσι προσφέρθηκα να τα δακτυλογραφώ, όπως δακτυλογραφούσε κι αυτός τα δικά του, αλλά δεν ήθελε γιατί είπε πως όταν τα έγραφα με το χέρι έμοιαζαν να έρχονται από μένα, ενώ όταν ήταν δακτυλογραφημένα ένιωθε πάντα ότι έμπαινε ανάμεσα μας η γραφομηχανή. Από αυτό καταλαβαίνετε πόσο με αγαπούσε, κύριε Χολμς, και τα μικροπράγματα που πρόσεχε». «Είναι εξαιρετικά ενδεικτικό», είπε ο Χολμς. «Πάντα είχα το αξίωμα ότι τα μικροπράγματα είναι τα πιο σημαντικά. Μπορείτε να θυμηθείτε άλλα μικροπράγματα για τον κύριο Χόσμερ Έιντζελ;» «Ήταν πολύ ντροπαλός άνθρωπος, κύριε Χολμς. Προτιμούσε να περπατάμε μαζί το βράδυ παρά τη μέρα, γιατί δεν του άρεσε να τραβά την προσοχή. Ήταν πολύ συνεσταλμένος και ιπποτικός. Ακόμη και η φωνή του ήταν απαλή. Όταν ήταν μικρός είχε πάθει οξεία αμυγδαλίτιδα και είχαν πρηστεί οι αδένες του, μου είπε, και αυτό του άφησε μια αδυναμία στον λαιμό και μιλούσε κομπιαστά και ψιθυριστά. Ήταν πάντα καλοντυμένος, πολύ τακτικός και απλός, αλλά είχε μια αδυναμία στα μάτια του, όπως κι εγώ, και φορούσε μαύρα γυαλιά γιατί τον ενοχλούσε το φως». «Μάλιστα. Και τι έγινε όταν ο κύριος Γουίντιμπανκ, ο πατριός σας, γύρισε από τη Γαλλία;» «Ο κύριος Χόσμερ Έιντζελ ήλθε πάλι στο σπίτι και πρότεινε να παντρευτούμε πριν γυρίσει ο πατέρας. Ήταν τρομερά σοβαρός και με έβαλε να ορκιστώ, με το χέρι μου στο Ευαγγέλιο, πως ό,τι κι αν συνέβαινε θα του έμενα πάντα πιστή. Η μητέρα είπε ότι είχε απόλυτο δίκιο που με έβαλε να ορκιστώ, και ότι αυτό ήταν ένδειξη του πάθους του για μένα. Η μητέρα ήταν υπέρ του γάμου μας από την αρχή, και τον αγαπούσε πιο πολύ κι από μένα. Μετά, όταν είδα ότι συζητούσαν οι δυο τους πως ο γάμος πρέπει να γίνει μέσα στη βδομάδα, άρχισα να ρωτώ για τον πατέρα. Όμως είπαν και οι δύο ότι δεν πειράζει, ότι θα του το πούμε μετά, και η μητέρα είπε ότι θα φροντίσει εκείνη να τον δεχτεί. Αυτό δεν μου άρεσε, κύριε Χολμς. Μου φαινόταν παράξενο που έπρεπε να ζητήσω την άδεια του, αφού ήταν μόνο μερικά χρόνια μεγαλύτερος από μένα, αλλά ούτε και ήθελα να κάνω κάτι κρυφά, έτσι έγραψα στον πατέρα στο Μπορντό, όπου έχει η εταιρεία του τα γραφεία της στη Γαλλία. Όμως το γράμμα γύρισε πίσω το πρωί του γάμου». «Είχε φύγει;» «Μάλιστα, κύριε. Είχε ξεκινήσει για την Αγγλία λίγο πριν φτάσει». «Χα! Αυτό ήταν ατυχές. Ο γάμος σας κανονίστηκε, λοιπόν, για την Παρασκευή. Θα γινόταν σε εκκλησία;» «Μάλιστα, κύριε, αλλά πολύ ήσυχα. Θα τον κάναμε στην Εκκλησία του Σωτήρα, κοντά στο Κινγκς Κρος, και μετά θα τρώγαμε πρωινό στο Ξενοδοχείο Σαιντ Πάνκρας. Ο Χόσμερ ήλθε να μας πάρει με μια διθέσια άμαξα, αλλά επειδή ήμαστε δύο μάς έβαλε μαζί, κι αυτός μπήκε σε μια άλλη, τετράτροχη, που έτυχε να είναι η μοναδική άλλη άμαξα στον δρόμο. Φτάσαμε στην εκκλησία πρώτες, και όταν έφτασε και η άλλη άμαξα περιμέναμε να βγει έξω, αλλά δεν βγήκε, και μετά κατέβηκε ο αμαξάς από τη θέση του και κοίταξε μέσα αλλά δεν ήταν κανείς! Ο αμαξάς είπε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τι απέγινε ο Χόσμερ, γιατί τον είχε δει να μπαίνει μέσα με τα ίδια του τα μάτια. Αυτό έγινε την περασμένη Παρασκευή, κύριε Χολμς, και από τότε δεν είδα ούτε άκουσα τίποτα