ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

ΟΛΑ τα θέματα των πανελλαδικών στη Λογοτεχνία Θεωρητικής κατεύθυνσης 2000-2013

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2014 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

 

Γεώργιος Βιζυηνός, ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ (απόσπασμα)

 

Αἱ οἰκονομικαί μας δυσχέρειαι ἐκορυφώθησαν, ὅταν ἐπῆλθεν ἀνομβρία εἰς τήν χώραν καί ἀνέβησαν αἱ τιμαί τῶν τροφίμων. Ἀλλ' ἡ μήτηρ, ἀντί ν' ἀπελπισθῇ περί τῆς διατροφῆς ἡμῶν αὐτῶν, ἐπηύξησε τόν ἀριθμόν μας δι' ἑνός ξένου κορασίου, τό ὁποῖον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε νά υἱοθετήσῃ.

Τό γεγονός τοῦτο μετέβαλε τό μονότονον καί αὐστηρόν τοῦ οἰκογενειακοῦ ἡμῶν βίου, καί εἰσήγαγεν ἐκ νέου ἀρκετήν ζωηρότητα.

Ἤδη αὐτή ἡ υἱοθέτησις ἐγένετο πανηγυρική. Ἡ μήτηρ μου ἐφόρεσε διά πρώτην φοράν τά «γιορτερά» της καί μᾶς ὡδήγησεν εἰς τήν ἐκκλησίαν καθαρούς καί χτενισμένους, ὡς ἐάν ἐπρόκειτο νά μεταλάβωμεν. Μετά τό τέλος τῆς λειτουργίας, ἐστάθημεν ὅλοι πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτοῦ, ἐν μέσῳ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, ἐνώπιον τῶν φυσικῶν αὐτοῦ γονέων, παρέλαβεν ἡ μήτηρ μου τό θετόν αὑτῆς θυγάτριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ πρῶτον ὑπεσχέθη εἰς ἐπήκοον πάντων, ὅτι θέλει ἀγαπήσει καί ἀναθρέψει αὐτό, ὡς ἐάν ἦτο σάρξ ἐκ τῆς σαρκός καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν της.

Ἡ εἴσοδός τοῦ εἰς τόν οἶκόν μας ἐγένετο οὐχ ἦττον ἐπιβλητική καί τρόπον τινά ἐν θριάμβῳ. Ὁ πρωτόγερος τοῦ χωρίου καί ἡ μήτηρ μου προηγήθησαν μετά τοῦ κορασίου, ἔπειτα ἠρχόμεθα ἡμεῖς. Οἱ συγγενεῖς μας καί οἱ συγγενεῖς τῆς νέας ἀδελφῆς μᾶς ἠκολούθησαν μέχρι τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας. Ἔξωθεν αὐτῆς ὁ πρωτόγερος ἐσήκωσε τό κοράσιον ὑψηλά εἰς τάς χεῖράς του καί τό ἔδειξεν ἐπί τινας στιγμάς εἰς τούς παρισταμένους. Ἔπειτα ἠρώτησε μεγαλοφώνως·

— Ποιός ἀπό σᾶς εἶναι ἤ ἐδικός ἤ συγγενής ἤ γονιός τοῦ παιδιοῦ τούτου περισσότερον ἀπό τήν Δεσποινιώ τήν Μηχαλιέσσα κι ἀπό τούς ἐδικούς της;

Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τόν ὦμόν του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή — Ἐγώ! — καί ματαιώσῃ τήν εὐτυχίαν της. Ἀλλά κανείς δέν ἀπεκρίθη. Τότε οἱ γονεῖς τοῦ παιδιού ἠσπάσθησαν αὐτό διά τελευταίαν φοράν καί ἀνεχώρησαν μετά τῶν συγγενῶν των. Ἐνῷ οἱ ἐδικοί μας μετά τοῦ πρωτογέρου εἰσῆλθον καί ἐξενίσθησαν παρ' ἡμῖν.

Ἀπό τῆς στιγμῆς ταύτης ἡ μήτηρ μας ἤρχισε νά ἐπιδαψιλεύῃ εἰς τήν θετήν μας ἀδελφήν τόσας περιποιήσεις, ὅσων ἴσως δέν ἠξιώθημεν ἡμεῖς εἰς τήν ἡλικίαν της καί εἰς καιρούς πολύ εὐτυχεστέρους. Ἐνῷ δέ μετ' ὀλίγον χρόνον ἐγώ μέν ἐπλανώμην νοσταλγῶν ἐν τῇ ξένῃ, οἱ δέ ἄλλοι μου ἀδελφοί ἐταλαιπωροῦντο κακοκοιμώμενοι εἰς τά ἐργαστήρια τῶν «μαστόρων», τό ξένον κοράσιον ἐβασίλευεν εἰς τόν οἶκόν μας, ὡς ἐάν ἦτον ἐδικός του.

Οἱ μικροί τῶν ἀδελφῶν μου μισθοί θά ἐξήρκουν πρός ἀνακούφισιν τῆς μητρός, ἐφ' ᾦ καί τῇ ἐδίδοντο. Ἀλλ' ἐκείνη, ἀντί νά τούς δαπανᾷ πρός ἀνάπαυσίν της, ἐπροίκιζε δι' αὐτῶν τήν θετήν της θυγατέρα καί ἐξηκολούθει ἐργαζομένη πρός διατροφήν της. Ἐγώ ἔλειπον μακράν, πολύ μακράν, καί ἐπί πολλά ἔτη ἠγνόουν τί συνέβαινεν εἰς τόν οἶκόν μας. Πρίν δέ κατορθώσω νά ἐπιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καί ὑπανδρεύθη, ὡς ἐάν ἦτον ἀληθῶς μέλος τῆς οἰκογενείας μας.

Ὁ γάμος αὐτῆς, ὅστις φαίνεται ἐπίτηδες ἐπεσπεύθη, ὑπῆρξεν ἀληθής «χαρά» τῶν ἀδελφῶν μου. Οἱ δυστυχεῖς ἀνέπνευσαν, ἀπαλλαγέντες ἀπό τό πρόσθετον φορτίον. Καί εἶχον δίκαιον. Διότι ἡ κόρη ἐκείνη, ἐκτός ὅτι ποτέ δέν ᾐσθάνθη πρός αὐτούς ἀδελφικήν τινα στοργήν, ἐπί τέλους ἀπεδείχθη ἀχάριστος πρός τήν γυναῖκα, ἥτις περιεποιήθη τήν ζωήν αὐτῆς μέ τοσαύτην φιλοστοργίαν, ὅσην ὀλίγα γνήσια τέκνα ἐγνώρισαν.

Εἶχον λόγους λοιπόν οἱ ἀδελφοί μου νά εἶναι εὐχαριστημένοι καί εἶχον λόγους νά πιστεύσουν, ὅτι καί ἡ μήτηρ ἀρκετά ἐδιδάχθη ἐκ τοῦ παθήματος ἐκείνου.

Ἀλλ' ὁποία ὑπήρξεν ἡ ἔκπληξίς των, ὅταν, ὀλίγας μετά τούς γάμους ἡμέρας, τήν εἶδον νά ἔρχεται εἰς τήν οἰκίαν, σφίγγουσα τρυφερῶς εἰς τήν ἀγκάλην της ἕν δεύτερον κοράσιον, ταύτην τήν φοράν ἐν σπαργάνοις!

— Τό κακότυχο! ἀνεφώνει ἡ μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικῶς ἐπί τῆς μορφῆς τοῦ νηπίου, δέν τό ἔφθανε πώς ἐγεννήθη κοιλιάρφανο, μόν' ἀπέθανε καί ἡ μάνα του καί τό ἄφηκε μέσ' στή στράτα! Καί, εὐχαριστημένη τρόπον τινά ἐκ τῆς ἀτυχοῦς ταύτης συμπτώσεως, ἐπεδείκνυε τό λάφυρόν της θριαμβευτικῶς πρός τούς ἐνεούς ἐκ τῆς ἐκπλήξεως ἀδελφούς μου. […]

Ἡ θετή μου ἀδελφή ἦτον ἀκόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καί πρό πάντων δύσνους, τόσονδύσνους, ὥστε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μ' ἐνέπνευσεν ἀντιπάθειαν.

— Δός το πίσου τό Κατερινιώ, ἔλεγον μίαν ἡμέραν εἰς τήν μητέρα μου. Δός το πίσου, ἄν μ' ἀγαπᾷς. Αὐτήν τήν φοράν σέ τό λέγω μέ τά σωστά μου! Ἐγώ θά σέ φέρω μίαν ἄλλην ἀδελφήν ἀπό τήν Πόλι. Ἕνα εὔμορφο κορίτσι, ἕνα ἔξυπνο, πού νά στολίσῃ μίαν ἡμέρα τό σπίτι μας.

Ἔπειτα περιέγραψα μέ τά ζωηρότερα χρώματα ὅποιον θά ἦτο τό ὀρφανόν, τό ὁποῖον ἔμελλον νά τῆς φέρω, καί πόσον πολύ θά τό ἠγάπων.

Ὅταν ὕψωσα τά βλέμματά μου πρός αὐτήν, εἶδον μετ' ἐκπλήξεώς μου, ὅτι τά δάκρυά της ἔρρεον σιγαλά καί μεγάλα ἐπί τῶν ὠχρῶν αὐτῆς παρειῶν, ἐνῷ οἱ ταπεινωμένοι της ὀφθαλμοί ἐξέφραζον μίαν ἀπερίγραπτον θλῦψιν!

—  Ὤ! εἶπε μετ' ἀπελπιστικῆς ἐκφράσεως. Ἐνόμισα ὅτι σύ θά ἀγαπήσῃς τό Κατερινιώ περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά, ἀπατήθηκα! Ἐκεῖνοι δέν θέλουν διόλου ἀδελφήν, καί σύ θέλεις μίαν ἄλλην! Καί τί φταίγει τό φτωχό, σάν ἔγινεν ὅπως τό ἔπλασεν ὁ Θεός. Ἄν εἶχες μίαν ἀδελφήν ἄσχημην καί μέ ὀλίγον νοῦν, θά τήν ἔβγαζες δι' αὐτό μέσα στούς δρόμους, γιά νά πάρῃς μιάν ἄλλην, εὔμορφην καί γνωστικήν.

— Ὄχι, μητέρα! Βέβαια ὄχι! ἀπήντησα ἐγώ. Μά ἐκείνη θά ἦτο παιδί σου, καθώς καί ἐγώ. Ἐνῷ αὐτή δέν σοῦ εἶναι τίποτε. Μᾶς εἶναι ὅλως διόλου ξένη.

— Ὄχι! ἀνεφώνησεν ἡ μήτηρ μου μετά λυγμῶν, ὄχι! Δέν εἶναι ξένο τό παιδί! Εἶναι δικό μου! Τό ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπό πάνω ἀπό τό λείψανο τῆς μάνας του· καί ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά τό πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ' στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μέσ' στήν κούνια σας. Εἶναι δικό μου τό παιδί, καί εἶναι ἀδελφή σας!

 

 

ανομβρία: έλλειψη βροχής, ξηρασία.

γιορτερά: γιορτινά.

περιεστώτος: [περιίσταμαι: περικυκλώνω, περιστοιχίζω (οι περιεστώτες: οι θεατές, οι ακροατές)].

εις επήκοον: σε απόσταση ακοής.

πρωτόγερος: ο πρώτος γέρος, αυτός που τιμούν περισσότερο σε μια κοινότητα.

Δεσποινιώ την Μηχαλιέσσα: πρόκειται για τη μητέρα του Βιζυηνού Δεσποινιώ (το όνομα του πατέρα του ήταν Μιχαήλος από το οποίο βγαίνει το «Μηχαλιέσσα», δηλ. η σύζυγος του Μιχαήλου).

ξενίζω: φιλοξενώ

επιδαψιλεύω: παρέχω με αφθονία.

ενεός: εμβρόντητος, άναυδος.

δύσνους: αυτός που δύσκολα καταλαβαίνει.

παρειά (η): μάγουλο.

 

 

 

A1. Το έργο του Γ. Βιζυηνού χαρακτηρίζεται, μεταξύ των άλλων, και για τη θεατρικότητά του. Να αναφέρετε τρία παραδείγματα, μέσα από το απόσπασμα που σας δίνεται, τα οποία επιβεβαιώνουν τον παραπάνω χαρακτηρισμό.

Μονάδες 15

 

Β1. Σύμφωνα με τον Κ. Μητσάκη: «Η θέση και η ιδεολογία του Βιζυηνού απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα και γενικότερα το πρόβλημα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής είναι ξεκαθαρισμένη. Θερμός υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος...».

