|
|
Ορχάν Παμούκ, Ιστανμπούλ, πόλη και αναμνήσεις δύο αποσπάσματα
Θλίψη είναι το σημείο όπου συναντιούνται η ίδια η πόλη και οι αναμνήσεις από τις εικόνες της πόλης. Εννοώ τα βράδια που έρχονται νωρίς, τους πατεράδες που κάτω από τα φώτα των δρόμων γυρίζουν στα σπίτια τους στους πίσω μαχαλάδες με μια σακούλα στα χέρια. Τους γερασμένους βιβλιοπώλες που έπειτα από κάθε οικονομική κρίση περιμένουν τρέμοντας από το κρύο στο μαγαζί τους όλη μέρα πελάτη, τους μπαρμπέρηδες που έπειτα από την κρίση παραπονιούνται ότι ο κόσμος ξυρίζεται λιγότερο συχνά, τους ναύτες που, τους ναύτες που καθώς πλένουν, μ’ έναν κουβά στο χέρι, τα δεμένα στις άδεις αποβάθρες παλιά βαπόρια του Βοσπόρου, ρίχνουν ματιές στη μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση κάπου παρακάτω, και που σε λίγο θα πέσουν να κοιμηθούν στο βαπόρι που πλένουν, τα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο στους στενούς λιθόστρωτους δρόμους ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα, τις μαντιλοδεμένες γυναίκες με τις πλαστικές σακούλες στα χέρια, που περιμένουν στις απόμερες στάσεις των λεωφορείων, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους, το λεωφορείο που δεν έρχεται ποτέ, τους άδειους καϊκχανέδες των παλιών γυαλί, τους τσαϊχανέδες που είναι γεμάτοι με ανέργους, τους υπομονετικούς μαστροπούς που τα καλοκαιρινά βράδια περπατάνε πέρα – δώθε στα πεζοδρόμια της πιο μεγάλης πλατείας της πόλης με την ελπίδα να βρουν κάνα μεθυσμένο τουρίστα, τον κόσμο που τα χειμωνιάτικα βράδια τρέχει να προλάβει τα βαπόρια, τις γυναίκες που περιμένουν τους καθυστερημένους άνδρες τους να γυρίσουν στο σπίτι τα βράδια, παραμερίζουν τις κουρτίνες να ρίξουν μια ματιά στο δρόμο, τους γέρους με τους τακέδες, τους μικρούς σκούφους, που στις αυλές των τζαμιών πουλάνε θρησκευτικά βιβλιαράκια, κομπολόγια, αγιασμούς, τις εισόδους χιλιάδων πολυκατοικιών που όλες μοιάζουν μεταξύ τους, τα ξύλινα κλουβιά που από μικρά αρχοντικά έχουν μετατραπεί σε δημαρχεία και που τα ξύλινα πατώματα τους βογκάνε σε κάθε βήμα, τις σπασμένες τραμπάλες στις άδειες παιδικές χαρές, τις σφυρίχτρες των βαποριών στην ομίχλη, τα ερειπωμένα βυζαντινά τείχη της πόλης, τις αγορές που αδειάζουν όταν βραδιάζει, τα χαλάσματα που είναι ό,τι είχε απομείνει από τους παλιούς τεκέδες, τις προσόψεις των δεκάδων πολυκατοικιών που από τη βρόμα, τη σκουριά, την κάπνα και τη σκόνη έχουν χάσει το χρώμα τους, τους γλάρους που στέκονται ακίνητοι, κάτω από τη βροχή, πάνω στις σημαδούρες που είναι γεμάτες μύδια και φύκια, τα τεράστια αιωνόβια αρχοντικά που τις πιο κρύες μέρες του χρόνου ενός καπνός, κι αυτός