|
|
μτφρ Γιώργος Χειμωνάς, Κέδρος
(11 αποσπάσματα) 1ο απόσπασμα, 1η πράξη, 2η σκηνή (ο Άμλετ και η υπόθεση της τραγωδίας) 2ο απόσπασμα, 1η πράξη, 3η σκηνή (συμβουλές προς τον γιο) 3ο απόσπασμα, 1η πράξη, 4η σκηνή (το φάντασμα και η αποκάλυψη της αλήθειας) 4ο απόσπασμα, 2η πράξη, 2η σκηνή (λέξεις, λέξεις, λέξεις) 7ο απόσπασμα, 3η πράξη 1η σκηνή (να ζεις, να μη ζεις) 8ο απόσπασμα, 3η πράξη 4η σκηνή (ο Άμλετ με τη μητέρα του) 9ο απόσπασμα, 4η πράξη 3η σκηνή (για το θάνατο) 10ο απόσπασμα, 4η πράξη 5η σκηνή (κίνδυνος για τον Κλαύδιο) 11ο απόσπασμα, 4η πράξη 7η σκηνή (επιστροφή του Άμλετ)
1ο απόσπασμα, 1η πράξη, 2η σκηνή (ο Άμλετ και η υπόθεση της τραγωδίας) […] ΑΜΛΕΤ Μακάρι να γινόταν κι αυτό τα σώμα μου αυτή ή ύλη η στερεή να έρρεε. Να γινόταν ατμός αέρας τίποτα Γιατί ο Ουρανός να αποστρέφεται να τιμωρεί κι από πάνω αυτόν που αυτοκτονεί; Θεέ μου. Έρημος τι έρημος είναι αυτός ο κόσμος. Σπόροι πρησμένοι που σπάν και πετάγονται συνέχεια νέες φύτρες συνέχεια γεννώντας και σαπίζοντας οργιάζει αυτή η τυφλή βλάστηση. Καμμιά χρήση του κόσμου δεν είναι καλή. Να βουλιάξει!
Πώς πήγε. Δεν έκλεισαν ακόμα οι δυο μήνες που πέθανε. Τόσο την αγαπούσε, που αυτός ο μέγας ο αγέρωχος Ικέτευε τον άνεμο να μη φερθεί σκληρά στο πρόσωπο της Γιατί πρέπει να θυμάμαι; Πώς είχε αρπαχθεί εκείνη από πάνω του και η γενναιοδωρία του λες κι έτρεφε Ερέθιζε την απληστία της και σ’ ένα μήνα. Ούτε καν Προδοσία, είσαι γυναίκα. Δεν είχε κλείσει μήνας Δεν είχαν φύγει ακόμα τα χώματα από το πέλμα της όταν στάθηκε επάνω από τον τάφο του και θρηνούσε με την αιώνια υπόσχεση της Νιόβης προς τον πόνο Αυτή. Θεέ μου. Που και μια σκύλα θα ήταν ακόμα απαρηγόρητη Έγινε γυναίκα του αδελφού του, που του έμοιαζε όσο ένας σάτυρος με τον Υπερίωνα. Σε ένα μήνα τον είχε κιόλας παντρευτεί. Με τα βλέφαρα ακόμα κόκκινα κι αλμυρά από τα δάκρυα της με τι αθώα βία! Τι παρθενικά γλύστρησε Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα της αιμομιξίας Φθάνει. Όχι άλλο. Σώπα
σελ. 27 [πάνω]
2ο απόσπασμα, 1η πράξη, 3η σκηνή (συμβουλές προς τον γιο) […] ΠΟΛΩΝΙΟΣ Λαέρτη, ακόμα δεν έφυγες; Βιάσου. Γρήγορα Έτοιμος ο αέρας αναπνέει επάνω στα πανιά Σε περιμένουν. Να πας στην ευχή Κράτησε λίγες ακόμα συμβουλές μου Η σκέψη σου δεν είναι πάντα απαραίτητο να φθάνει ως το στόμα. Αλλά ούτε κι ως την πράξη Να είσαι με όλους ανοιχτός Αλλά μην εμπιστεύεσαι οποίον είναι ανοιχτός Τους φίλους που θα αποκτάς σε δύσκολες περιστάσεις φυλάκιζε τους δίπλα σου, για όλη τους την ζωή Μη σου φύγουν. Να φυλάγεσαι από άγνωστους νεαρούς που θα σε πλησιάσουν. Να μη τους δίνεις θάρρος Μη μπαίνεις εύκολα σε τσακωμούς Κι όταν μπεις, εξόντωσε τον άλλον Άκουγε τους όλους μίλα σε ελάχιστους Να δέχεσαι όλων την