Να σχολιάσετε την άποψη αυτή (μονάδες 10) και να γράψετε, μέσα από το απόσπασμα που σας δόθηκε, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για καθεμία από τις δύο παραπάνω γλωσσικές επιλογές του Γ. Βιζυηνού. (μονάδες 10)

Μονάδες 20

 

 

Β2.α. «Πρίν δέ κατορθώσω νά ἐπιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καί ὑπανδρεύθη, ὡς ἐάν ἦτον ἀληθῶς μέλος τῆς οἰκογενείας μας

Ο Γ. Βιζυηνός στο παραπάνω χωρίο χρησιμοποιεί σύνοψη χρόνου. Να δικαιολογήσετε την επιλογή αυτή του συγγραφέα. (μονάδες 10)

β. «Τό ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπό πάνω ἀπό τό λείψανο τῆς μάνας του· καί ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά το πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ’ στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μεσ’ στήν κούνια σας.»

Τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη χρήση της αναδρομικής αφήγησης στο συγκεκριμένο χωρίο; (μονάδες 10)

Μονάδες 20

 

Γ1. Να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 150-170 λέξεων το απόσπασμα που ακολουθεί: «Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τόν ὦμόν του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή—Ἐγώ!—καί ματαιώσῃ τήν εὐτυχίαν της. Ἀλλά κανείς δέν ἀπεκρίθη.»

Μονάδες 25

 

Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το απόσπασμα που σας δόθηκε από «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γ. Βιζυηνού με το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του Ιω. Κονδυλάκη «Οι Άθλιοι των Αθηνών», αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων.

Μονάδες 20

 

 

Ιω. Κονδυλάκη, ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (απόσπασμα)

 

[...] Ὁ Τάσος [ο λούστρος] ἐξῆλθε περιχαρὴς ἐκ τῆς κρύπτης του. Ἀφοῦ τὴν ἐγλύτωσε τώρα ὁ Θεὸς εἶχε διὰ τὸ μέλλον. Καὶ ἐν τῇ εὐγνωμοσύνῃ του, ἡ μέγαιρα τοῦ ἐφάνη ὡς ἡ γλυκυτέρα γραῖα, ἀληθινὴ «κυροῦλα» σεβαστή. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ κιτρίνη Σταματίνα ἡ ὁποία ἐξῆλθε τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὴν αὐλήν, τοῦ ἐφάνη ἡ καλλιμορφοτέρα τῶν γυναικῶν. Ἡ γραῖα εἶχε πλησιάσει καὶ παρετήρει τὸ νήπιον, τὸ ὁποῖον καταπτοηθέν, φαίνεται, ὑπὸ τὸ μεδούσειον βλέμμα της, ἐλούφαξεν ἐντὸς τῶν σπαργάνων του.

«Ἀπὸ κανένα σπίτι σοῦ τὤδωκαν, βρέ;» ἠρώτησε τὸ λοῦστρο.

«Ὄχι, κυροῦλα, σοὖπα, τὤρριξαν χθὲς τὴν νύκτα μέσα ’ς τὴν κάσσα ποὺ κοιμόμουνα, τὴν ὥρα τῆς βροχῆς.»

Ἡ γραῖα ἔκαμε μορφασμόν. Καλέ, ἐφαίνετο ἀπὸ τὰ ροῦχά του. Θὰ ἦτο παιδὶ καμμιᾶς φτωχῆς ποὺ δὲν εἶχε τί νὰ τὸ κάμῃ καὶ τὸ πέταξε.

«Κορίτσι εἶνε ἢ ἀγόρι;» ἠρώτησεν ἔπειτα.

«Κορίτσι. Τὸ λὲνε Τασοῦλα. Μὲς ’ς τὴ φασκιά του ἔχει ἕνα χαρτὶ ποὺ τὸ λέει.»

«Καὶ τί θὰ τὸ κάμῃς τώρα;» εἶπεν ἡ Σταματίνα. «Στὸ Βρεφοκομεῖο θὰ τὸ πᾷς:»

Ὁ Τάσος ἐσκέφθη ἐπὶ μικρόν, ἔπειτα εἶπε:

«Ἂν εἶχα τὴ μάννα μου ἐδῶ, θὰ τῆς τὸ πήγαινα καὶ θὰ δούλευα νὰ τὸ ἀναθρέψωμε.

Τὸ λυποῦμαι τὸ κακόμοιρο!»

Ἡ Σταματίνα ἀντήλλαξε βλέμμα μὲ τὴν μητέρα της.

«Αἴ, δὲν μᾶς τἀφίνεις ἐμᾶς νὰ τἀναθρέψωμεν; Ἀφοῦ τὸ λυπᾶσαι, δὲν πρέπει νὰ τὸ πᾷς ’ς τὸ Βρεφοκομεῖο, ὅπου θὰ τἀφήσουν νἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖνα κι’ ἀπὸ τὴν κακοπέρασι. Ἄφησε νὰ τὸ δώσω ἐγὼ σὲ μιὰ παραμάννα ποὺ βύζαξε καὶ τὸ δικό μου τώρα ’ς τὰ ὕστερα ποὺ κόπηκε τὸ γάλα μου. Εἶνε μιὰ πολὺ καλὴ γυναῖκα ποὺ θὰ τὤχῃ σὰν παιδί της. Ἀλλά πρέπει.... νὰ τὴν πλερώνῃς.»

«Καὶ πόσο θέλει;» εἶπεν ὁ Τάσος.

«Πόσο μπορεῖς νὰ δίδῃς ἐσύ;»

Ὁ λοῦστρος ἐσκέφθη ἐπί τινας στιγμάς. Ἔπειτα εἶπε:

«Ἐγώ βγάζω καὶ μιάμιση δραχμὴ τὴν ἡμέρα καὶ δύο καμμιὰ φορά, σὰν μοῦ δώσουν καὶ κάμω θελήματα. Μὰ ὡς τώρα μοῦ τἄπαιρνε ὁ μάστορης καὶ μἔδερνε σὰν δὲν τοῦ πήγαινα μιάμιση δραχμὴ κάθε βράδυ.»

«Καὶ τώρα;»

«Τώρα τοῦ ἔφυγα κ’ εἴδατε πῶς μὲ κυνηγᾷ νὰ μὲ πιάσῃ. Ἂν μὲ γραπώσῃ, θὰ μὲ σακατέψῃ ’ς τὸ ξύλο. Πέρσι ὅταν πρωτοῆρθα ἀπὸ τὴν πατρίδα, μἔδειρε μιὰ βραδυὰ τόσο πολύ, ποὺ μ’ ἐπῆγαν ’ς τὸ νοσοκομεῖο.»

«Αἴ», εἶπεν ἡ μάγισσα, «νὰ μᾶς δίδῃς μιὰ σφάντζικα12 τὴν ἡμέρα, καὶ πάλι λίγο εἶνε, γιατὶ τὸ παιδὶ θέλει λάτρα μεγάλη, ἀλλὰ εἶσαι φτωχό παιδί... Θὰ κάμωμε κἐμεῖς ἕνα μυστήριο.»

«Καλά, κυροῦλα», εἶπεν ὁ Τάσος ἀποφασιστικῶς, «κάθε βράδυ θὰ σᾶς φέρνω μιὰ σφάντζικα. Θὰ δουλέψω μὲ ὅλη μου τὴν ὄρεξι νὰ ζήσῃ κι’ αὐτό, τὸ δυστυχισμένο, κἐγώ.

Ἐγὼ μ’ ἕνα ξεροκόμματο ψωμὶ ζῶ.»

«Ἔχε τὴν εὐχή μου, παιδί μου, ὁποῦ ’σαι ψυχοπονετικό.

Ἀφοῦ ἐκοιμόσουν δίπλα στὴν Ἁγία Εἰρήνη, χωρὶς ἄλλο, τὸ παιδὶ σοῦ τὤστειλε ἡ χάρι της καὶ πρέπει νὰ κάμῃς τὰ ἔξοδά του νὰ ζήσῃ καὶ νὰ μεγαλώσῃ. Θὰ κάμῃς μεγάλο μυστήριο, παιδάκι μου», εἶπεν ἡ γραῖα, καὶ μὲ τὴν τρέμουσαν καὶ πλήρη ρυτίδων χεῖρά της ἐθώπευσε τὴν ἡλιοκαῆ παρειὰν τοῦ λούστρου.

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2013 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

Διονύσιος Σολωμός, Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ 5 [22.]

 

 

 

25

 

 

 

 

30

 

 

 

 

35

 

 

 

 

40

 

 

 

 

45

 

 

 

 

50

 

 

 

 

55

Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε1 και μου τ’ αποκοιμούσε2

Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.3

Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,

Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,

Και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,

Του δέντρου και του λουλουδιού πού ανοίγει και λυγάει·

Δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του

Σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,

Κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα

Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,

Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,

Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια

Δεν είν’ φιαμπόλι4 το γλυκό, οπού τα’ αγρίκαα μόνος

Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος

Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει

Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·

Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθερίας ελπίδα

Κι' έφώναζα: «ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!»

Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·

Καλή ‘ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.

Λαλούμενο5, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,

Ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει

Δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός ... ...

Δεν ήθελε6 τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.

Αν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·

Σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιόμιζαν τον αέρα,

Γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι7 ... ...

Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.

Μ’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και να ‘μπει δεν ημπόρει

Ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη

Με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω

Τη σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω.

Έπαψε τέλος, κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου·

Πού εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου·

Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,

Την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.

 

1. άργουνε, αργοπορούσε, καθυστερούσε, βράδυνε

2. μου τ' αποκοιμούσε, μου το καθυστερούσε, το καθιστούσε ράθυμο, νωθρό, αργό

3. με προβοδούσε, με προέπεμπε, με συνόδευε

4. φιαμπόλι, αυτοσχέδιο πνευστό όργανο των ποιμένων (σουραύλι)

5. λαλούμενο, μουσικό όργανο

6. δεν ήθελε, δεν επρόκειτο, δε θα τολμούσε να

7. ανεκδιήγητοι [ενν. ήχοι], ανεκλάλητοι, άρρητοι, εξωανθρώπινοι

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

Α1. Τρία χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, από τον οποίο επηρεάστηκε ο Σολωμός, είναι το μεταφυσικό στοιχείο, η αγάπη για την πατρίδα και η εξιδανίκευση του έρωτα. Για κάθε ένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο.

Μονάδες 15

 

Β1. Σύμφωνα με τον Π. Μάκριτζ: «Αυτό που κάνει εντύπωση (στον Σολωμό) είναι η επιμονή του να χρησιμοποιεί εικόνες από τον κόσμο της φύσης». Να επιβεβαιώσετε την παραπάνω άποψη με μία εικόνα από τους στίχους 23-28 και άλλη μία από τους στίχους 35-43, παρουσιάζοντας το περιεχόμενό της καθεμιάς (μονάδες 10) και σχολιάζοντας τη λειτουργία της στο κείμενο (μονάδες 10).

Μονάδες 20

 

Β2. Στους στίχους 29-34 «Δέν είν' αηδόνι ... από τά χέρια•» να αναζητήσετε τέσσερα διαφορετικά σχήματα λόγου (μονάδες 8) και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους στο κείμενο (μονάδες 12).

Μονάδες 20

 

Γ1. Να σχολιάσετε τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος σε ένα κείμενο 120-140 λέξεων:

Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν αρραβωνιασμένη, Τήν απιθώνω μέ χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.

Μονάδες 25

 

Δ1. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα από το ποίημα Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού με το παρακάτω απόσπασμα από τη νουβέλα του Ν. Λαπαθιώτη, Κάπου περνούσε μια φωνή, αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων.

Μονάδες 20

 

Ναπολέων Λαπαθιώτης ΚΑΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΜΙΑ ΦΩΝΗ

 

Αυτό το βράδυ, η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός γλυκός, της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά, της τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια... Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ' ένα δάσος, -ένα μεγάλο δάσος γαλανό, μ' ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια. Περπατούσε, λέει, μέσ' στην πρασινάδα, σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κι απ' τη συνηθισμένην αγωνία, που συνοδεύει κάποιους εφιάλτες. [...]Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν' αλλάξει τίποτε, μια μελωδία σιγανή γεννήθηκε κι απλώθηκε, σαν ένα κόρο1 από γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ήμερα παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, -κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη, γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το νου και την καρδιά της! Κι είχ' ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, - κι έμοιαζε μ' ένα χάδι τρυφερό, λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά, σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη, σε μια σπαραχτική, πρωτοδοκίμαστη, και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει, πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο.

Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, -και κρύβοντας το πρόσωπο μέσ' στο προσκέφαλό της, μην τύχει και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ' ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο.

 

Ν. Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή, Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2011, σ. 71-73

 

 

1. κόρος, χορωδία

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2012 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

Κωνσταντίνος Καβάφης

Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου

ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ. Χ.

 

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου

είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.

Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.

Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,

που κάπως ξέρεις από φάρμακα·

νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

 

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. —

Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,

που κάμνουνε — για λίγο — να μη νοιώθεται η πληγή.