ο λεπτός και σχεδόν αόρατος, βγαίνει από τη μοναδική καμινάδα τους, τους άνδρες που ψαρεύουν στη γέφυρα του Γαλατά, τις κρύες αίθουσες των βιβλιοθηκών, τους φωτογράφους του δρόμου, την μπόχα από τις ανάσες που μυρίζουν κάποτε ωραίοι κινηματογράφοι με τα χρυσά ταβάνια, τώρα πια αίθουσες προβολής πορνό ταινιών όπου οι άντρες ντρέπονται όταν μπαίνουν, τις λεωφόρους όπου ούτε μια γυναίκα δε βλέπεις να κυκλοφορεί μετά τη δύση του ήλιου, τους άνδρες που μαζεύονται έξω από τις πόρτες των δηλωμένων μπουρδέλων τις μέρες με νοτιά και κουφόβραση, τις νεαρές γυναίκες που περιμένουν στην ουρά έξω από την πόρτα του μαγαζιού που πουλάει κρέας με έκπτωση, τις σβηστές λάμπες στα διακοσμητικά φώτα του Ραμαζανιού που κρεμιούνται από μιναρέ σε μιναρέ, τις σκισμένες, μαυρισμένες από τον καιρό άφησε τοίχου, τα κουρασμένα αμερικανικά αυτοκίνητα, απομεινάρια της δεκαετίας του ’50, μουσειακά αντικείμενα σε κάποια δυτική πόλη αν υπάρχουν ακόμη, που τα δουλεύουν σαν ντολμούς και που βογκάνε και υποφέρουν στα βρώμικα σοκάκια της πόλης και στις ανηφόρες που σκαρφαλώνουν, τον κόσμο που γεμίζει ασφυκτικά τα λεωφορεία, τα τζάμια που οι κλέφτες φροντίζουν να κλέβουν τους μολυβένιους καπλαμάδες και τις υδρορροές τους, τα νεκροταφεία και τα κυπαρίσσια που στην πόλη μέσα λες και υπάρχουν σαν ένας δεύτερος κόσμος, τις χλομές λάμπες που ανάβουν τις νύχτες στα βαπόρια της γραμμής Καντίκιοϊ – Καράκιοϊ, τα μικρά παιδιά που προσπαθούν να πουλήσουν χαρτομάντιλα στους περαστικούς στα σοκάκια, τους πύργους των ρολογιών που ποτέ κανείς δεν κοιτάζει, το ξύλο που τρώνε οι μαθητές τα βράδια στα σπίτια τους με τα βιβλία της ιστορίας όπου διαβάζουν για τους νικηφόρους πολέμους των Οθωμανών, το φόβο με τον οποίο περιμένουν τους «υπηρεσιακούς» τις μέρες απαγόρευσης της κυκλοφορίας που κάθε τόσο αναγγέλλεται με αφορμή άλλοτε την απoγραφή του πληθυσμού, άλλοτε των εκλογέων, άλλοτε την αναζήτηση τρομοκρατών, οι επιστολές των αναγνωστών στα μικρά γράμματα των εφημερίδων που ποτέ κανείς δεν διαβάζει, του τύπου «ο θόλος του τάδε τζαμιού στο μαχαλά μας, ηλικίας άνω των τριακοσίων γκρεμίζεται, γιατί το κράτος δεν κάνει τίποτε», τα σκαλοπάτια στις υπόγειες διαβάσεις και στις υπέργειες διαβάσεις στα πολυπληθέστερα μέρη της πόλης, που είναι σπασμένα στις άκρες με διαφορετικό σπάσιμο το καθένα, τον άνθρωπο που σαράντα χρόνια τώρα πουλάει στο ίδιο πόστο καρτ ποστάλ της Ιστανμπούλ, τους ζητιάνους που ξεφυτρώνουν στις πιο απίθανες γωνιές μπροστά σου, και τους ζητιάνους που κάθε μέρα στην ίδια γωνιά λένε τα ίδια, την έντονη μυρωδιά απόπατου που σου ‘ρχεται ξαφνικά στη μύτη στους δρόμους που