γνώμη, απόφυγε να δίνεις την δική σου. Να ντύνεσαι ακριβά με τα λεφτά που έχεις αλλά όχι επιδεικτικά να δείχνεις πλούσιος αλλά με αδιαφορία Το ράσο κάνει τον παπά. Και στην Γαλλία είναι παράδοση οι ευγενείς και οι σπουδαίοι να φαίνονται από μακρυά και όλοι τους σέβονται από μακρυά Ποτέ να μην δανείζεις. Ποτέ να μην δανείζεσαι Γιατί έτσι αλλάζει η αξία χρημάτων και ανθρώπων και γίνονται λάθος οι λογαριασμοί Και πάνω απ’ όλα, να είσαι αυτός που είσαι Τότε θα είσαι και με τους άλλους έτσι όπως πρέπει να είσαι. Στην ευχή μου. Κι όλα να τα θυμάσαι
σελ. 36 [πάνω]
3ο απόσπασμα, 1η πράξη, 4η σκηνή (το φάντασμα και η αποκάλυψη της αλήθειας) […] ΟΡΑΤΙΟΣ Στην μανία τον σέρνει η παραίσθηση ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Δεν πρέπει να τον αφήσουμε μονάχο ΟΡΑΤΙΟΣ Ναι. Πάμε. Που θα τελειώσουν όλα αυτά; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Κάτι σαπίζει μέσα στην Δανία ΟΡΑΤΙΟΣ Θεέ μου ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Πάμε. Να είμαστε κοντά του
1η πράξη, 5η σκηνή ΑΜΛΕΤ Πού με πάς; Μίλησε. Δεν προχωράω άλλο ΦΑΝΤΑΣΜΑ Άκου ΑΜΛΕΤ Ακούω ΦΑΝΤΑΣΜΑ Έρχεται πάλι η ώρα να γυρίσω Εκεί απ’ όπου ήρθα Από το μαρτύριο του σκοταδιού ΑΜΛΕΤ Ά θλιβερή πνοή ΦΑΝΤΑΣΜΑ Μη λυπάσαι. Μόνο άκου ΑΜΛΕΤ Λέγε. Σ’ ακούω ΦΑΝΤΑΣΜΑ Να μ’ εκδικηθείς ΑΜΛΕΤ Τι; ΦΑΝΤΑΣΜΑ Είμαι ο πατέρας σου. Τιμωρήθηκα με σκότος και φωτιά Για έναν άγνωστο χρόνο να σέρνομαι τις νύχτες Και τις ήμερες, η φωτιά να με καθαρίζει από το κρίμα ότι έζησα
Ένα εμπόδιο ιερό απαγορεύει να εξιστορήσω τον τρόμο του αιώνιου Την αγωνία του χάους. Αν σου πω Αν έβρισκα την λέξη Θα έχαινε η ψυχή σου σαν σφαγή Του αίματος σου ο χείμαρρος θα στεκόταν Τα μάτια σου από τις κόγχες τους θα χύνονταν Όπως κυλάν τα άστρα από τις κόγχες του ουρανού Στα όμορφα στα ήσυχα μαλλιά σου αγριεμένη θα φτεροκοπούσε η φρίκη, θα τα έκαμνε αγκάθια Δεν είναι αυτά για σας που ζείτε ακόμα με το σώμα σας Δεν είναι για ακοές που έχουν αυτιά από σάρκα Άκου. Άκου. Άκουσε Για τ’ όνομα της αγάπης πού μου είχες
ΑΜΛΕΤ Θεέ μου ΦΑΝΤΑΣΜΑ Να μ’ εκδικηθείς. Γιατί με σκότωσαν ΑΜΛΕΤ Σε σκότωσαν ΦΑΝΤΑΣΜΑ Με φόνο άδικο. Τον πιο άδικο από τους θανάτους ΑΜΛΕΤ Λέγε. Γρήγορα. Για να σκοτώσω γρήγορα κι εγώ Να έχει ο φόνος μου ορμή, σα να ήταν έρωτας ΦΑΝΤΑΣΜΑ Βιάζεσαι. Δεν βούλιαξες ακόμα μέσα στα αργά νεκρά νερά της λήθης Άμλετ. Άκουσέ με Είπαν πως πέθανα από δάγκωμα φιδιού την ώρα που κοιμόμουν. Εκεί, στον κήπο Μ’ αυτό το ψέμα έφραξαν τα αυτιά όλης της Δανίας και το στόμα της. Όμως γυιέ μου εσύ Πρέπει να ξέρεις. Ότι το φίδι πού δάγκασε τον πατέρα σου Πήρε μετά, και φόρεσε το στέμμα του
ΑΜΛΕΤ Α. Βαθειά μου αυτό Το ήξερα από πάντα. Ο θείος μου