(1921)

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

Α1. Τρία από τα βασικά γνωρίσματα της ποίησης του Κ. Καβάφη είναι η πεζολογία, η ιδιότυπη γλώσσα και η χρήση συμβόλων. Για το κάθε ένα από τα παραπάνω γνωρίσματα να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα από το ποίημα που σας δόθηκε.

Μονάδες 15

 

Β1. Στο ποίημα, σύμφωνα με τον Στέφανο Διαλησμά, «έχουμε ένα δυσανάλογα μεγάλο τίτλο (με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται) που υποστηρίζει και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα». Να τεκμηριώσετε την παραπάνω άποψη αιτιολογώντας τη συγκεκριμένη επιλογή του τίτλου από τον ποιητή.

Μονάδες 20

 

Β2. Να επισημάνετε στο ποίημα τέσσερα διαφορετικά εκφραστικά μέσα (μονάδες 8) και να ερμηνεύσετε τη λειτουργία τους (μονάδες 12).

Μονάδες 20

 

Γ1. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους σε ένα κείμενο 100-120 λέξεων:

Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,

που κάπως ξέρεις από φάρμακα·

νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Μονάδες 25

 

 

Δ1. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το ποίημα του Κ. Καβάφη Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητον εν Κομμαγηνη· 595 μ.Χ. με το παρακάτω ποίημα του Τ. Λειβαδίτη Αυτοβιογραφία, εντοπίζοντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων.

Μονάδες 20

 

 

Τάσος Λειβαδίτης

Αυτοβιογραφία

 

Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μου δώσαν το αίμα μου και

τ' όνομά μου,

στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα

μια κίνηση πάντα σα νάθελα να προφυλαχτώ απόνα

χτύπημα

δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα

για ν' αρπαχτώ απ' τα πελώρια αγκάθια της αιωνότητας,

η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ' το αυριανό μου

τίποτα

κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου

έκτος απ' τον ίδιο μου τον πόνο — είμαι εδώ, ανάμεσά σας,

κι ολομόναχος,

κ' η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια, που την ανακαλύπτεις

ύστερ’ από χρόνια,

όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.

 

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.

 

Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος, 2003,   σ. 429.

 

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2011 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ, Διονύσιος Σολωμός Ό Κρητικός

 

1 [18.]

 

……………………………………………………………

……………………………………………………………

Εκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι·

«Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!»

Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ' άλλο

Πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο·

5              Τα πέλαγα στήν αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν,1

Οι ακρογιαλιές καί τα βουνά μ' όσες φωνές κι αν είχαν.

 

2 [19.]

Πιστέψετε π' ό, τι θα πω είν' ακριβή αλήθεια,

Μά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια,

Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,

Μα την ψυχή που μ' έκαψε τον κόσμο απαρατώντας.

5              (Λάλησε, Σάλπιγγα! κι εγώ το σάβανο τινάζω,

Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους2 κράζω:

«Μην ειδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;

Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό, τι σας μοιάζει.

Καπνός δε μένει από τη γη· νιός ουρανός εγίνη·

10           Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ' αυτήνη.

- Ψηλά την ειδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια

Στη θύρα της Παράδεισος που έβγηκε με τραγούδια·

Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,

Κι έδειχνεν άνυπομονιά για να 'μπει στο κορμί της·

Ο ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,

Το κάψιμο άργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος·

Και τώρα ομπρός3 την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·

Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).

 

3 [20.]

Ακόμη εβάστουνε η βροντή…………………………………..              

Κι η θάλασσα, πού σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,4

Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,5

Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ' άστρα·

5              Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε6 τη φύση

Κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν' αφήσει.

Δεν είν' πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας

Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,

Όμως κοντά στην κορασιά, που μ' έσφιξε κι εχάρη,

10           Εσειότουν τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·

Και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,

Κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.

Έτρεμε το δροσάτο φώς στη θεϊκιά θωριά της,

Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.

 

 

αντήχαν = αντηχούσαν.

αχνός = αμυδρή φιγούρα, έτοιμη να σβήσει.

τώρα ομπρός = μόλις, πριν από λίγο.

σκίρτησε= «σκιρτούσε»: αναταρασσόταν, χοχλός=κοχλασμός, βράσιμο.

πάστρα = καθαρότητα, διαύγεια.

εστένεψε = επιβλήθηκε (στην φύση), την ανάγκασε.

 

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α1. Να αναφέρετε ονομαστικά τρία από τα κύρια θέματα της Επτανησιακής Σχολής και για το καθένα να γράψετε ένα παράδειγμα από το ποιητικό κείμενο του Λιονυσίου Σολωμού που σας δόθηκε.

Μονάδες 15

 

Β1. Σύμφωνα με την Ελένη Τσαντσάνογλου, ένα από τα γνωρίσματα του σολωμικού έργου είναι ότι ο ποιητής συνθέτει τη φυσική και τη μεταφυσική πραγματικότητα.

α) Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε δύο εικόνες του

κειμένου που να επιβεβαιώνουν την παραπάνω

άποψη. (μονάδες 10)

β) Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής επιλέγει να αναγάγει στο απόσπασμα 2 [19.] τη λυρική του αφήγηση σε επίπεδο μεταφυσικό; (μονάδες 10)

Μονάδες 20

 

Β 2. Στο απόσπασμα 3 [20.] ο Σολωμός αναπτύσσει το μοτίβο της σιγής του κόσμου πριν από τη θεία επιφάνεια. Να βρείτε δύο εκφραστικά μέσα με τα οποία αποδίδεται το μοτίβο αυτό στο συγκεκριμένο απόσπασμα (μονάδες 10) και να τα αναλύσετε (μονάδες 10).

Μονάδες 20

 

Γ1.     Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους:

α)            «Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!»

Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ' άλλο

Πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο·

(σε μία παράγραφο 80 - 100 λέξεων) (μονάδες 15)

β)            Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,

Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να 'μπει στο κορμί της·

(σε μία παράγραφο 60 - 80 λέξεων) (μονάδες 10)

Μονάδες 25

 

Δ1. Στο παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά «Ο Όρκος» ο Μάνθος (ήρωας της Κρητικής επανάστασης των ετών 1866-1869, που έχει σκοτωθεί στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου) απευθύνεται στην ετοιμοθάνατη αγαπημένη του. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα αυτό του Μαρκορά με το κείμενο του «Κρητικού» που σας δόθηκε.

Μονάδες 20

Άκου, Ευδοκιά!1 - Σαν έπαψαν στο ουράνιο περιγιάλι

Του φτάσιμού μας ή χαραίς2 - ώιμέ! - τα μύρια κάλλη,

Που3 μ' ένα βλέμμα έξάνοιξα4 τριγύρου σκορπισμένα,

Χλωμα και κρύα μου φάνηκαν, θυμούμενος εσένα.

Επήρα δρόμο μακρυνό. Σαν πότε θα σέ φέρη

Στην αγκαλιά μου ο Θάνατος ρωτούσα κάθε αστέρι,

Και ομπρός απέρναα5 κ' έκανα σε Ανατολή και Δύση

Το αγαπητό σου τ' όνομα γλυκα να ηχολογήση.

Σε πλάγι ουράνιο, που ψυχη δεν ήτανε καμμία,

Θλιμμένος χάμου εκάθισα. Στη μοναξιά τη θεία

Τα πρώτα της αγάπης μας ευτυχισμένα χρόνια

Μου φτερουγιάζανε ομπροστά, σαν τόσα χελιδόνια.

Στα μέρη, πούχαν μας ιδή6 τόσαις φοραίς αντάμα,

Ο νους μου ξαναγύριζε - κ' ιδές θαυμάσιο πραμα! -

Ό, τι θωρούσε ο λογισμός έπαιρνε σώμα ομπρός μου,

Όπου7 δέν είναι πρόσκαιρο, σαν τ' άλλα εδώ του κόσμου.

………………………………………………….

Ω! πάμε, αγάπη μου γλυκειά! πάμε, ο καιρός μας βιάζει!

Δεν είναι χόρτο ή λούλουδο που εκεί να μη σέ κράζη·

Εκεί από χρόνια η μάννα σου και ο δοξαστός σου κύρης

Τη θεία φτερουγα της ψυχής ακαρτέρουν να γύρης.

Πάμε! - ο καλός Ηγούμενος8, οι Κρητικοί μας όλοι

Θα ιδής που θάρχωνται συχνά στ' ωραίο σου περιβόλι,

Και θ' αγροικήσης απ' αυτούς, που γύρω μαζωμένοι

Στη χλωρασια9 θα κάθωνται, τί μάχαις έχουν γένη,

Και πόσα εβάψαν αίματα κάθε βουνό της Κρήτης,

Πριν σκύψη πάλε στό ζυγό την έρμη κεφαλή της.

 

Π.Λ. Μαστροδημήτρης, Ο Όρκος του Μαρκορά, Εκδόσεις Κανάκη, σσ. 140-141.

1.             Ευδοκιά: το όνομα της αγαπημένης του Μάνθου

2.             η χαραίς: οι χαρές

3.             που: που

4.             εξάνοιξα: είδα, διέκρινα

5.             απέρναα : περνούσα

6.             πούχαν μας ιδή: που μας είχαν δει

7.             Όπου: που

8.             Ηγούμενος: ο ηγούμενος του Αρκαδίου

9.             χλωρασιά: βλάστηση, πρασινάδα

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2010 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

ΚΕΙΜΕΝΟ Γιώργου Ιωάννου Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι

 

Δέν ξαναφάνηκε ἡ μαυροφορεμένη ἐκείνη γυναίκα, πού ἐρχόταν στό κατώφλι μας κάθε χρονιά, τήν ἐποχή πού γίνονται τά μοῦρα, ζητώντας μέ εὐγένεια νά τῆς δώσουμε λίγο νερό ἀπ’ τό πηγάδι τῆς αὐλῆς. Ἔμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς. Καί μόνο ὁ τρόπος πού ἔπιανε τό ποτήρι, ἔφτανε γιά νά σχηματίσει κανείς τήν ἐντύπωση πώς ἡ γυναίκα αὐτή στά σίγουρα ἦταν μιά ἀρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω τό ποτήρι, ποτέ δέν παρέλειπε νά μᾶς πεῖ στά τούρκικα τήν καθιερωμένη εὐχή, πού μπορεῖ νά μήν καταλαβαίναμε ἀκριβώς τά λόγια της, πιάναμε ὅμως καλά τό νόημά της: «Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταποδώσει τό μεγάλο καλό». Ποιό μεγάλο καλό; Ἰδέα δέν εἴχαμε.

Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς, κι ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ1, αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα. Ἐμεῖς, πάντως, δέν παραλείπαμε νά τῆς δίνουμε μοῦρα ἀπ’ τήν ντουτιά2, ὅπως ἄλλωστε δίναμε σ’ ὅλη τή γειτονιά καί σ’ ὅποιον περαστικό μᾶς ζητοῦσε. Ἡ ξένη τά ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή εὐχαρίστηση. Δέ μᾶς φαινόταν παράξενο πού τῆς ἄρεζαν τά μοῦρα μας τόσο πολύ. Τό δέντρο μας δέν ἦταν ἀπό τίς συνηθισμένες μουριές, ἀπ’ αὐτές πού κάνουν ἐκεῖνα τά ἄνοστα νερουλιάρικα μοῦρα. Τό δικό μας ἔκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σά βύσσινα, καί πολύ κόκκινα στό χρώμα. Ἦταν δέντρο παλιό καί τεράστιο, τά κλαδιά του ξεπερνοῦσαν τό δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ἕνα κακό εἶχε· τά φύλλα του ἦταν σκληρά καί οἱ μεταξοσκώληκές μου δέν μπορούσαν νά τά φᾶνε. Ἦταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ’ ὅλο τό Ἰσλαχανέ3 κι ἀκόμα πιό πέρα.

Τήν πρώτη φορά πού εἶχε καθίσει ἡ ἄγνωστη γυναίκα στό κατώφλι μας, δέ σκεφτήκαμε νά τῆς προσφέρουμε μοῦρα, ὅμως σέ λίγο μᾶς ζήτησε ἡ ἴδια λέγοντας πώς ἤθελε νά φυτέψει τό σπόρο τους στόν μπαχτσέ4 της. Ἔφαγε μερικά καί τά ὑπόλοιπα τά ἔβαλε σ’ ἕνα χαρτί καί ἔφυγε καταχαρούμενη.