που να ρίχνει κάποιο φως. Πραγματικά δεν ξέρω τι απέγινε ο Χόσμερ». «Νομίζω ότι σας μεταχειρίστηκαν επαίσχυντα», είπε ο Χολμς «Α, όχι, κύριε! Ο Χόσμερ ήταν πολύ καλός και ευγενικός για να με εγκαταλείψει έτσι. Αφού όλο εκείνο το πρωί μου έλεγε πως ό,τι και να συνέβαινε, έπρεπε να του μείνω πιστή. Και πως ακόμη και αν κάποιο εντελώς απρόβλεπτο γεγονός μας χώριζε, έπρεπε να θυμάμαι πάντα ότι του είχα υποσχεθεί αφοσίωση, και ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αποδείξω αυτή την αφοσίωση. Μου φάνηκε παράξενο να λέει τέτοια πράγματα το πρωί του γάμου, αλλά όσα έγιναν μετά τους δίνουν νόημα». «Σίγουρα τους δίνουν. Η γνώμη σας, λοιπόν, είναι ότι του συνέβη κάποια απρόβλεπτη καταστροφή;» «Μάλιστα, κύριε. Πιστεύω ότι είχε προβλέψει κάποιο κίνδυνο, αλλιώς δεν θα μου μιλούσε έτσι. Και πιστεύω ότι μετά του συνέβη αυτό που είχε προβλέψει». «Όμως δεν ξέρετε τι θα μπορούσε να είναι αυτό;» «Όχι». «Μια ερώτηση ακόμη. Πώς πήρε το θέμα η μητέρα σας;» «Θύμωσε, και είπε ότι δεν πρέπει να ξαναμιλήσω για αυτό το θέμα». «Και ο πατέρας σας; Του το είπατε;» «Ναι. Και συμφώνησε κι αυτός μαζί μου, ότι κάτι είχε συμβεί, και ότι ο Χόσμερ θα εμφανιζόταν πάλι. Όπως είπε, για ποιον λόγο μπορεί να με πήγε μέχρι την πόρτα της εκκλησίας για να με αφήσει μετά; Αν του είχα δανείσει χρήματα, αν με είχε παντρευτεί και είχε μεταφέρει τα χρήματα στο όνομα του, μπορεί να υπήρχε κάποιος λόγος, αλλά ο Χόσμερ ήταν πάντα πολύ ανεξάρτητος σε σχέση με τα χρήματα και δεν ήθελε ούτε ένα σελίνι από μένα. Όμως, τι μπορεί να συνέβη; Και γιατί δεν μπορούν να γράψει; Ω, τρελαίνομαι μόνο που το σκέφτομαι, και δεν μπορώ να κοιμηθώ καθόλου τη νύχτα». Έβγαλε ένα μικρό μαντίλι από το μανσόν της και άρχισε να κλαίει. «Θα κοιτάξω την υπόθεση σας», είπε ο Χολμς και σηκώθηκε, «και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα φθάσουμε σε κάποιο σίγουρο αποτέλεσμα. Αφήστε να επωμιστώ εγώ το βάρος τώρα, και μην σκέφτεστε άλλο αυτό το θέμα. Πάνω απ’ όλα, προσπαθήστε να αφήσετε τον κύριο Χόσμερ Έιντζελ να χαθεί από τη μνήμη σας, όπως χάθηκε και από τη ζωή σας». «Δηλαδή δεν πιστεύετε ότι θα τον ξαναδώ;» «Φοβάμαι πως όχι». «Μα τι του συνέβη;» «Θα αφήσετε αυτό το ερώτημα στα χέρια μου. Θα ήθελα μια ακριβή περιγραφή του και όποια γράμματα του μπορείτε να μου δώσετε». «Έβαλα αγγελία γι’ αυτόν στην Κρόνικλ του περασμένου Σαββάτου», είπε η μις Σάδερλαντ. «Να το απόκομμα, κι εδώ είναι τέσσερα γράμματα του». «Σας ευχαριστώ. Και η διεύθυνση σας;» «Λάιον Πλέις 31, στο Κάμπεργουελ». «Μου είπατε ότι δεν είχατε τη διεύθυνση του κυρίου Έιντζελ. Και πού είναι το γραφείο του πατέρα σας;» «Εργάζεται στη Γουεστχάουζ &. Μάρμπανκ, τους εισαγωγείς κρασιού στην οδό Φέντσερτς». «Σας ευχαριστώ. Διατυπώσατε την υπόθεση σας πολύ καθαρά. Θα αφήσετε τα χαρτιά εδώ, και να θυμάστε τη συμβουλή που σας έδωσα. Αφήστε όλο το περιστατικό να γίνει ένα σφραγισμένο βιβλίο για σας, και μην το αφήσετε να επηρεάσει τη ζωή σας». «Είστε πολύ καλός, κύριε Χολμς, αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Θα μείνω πιστή στον Χόσμερ. Θα με βρει έτοιμη όταν γυρίσει». […] σελ. 88-93
|
|