ΦΑΝΤΑΣΜΑ Κακούργος αιμομίχτης παρέσυρε με δόλο στην βλάσφημη του ασέλγεια την πεντακάθαρη βασίλισσα Πόσο δίκια μου την θαρρούσα. Άμλετ. Πώς ξέπεσε Από μένα, που η αγάπη μου ήταν κάθε φορά του γάμου η τελετή να περάσει σ' αυτόν, το ερπετό. Όμως αν η αρετή θα μένει πάντα ακίνητη, ακόμα κι όταν την γνέφει ο ουρανός Η λαγνεία πάντα θα γλυστράει και ύστερα από έρωτα με αρχάγγελο μπορεί από την κλίνη ενός θεού να σηκωθεί να πάει να κυλιστεί στην κόπρο Στάσου. Πρέπει να βιασθώ Μύρισε κιόλας η αυγή. Άκου Την ώρα που μ’ έπαιρνε ο ύπνος αμέριμνο το απόγευμα στον κήπο, ο θείος σου παραφύλαγε. Πλησίασε με κρυφά βήματα κι έκλεψε τη ζωή μου. Στο αυτί μου έσταξε απόσταγμα χορταριού ενάντιο στο αίμα του άνθρωπου. Έκκριμα λέπρας που σκόρπισε παντού εντός μου. Όλο το αίμα μου χάλασε έκοψε. Και το δέρμα μου φούσκωσε σαν μία πέμφιγα, πέτσα αποκρουστική που την έσπαζε το πύο. Στεγνές φολίδες πλάκες σκέπασαν το κορμί μου και πέθανα. Αυτά μου προξένησε το χέρι του αδελφού μου. Απότομα μου πήρε
ό,τι είχα και δεν είχα. Ζωή στέμμα βασίλισσα Με πρόλαβε προτού προλάβω να ξεφορτώσω τα αμαρτήματα που ήταν στην ακμή τους και πήγα χωρίς ακρόαση. Χωρίς μιαν ευλογία Χωρίς δίκη πέρασα στην ποινή Φριχτό. Φριχτό. Φριχτό
Στο νεαρό σου θαρραλέο δίκαιο. Ενέργησε Καθάρισε την βασιλική κοίτη της Δανίας από την ακολασία και την αιμομιξία Αλλά ο,τι κι αν κάνεις, άφησε απ’ έξω την μάνα σου Καμμιά κακία γι’ αυτήν. Ούτε βαθειά στον νου σου Ανέγγιχτη άφησε την. Να την αγγίζει από μέσα η ίδια της η ψυχή. Φεύγω. Χαράζει Τα φωτεινά έντομα της νύχτας χλωμιάζουν Η μέρα παίρνει όλο το ανήμπορο τους φως Χαίρε. Χαίρε. Χαίρε. Να με θυμάσαι
σελ. 43-47 [πάνω]
4ο απόσπασμα, 2η πράξη, 2η σκηνή (λέξεις, λέξεις, λέξεις) […] ΠΟΛΩΝΙΟΣ Πώς είναι ό καλός μου Κύριος Άμλετ; ΑΜΛΕΤ Καλά. Ευχαριστώ. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Με ξέρεις Κύριε μου; ΑΜΛΕΤ Πολύ καλά. Πουλάς ψάρια ΠΟΛΩΝΙΟΣ Όχι Κύριε μου ΑΜΛΕΤ Κρίμα. Θα ήσουν τίμιος ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τίμιος Κύριε μου; ΑΜΛΕΤ Ναι, τίμιος. Δηλαδή ο ένας στους δέκα χιλιάδες, εκεί που έφθασε ο κόσμος ΠΟΛΩΝΙΟΣ Σ’ αυτό έχεις δίκηο Κύριε μου ΑΜΛΕΤ Έχω. Γιατί ο ήλιος είναι ένας θεός που πλαγιάζει με κουφάρια. Κι από τον ερωτά του με το νεκρό σκυλί γεννιούνται τα σκουλήκια. Έχεις μια κόρη; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Ναι. Κύριε μου ΑΜΛΕΤ Να φυλάγεται από τον ήλιο. Η σύλληψη είναι ευλογημένη, αλλά οχι για την κόρη σου. Πρόσεχε την ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τι εννοείς; (μόνος) Πάντα η κόρη μου. Ενώ έμενα δεν με γνώρισε. Είπε πως πουλάω ψάρια Είναι αλλού, αλλού. Όμως κι εγώ νέος έπαθα πολλά από έρωτα, μου τα θυμίζει Θα του μιλήσω πάλι — Τί διαβάζεις Κύριε μου; ΑΜΛΕΤ Λέξεις. Λέξεις. Λέξεις. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Για ποιό πράγμα Κύριε μου; ΑΜΛΕΤ Ποιο απ’ όλα; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Ρωτάω, τί είναι αυτό που διαβάζεις Κύριε μου ΑΜΛΕΤ Κακίες Κύριε. Αυτός εδώ ο παληάνθρωπος υπερβάλλει Λέει ότι οι ηλικιωμένοι έχουν γκρίζα γένεια. Η μούρη τους ένα κουβάρι. Από τα μάτια τους τρέχουν τσίμπλες σαν το ρετσίνι. Το μυαλό τους είναι μια παχειά βλέννα κι έχουν ατροφικά οπίσθια. Παρόλο Κύριε που συμφωνώ απόλυτα μ’ αυτά, δεν είναι έντιμο έτσι να μιλάς. Αφού κι εσύ Κύριε θα μπορούσες να φθάσεις κάποτε στην δική μου ηλικία αν κατάφερνες να περπατάς προς τα πίσω σαν κάβουρας ΠΟΛΩΝΙΟΣ (μόνος) Παρά την τρέλα τους όλα αυτά έχουν ειρμό — φυσάει αέρας Κύριε μου, δεν φεύγεις από ‘κεί;
ΑΜΛΕΤ Και να χωθώ στον τάφο μου; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Αλήθεια, εκεί δεν θα έχει καθόλου αέρα (μόνος) Τί καίριες είναι μερικές απαντήσεις του. Είναι ένα χάρισμα της τρέλας να πιάνει νοήματα που το λογικό κι αυτό που λέμε υγεία με πολύ κόπο τα δουλεύουν. Τώρα θα φύγω. Πάω να σκεφτώ πως θα στηθεί η συνάντηση με την κόρη μου — Κύριε μου, σου παίρνω τώρα την άδεια να φύγω ΑΜΛΕΤ Κύριε δεν μπορείς να πάρεις από μένα τίποτε. Γιατί εγώ σου το έχω κιόλας δώσει πριν να μου το ζητήσεις Όλα μπορώ να τα δώσω από πριν έκτος από την ζωή μου. Εκτός από την ζωή μου. Εκτός από την ζωή μου
σελ. 66-68 [πάνω]
[…] ΑΜΛΕΤ Δεν μου κάνει εντύπωση. Ακόμα κι ο θείος μου έγινε βασιληάς της Δανίας. Και όσοι δεν γυρνούσαν να τον δουν όσο ζούσε ο πατέρας μου τώρα πληρώνουν πενήντα κι εκατό δουκάτα για ν’ αγοράζουν την μινιατούρα του Είναι ανεξήγητο για το αγαθό μυαλό μου Ας το αναλάβει η φιλοσοφία
σελ. 74 [πάνω]
[…] ΑΜΛΕΤ Θυμάμαι κάποια λόγια — μου τα είχες απαγγείλει Δεν τα έπαιξες ποτέ. Ίσως μόνο μια φορά Το έργο εκείνο δεν άρεσε στον κόσμο. Όμως εγώ το αγάπησα. Γιατί η τέχνη δεν είναι για τους πολλούς Ούτε είναι για τους λίγους, είναι πάντα για τον καθένα χωριστά. Αλλά και σε άλλους άρεσε που ήταν πιο αρμόδιοι και πολύ καλλίτερα από μένα ήξεραν από τέχνη. Είπαν το έργο τίμιο και είπαν για τους μικρούς συγγραφείς που ταπεινώνουν το κοινό. Γλείφουν τις πληγές του και το καθησυχάζουν Λογοκρίνουν ο,τι είναι μεγάλο, αχάριστοι κι ανάξιοι για την τρομαχτική ομορφιά του. […] σελ. 78 [πάνω]
7ο απόσπασμα, 3η πράξη 1η σκηνή (να ζεις, να μη ζεις) […] ΠΟΛΩΝΙΟΣ Εσύ Οφηλία εδώ Εμείς Κύριε μου πάμε να κρυφθούμε, (στην Οφηλία) θα περπατάς και θα διαβάζεις αυτό το βιβλίο για να φαίνεται η μοναξιά σου πιο χτυπητά. Έχει αποδειχθεί και είναι πολύ κοινή αύτη η υποκρισία, και πετυχαίνει: βάζοντας εγκαρτέρηση στο πρόσωπο και ευσέβεια στις κινήσεις μαλακώνουμε και τον διάβολο τον ίδιο ΚΛΑΥΔΙΟΣ (μόνος) Για μένα το είπε; Τα λόγια του πάν ίσια στην συνείδηση μου την ξεσκίζουν Όπως το άσχημο μάγουλο της γρηάς πόρνης που κάτω από τις παχειές βαφές το βλέπεις πιο αποκρουστικό — έτσι άσχημο απαίσιο αισθάνομαι το έργο μου κάτω από τα βαμμένα τα εντυπωσιακά μου λόγια. Πώς θα βαστάξω το βάρος ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τον ακούω. Έρχεται. Κύριε μου πάμε