βρίθουν από κόσμο, στα βαπόρια, στις στοές, στις διαβάσεις, τα κορίτσια που διαβάζουν την Αδερφή Γκιουζίν στην εφημερίδα Χουριέτ, τις δύσεις του ήλιου που βάφουν με κοκκινωπό πορτοκαλί τα παράθυρα στο Ουσκιούνταρ, τα χαράματα όπου κοιμούνται όλοι, εκτός από τους ψαράδες που ανοίγονται στη θάλασσα, τις τρεις χάρτες και τις δύο κατσίκες στα κλουβιά στο πάρκο Γκιουλχανέ, εκεί όπου κανείς δεν θα έλεγε ότι είναι ο ζωολογικός κήπος, τους τρίτης κατηγορίας τραγουδιστές στα νυχτερινά κέντρα που μιμούνται Αμερικανούς και Τούρκους τραγουδιστές, τους μαθητές που βαριούνται τα ατέλειωτα μαθήματα των αγγλικών όπου στα έξι χρόνια ούτε ένας δεν καταφέρνει να μάθει κάτι παραπάνω από ένα yes και ένα no, τους μετανάστες που περιμένουν στη γέφυρα του Γαλατά, τα απομεινάρια στις λαϊκές αγορές που τις μαζεύουν νωρίς τα’ απόβραδα του χειμώνα, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα σκουπίδια, τα χαρτιά, τις πλαστικές σακούλες, τα τσουβάλια, τα κουτιά, τα τελάρα, τις όμορφες μαντιλοδεμένες γυναίκες που ντρέπονται όταν παζαρεύουν στις λαϊκές αγορές, τις νεαρές μητέρες με τρία παιδιά που περπατάνε με δυσκολία στους δρόμους, την εικόνα του Κεράτιου όταν κοιτάζει κάποιος από τη γέφυρα του Γαλατά προς το Εγιούπ, τους κουλουράδες που αφαιρούνται καθώς περιμένουν πελάτη στις αποβάθρες, τις σφυρίχτρες των καραβιών που σφυρίζουν από μακριά όλες μαζί όταν για ένα λεπτό, μια φορά το χρόνο, όλη η Ιστανμπούλ στέκεται ακίνητη, σε στάση προσοχής, στη μνήμη του Ατατούρκ, τις παλιές κρήνες στις γειτονιές, ερείπια από μάρμαρα πια, με κλεμμένη τη βρύση τους που κάποτε ανέβαινες σε σκαλοπάτι για να τη φτάσεις, αλλά τώρα, έπειτα από τα τόσα στρώματα ασφάλτου πάνω από το λιθόστρωτο, είναι κάτω από το επίπεδο του δρόμου, τα νεαρά κορίτσια που δουλεύουν μέχρι το πρωί για να προλαβαίνουν τις παραγγελίες, στις μηχανές που ράβουν στριφώματα και κουμπιά, με τους χαμηλότερους μισθούς της πόλης, στριμωγμένες στα διαμερίσματα πολυκατοικιών στα στενά, εκεί όπου στα παιδικά μου χρόνια αργά τα’ απογεύματα άκουγαν ραδιόφωνο οι μεσοαστικές οικογένειες, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι γυναίκες δασκάλων με τα παιδιά τους, όλα τα σπασμένα και παλιά εννοώ, την πόλη που όταν πλησίαζε το φθινόπωρο κοίταζε τους πελαργούς καθώς πετούσαν πάνω από το Βόσπορο και τα νησιά, στο ταξίδι τους από τα Βαλκάνια, την Ανατολική και τη Βόρεια Ευρώπη προς το Νότο, τα νησιά, και τους άντρες που γυρίζουν καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο στα σπίτια τους μετά τους εθνικούς αγώνες ποδοσφαίρου, που στα παιδικά μου χρόνια τέλειωνε καθένας με βαριά ήττα.