Τή δεύτερη φορά θά ἦταν κατά τό τριάντα ὀχτώ, δυό χρόνια, πάντως, μετά τήν πρώτη, δέν ἔβαλε μοῦρα στό χαρτί. Κάθισε καί τά ἔφαγε ἕνα ἕνα στό κατώφλι. Φαίνεται πώς ὁ σπόρος ἀπ’ τά προηγούμενα εἶχε ἀποδώσει, ἀλλά γιά νά δώσει καί μοῦρα ἔπρεπε, βέβαια, νά περάσουν χρόνια. Τό δέντρο αὐτό, ὅπως ὅλα τά δέντρα πού μεγαλώνουν σιγά, ζεῖ πολλά χρόνια καί ἀργεῖ νά καρπίσει.

Ἡ γυναίκα ξαναφάνηκε καί τόν ἑπόμενο χρόνο, λίγο πρίν ἀπ’ τόν πόλεμο. Ὅμως τή φορά αὐτή τῆς προσφέραμε νερό ἀπ’ τή βρύση. Ἀρνήθηκε νά πιεῖ τό νερό. Μόλις τό ἔφερε στό στόμα, μᾶς κοίταξε στά μάτια καί μᾶς ἔδωσε πίσω τό γεμάτο ποτήρι. Ἐπειδή τήν εἴδαμε πολύ ταραγμένη, θελήσαμε νά τῆς ἐξηγήσουμε. Ὁ σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας εἶχε διοχετεύσει τό βόθρο τοῦ σπιτιοῦ στό βαθύ πηγάδι. «Τώρα πού σᾶς ἔφερα τό νερό στίς κουζίνες σας, δέ σᾶς χρειάζεται τό πηγάδι», μᾶς εἶχε πεῖ. Ἡ γυναίκα βούρκωσε, δέ μᾶς ἔδωσε ὅμως καμιά ἐξήγηση γιά τήν τόση λύπη της. Γιά νά τήν παρηγορήσουμε τῆς δώσαμε περισσότερα μοῦρα κι ἡ γιαγιά μου τῆς εἶπε κάτι πού τήν ἔκανε νά τιναχτεῖ: «Θά σοῦ τά ἔβαζα σ’ ἕνα κουτί, ἀλλά δέ βαστᾶνε γιά μακριά». Καί πράγματι εἴχαμε ἀρχίσει κάτι νά ὑποπτευόμαστε. Τήν ἄλλη φορά εἴδαμε, πώς μόλις ἔφυγε ἀπό μᾶς, πῆγε δίπλα στοῦ Κεμάλ τό σπίτι, ὅπου τήν περίμενε μιά ὁμάδα ἀπό τούρκους προσκυνητές, πού

 

 

----------

1. τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ· πρόκειται για το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα στεγάζεται το τουρκικό προξενείο.

2. ντουτιά· η συκομουριά

3. Ἰσλαχανέ· περιοχή της Θεσσαλονίκης (τουρκ. σωφρονιστήριο)

4. μπαχτσέ· περιβολάκι

 

 

κοντοστέκονταν στό πεζοδρόμιο. Ἐμεῖς ὥς τότε θαρρούσαμε πώς εἶναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, ἀπ’ τίς πάμπολλες ἐκεῖνες, πού δέν ἤξεραν λέξη ἑλληνικά, μιά καί ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν εἶχε γίνει με βάση τή θρησκεία καί ὄχι τή γλώσσα. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή στήν ἀρχή μᾶς τάραξε. Δέ μᾶς ἔφτανε πού είχαμε δίπλα μας τοῦ Κεμάλ τό σπίτι, σά μιά διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς καταστροφῆς, θά εἴχαμε τώρα καί τούς τούρκους νά μπερδουκλώνονται πάλι στά πόδια μας; Καί τί ἀκριβῶς ἤθελε ἀπό μᾶς αὐτή ἡ γυναίκα; Πάνω σ’ αὐτό δέν ἀπαντήσαμε, κοιταχτήκαμε ὅμως βαθιά ὑποψιασμένοι. Καί τά ἑπόμενα λόγια μας ἔδειχναν πώς ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως ἀπό συμπάθεια κι ἐλπίδα. Εἴχαμε κι ἐμεῖς ἀφήσει σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεῖ κάτω.

Ἡ τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τόν πόλεμο. Ἐμεῖς καθόμασταν πιά σέ ἄλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, ὅμως τήν εἴδαμε μιά μέρα νά κάθεται κατατσακισμένη στό κατώφλι τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ μας. Ὁ πρῶτος πού τήν εἶδε, ἦρθε μέσα καί φώναξε: «ἡ τουρκάλα!» Βγήκαμε στά παράθυρα καί τήν κοιτάζαμε μέ συγκίνηση. Παραλίγο νά τήν καλέσουμε ἀπάνω στό σπίτι ⎯τόσο μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά ἡ ἐπίμονη νοσταλγία της. Ὅμως αὐτή κοίταζε ἀκίνητη τήν κατάγυμνη αὐλή καί τό ἔρημο σπίτι. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα6 εἶχε σαρώσει τήν ντουτιά κι εἶχε ρημάξει τό καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς νά καταφέρει νά τό γκρεμίσει.

Δέν τήν ξανάδαμε ἀπό τότε. Ἦρθε – δέν ἦρθε, ἄγνωστο. Ἄλλωστε καί νά ’ρχότανε δέ θά ’βρισκε πιά τό κατώφλι μέ τό ἀφράτο μάρμαρο γιά νά ξαποστάσει. Τό σπίτι εἶχε ἀπό καιρό παραδοθεῖ σέ μιά συμμορία ἐργολάβων καί στή θέση του ὑψώθηκε μιά πολυκατοικία ἀπ’ τίς πιό φρικαλέες. Τώρα ἑτοιμάζονται νά τήν γκρεμίσουν οἱ γελοῖοι. Ποιός ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι τό πονηρό μυαλό τους.

Ἄν γίνει αὐτό, θά παραφυλάγω νύχτα μέρα, ἰδίως ὅταν τό σκάψιμο θά ἔχει φτάσει στά θεμέλια, κι ἴσως μπορέσω νά ἐμποδίσω ἤ τουλάχιστο νά καθυστερήσω τό χτίσιμο τοῦ νέου ἐξαμβλώματος7. Τήν προηγούμενη φορά εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ στά βάθη ἕνα θαυμάσιο ψηφιδωτό, πού ἄρχιζε ἀπ’ τό οἰκόπεδο τοῦ δικοῦ μας σπιτιοῦ καί συνεχιζόταν πρός τό σπίτι τοῦ Κεμάλ. Τό ψηφιδωτό αὐτό οἱ δασκαλεμένοι ἐργάτες τό σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα γιά νά μήν τούς σταματήσουν οἱ ἁρμόδιοι. Πάντως, τίς ὧρες πού τό ἔβλεπε τό φῶς τοῦ ἥλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια ἀπ’ τήν ἔκθαμβη γειτονιά. Ὅλοι μιλούσανε γιά τήν ὀμορφιά καί τήν παλιά δόξα, μά ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: «Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα».

 

 ----------

6. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα· αναφέρεται στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-1941)

7. ἐξάμβλωμα· έκτρωμα, κάθε τι το τερατώδες ή κακότεχνο

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α1. Ο Γ. Ιωάννου αντλεί τα θέματά του κυρίως από τα παιδικά του χρόνια, τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο, τη Θεσσαλονίκη, τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων. Για καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο.

Μονάδες 15

Β1.α) Ο Αναστάσης Βιστωνίτης παρατηρεί ότι στα πεζογραφήματα του Γ. Ιωάννου «ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση». Να αναφέρετε δύο στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν την άποψη αυτή, καθώς και ένα παράδειγμα μέσα από το κείμενο, για καθένα από αυτά. (Μονάδες 8)

β) Να επισημάνετε στο κείμενο τα τρία βασικά χρονικά επίπεδα πάνω στα οποία οργανώνεται η αφήγηση και να τα σχολιάσετε συνοπτικά με αναφορές στο κείμενο. (Μονάδες 12)

Μονάδες 20

Β2.α) Να ερμηνεύσετε το νόημα των μεταφορών: κλεφτές ματιές (§ 2η), κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι (§ 6η), είχε μαλακώσει την καρδιά (§ 6η), κατάγυμνη αυλή (§ 6η), αφράτο μάρμαρο (§ 7η). (Μονάδες 10)

β) Στην 7η παράγραφο: «Δεν την ξανάδαμε από τότε ... μυαλό τους», να εντοπίσετε την ειρωνεία του αφηγητή και να σχολιάσετε σύντομα τη σκοπιμότητά της. (Μονάδες 10)

Μονάδες 20

Γ1.α) Σε κάθε επίσκεψή της στο σπίτι η γυναίκα παραμένει στο κατώφλι της αυλής. Να εξηγήσετε σε μία παράγραφο τους λόγους της παραμονής της στο συγκεκριμένο χώρο. (Μονάδες 12)

β) « ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: “Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα”»: Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του ανωτέρω αποσπάσματος. (Μονάδες 13)

Μονάδες 25

Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το πεζογράφημα του Γ. Ιωάννου «Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι» με το απόσπασμα που ακολουθεί από την «Ἀπογραφή ζημιῶν» του ίδιου συγγραφέα.

Μονάδες 20

Δίπλα στό «Ἀκρόπολις» καί μέχρι τήν ὁδό Πλάτωνος ἦταν στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια, ὅπου μέχρι καί τήν Κατοχή κατοικούσανε οἰκογένειες Ἑβραίων. Αὐτά, μέ τό ξενοδοχεῖο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή πλευρά τῆς πλατείας, πού σήμερα ὀνομάζεται «Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα γριές Ἑβραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες ἀτλαζένιες1 φορεσιές τῆς Καστίλλιας, στεκόντουσαν στίς ἐξώπορτες μέ σταυρωμένα τά χέρια, γιά νάπεράσει ἥσυχα καί ἀναμάρτητα ἡ ἅγια ἀργία2. Τά σπίτια αὐτά, ἄν δέν εἶχαν προλάβει νά τά κατεδαφίσουν οἱ ἐργολάβοι, θά τά κατεδάφιζαν τώρα ὁπωσδήποτε οἱ στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία, βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς καί τούς ἄλλους σπουδαίους, πού δέν ξέρω τί νά πῶ, ἀλλά σάν πολύ εὔκολα, προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν τήν ἔνδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρεῖς καί τό θεωροῦν ὅλοι τους εὐκαιρία νά ἐξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γοῦστα τους καί τά πρότυπά τους, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τίς ἐνοχλητικές αὐτές παλιατσαρίες3, πού πλαισιώνουν, καί πολύ ταιριαχτά μάλιστα, τά βυζαντινά μνημεῖα καί τούς χώρους τῆς παλαιᾶς ζωῆς. Ἔτσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ἀπό χρόνια, ὅλη ἡ παλιά γειτονιά ἡ γύρω ἀπό τή Ροτόντα, δηλαδή ἡ παλιά ἑλληνική συνοικία τῆς Καμάρας, αὐτή πού ἔδινε τόν τόνο καί τά ἐπιχειρήματα, καί ἀφέθηκε ὁ τόπος ἐλεύθερος γιά νά φωτογραφίζουν οἱ τουρίστες μέ ἄνεση τή Ροτόντα.

(Γιώργου Ιωάννου, «Ἀπογραφή ζημιῶν», από τη συλλογή Το δικό μας αίμα, 1980)

----------

1. ατλαζένιες: γυαλιστερές

2.  άγια αργία: εννοεί την ημέρα του Σαββάτου, ημέρα αργίας για τους Εβραίους

3. παλιατσαρίες: σύνολα παλαιών, φθαρμένων ή και άχρηστων αντικειμένων

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2009 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

ΚΕΙΜΕΝΟ, Mίλτος Σαχτούρης Ὁ Ἐλεγκτής

 

Ἕνας μπαξές γεμάτος αἷμα

εἶν’ ὁ οὐρανός

καί λίγο χιόνι

ἔσφιξα τά σκοινιά μου

πρέπει καί πάλι νά ἐλέγξω

τ’ ἀστέρια

ἐγώ

κληρονόμος πουλιῶν

πρέπει

ἔστω καί μέ σπασμένα φτερά

νά πετάω.

(Τά φάσματα ἤ ἡ χαρά στόν ἄλλο δρόμο, 1958)

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη είναι η χρήση υπερρεαλιστικών εικόνων. Να καταγράψετε τις τρεις υπερρεαλιστικές εικόνες με τις οποίες διαρθρώνεται το συγκεκριμένο ποίημα.

Μονάδες 15

 Β1.  Έχει    επισημανθεί   ότι    τα    χρώματα    είναι    κυρίαρχο στοιχείο της ποιητικής του Μίλτου Σαχτούρη.

α)   Να   επαληθεύσετε   με   αναφορές   στο   ποίημα   την παραπάνω επισήμανση.

Μονάδες 10

 β)   Να σχολιάσετε τον συμβολικό χαρακτήρα των χρωμάτων που κυριαρχούν στο ποίημα.