(βγαίνουν οι Κλαύδιος και Πολώνιος-μπαίνει ο Άμλετ)
ΑΜΛΕΤ Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτή είναι η ερώτηση. Τι συμφέρει στον άνθρωπο Να πάσχει να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές από μια μοίρα πού τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος Η να επαναστατεί. Να αντισταθεί στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς. Αυτό είναι όλο Να κοιμηθείς και να κοιμηθούν όλοι οι πόνοι που από αυτούς είσαι πλασμένος Να μη ξυπνήσουν πια ποτέ. Αυτόν τον ύπνο να εύχεσαι για σένα. Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς Κι αν στον ύπνο σου έρθει ένα όνειρο; Τι θα είναι αυτό το όνειρο; Μετά τον αιώνα τού σώματος ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; Πώς ονειρεύεται ο θάνατος; Σε πιάνει φόβος αργείς Και ζεις. Και ή πανωλεθρία διαρκεί ζώντας από την ζωή σου. Τελείωσε τον κόσμο εσύ Τέλειωσε την ζωή σου. Αυτήν την στιγμή. Τώρα. Μ’ ένα μαχαίρι
Ποιος προτιμάει να ζει ρημάζοντας μέσα στον χρόνο Να τον αδικεί ό ισχυρός να τον συντρίβει ο επηρμένος να ερωτεύεται να εκλιπαρεί τον αδιάφορο να ανέχεται την ύβρι της εξουσίας τη νύστα του νόμου Να νικά ο ανάξιος τον άξιο. Που η άξια του η ίδια τον έχει από πριν νικήσει. Ποιος θα άντεχε να κουβαλάει το ασήκωτο βάρος της ζωής να σέρνεται να ερημώνει να στραγγίζει ιδρώτας η ψυχή του αν δεν ήταν ο τρόμος. Γι’ αυτό πού στέκεται εκεί Εκεί που αρχίζει ό θάνατος. Σ’ αυτήν την άγνωστη γη που σε κανέναν ορίζοντα μακρυά κανείς. Ποτέ δεν είδε Κι εκείνοι που ξεκίνησαν και φύγαν ποτέ δεν ξαναφάνηκαν στην πύλη. Ο φόβος ταράζει την θέληση και θέλεις να είναι ο εχθρός σου γνώριμος παρά να δεις να έρχεται καταπάνω σου το αγνώριστο. Η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς. Η φύση δεν της έδωσε μια λειτουργία θανάτου δεν έχει όργανο για το άγνωστο Άστραψε η απόφαση κι αμέσως την σβήνει την θαμπώνει η υγρασία της σκέψης. Και τα έργα τα μεγάλα που γι’ αυτά γεννήθηκες. Μονάχα γι’ αυτά γεννήθηκες δεν τα τολμάς. Θρύβουν χάνονται Ποτέ δεν θα ονομασθούν πράξεις
Η Οφηλία — Νύμφη. Όταν προσεύχεσαι στους θεούς μη με ξεχνάς Να δέεσαι και για τις αμαρτίες μου