Ορχάν Παμούκ, Ιστανμπούλ, πόλη και αναμνήσεις, εκδ. Ωκεανίδα, 2005, σελ. 152 – 161
Άλωση ή πτώση: ο εκτουρκισμός της Κωνσταντινούπολης
Όπως τους περισσότερους Τούρκους της Ιστανμπούλ, το Βυζάντιο μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο στα παιδικά μου χρόνια. Όταν ήμουν παιδί, η λέξη Βυζάντιο μου έφερνε στο νου τα τρομακτικά ρούχα και γένια των Ρωμιών ορθόδοξων παπάδων, τα βυζαντινά τόξα και τις καμάρες στα διάφορα μέρη της πόλης, τις παλιές εκκλησίες που ήταν χτισμένες από κόκκινα τούβλα, και την Αγιασοφιά. Όλα αυτά ανήκαν σε μια τόσο παλιά εποχή που δεν υπήρχε λόγος να την ξέρουμε. Ακόμη και οι Οθωμανοί που κατέκτησαν το Βυζάντιο μου φαίνονταν πολύ μακρινοί. Εμείς είμαστε η πρώτη γενιά του «καινούργιου πολιτισμού» που είχε έρθει στην Ιστανμπούλ μετά από κείνους. Τουλάχιστον οι Οθωμανοί, που τις παραδοξότητές τους μας περιέγραφε ο Ρεσάτ Εκρέμ Κοτσού, είχαν ονόματα που μοιάζανε με τα δικά μας. Ενώ οι Βυζαντινοί είχαν εξαφανιστεί με την άλωση. Και οι εγγονοί των εγγονών των εγγονών τους ήταν ιδιοκτήτες των ζαχαροπλαστείων και των καταστημάτων που πουλούσαν ρούχα και παπούτσια στο Μπέγιογλου. Όταν ήμουν παιδί, το πηγαινέλα με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου για ψώνια, στα διάφορα καταστήματα των Ρωμιών, ήταν από τις σημαντικότερες διασκεδάσεις μου. Σε κάποια καταστήματα υφασμάτων δούλευε όλη η οικογένεια, πατέρας – μητέρα – κόρες, κι όταν η μητέρα μου πήγαινε για ν’ αγοράσει ύφασμα για κουρτίνες ή βελούδο για να ντύσει μαξιλάρια, τα μέλη της οικογένειας αρχίζαν να μιλάνε μεταξύ τους πολύ γρήγορα ελληνικά. Αργότερα στο σπίτι προσπαθούσα να μιμηθώ την παράξενη γλώσσα τους και τις ανήσυχες κινήσεις των πωλητριών με τους πατεράδες τους. Το ενδιαφέρον που δείχνανε για τις μιμητικές μου προσπάθειες, το ύφος των εφημερίδων όταν αναφέρονταν σ’ αυτούς, το «Μίλα τουρκικά!» που χρησιμοποιούσανε για να τους επιπλήξουν καμιά φορά, μ’ έκανε να υποψιάζομαι ότι οι Ρωμιοί, όπως οι φτωχοί της πόλης και οι κάτοικοι στις παράγκες, δεν ήταν «ευυπόληπτα» άτομα. Σκεφτόμουν πως γι’ αυτό έφταιγε λίγο και το γεγονός ότι ο Φατίχ, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, τους είχε πάρει την πόλη. Τα πεντακόσια χρόνια της άλωσης, το «μεγάλο θαύμα» όπως λέγανε καμιά φορά, είχαν γιορταστεί ένα χρόνο μετά τη γέννησή μου, το 1953, αλλά τίποτε άλλο, πέρα από τη σειρά γραμματοσήμων που είχε κυκλοφορήσει με αυτή την ευκαιρία, δεν τραβούσε το ενδιαφέρον μου. Στα γραμματόσημα αυτής της σειράς παρέλαυναν όλες οι ιερές φαντασιώσεις που είχαν σχέση με το πορτρέτο του Μωάμεθ του Πορθητή του Μπελίνι, το Ρούμελιχισαρ, η μεταφορά στον Κεράτιο των Καραβιών από την ξηρά. Παρατηρώντας πως έχουν ονομαστεί ορισμένα γεγονότα μπορούμε να καταλάβουμε σε ποιο μέρος του κόσμου βρισκόμαστε, αν βρισκόμαστε στη Δύση ή στην Ανατολή. Αυτό που έγινε στις 29 Μαΐου 1453, ενώ για τους Δυτικούς είναι η Πτώση της Κωνσταντινούπολης, για τους Ανατολικούς είναι η Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Κοντολογίς «Πτώση» ή «Άλωση». Έπειτα από πολλά χρόνια, ο Αμερικανός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια όπου σπούδαζε η