Μονάδες 10

 Β2. Να σχολιάσετε τον τίτλο «Ὁ Ἐλεγκτής» του ποιήματος του Μίλτου Σαχτούρη ως προς τη γλωσσική του μορφή.

Μονάδες 20

 Γ.    «ἐγώ

κληρονόμος πουλιῶν

πρέπει

ἔστω καί μέ σπασμένα φτερά

νά πετάω.»

Να σχολιάσετε το περιεχόμενο των παραπάνω στίχων σε δύο παραγράφους (140-160 λέξεις).

Μονάδες 25

 

∆. Το ακόλουθο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου με τον τίτλο «Ανταπόδοση» είναι ένα ποίημα για τον ρόλο του ποιητή. Να το συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενό του με το ποίημα «Ὁ Ἐλεγκτής» του Μίλτου Σαχτούρη.

Μονάδες 20

 

Ανταπόδοση

Πάλεψε μέ τίς λέξεις, μέ τό χρόνο, μέ τά πράγματα. Ἔδωσε

θέση στήν πεταλούδα, στό χαλίκι, στ’ ἀλογάκι τῆς Παναγίας, στούς ὁλονύκτιους στεναγμούς τῶν ἄστρων, στή δροσοστάλα πού πέφτει ἀπ’ τό ροδόφυλλο, στ’ ἄρρωστο ἀηδόνι, στίς μεγάλες

σημαῖες, στό γαλάζιο, στό κόκκινο, στό κίτρινο. Πλούτισε τόν κόσμο μέ μόχθο κι ἐγκαρτέρηση. Σκαλί σκαλί ἀνέβηκε τήν πέτρινη τεράστια σκάλα. Τώρα, ἐκεῖ πάνω, ἄλλα παράσημα δέν ἔχει πιά παρά τά βέλη στά γυμνά πλευρά του.

Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 22001

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2008 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

 ΚΕΙΜΕΝΟ Κωνσταντῖνος Καβάφης (1863-1933) Καισαρίων

 

Ἐν μέρει γιά νά ἐξακριβώσω μιά ἐποχή,

ἐν μέρει καί τήν ὥρα νά περάσω,

τήν νύχτα χθές πῆρα μιά συλλογή

ἐπιγραφῶν τῶν Πτολεμαίων νά διαβάσω.

5              Οἱ ἄφθονοι ἔπαινοι κ’ ἡ κολακεῖες

εἰς ὅλους μοιάζουν. Ὅλοι εἶναι λαμπροί,

ἔνδοξοι, κραταιοί, ἀγαθοεργοί·

κάθ’ ἐπιχείρησίς των σοφοτάτη.

Ἄν πεῖς γιά τές γυναῖκες τῆς γενιᾶς, κι αὐτές,

10           ὅλες ἡ Βερενίκες κ’ ἡ Κλεοπάτρες θαυμαστές.

Ὅταν κατόρθωσα τήν ἐποχή νά ἐξακριβώσω

θ’ ἄφινα το βιβλίο ἄν μιά μνεία μικρή,

κι ἀσήμαντη, τοῦ βασιλέως Καισαρίωνος

δέν εἵλκυε τήν προσοχή μου ἀμέσως...

15           Ἄ, νά, ἦρθες σύ μέ τήν ἀόριστη

γοητεία σου. Στήν ἱστορία λίγες

γραμμές μονάχα βρίσκονται γιά σένα,

κ’ ἔτσι πιό ἐλεύθερα σ’ ἔπλασα μές στόν νοῦ μου.

Σ’ ἔπλασα ὡραῖο κ’ αἰσθηματικό.

20           Ἡ τέχνη μου στό πρόσωπό σου δίνει

μιάν ὀνειρώδη συμπαθητική ἐμορφιά.

Καί τόσο πλήρως σέ φαντάσθηκα,

πού χθές τήν νύχτα ἀργά, σάν ἔσβυνεν

ἡ λάμπα μου - ἄφισα ἐπίτηδες νά σβύνει-

25           ἐθάρεψα πού μπῆκες μές στήν κάμαρά μου,

μέ φάνηκε πού ἐμπρός μου στάθηκες· ὡς θά ἤσουν

μές στήν κατακτημένην Ἀλεξάνδρεια,

χλωμός καί κουρασμένος, ἰδεώδης ἐν τῇ λύπῃ σου,

ἐλπίζοντας ἀκόμη νά σέ σπλαχνισθοῦν

30           οἱ φαῦλοι - πού ψιθύριζαν τό «Πολυκαισαρίη*».

(1918)

-------------

*Πολυκαισαρίη· η ύπαρξη περισσοτέρων του ενός ηγεμόνων (Καισάρων).

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α. Ορισμένα γνωρίσματα της ποίησης του Καβάφη είναι: η χρήση ιστορικών προσώπων ως συμβόλων, ο ρεαλισμός και οι λόγιοι γλωσσικοί τύποι. Να επισημάνετε τα γνωρίσματα αυτά στο συγκεκριμένο ποίημα (δύο παραδείγματα κατά περίπτωση).

Μονάδες 15

Β1. Ο Κ. Θ. Δημαράς έχει παρατηρήσει ότι στο ποίημα αυτό ο Καβάφης «μας δίνει αναλυτικά την τεχνική της έμπνευσής του». Προσδιορίστε με αναφορές στο κείμενο πώς επαληθεύεται στον «Καισαρίωνα» η άποψη ότι ο Καβάφης αποκαλύπτει στον αναγνώστη του τη διαδικασία δημιουργίας ενός ποιήματος.

Μονάδες 20

Β2. Να διακρίνετε τα δύο διαφορετικά υφολογικά επίπεδα του ποιήματος και να τα χαρακτηρίσετε τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με αναφορές στο ποίημα.

Μονάδες 20

Γ. 15       «Ἄ, νά, ἦρθες σύ μέ τήν ἀόριστη

γοητεία σου. Στήν ἱστορία λίγες

γραμμές μονάχα βρίσκονται γιά σένα,

κ’ ἔτσι πιό ἐλεύθερα σ’ ἔπλασα μές στόν νοῦ μου.

Σ’ ἔπλασα ὡραῖο κ’ αἰσθηματικό.

20           Ἡ τέχνη μου στό πρόσωπό σου δίνει

μιάν ὀνειρώδη συμπαθητική ἐμορφιά.

Να σχολιάσετε το περιεχόμενο των παραπάνω στίχων με 120-140 λέξεις.

Μονάδες 25

Δ. Το ακόλουθο ποίημα του Άθου Δημουλά με τίτλο «Καβάφης» είναι ένα ποίημα για την ποίηση. Ποιες οι αναφορές του στον καβαφικό «Καισαρίωνα»;

Μονάδες 20

Καβάφης

Τη φαντασία την εντελώς αδέσμευτη

δε συμπαθώ. Δεν έχει χάρες. Και είναι

χρήσιμη για τα όνειρα μόνο.

Εγώ

την άλλη φαντασία αγαπώ, αυτή

που προσπαθεί ένα παρελθόν να ζωντανέψει

και που στηρίζεται σε μνήμες του,

σποραδικές και ασύνδετες, ζητώντας

γύρω τους άρτιο ένα σύνολο να πλάσει

με τάξη, προσοχή και μέτρο.

Κι έτσι, προπάντων, που το χρώμα τους,

το χρώμα αυτών των ερειπίων,

των αβεβαίων γεγονότων το αίσθημα,

μέσα στο έργο της ενισχυμένο

να περάσει.

Αυτό το δύσκολο είναι

που εκτιμώ. Αυτήν εγώ αγαπώ

τη φαντασία, τη δεσμευόμενη,

την οδηγουμένη φαντασία που,

όλο συγκίνηση, πάντοτε γύρω

από πολύτιμα εμπόδια έρπει.

Και

χρήσιμη είναι -τόσο- για την τέχνη μου.

Ελληνικά καβαφογενή ποιήματα, Επιλογή: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 2003, σελ. 80-81

 

 

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2007 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος (απόσπασμα)

 

 

 

 

45

 

 

 

 

 

 

 

50

 

 

 

 

 

 

55

 

 

 

 

 

60

 

 

 

 

 

 

65

 

 

 

 

 

70

 

 

 

 

 

 

 

75

 

 

 

 

 

 

 

80

 

 

 

 

 

 

 

 

85

 

 

 

 

 

 

90

 

 

 

 

 

 

95

 

 

 

 

 

 

100

 

[...]

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, –όχι η φωτογραφία που κοιτάς με

τόση δυσπιστία–

λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες

ολόκληρες να κάθεσαι

και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει

– μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,

πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα

δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,

ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ’

την ίδια του ανάσα,

τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο

σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει

ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία

με τα μαντίλια,

όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,

τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς

με το λιόγερμα

ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι

εργάτες στ’ αντικρυνό γιαπί

ή να σκουπίζω τα μάτια μου, – διατήρησα καλή την όρασή μου.

ποτέ μου δε φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξη

ν’ απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα

πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο

με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυό ξανθές πλεξούδες

–8, 16, 32, 64,–

κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο

φως και ροζ λουλούδια,

(συχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) –32, 64,–

κ’ οι δικοί μου στήριζαν

μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σούλεγα για

την πολυθρόνα –

ξεκοιλιασμένη –φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα–

έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,

μα πού καιρός και λεφτά και διάθεση –τι να πρωτοδιορθώσεις;–

έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, – φοβήθηκα

τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθησαν

άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κ’ εσύ κι όπως

κ’ εγώ άλλωστε,

και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα δίχως να ενοχλούνται

απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.

Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Άη-

Νικόλα,

ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κ’ εγώ θα γυρίσω πίσω

έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα

του σακκακιού σου

κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά

παράθυρα

κι αυτή την πάλλευκη άχνα1 απ’ το φεγγάρι πούναι σα μια μεγάλη

συνοδεία ασημένιων κύκνων –

και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ

πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου

εμφανίστηκε

ντυμένος την αχλύ2 και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,

και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του

εθυσίασα,

έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι3 μες στη λευκή μου φλόγα,

στη λευκότητα του σεληνόφωτος,

πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ’ τη

δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,

πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμμένα σώματα,

άλκιμα 4 μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,

στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τάβλεπα)

μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,

στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τάβλεπα)

–ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις,

σου φτάνει ο θαυμασμός σου,–

θέ μου, τι μάτια πάναστρα 1, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση

αρνημένων άστρων

γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,

άλλος δρόμος δε μούμενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα

κάτω. – Όχι δε φτάνει.

Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Το ξέρω η ώρα πια είναι περασμένη. Άφησέ με,

γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,

έμεινα μόνη,

ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,

ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,

γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,

στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε

άμεμπτο μάρμαρο

πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει.

Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

[...]

 

1 άχνα: θολούρα

2 αχλύ: ελαφρά ομίχλη

3 ατμίζομαι: κατασκευασμένο ρήμα, ανάμεσα στο ατμίζω (= βγάζω ατμούς) και στο εξατμίζομαι

4 άλκιμα: ρωμαλέα, δυνατά σωματικά

5 πάναστρα: όλο αστέρια ή φωτεινά σαν αστέρια

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

Α. Στη Σονάτα του σεληνόφωτος συναντάμε ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, όπως ο διάχυτος λυρισμός, οι συχνές παρομοιώσεις, η άφθονη χρήση εικόνων, καθώς και η προβολή των ασήμαντων καθημερινών πραγμάτων. Να δώσετε μέσα από το συγκεκριμένο απόσπασμα δύο παραδείγματα για καθένα από αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά.

Μονάδες 15

 

Β1. Όπως αναφέρει η Χρύσα Προκοπάκη: «Ο Ρίτσος συνηθίζει να παρεμβάλλει μέσα στο ποίημα έναν λόγο για την ίδια την ποίηση [...]» (Νέα Εστία, τ. 130, τχ. 1547, Χριστούγεννα 1991, σελ. 151).

α. Με ποιους στίχους του αποσπάσματος επαληθεύεται η άποψη αυτή;

Μονάδες 5

β. Να σχολιάσετε τους στίχους αυτούς.

Μονάδες 15

Β2. Βασισμένοι σε στοιχεία του αποσπάσματος να ανασυνθέσετε το παρελθόν της Γυναίκας, όπως αυτό αναδεικνύεται μέσα από την εξομολόγησή της προς τον νέο.

Μονάδες 20

Γ. «[...] Λοιπόν, σούλεγα για την πολυθρόνα ... δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι» (στ. 65-72).

Να σχολιάσετε το περιεχόμενο των συγκεκριμένων στίχων με 130-150 λέξεις.

Μονάδες 25

Δ. Να εντοπίσετε ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο μεταξύ του αποσπάσματος που σας δόθηκε από τη Σονάτα του σεληνόφωτος και του παρακάτω ποιήματος του Κ. Π. Καβάφη, «΄Ενας γέρος»:

Μονάδες 20

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος

σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος.