ΟΦΗΛΙΑ Καλέ μου Κύριε. Πώς είσαι Μετά από τόσες μέρες ΑΜΛΕΤ Ταπεινά σ’ ευχαριστώ. Καλά. Καλά. Καλά ΟΦΗΛΙΑ Κύριε μου από καιρό ήθελα να σου επιστρέψω τα δώρα πού μου έδωσες να θυμάμαι Σε παρακαλώ. Πάρ' τα ΑΜΛΕΤ Εγώ; Εγώ ποτέ δεν σου έδωσα τίποτα ΟΦΗΛΙΑ Κύριε μου ξέρεις καλά πως μου τα έδωσες τυλιγμένα με την πνοή σου. Τώρα χάθηκε η πνοή Τα δώρα σου δεν αξίζουν Δεν τα θέλω Δεν είσαι εσύ εκείνος που μού τα έχει δώσει Κύριέ μου. Πάρ’ τα
ΑΜΛΕΤ Είσαι τίμια; ΟΦΗΛΙΑ Κύριε ΑΜΛΕΤ Είσαι όμορφη ΟΦΗΛΙΑ Κύριέ μου ΑΜΛΕΤ Αν είσαι τίμια κι όμορφη, η τιμιότητα σου δεν θα ταιριάζει και πολύ με την ομορφιά σου ΟΦΗΛΙΑ Η ομορφιά Κύριε πάντα ταιριάζει με την τιμιότητα ΑΜΛΕΤ Ναι, αλήθεια. Μόνο που η ομορφιά είναι πάντα η ισχυρότερη. Είναι πάντα ικανή να κάνει πρόστυχη την τιμιότητα. Ενώ η τιμιότητα πάντα κάνει τίμια την ομορφιά. Σ’ άλλους καιρούς αυτό θα φαινόταν παράδοξο Σήμερα όχι πια. Ναι κάποτε σ’ αγάπησα
σελ. 87-90 [πάνω]
8ο απόσπασμα, 3η πράξη 4η σκηνή (ο Άμλετ με τη μητέρα του) […] ΑΜΛΕΤ […] Όχι, αυτό μη το πεις έρωτα. Στην ηλικία σου το αίμα κοπάζει το πάθος είναι κουρασμένο Ταπεινώνεται και πειθαρχεί στον νου. Όμως ποιος νους θα πηδούσε από αυτό σ’ αυτό; Αισθάνεσαι, δεν γίνεται Αλλοιώς δεν θα κουνιόσουν. Σίγουρα λοιπόν ο νους σου είναι απόπληκτος. Ούτε η τρέλα μπορεί τόσο να παρανοεί ούτε η έκσταση να παραλύει έτσι τον νου. Πού να μην του μένει και μια ελάχιστη κρίση για να καταλαβαίνει αυτήν εδώ την διαφορά. Ποιος διάβολος σε γέλασε σου έδεσε τα μάτια, θα έφθανε, να βλέπεις χωρίς να αισθάνεσαι. Να αισθάνεσαι χωρίς να βλέπεις Να ακούς χωρίς να πιάνεις και να βλέπεις. Να μυρίζεις και τίποτε άλλο να μην αισθάνεσαι Ή κι ένα υπόλοιπο από οποίαν φυσική αίσθηση να είχες και να ήταν ακόμα κι αυτό άρρωστο. Θα έφθανε Για να μην είσαι έτσι χαμένη Δεν έχεις ντροπή; Έστω το χρώμα της; Λαγνεία αδούλωτη αν εσύ μπορείς να πυρπολείς τα κόκκαλα μιας μεγάλης γυναίκας Τότε ας καίγεται σαν αιρετικιά η νεότητα στην δική της την πυρά Όχι. Δεν έχει καμμιά δουλειά εδώ η ντροπή Εδώ το βίτσιο δεν δαμάζεται, όλα τα αψηφάει Εδώ κι ο πάγος παίρνει φωτιά Και η επιθυμία αποπλανά τον νου
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ Άμλετ. Σώπα. Αρχινάει να φαίνεται η ψυχή μου Την βλέπω. Έχει μαύρα στίγματα. Βαθειά κι ως βαθειά την σημαδεύουν. Δεν θα φύγουν ποτέ πια Θα είναι πάντα εκεί
ΑΜΛΕΤ Όσο θα βρωμάει το κρεββάτι σου από τον ίδρωτα που χύνει ο έρωτας σου, όσο θα ψήνεσαι από τον έκφυλο ερεθισμό σου. Όσο θα τρέφεις τους οργασμούς σου σαν γουρούνια
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ Όχι άλλο. Τα λόγια σου πέφτουν σαν μαχαιριές στ’ αυτιά μου. Λυπήσου με. Καλέ μου Άμλετ
ΑΜΛΕΤ Ένας δολοφόνος ένας άθλιος. Δούλος Τίποτε δεν έχει από τον πρώτο σου Κύριο. Τίποτα Ένας υποβασιλέας. Κακοποιός της εξουσίας Μικροαπατεώνας, που στα κρυφά άρπαξε από το ραφι το πανάκριβο διάδημα του κράτους Το βούτηξε και τόκρυψε στην τσέπη του