γυναίκα μου την κατηγόρησε για εθνικισμό, όταν σε μια εργασία της χρησιμοποίησε την λέξη άλωση. Αν και η καρδιά της γυναίκας μου, που η καταγωγή της από τη μεριά της μητέρας της ήταν ρωσική, χτυπούσε λίγο για τους ορθόδοξους, τα μάτια της έβλεπαν το γεγονός με τις λέξεις της τουρκικής εθνικής παιδείας, επειδή είχε τελειώσει το λύκειο στην Τουρκία. Ίσως πάλι να μην έβλεπε το γεγονός ούτε σαν άλωση ούτε σαν πτώση, αλλά να ένιωθε ότι ήταν ανάμεσα σε δυο κόσμους, σαν κάποιους άτυχους αιχμαλώτους πολέμου που έπρεπε να είναι ή χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, μιας και δεν είχαν άλλη επιλογή. Οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ έμαθαν να γιορτάζουν το γεγονός ως «άλωση» στις αρχές του εικοστού αιώνα εξαιτίας του εκδυτικισμού και του τουρκικού εθνικισμού. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο μισός πληθυσμός της Ιστανμπούλ δεν ήταν μουσουλμάνοι και το μεγαλύτερο μέρος του μη μουσουλμανικού πληθυσμού το αποτελούσαν οι Ρωμιοί που ήταν η συνέχεια των Βυζαντινών. Στα παιδικά και στα τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια υπήρχε μια κίνηση έντονου τουρκικού εθνικισμού που υποστήριζε ότι η χρήση της λέξης Κωνσταντινούπολη σήμαινε ότι οι Τούρκοι δεν ανήκουν σε αυτή την πόλη, ότι οι πρώτοι ιδιοκτήτες της πόλης αυτής μια μέρα που θα έρχονταν και θα έδιωχναν εμάς τους κατακτητές εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια ή, το λιγότερο, θα μας μετέτρεπαν σε υπηκόους δεύτερης κατηγορίας. Για τους οπαδούς του τουρκικού εθνικισμού η χρήση της λέξης άλωση είχε πολύ μεγάλη σημασία. Υπήρχαν βέβαια περιπτώσεις που ακόμη και οι Οθωμανοί λέγανε την πόλη Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι που θέλει να τον εξευρωπαϊσμό προτίμησαν να μην τονίζουν την «άλωση». Το 1953, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Τζελάλ Μπαγιάρ και ο πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές, για να μη δυσαρεστήσουν τους Δυτικούς φίλους των Τούρκων τους Έλληνες, δεν συμμετείχαν στην επέτειο του εορτασμού των πεντακοσίων χρόνων της άλωσης, που η προετοιμασία της είχε κρατήσει χρόνια. Τα πρώτα χρόνια του ψυχρού πολέμου η Τουρκία μέλος του ΝΑΤΟ, δεν ήθέλε να θυμίζει στον κόσμο την «άλωσή». Αν και έπειτα από δύο χρόνια, το 1955, καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν οι περιουσίες των Ρωμιών και των άλλων μειονοτήτων στην Ιστανμπούλ, επειδή ήταν αδύνατο να συγκρατηθούν τα πλήθη που είχαν υποκινηθεί από την τουρκική κυβέρνηση. Τα γεγονότα αυτά που συμπεριλάμβαναν καταστροφές εκκλησίών και δολοφονίες παπάδων, μοιάζουν σε λεηλασία και ωμότητα με τα γεγονότα που περιγράφουν οι «Δυτικοί» ιστορικοί της «πτώσης». Οι Ρωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Ιστανμπούλ εξαιτίας των λαθών των τουρκικών και των ελληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονταν στις μειονότητές τους, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν εθνικά κράτη, σαν να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453. Το 1955 όταν οι Εγγλέζοι ετοιμαζόταν να φύγουν από την Κύπρο και οι Έλληνες να αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού, ένας