με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια

σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια

που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ. το νοιώθει, το κυττάζει.

Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει

σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα.

και πως την εμπιστεύονταν πάντα –τι τρέλλα!–

την ψεύτρα που έλεγε. «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε. και πόση

χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι

κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται

ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται

στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

(Κ. Π. Καβάφης, Άπαντα ποιητικά, ύψιλον/βιβλία, [Αθήνα 1990], σελ. 20.)

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2006 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ (απόσπασμα)

   

« [...] Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουσμένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχε ακούσει, τί το παράδοξον; Ποίος φόβος ήτον; Το ν' ακούη τις φωνήν ζώου εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.

Αλλ' όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας —μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...— είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...

Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα:

— Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δεν σου θέλω κακόν!

Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλύτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.

Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.

Αφήκε δεύτερον κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα.

Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.

Το βύθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.

Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην τα μονά ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της...

Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον.

Καθώς την είχα περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.

Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!

Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...


 

Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.

Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.

Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!

Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.

Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...

Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.

Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."

(Διά την αντιγραφήν)

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

Α. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Παπαδιαμάντης είναι κατεξοχήν «βιωματικός» συγγραφέας. Τεκμηριώστε τη θέση αυτή με πέντε βιωματικού χαρακτήρα αναφορές στο κείμενο που σας δόθηκε.

Μονάδες 15

Β1. Να επισημάνετε και να σχολιάσετε τέσσερις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο απόσπασμα.

Μονάδες 20

Β2. «[...] Ἡ βάρκα ἐκείνη ἀπεῖχεν ... εἰς τάς ἀγκάλας μου, καί ἀνῆλθον». Να εξετάσετε τη λειτουργία της περιγραφής στο συγκεκριμένο χωρίο.

Μονάδες 20

Γ. «Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιός Σισώης ὅτι “ἄν ἤθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά μέ στείλουν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι…”. ∆ιά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τά ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά ὁποῖα αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί μάλιστα ἦσαν καί πολλά!...».

Να σχολιάσετε το πιο πάνω χωρίο με 120-140 λέξεις.

Μονάδες 25

 

∆. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα που σας δόθηκε από το «Όνειρο στο κύμα» με το παρακάτω ποίημα του Κλείτου Κύρου, «Οπτική απάτη»:

Μονάδες 20

Κατατρύχονταν1 από μια μορφή γυναίκας

Την έβλεπε στον ύπνο του μ’ υψωμένα

Χέρια να παραληρεί με θέρμη

Την έβλεπε κάθε πρωί να γνέφει

Στο απέναντι παράθυρο να χαμογελά

Μ’ αστραπές στα μάτια και στα δόντια

Μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο

Σύμβολο της άυλης παντοτινά γυναίκας

Έτσι νόμιζε τουλάχιστο δεν είχε διδαχθεί

 

Τους παράγοντες της οφθαλμαπάτης.

Όταν πια κατάλαβε είχε ξημερώσει

Σα να κύλησε μια ατελείωτη νύχτα

Κι ήταν μόνος πάλι και ξεφύλλιζε

Παλιές πολύ παλιές φωτογραφίες.

(Αλέξανδρος Αργυρίου (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία – Γραμματολογία, τόμος ΣΤ΄, [Αθήνα:] Εκδόσεις Σοκόλη [1985], σ. 288.)

 

1. Βασανιζόταν, υπέφερε, ταλαιπωρείτο.

 

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2005 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ:  Κωνσταντίνος Καβάφης, Ο Δαρείος

 

 

 

 

 

5

 

 

 

 

10

 

 

 

 

 

15

 

 

 

 

 

20

 

 

 

 

 

25

 

 

 

 

 

30

Ο ποιητής Φερνάζης τό σπουδαίον μέρος

του επικού ποιήματός του κάμνει.

Το πώς την βασιλεία των Περσών

παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Από αυτόν

κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,

ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Αλλ’ εδώ

χρειάζεται φιλοσοφία∙ πρέπει ν’ αναλύσει

τά αισθήματα πού θά είχεν ο Δαρείος:

ίσως υπεροψίαν καί μέθην∙ όχι όμως - μάλλον

σάν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.

Βαθέως σκέπτεται τό πράγμα ο ποιητής.

 

Αλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του πού μπαίνει

τρέχοντας, καί την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.

Άρχισε ο πόλεμος με τούς Ρωμαίους.

Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.

 

Ο ποιητής μένει ενεός1. Τι συμφορά!

Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,

ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,

μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.

Μέσα σε πόλεμο - φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

 

Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία!

Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»

ν’ αναδειχθεί, καί τούς επικριτάς του,

τούς φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.

Τι αναβολή, τι .αναβολή στα σχέδιά του.

 

Και νά ’ταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.

Αλλά νά δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια

στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.

Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι.

Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,

οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;

Είναι νά μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;

Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε μας. -

 

Όμως μές σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,

επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κ’ έρχεται -

το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν καί μέθην.

υπεροψίαν καί μέθην θά είχεν ο Δαρείος.

(1920)

1. ενεός: εμβρόντητος, κατάπληκτος

 

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

Α. «[…] “Εγώ είμαι”, έλεγε στα τελευταία της ζωής του ο Καβάφης, “ποιητής ιστορικός∙ ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον∙ αλλά

αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα νά γράψω ιστορίαν”. Τι λογής ιστορία; Θα μας το δείξει η ανάγνωση του “Δαρείου”». [Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Υπεροψία και μέθη. (Ο ποιητής και η Ιστορία)», Δεκαοχτώ κείμενα, Αθήνα: Κέδρος 1970].

Να δώσετε πέντε παραδείγματα από το κείμενο με τα οποία να δικαιολογείται η πιο πάνω άποψη.

Μονάδες 15

Β1. Εξετάζοντας την ποιητική γραφή του Κ. Π. Καβάφη στο ποίημα «ο Δαρείος», να εντοπίσετε τέσσερα χαρακτηριστικά στοιχεία «καβαφικής ειρωνείας», δίνοντας τα σχετικά παραδείγματα και σχολιάζοντάς τα.

Μονάδες 20

Β2. «Στην ποιητική του Καβάφη τίποτα δεν είναι τυχαίο∙ τα ποιήματά του τα προσέχει και τα λειτουργεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η στίξη, οι περίοδοι, οι παύσεις, όλα είναι υπολογισμένα, όλα υπηρετούν την “τέχνη της ποιήσεως”». [Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1980].

Να εντοπίσετε στους στ. 21-33 τα στοιχεία που δικαιολογούν την παραπάνω άποψη του Λ. Πολίτη και να σχολιάσετε συνοπτικά τη λειτουργία τους.

Μονάδες 20

Γ. Να σχολιάσετε σε δύο παραγράφους (130-150 λέξεις) το περιεχόμενο των στ. 34-37 (Όμως μες … θα είχεν ο Δαρείος).

Μονάδες 25

Δ. Το ακόλουθο κείμενο είναι ένα ποίημα για την ποίηση. τι μας αποκαλύπτει σε αυτό ο Άρης Δικταίος για το ρόλο της τέχνης του;

Μονάδες 20

 

Η Ποίηση

 

Μα εσύ, Ποίηση,

πού έντυνες μια φορά τη γυμνή μέθη μας,

όταν κρυώναμε και δεν είχαμε ρούχο να ντυθούμε,

όταν ονειρευόμαστε, γιατί δεν υπήρχε άλλη ζωή νά ζήσουμε,

δε θα υπάρξουν πια σύννεφα για νά ταξιδέψουμε τη ρέμβη μας;

δε θα υπάρξουν πια σώματα για νά ταξιδέψουμε τον έρωτά μας;

Μα εσύ, Ποίηση,

πού δε μπορείς νά κλειστείς μέσα σε σχήματα,

Μα εσύ, Ποίηση,

πού δε μπορούμε νά σ’ αγγίξουμε με το λόγο,

εσύ,

το στερνό ίχνος της παρουσίας του Θεού ανάμεσα μας,

σώσε την τελευταία ώρα τούτη του ανθρώπου,

την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσμένη,

πού ο Θάνατος,

πού η Μοναξιά,

πού η Σιωπή,

τον καρτερούν σε μια στιγμή μελλούμενη.

 

Άρης Δικταίος, Ποιήματα 1935-1953, Αθήνα 1954.

 

 

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2004 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

ΚΕΙΜΕΝΟ: Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996) Μικρή Πράσινη Θάλασσα

 

 

 

 

 

5

 

 

 

 

10

 

 

 

 

15

 

 

 

 

20

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Που θά 'θελα να σε υιοθετήσω

Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία

Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο

Να γυρίσεις τον ήλιο και ν' ακούσεις

Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως

Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται

Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς

Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα

Να μπεις απ' το παράθυρο στη Σμύρνη

Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή

Απ’ τα Κυριελέησον και τα Δόξα Σοι

Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε

Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Για να σε κοιμηθώ παράνομα

Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου

Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών

Κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

(Το Φωτόδεντρο και Δέκατη Τετάρτη ομορφά, Ίκαρος, 1971)

 

 

 

Β΄. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Κάποια από τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Οδ. Ελύτη είναι: η ποιητική προσέγγιση του κόσμου με τις αισθήσεις, η αναφορά στην ιστορική ελληνική παράδοση, η αναφορά στη θρησκεία, η σχέση με την ελληνική φύση, το μυστήριο του φωτός.

Να γράψετε ένα (1) παράδειγμα μέσα από το ποίημα για καθένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Μονάδες 15

2. Εξετάζοντας την ποιητική γραφή του Οδ. Ελύτη στη «Μικρή Πράσινη Θάλασσα», να εντοπίσετε και να γράψετε τέσσερα (4) υπερρεαλιστικά στοιχεία που υπάρχουν στο ποίημα και ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο για το καθένα από αυτά.

Μονάδες 20

3. «Τα χαρακτηριστικά που έχουν οι Κόρες είναι όμοια με του ποιητικού έργου του Ελύτη. η ομορφιά, η δροσιά και η αθωότητα, που πηγάζουν από τη νιότη τους, ο έρωτας που δωρίζουν, οι θαυμάσιες — με τη σημασία του θαύματος — και μαγικές δυνάμεις που έχουν και που ασκούν ευεργετικά για όσους είναι έτοιμοι να τις δεχτούν, κυρίως για τον ποιητή». (Στέφανος Διαλησμάς, «Η Ποίηση και ο ποιητής στον Ελύτη», Π.Ε.Φ., Σεμινάριο 23, Οδυσσέας Ελύτης, Αθήνα 1997, σελ. 83).

Να δείξετε τεκμηριωμένα με αναφορά στο ποίημα ότι τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αντιπροσωπευτικά και για την Κόρη/Ποίηση στη «Μικρή Πράσινη Θάλασσα».

Μονάδες 20

4. Να σχολιάσετε σε δύο παραγράφους (130-150 λέξεις) το περιεχόμενο των στίχων 12-18 («Μικρή πράσινη θάλασσα ... να γυρίσεις πίσω»).

Μονάδες 25

 

5. Να συγκρίνετε τη «Μικρή Πράσινη Θάλασσα» του Οδ. Ελύτη με το παρακάτω απόσπασμα από την «Κυρά των Αμπελιών» του Γ. Ρίτσου ως προς το περιεχόμενο παρουσιάζοντας τα κοινά τους στοιχεία.

Μονάδες 20

Γιάννης Ρίτσος, Κυρά των αμπελιών» (απόσπασμα).

ΧΙ

«Κυρά, Κυρά, θαλασσινή και στεριανή με τα λουλουδιασμένα μάγουλα

σφίγγοντας μες στο μπούστο σου την κάψα του Αλωνάρη

πότε κρατώντας στην ποδιά σου ένα καράβι-μικροκάραβο

πότε σαν Παναγιά. Αιγιοπελαγίτισσα ντυμένη μ' ένα δίχτυ

να κουβαλάς το σούρπωμα στην κεφαλή σου το πανέρι με τα

ψάρια

πότε ντυμένη μ' αμπελόφυλλα, κυνηγημένη απ' του ήλιου

τις χρυσόμυγες πάνου στ' αλώνια

ανάβοντας το φίλημα στα λουλουδάκια της μηλιάς

μπατσίζοντας τις λυγαριές με τον αγέρα της τρεχάλας σου.

Μηλί — βάϊ-βάϊ — μηλί - μηλίτσα της ανηφοριάς

πώς σου τριανταφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης; »

(Γιάννης Ρίτσος, «η Κυρά των αμπελιών», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1979)

 

 

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2003 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

ΚΕΙΜΕΝΟ: Γεώργιος Βιζυηνός,  Το αμάρτημα της μητρός μου (απόσπασμα).

