ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Ντ. Χ. Λώρενς, η παρθένα και ο τσιγγάνος, Ερατώ, 1985, σ. 7-10

 

Όταν η γυναίκα του εφημέριου το έσκασε με κάποιον άφραγκο νεαρό, το σκάνδαλο που ξέσπασε, ξεπέρασε κάθε όριο. Τα δυο κοριτσάκια της ήταν μόνο επτά και εννιά χρονών το καθένα. Και ο εφημέριος ήταν ένας τόσο καλός σύζυγος. Είναι αλήθεια πως τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει. Ήταν όμως αρρενωπός άντρας, με το σκούρο του μουστάκι και διατηρούσε κρυφό το πάθος του για την αχαλίνωτη, όμορφη γυναίκα του.

Γιατί έφυγε; Γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά σβήνοντας τα όλα μεμιάς, σαν να την άγγιξε η τρέλα;

Κανείς δεν μπόρεσε να βρει απάντηση. Μόνον οι πιστοί είπαν πως ήταν κακή γυναίκα. Μερικές όμως απ’ τις καλές γυναίκες σιωπούσαν. Ήξεραν.

Τα δυο κοριτσάκια ποτέ δεν μάθανε. Έχοντας πληγωθεί, πήραν την απόφαση πώς ό,τι έγινε ήταν επειδή η μητέρα τους τα θεωρούσε ασήμαντα κι αμελητέα.

Τούτος ο δυσοίωνος άνεμος που σε κανέναν δεν φέρνει τίποτε καλό, σάρωσε την οικογένεια του εφημέριου στο άγριο πέρασμα του. Και τότε για δες! Ο εφημέριος που είχε διακριθεί κάπως σαν δοκιμιογράφος και συζητητής και που η περίπτωση του είχε προκαλέσει τη συμπάθεια ανάμεσα στους λόγιους και τους ανθρώπους των βιβλίων αποδέχτηκε την πρόσοδο του Papplewick. O Κύριος είχε μετριάσει τoν άνεμο της ατυχίας μe μία ενορία στη βόρεια επαρχία.

Η οικία του εφημέριου, το εφημερείο, ήταν ένα μάλλον άσχημο λιθόκτιστο σπίτι, κάτω δίπλα στον ποταμό Πάπλ, πριν μπεις μέσα στο χωριό. Ακόμη μακρύτερα, εκεί πέρα που ο δρόμος διασχίζει το ποτάμι, υπήρχαν τα παλιά, μεγάλα, λιθόχτιστα κλωστήρια και νηματουργεία βαμβακιού, που κάποτε παίρνανε κίνηση απ’ το νερό. Ο δρόμος ανηφόριζε σχηματίζοντας μια καμπύλη, μέχρι τα γυμνά και άχαρα δρομάκια του χωρίου.

Ο μισθός του εφημέριου που έπαιρνε τώρα η οικογένεια, επέβαλε ορισμένες τροποποιήσεις με τη μετακόμιση στην ενορία. Ο εφημέριος και τώρα εφημέριος με ενορία πήγε κι έφερε τη γριά μητέρα του, την αδελφή του κι έναν αδελφό του από την πόλη. Τα δυο μικρά κοριτσάκια ζούσαν τώρα σ’ ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον απ’ ό,τι στο παλιό σπίτι.

Αυτή την εποχή, ο εφημέριος ήταν σαράντα επτά χρονών του είχε εκδηλωθεί μια έντονη και όχι και τόσο αξιοπρεπής θλίψη υστέρα από τη φυγή της γυναίκας του. Ορισμένες συμπαθητικές κυρίες του είχαν παρασταθεί και τον είχαν αποτρέψει απ’ την αυτοκτονία. Τα μαλλιά του ήταν σχεδόν άσπρα κι είχε μια τραγική όψη με άγριο βλέμμα. Έφτανε απλά να τον κοιτάξεις για να καταλάβεις πόσο φρικτά κι απαίσια ήταν όλα αυτά που είχε περάσει και πόσο πολύ είχε αδικηθεί.

 

Κι όμως, κάπου μέσα σ’ όλα αυτά υπήρχε μια φάλτσα νότα. Και μερικές από τις κυρίες που είχαν νιώσει τόσο βαθιά κι έντονη συμπάθεια γι’ αυτόν όταν ήταν απλός εφημέριος, μάλλον τον αντιπαθούσαν κρυφά, τώρα που είχε πάρει την ενορία. Υπόβοσκε μια προσποιητή ευλάβεια κι ένας φαρισαϊσμός γύρω του, τώρα που όλα πλέον είχαν ειπωθεί και γίνει.

Τα κοριτσάκια βέβαια, αποδέχτηκαν την άποψη της οικογένειας με τον ασαφή και ακαθόριστο εκείνο τρόπο που διακρίνει τα παιδιά. Η γιαγιά, που ‘χε περάσει τα εβδομήντα και έχανε σιγά σιγά το φως της, έγινε η κεντρική φιγούρα του σπιτιού. Η θεία Σίση, που είχε περάσει τα σαράντα, χλωμή, θρήσκα, με κάποιο σαράκι που την έτρωγε μέσα της, κρατούσε το σπίτι. Ο θείος Φρέντ, ένας σπαγγοραμμένος, σκυθρωπός σαραντάρης, που ζούσε για τον εαυτό του μόνο, μουντά κι άθλια, κατέβαινε στην πόλη κάθε μέρα. Και ο εφημέριος βέβαια, ήταν το πιο σπουδαίο πρόσωπο μετά τη γιαγιά.

Τη φώναζαν η Μάνα. Ήταν ένα απ’ αυτά τα φυσικά πρόστυχα, επιδέξια, γέρικα κορμιά, που σ’ όλη τους τη ζωή έχουν τραβήξει το δικό τους δρόμο, γλείφοντας και κολακεύοντας τις αδυναμίες όλων των αρσενικών συγγενών τους. Πολύ γρήγορα προσάρμοσε κατάλληλα τη συμπεριφορά της. Ο εφημέριος «αγαπούσε» ακόμη τη γυναίκα του, που ‘χε παραβεί τα συζυγικά της καθήκοντα και θα συνέχιζε να «την αγαπά» μέχρι το θάνατο του. Κουβέντα λοιπόν! Το αίσθημα τού εφημέριου ήταν ιερό.

Στην καρδιά του φύλαγε με ευλάβεια το αγνό κορίτσι που είχε παντρευτεί και λατρέψει.

Την ίδια ώρα, έξω στον κακόβουλο και διεφθαρμένο κόσμο, περιπλανιόταν μια πρόστυχη γυναίκα που είχε εξαπατήσει τον εφημέριο και εγκαταλείψει τα μικρούλια της παιδιά. Τώρα πια, είχε ζευγαρώσει μ’ ένα νέο άντρα, που χωρίς αμφιβολία θα την έφερνε σε μια κατάσταση εξαθλίωσης και κατάπτωσης που θα της άξιζε. Αυτό, ας το καταλάβουμε καλά κι ας σταματήσουμε να μιλάμε! Γιατί μέσα στην αγνή μεγαλοφροσύνη της καρδιάς του εφημέριου συνέχιζε ν’ ανθίζει το άσπιλο λευκό χιονολούλουδο της αγάπης για τη νεαρή του γυναίκα. Τούτο το λευκό χιονολούλουδο δε μαραινόταν. Το άλλο πλάσμα όμως, που το ‘χε σκάσει μ’ αυτόν τον πρόστυχο νεαρό δεν ήταν δική του υπόθεση.

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.