πράκτορας των μυστικών τουρκικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ, έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ’ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη την πόλη. Οι καταστροφικοί τσέτες, στις περιοχές όπως το Ορτάκιοϊ, το Μπαλουκλί, τα Ψωμαθειά, το Φανάρι, όπου ζούσαν πολλοί Ρωμιοί, με βιαιότητα που προκαλούσε φρίκη, έκαψαν και λεηλάτησαν μικρά φτωχικά ρωμαίικα μπακάλικα, γκρέμισαν μάντρες και μπήκαν σε σπίτια, βίασαν Ρωμιές και Αρμένισσες· μπορεί κανείς να πει ότι φέρθηκαν το ίδιο ανελέητα με τους στρατιώτες που λεηλάτησαν την Ιστανμπούλ, όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής μπήκε στην πόλη. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι οι οργανωτές, τους οποίους στήριζε η κυβέρνηση, για να κινητοποιήσουν τους πλιατσικολόγους, που για δύο μέρες σκόρπισαν την φρίκη στην πόλη και μετέτρεψαν την Ιστανμπούλ σε κόλαση χειρότερη κι από τους πιο κακούς εφιάλτες των χριστιανών και των Ευρωπαίων, τους είχαν πει ότι το πλιάτσικο ήταν ελεύθερο. Το πρωί της νύχτας όπου στους δρόμους κινδύνευε να λιντσαριστεί όποιος δεν ήταν μουσουλμάνος, το Μπέγιογλου και η λεωφόρος Ιστικλάλ ήταν γεμάτη από αντικείμενα που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από τα λεηλατημένα μαγαζιά με τις σπασμένες βιτρίνες και πόρτες, αλλά είχαν καταστραφεί με πολλή χαρά. Χρώματα χρώματα, τόπια τόπια τα υφάσματα, χάλια και φορέματα και από πάνω αναποδογυρισμένα ψυγεία, ραδιόφωνα, πλυντήρια ρούχων, καινούργια ακόμη τότε στην τουρκική αγορά· το οδόστρωμα δεν φαινόταν από τις σπασμένες πορσελάνες, τα παιχνίδια (τα καλύτερα καταστήματα παιχνιδιών ήταν στο Μπέγιογλου), τα έπιπλα κουζίνας, τα ενυδρεία που ήταν της μόδας τότε, τα κρύσταλλα φωτιστικών. Ποδήλατα, αναποδογυρισμένα ή καμένα αυτοκίνητα, σπασμένα πιανα, ακρωτηριασμένες κούκλες που κοίταζαν τον ουρανό, πεσμένες ανάσκελα από τη βιτρίνα κάποιου μεγάλου καταστήματος, και μερικά τανκς που έστω και αργά είχαν βγει στους δρόμους για να επαναφέρουν την τάξη. Όλα αυτά επειδή περιγράφονταν για πολλά χρόνια συχνά στο σπίτι, είναι ζωντανά στο νου μου, με όλες τους τις λεπτομέρειες, σαν να τα έχω δει ο ίδιος. Το θέμα που συζητούσαν πιο πολύ στην οικογένειά μου, όταν οι χριστιανοί καθάριζαν τα σπίτια τους και τα καταστήματά τους, ήταν πως η γιαγιά μου κι ο θείος μου τρέχανε από το ένα παράθυρο του σπιτιού στο άλλο και κοίταζαν γεμάτοι αγωνία καθώς οι πλιατσικολόγοι σταματούσαν μπροστά στο σπίτι μας, τρέχανε από τη μια άκρη του δρόμου μας στην άλλη, έσπασαν τις βιτρίνες των καταστημάτων φωνάζοντας συνθήματα ενάντια στους Ρωμιούς, στους χριστιανούς, στους πλούσιους. Εξαιτίας του ανερχόμενου τουρκικού εθνικισμού εκείνο τον καιρό ο Αλααντίν είχε αρχίσει να πουλάει στο ψιλικατζίδικο του μικρές πάνινες τουρκικές σημαιούλες. Ο αδελφός μου, που του άρεσαν οι σημαιούλες είχε αγοράσει μία μερικές μέρες πριν και την είχε βάλει κάπου μέσα στο αυτοκίνητο. Το αποτέλεσμα ήταν να μη σπάσουν τα τζάμια ούτε να αναποδογυρίσουν την Ντοτζ του θείου μου.
Ορχάν Παμούκ, Ιστανμπούλ, πόλη και αναμνήσεις, εκδ. Ωκεανίδα, 2005, σελ. 276 – 284
|
|