 

Όταν επανήλθον να καθίσω πλησίον της, έτρεμον τα γόνατά μου εξ αορίστου αλλ’  ισχυρού τινος φόβου.

Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν, ως κατάδικος, όστις ίσταται ενώπιον του κριτού του με την συναίσθησιν τρομερού τινος εγκλήματος.

— Το θυμάσαι το Αννιώ μας; με ηρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικής σιωπής.

— Μάλιστα, μητέρα! Πώς δεν το θυμούμαι! Ήταν η μόνη μας αδελφή, κ’ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια μου.

— Ναι! με είπεν, αναστενάξασα βαθέως, αλλά δεν ήτο το μόνο μου κορίτσι! Εσύ είσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος από το Χρηστάκη. Ένα χρόνο κατόπι του έκαμα την πρώτη μου θυγατέρα.

Ήταν τότε κοντά, που επαντρολογιέτο ο Φωτής ο Μυλωνάς. Ο μακαρίτης ο πατέρας σου παράργησε το γάμο τους, ώς που ν’ αποσαραντήσω εγώ, για να τους στεφανώσουμε μαζί. Ήθελε να με βγάλη και μένα στον κόσμο, για να  χαρώ σαν πανδρευμένη, αφού κορίτσι δεν μ’ άφηκεν η γιαγιά σου να χαρώ.

Το πρωί τους στεφανώσαμε, και το βράδυ ήταν οι καλεσμένοι στο σπίτι τους˚ και επαίζαν τα βιολιά, και έτρωγεν ο κόσμος μέσα στην αυλή, κι εγύρνα η κανάτα με το κρασί από χέρι σε χέρι. Και έκαμεν ο πατέρας σου κέφι, σαν διασκεδαστικός που ήταν ο μακαρίτης, και μ’ έρριψε το μανδήλι του, να σηκωθώ να χορέψουμε. Σαν τον έβλεπα να χορεύη, μου άνοιγεν η καρδιά μου, και σαν νέα που ήμουνε, αγαπούσα κ’ εγώ το χορό. Κ’ εχορέψαμε λοιπόν˚ κ’ εχόρεψαν και οι άλλοι καταπόδι μας. Μα εμείς εχορέψαμε και καλύτερα και πολύτερα.

Σαν εκοντέψανε τα μεσάνυχτα, επήρα τον πατέρα σου παράμερα και τον είπα˚ Άνδρα, εγώ έχω παιδί στην κούνια και δεν μπορώ πια να μείνω. Το παιδί πεινά˚ εγώ εσπάργωσα. Πώς να βυζάξω μεσ’ στον κόσμο και με το καλό μου το φόρεμα! Μείνε συ, αν θέλης να διασκεδάσης ακόμα. Εγώ θα πάρω το μωρό να πάγω στο σπίτι.

— Ε, καλά, γυναίκα! είπεν ο σχωρεμένος, και μ’ επαπάρισε πα στον ώμο. Έλα, χόρεψε κι αυτό το χορό μαζί μου, και ύστερα πηγαίνουμε κ’ οι δύο. Το κρασί άρχισε να με χτυπά στο κεφάλι, και αφορμή γυρεύω κι εγώ να φύγω.

Σαν εξεχορέψαμε κ’ εκείνο το χορό, επήραμε τη στράτα.

Ο γαμβρός έστειλε τα παιχνίδια και μας εξεπροβόδησαν ώς το μισό το δρόμο. Μα είχαμε ακόμη πολύ ώς το σπίτι. Γιατί ο γάμος έγινε στον Καρσιμαχαλά. Ο δούλος επήγαινε μπροστά με το φανάρι. Ο πατέρας σου εσήκωνε το παιδί, και βαστούσε και μένα από το χέρι.

— Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα!

— Ναι, Μιχαλιό. Κουράσθηκα.

— Άιντε βάλ’ ακόμα κομμάτι δύναμι, ώς που να φθάσουμε στο σπίτι. Θα στρώσω τα στρώματα μοναχός μου. Εμετάνοιωσα που σ’ έβαλα κ’ εχόρεψες τόσο πολύ.

— Δεν πειράζει, άνδρα, του είπα. Το έκαμα για το χατήρι σου. Αύριο ξεκουράζουμαι πάλι.

Έτσι ήρθαμε στο σπίτι. Εγώ εφάσκιωσα κ’ εβύζαξα το παιδί, κ’ εκείνος έστρωσε. Ο Χρηστάκης εκοιμάτο μαζί με την Βενετιά, που την αφήκα να τον φυλάγη. Σε λίγο επλαγιάσαμε και μεις. Εκεί, μέσα στον ύπνο μου, μ’ εφάνηκε πως έκλαψε το παιδί. Το καϋμένο!, είπα, δεν έφαγε σήμερα χορταστικά. Και ακούμβησα στην κούνια του να το βυζάξω. Μα ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσα να κρατηθώ. Το έβγαλα λοιπόν, και το έβαλα κοντά μου, μέσ’ το στρώμα, και του έδωσα τη ρόγα στο στόμα του. Εκεί με ξαναπήρεν ο ύπνος.

Δεν ηξεύρω πόσην ώρα ήθελεν ώς το πουρνό. Μα σαν έννοιωσα να χαράζη — ας το βάλω, είπα, το παιδί στον τόπο του.

Μα κει που πήγα να το σηκώσω, τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε!

Εξύπνησα τον πατέρα σου˚ το ξεφασκιώσαμε, το ζεστάναμε, του ετρίψαμε το μυτούδι του, τίποτε! – Ήταν απεθαμένο!

— Το πλάκωσες, γυναίκα, το παιδί μου! — είπεν ο πατέρας σου, και τον επήραν τα δάκρυα. Τότε άρχισα εγώ να κλαίγω στα δυνατά και να ξεφωνίζω. Μα ο πατέρας σου έβαλε το χέρι του στο στόμα μου και — Σους! με είπε. Τι φωνάζεις έτσι, βρε βώδι; — Αυτό με το είπε. Θεός σχωρέσ’ τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δεν με είπε. Κ’ εκείνη τη στιγμή με το είπε. — Ε; Τι φωνάζεις έτσι; Θέλεις να ξεσηκώσης τη γειτονιά, να πη ο κόσμος πως εμέθυσες κ’ επλάκωσες το παιδί σου;

Και είχε δίκηο, που ν’ αγιάσουν τα χώματα που κοίτεται! Γιατί, αν το μάθαινεν ο κόσμος, έπρεπε να σχίσω τη γη να έμβω μέσα από το κακό μου.

Αλλά, τι τα θέλεις! Η αμαρτία είναι αμαρτία. Σαν το εθάψαμε το παιδί, κ’ εγυρίσαμεν από την εκκλησία, τότε άρχισε το θρήνος το μεγάλο. Τότε πια δεν έκλαιγα κρυφά. — Είσαι νέα, και θα κάμης κι άλλα, μ’ έλεγαν. Ως τόσον ο καιρός περνούσε, και ο Θεός δεν μας έδιδε τίποτε. Να! έλεγα μέσα μου. Ο Θεός με τιμωρεί, γιατί δεν εστάθηκα άξια να προφυλάξω το παιδί που μ’ έδωκε! Και εντρεπόμουνα τον κόσμο, και εφοβούμην τον πατέρα σου. Γιατί κ’ εκείνος όλο τον πρώτο χρόνο έκαμνε τάχα τον αλύπητο και μ’ επαρηγορούσε, για να με δώση θάρρος. Ύστερα όμως άρχισε να γίνεται σιγανός και συλλογισμένος.

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

1.             Από πού αντλεί το αφηγηματικό υλικό του ο Γεώργιος Βιζυηνός και πώς το αξιοποιεί; (Μονάδες 9) Να αναφέρετε τρία σημεία του παραπάνω κειμένου, τα οποία τεκμηριώνουν τη θέση σας (Μονάδες 6).

Μονάδες 15

 

2.             Να αναφέρετε, με παραδείγματα μέσα από το παραπάνω κείμενο, πέντε από τα βασικά χαρακτηριστικά της διηγηματογραφίας του Βιζυηνού.

Μονάδες 20

 

3.             «Ο Βιζυηνός έχει την ικανότητα να διαγράφει αυθυπόστατους ανθρώπινους τύπους, επιμένοντας πολύ στη λεπτομερειακή απόδοση των ψυχικών καταστάσεων. Οι ήρωές του, ιδωμένοι με αγάπη, έχουν μια ειδική ευαισθησία, είναι ήρωες παθητικοί». (Γιώργος Παγανός, Η Νεοελληνική Πεζογραφία, τ. Α΄, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1999). Να επαληθεύσετε την παραπάνω άποψη με στοιχεία από το απόσπασμα του Γ. Βιζυηνού.

Μονάδες 20

 

4.             «— Το πλάκωσες, γυναίκα, το παιδί μου! — είπεν ο πατέρας σου, και τον επήραν τα δάκρυα. Τότε άρχισα εγώ να κλαίγω στα δυνατά και να ξεφωνίζω. Μα ο πατέρας σου έβαλε το χέρι του στο στόμα μου και — Σους! με είπε. Τι φωνάζεις έτσι, βρε βώδι; — Αυτό με το είπε. Θεός σχωρέσ’ τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δεν με είπε. Κ’ εκείνη τη στιγμή με το είπε. — Ε; Τι φωνάζεις έτσι; Θέλεις να ξεσηκώσης τη γειτονιά, να πη ο κόσμος πως εμέθυσες κ’ επλάκωσες το παιδί σου;».

                Να σχολιάσετε σε δύο παραγράφους (130-150 λέξεις) τη στάση του πατέρα, όπως αυτή προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα.

Μονάδες 25

               

5.             Να γίνει συγκριτικός σχολιασμός του αποσπάσματος από «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γ. Βιζυηνού με το παρακάτω απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη όσον αφορά στη θέση της γυναίκας.

Μονάδες 20

 

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, (απόσπασμα).

 

Μονάχα μια φορά θυμούμαι τη μητέρα μου να λάμπει παράξενα το μάτι της, να γελάει και να χαίρεται, σαν όταν θα ’ταν ανύπαντρη ή αρραβωνιασμένη. Πρωτομαγιά, είχαμε πάει σ’ ένα χωριό, στη Φόδελε, γεμάτο νερά και περβόλια πορτοκαλιές, να κάμει ο πατέρας μου μια βάφτιση. Οπόταν, άξαφνα, σφοδρή νεροποντή ξέσπασε, γίνηκε ο ουρανός νερό κι άδειασε απάνω στη γης, κι αυτή κακάριζε, άνοιγε και δέχουνταν τ’  αρσενικά νερά βαθιά στον κόρφο της. Είχαν μαζευτεί οι προύχοντες του χωριού, με τις γυναίκες τους και τις κόρες, στο μεγάλον οντά του κουμπάρου, η βροχή κι οι αστραπές έμπαιναν από τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθυριών, ο αέρας μύριζε πορτοκάλι και χώμα. Και μπαινόβγαιναν τα τραταρίσματα, τα κρασιά, τα ρακιά κι οι μεζέδες, πήρε να βραδιάζει, άναψαν τα λυχνάρια, οι άντρες ήρθαν στο κέφι, οι γυναίκες οι χαμοβλεπούσες σήκωσαν τα μάτια κι άρχισαν να κακαρίζουν σαν τις πέρδικες˚  κι όξω από το σπίτι μούγκριζε ακόμα ο Θεός, πλήθαιναν οι βροντές, τα στενά δρομάκια του χωριού είχαν γίνει ποτάμια, κατρακυλούσαν οι πέτρες και χαχάριζαν, είχε γίνει ο Θεός νεροποντή κι αγκάλιαζε, πότιζε, κάρπιζε τη γης.

Κι ο κύρης στράφηκε στη μάνα μου, πρώτη φορά είδα να την κοιτάζει με τρυφεράδα, κι η φωνή του πρώτη φορά είχε γλυκάνει:

— Μαργή, της είπε, τραγούδηξε.

Της έδινε την άδεια, μπροστά σε τόσους άντρες, να τραγουδήσει˚ κι εγώ σηκώθηκα ανταρεμένος. δεν ξέρω γιατί, είχα θυμώσει˚ έκαμα να τρέξω στη μάνα μου, σα να ’θελα να την προστατέψω˚ μα ο κύρης με άγγιξε με το δάχτυλό του στον ώμο και με κάθισε κάτω. Κι η μάνα μου φάνηκε αγνώριστη, γυάλιζε το πρόσωπό της, σα να το αγκάλιαζαν όλες οι βροχές κι οι αστραπές, σήκωσε το λαιμό, και θυμούμαι τα μακριά κορακάτα μαλλιά της λύθηκαν ξαφνικά, της σκέπασαν τις πλάτες και κατέβηκαν ώς τα γοφιά της. Κι άρχισε ... τι φωνή ήταν εκείνη, βαθιά, γλυκιά, λίγο βραχνή, όλο πάθος˚ μεσόκλεισε τα μάτια της κατά τον κύρη και τραγούδησε μια μαντινάδα. Δε θα την ξεχάσω ποτέ τη μαντινάδα αυτή˚ τότε δεν κατάλαβα γιατί την είπε, για ποιον την είπε˚ αργότερα, σα μεγάλωσα, κατάλαβα. Τραγουδούσε με τη γλυκιά, γεμάτη συγκρατημένο πάθος φωνή της και κοίταζε τον πατέρα:

Θαμάζουμαι όταν περπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες

και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες!