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ Όχι άλλο
σε. 122-123 [πάνω]
9ο απόσπασμα, 4η πράξη 3η σκηνή (για το θάνατο)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ Ένας εφιάλτης περιφέρεται ελεύθερος, αλλά ο νόμος πρέπει με προσοχή να τον μεταχειρισθεί. Είναι ο αγαπημένος του λαού που πάντα χωρίς σκέψη αγαπάει ό,τι θέλει να δει κι όχι ο,τι πρέπει να καταλάβει. Άκριτα αγαπώντας τον ένοχο, οργίζεται με την τιμωρία του κι όχι με το έγκλημα του Πρέπει όλα αθόρυβα να καταστρωθούν και να νομισθεί πως η βιαστική φυγή του ήταν προαποφασισμένη Οι αρρώστειες οι απελπιστικές Απελπισμένα θεραπεύονται. Ή, πια δεν θεραπεύονται (μπαίνει ο Ρόζενκραντζ) Τι έγινε
ΡΟΖΕΝΚΡΑΝΤΖ Με τίποτε Κύριε μου δεν δέχεται να πει πού έχει τον νεκρό ΚΛΑΥΔΙΟΣ Πού είναι; ΡΟΖΕΝΚΡΑΝΤΖ Έξω. Με τους φρουρούς ΚΛΑΥΔΙΟΣ Φέρτε τον εδώ. Μπροστά μου. ΡΟΖΕΝΚΡΑΝΤΖ Γκίλδενστερν. Φέρε τον πρίγκηπα (μπαίνουν Άμλετ, Γχλίδενστερν, Φρουροί)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ Άμλετ Πού είναι ο Πολώνιος; ΑΜΛΕΤ Σε δείπνο ΚΛΑΥΔΙΟΣ Τί δείπνο; ΑΜΛΕΤ Σε δείπνο όπου δεν τρώει. Τον τρων. Ένα φαντασμαγορικό συμπόσιο για την Σύγκλητο των σκουληκιών. Τα σκουλήκια είναι οι μεγιστάνες του φαγητού. Παχαίνουμε τα ζώα για να τα τρώμε και να παχαίνουμε για να μας τρων τα σκουλήκια και να παχαίνουν. Σ’ αυτήν την κραιπάλη της φαγωμάρας ο λιπαρός ο βασιληάς κι ό λιπόσαρκος ζητιάνος σερβίρονται στο ίδιο πιάτο. Σ’ αυτόν τον θρίαμβο των σκουληκιών μ’ αυτόν τελειώνουν όλα ΚΛΑΥΔΙΟΣ Τί λες ΑΜΛΕΤ Με το σκουλήκι που έφαγε τον βασιληά πιάνεις το ψάρι που τρώει το σκουλήκι και τρως το ψάρι που έφαγε το σκουλήκι που έφαγε τον βασιληά ΚΛΑΥΔΙΟΣ Τί λες Τί θέλεις να πεις; ΑΜΛΕΤ Πως ο καθένας μπορεί να έχει στην κοιλιά του έναν βασιληά ΚΛΑΥΔΙΟΣ Πού είναι ο Πολώνιος; ΑΜΛΕΤ Στον ουρανό. Στείλε κάποιον ν’ ανέβει ως εκεί Κι αν δεν τον βρει, μην ανησυχήσεις. Εσύ ο ίδιος θα τον βρεις όταν θα πας στην αντίθετη μεριά που είναι χαμηλότερα Κι αν πάλι δεν τον βρεις, μέσα στον μήνα θα σε βρει η μπόχα του που θ’ ανεβεί από την σκάλα του προθάλαμου ΚΛΑΥΔΙΟΣ (στους φρουρούς) Γρήγορα. Ψάξτε εκεί ΑΜΛΕΤ Μη βιάζεσθε. Δεν έχει σκοπό να φύγει
σελ. 134-136 [πάνω]
10ο απόσπασμα, 4η πράξη 5η σκηνή (κίνδυνος για τον Κλαύδιο) […] ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ Τί είναι αυτός ο θόρυβος; Θεέ μου ΚΛΑΥΔΙΟΣ Φρουρά! (μπαίνει ένας Κύριος) Πού είναι οι Ελβετοί μου. Κλείστε τις πύλες Τι είναι
ΚΥΡΙΟΣ Κύριε μου. Φύγε. Φύγε να σωθείς Ο νεαρός Λαέρτης. Με βία μεγαλύτερη απ’ του ωκεανού που ρίχνει τα σύνορα του και κατακτάει την στερηά Έρχεται προς τα εδώ. Λαός πολύς τον ακολουθεί κι αυτός πάει μπροστά. Αχρήστεψε τους άρχοντες σου και Άρχοντά του τον προσφωνεί ο συρφετός ο όχλος Το κράτος καταλύεται. Σαν να αρχίζει ο κόσμος από την αρχή Χωρίς καμμία μνήμη. Η ιστορία σταμάτησε Κόπηκε στα δυο ο μύθος. Καταγής η παράδοση οι λέξεις που την στήριζαν χάσαν την δύναμη τους. Με φωνές «ο εκλεκτός μας. Ο Λαέρτης είναι ο Βασιλέας» Με σημαίες με βοές. Με ιαχές που φθάνουν ως τα σύννεφα τον ενθρονίζουν «ο Λαέρτης βασιληάς. Ο βασιληάς Λαέρτης»
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ Με τι παράφωνη λαιμαργία ρεκάζουν και μυρίζονται ανύπαρχτα κουφάρια (οι φωνές πλησιάζουν) Μπερδέψατε τις μυρωδιές. Κοράκια της Δανίας
ΚΛΑΥΔΙΟΣ Έσπασαν τις πόρτες (μπαίνουν ό Λαέρτης και Λαός)
ΛΑΕΡΤΗΣ Πού είναι Αυτός Εσείς σταθείτε έξω. Μη μπαίνετε
ΔΑΝΟΙ Άφησέ μας. Άφησε να μπούμε ΛΑΕΡΤΗΣ Παρακαλώ Όχι (βγαίνουν οι Δανοί)
Φρουρείτε την Πόρτα Εσύ. Ανάξιε Βασιληά. Δός μου τον πατέρα μου
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ Ησύχασε καλέ μας Λαέρτη
ΛΑΕΡΤΗΣ Και μια σταγόνα ήσυχη να είχε το αίμα μου κι αυτή θα μ’ έλεγε μπάσταρδο. Τον πατέρα μου άτιμο Πόρνη τη μάνα μου
ΚΛΑΥΔΙΟΣ Λαέρτη Γιατί όλος αυτός ο τρομερός θυμός σου Φύγε Γερτρούδη από την μέση. Μη φοβάσαι για μένα Το κεφάλι του βασιλέα το προστατεύει στέφανος του θεού Ακτινοβολεί. Η προδοσία δεν τολμά ν’ αγγίξει τα πρόσωπα των βασιλέων τα χέρια της καίγονται. Λέγε Λαέρτη Γιατί έχεις θυμώσει; Άφησέ τον Γερτρούδη. Λέγε
ΛΑΕΡΤΗΣ Πού είναι ο πατέρας μου;
ΚΛΑΥΔΙΟΣ Τον σκότωσαν […] σελ. 146-148 [πάνω]
11ο απόσπασμα, 4η πράξη 7η σκηνή (επιστροφή του Άμλετ) […] ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ Γράμματα Κύριε μου από τον Άμλετ Αυτό είναι για την μεγαλειότητα σου. Αυτό για την Βασίλισσα ΚΛΑΥΔΙΟΣ Απ’ τον Άμλετ! Ποιος τα έφερε; ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ Κάποιοι ναυτικοί Κύριε. Έτσι είπαν. Εγώ δεν τους είδα. Στον Κλαύδιο τα δώσαν ΚΛΑΥΔΙΟΣ Λαέρτη άκουε κι εσύ Φύγε (βγαίνει ο Αγγελιοφόρος)
(διαβάζει) «Υψηλότατε και Ισχυρέ. Πρέπει να γνωρίζεις ότι με πέταξαν γυμνό στο βασίλειο σου. Αύριο θα παρακαλέσω να δώ και να με δουν τα μεγαλειότατα μα κι αφού ζητήσω την υψηλή σου συγκατάθεση Θα εξηγήσω την αιτία του τόσο ξαφνικού κι ακόμα πιο παράξενου γυρισμού μου. ΑΜΛΕΤ» Τι εννοεί; Γύρισαν κι οι άλλοι; Η κάτι άλλο συμβαίνει; ΛΑΕΡΤΗΣ Είναι γραμμένο από το χέρι του; ΚΛΑΥΔΙΟΣ Ναι, είναι τα γράμματα του Άμλετ. «Γυμνός» Και σε υστερόγραφο, «μόνος». Τι νομίζεις εσύ; ΛΑΕΡΤΗΣ Τίποτε Κύριε μου. Δεν καταλαβαίνω Αλλά μακάρι να έρθει. Για να συνέλθει ή σβησμένη μου κάρδια. Να έρθει. Έστω μονάχα για να το φωνάξω και να το ακούσει: «εσύ φταις» ΚΛΑΥΔΙΟΣ Λαέρτη, αν έτσι συμβαίνει Και πώς συμβαίνει έτσι Κι αν Όχι, τί συμβαίνει — θα κάνεις ό,τι σου πω; ΛΑΕΡΤΗΣ Ναι Κύριε. Αρκεί αυτό που θα μου πεις να μη λέει για ειρήνη
σελ. 156-157 [πάνω] |
|