Γύρισα πέρα τα μάτια, να μη βλέπω τον κύρη, να μη βλέπω τη μάνα, πήγα στο παραθύρι κι ακούμπησα το κούτελό μου στο τζάμι κι έβλεπα τη βροχή να πέφτει και να τρώει τα χώματα.

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2003 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

ΚΕΙΜΕΝΟ: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα (απόσπασμα)

 

Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.

Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μίαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα  μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον ή θρουν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην δια της κορυφής του βράχου ήρκει δια να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.

Το ανάστημά μου θα διεγράφετο δια μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήτον εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο. Θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει δια σκοπούς αθεμίτους, και τότε αλλίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!

Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: «— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!...φεύγω αμέσως, κοπέλα μου! »

Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.

«Αυτή δεν θ' αργήση», έλεγα μέσα μου· «τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... Θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της κ' εγώ τον κρημνό μου!... »

Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπά-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!

Εκ της ιδέας τού να περιμένω δεν υπήρχε άλλον μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.

Θ' άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένην εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτον ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα δια να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω δια να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν' αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτον μέγας κόπος, αληθής άθλος. Θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.

Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.

Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων· έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεάνιδα.

Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...

Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ' έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθέν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου.

Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.

Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη δια  θηρίον, δια σκυλόψαρον, και να  εφώναζε βοήθειαν!... »

Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα ... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Ποια είναι η σχέση της πεζογραφίας του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη με τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό (Μονάδες 9).

Να αναφέρετε τέσσερα (4) σημεία του κειμένου που σας δόθηκε, τα οποία επιβεβαιώνουν τη θέση σας (Μονάδες 6).

Μονάδες 15

2. Ποια από τα χαρακτηριστικά της γλώσσας και του ύφους του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη εντοπίζετε στο απόσπασμα που σας δόθηκε;

Μονάδες 20

3. Να εντοπίσετε τέσσερα (4) διαφορετικά εκφραστικά μέσα με τα οποία ο συγγραφέας ζωντανεύει το «όνειρο στο κύμα».

Μονάδες 20

4. «Δεν δύναμαι ... το πλέον εις το κύμα». Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο (100-120 λέξεις) το απόσπασμα.

Μονάδες 25

5.Να αναγνώσετε συγκριτικά το απόσπασμα από το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» και το επόμενο απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» του Στράτη Μυριβήλη και να επισημάνετε τις ομοιότητες (Μονάδες 10) και τις διαφορές τους (Μονάδες 10) ως προς το περιεχόμενο.

Μονάδες 20

 

Στράτης Μυριβήλης, «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», (απόσπασμα).

 

Η Σαπφώ τραβάει ίσια, ανοιχτά, με μεγάλες χαριτωμένες πλεψιές. Το κεφάλι της πέφτει κι ανασηκώνεται ρυθμικά, και η θάλασσα, κάθε φορά που ανεγέρνει απάνω της, τη φιλά στο μάγουλο. Φορεί κι αυτή μαύρο μαγιό. Φαίνεται πίσω ο λαιμός  κ' η πλάτη, σα λαξεμένη σε χλομό μάρμαρο πολύ δουλεμένο. Φαίνεται ακόμα το ένα μπράτσο της, έτσι που αναδύεται μαλακά μες από το νερό. (...)

Μια στιγμή η Σαπφώ γυρίζει τ' ανάσκελα. Κολυμπά μόνο με τα χέρια της, που δουλεύουν σα δυο γρήγορα κουπιά. Μικρά - μικρά κυματάκια σηκώνουνται από τις άκρες τω χεριώ της, απλώνουν ως τις σκοτεινές μασκάλες και παίζουν γύρω στις κορφές των κόρφων, που ξεμυτίζουν από το νερό, στέρεοι σαν καρποί. Το μπανιερό κολνάει βρεγμένο πάνω στη γερή σάρκα.

Ο Λεωνής σηκώνει ταραγμένος τη ματιά, ψαχουλεύει με αγωνία ψηλά ένα γύρω, πάνω στο πράσινο μπουκέτο της Βίγλας. Σα να μην ήθελε να δει άλλος κανένας πως την είδε, ή σα νάνιωσε το μαγνήτη μιας άλλης ματιάς να τραβάει τη δική του σαν πετονιά από κει ψηλά. Και ίσα - ίσα του φάνηκε πως πήρε το μάτι του κάποια κίνηση. Σα να παραμέρισαν βιαστικά μια τούφα σκίνα, σα ν' ασπρολόγησε κάτι. (...)

Νιώθει ακόμα τη γλυκιά ταραχή να κυκλοφέρνει μέσα στο αίμα του. Είναι το όραμα της Σαπφώς, που  κολυμπά ανάσκελη. Κατόπι την είδε σαν πλεύρισε, και ξέρει πως την παραφύλαγε να βγει, την είδε όρθια, να πηδά με  μικρά πηδήματα από βραχάκι σε βραχάκι. Ένα φτερωμένο κορμί περεχυμένο θάλασσα και ήλιο. Καθάριο, κρουστό σαν τα βρεγμένα βότσαλα. Ακούει τους αχινούς, κουβάρα, να σιγοτρίζουν τα μπλεγμένα τους αγκάθια. Αφήνει το ένα πόδι του να κρεμαστεί πάνω στο νερό. Μια τρίχα κοντά στο νερό. Η θάλασσα με τον ανασασμό της τον αγγίζει, τόνε γαργαλά στη φτέρνα και πάλι αποτραβιέται. Μέσα στα ρηχά καθρεφτιούνται τα χρωματιστά ζωνάρια της βάρκας. Σαλεύουνται σα νεροφείδες που παλεύουν ή αγκαλιάζουνται, σγουραίνουν παράλληλα, κυματίζουν τις κουλούρες τους. Νιώθει κάτι που τόνε στενοχωρεί. Είναι που άφησε τον εαυτό του να δει ολόγυμνη σχεδόν τη Σαπφώ. Η κυριολεξία δηλαδή δεν είταν «άφησε τον εαυτό του". Γιατί είταν βέβαιο πως παραμόνεψε τη στιγμή που έκανε να ξενερίσει. (...)

Είταν η γυναίκα του Βρανά, του πεθαμένου φίλου. Όμως είταν αλήθεια μια παίδα εικοσιδυό χρονώ όμορφη σαν καμιάν άλλη. Αυτό πια τόξερε, το αιστανότανε μ' ολάκερο το κορμί του. Την είδε μέσα στην αποθέωση της ομορφιάς της να αναδύεται. Από πάνω της να κρουνελίζει η θάλασσα κι ο ήλιος. (...)

Ένιωσε μια καταφρόνεση για την κατάντια του, σαν πόνο μέσα στη σάρκα. Και παράσταινε τάχα το «όνειρο στο κύμα». Αηδία και ντροπή ... Και «όνειρο στο κύμα»! Η θύμησή  του πήδηξε πάλι σ' ένα σάλτο καιρούς κι αποστάσεις, ζευγαρώνοντας απίθανα τις λεπτομέρειες. Θυμήθηκε πως είτανε του Παπαδιαμάντη κείνο το στερνό κομμάτι πούχε διαβάσει στο Βρανά πριν θολώσουν τα συλλοϊκά του.

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2002 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

ΚΕΙΜΕΝΟ: Στρατής Δούκας,  Ιστορία ενός αιχμαλώτου (απόσπασμα)

 

                Από την κούραση πείνα δε νιώθαμε, μονάχα η δίψα μας έκοβε. Ξαπλωμένοι σαν άρρωστοι κάτω απ' τα πεύκα, μασούσαμε τα χλωρά πούσια. Και σα φάνηκαν στον ουρανό λίγα σύννεφα, παρακαλούσαμε να βρέξει. Αυτά άπλωσαν, σκοτείνιασαν, κατέβηκαν χαμηλά, και πάλι σιγά σιγά χάθηκαν. Ο ήλιος έριξε την κάψα του τώρα πιο πολλή, κι εμείς απελπισμένοι φωνάζαμε:

                - Νερό! Νερό!

                Μα κανένας δε μας άκουγε.

                Μετά πέντε ώρες, ήρθε ένας ξανθός, καλοντυμένος χότζας, κι εμείς όλοι με μια φωνή τον παρακαλούσαμε:

                - Χότζα, Αλλάχ ασκινά, διψούμε, νερό!

                Σα να φχαριστήθηκε με τα χάλια μας, είπε:

                -΄Ετσι θέλω να σας βλέπω ως το τέλος, σαν τα φίδια να σερνόσαστε.

                Κι έφυγε. (...)

                Εφτά μέρες περάσαμε έτσι. Όσοι είχαν λεφτά πίνανε, μα όσοι δεν είχανε πίνανε το κάτουρό τους.

                Πολλοί πέσανε ψάθα από πείνα και δίψα. Οι συνοδοί μάς είπανε να βγει από μας αγγαρεία, να τους πετάξουμε. Κι εμείς μαλώναμε ποιος θα πρωτοβγεί γιατί θα' πινε νερό.

                Βγήκαν καμιά κοσαριά νομάτοι με τα κάρα και τους πέταξαν μακριά, έξω απ' την πολιτεία...

                Μέσα στο νοσοκομείο ήταν και μαγνησαλήδες αιχμάλωτοι που μας έλεγαν πως το συντριβάνι στην αυλή έχει νερό.

                Εμείς τ' ακούγαμε και δεν το πιστεύαμε.

                Τη νύχτα ξυπνήσαμε από φωνές και μάθαμε πως οι Μαγνησαλήδες έσπασαν το κιούγκι κι ήρθε νερό. Τότε σηκωθήκαμε όλοι και χτυπιόμαστε ποιος θα πρωτοπιεί. Απ' τις φωνές μας οι σκοποί πήρανε είδηση κι άρχισαν να πυροβολούν. Αφού έπεσαν κάμποσα κορμιά, μας έκλεισαν σε συρματόπλεγμα. Εκεί μέσα παίρναμε λάσπη και βυζαίναμε.

                Και σ' εφτά μέρες απάνω έρχεται πάλι ο χότζας κι εμείς με φωνές τον παρακαλούσαμε.

                -Σωπάτε, μας λέει, γιατί θα φύγω αν φωνάζετε. Ήρθα, να σας σώσουμε.

                Στο λόγο απάνω, έφεραν σε καλάθια κουραμάνες. Μας έβαλαν στο ζυγό, δίνοντας στους δυο νομάτους από μισή. Ύστερα με τη σειρά μάς άφησαν στο συντριβάνι να πιούμε νερό.

                Εκείνη τη μέρα είχε έρθει άνθρωπος μεγάλος απ' το Αχμετλί, μας  έλεγαν οι στρατιώτες, κι από δω κι εμπρός θα περάσετε καλά.

                Το βράδυ μας έγδυσαν. Ό,τι είχαμε απάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μας τα πήρανε. Ως και τα χρυσά δόντια μάς βγάλανε απ' το στόμα.

                Το πρωί μας σήκωσαν. Κι όταν ετοιμαζόμαστε, μαζεύτηκαν απ' έξω οι ζεμπέκηδες, με ζουρνάδες και νταούλια, και βγαίνοντας μας χτυπούσαν με τα όπλα τους. Εκεί, ήρθε άλλος αξιωματικός. Μας παρέλαβε και ξεκινήσαμε.

                Έξω απ' τη Μαγνησία, μακριά τρεις ώρες, ήταν ένα μεγάλο αμπέλι, τριγυρισμένο με φράχτη. Εκεί μας έκλεισε μέσα κι έβαλε σκοπούς να μας φυλάν ώσπου να ξημερώσει.

                Εμείς σκορπίσαμε στα τρυγημένα κλήματα και τρώγαμε φύλλα με την κουραμάνα.

                Κι άμα νύχτωσε, δυο έκαναν να φύγουν. Οι σκοποί τούς έπιασαν  και μπροστά μας τους σκότωσαν. Το πρωί μας έλεγε ο λοχαγός:

                -Άπιστα σκυλιά! Εγώ κοιτάζω να σας κάνω καλό κι εσείς μου φεύγετε;

                Και διέταξε να μας σηκώσουν.

                Ώρες βαδίζαμε. Και κει που κάναμε στάση, σ' ένα σταθμό, ήρθαν κάμποσοι τούρκοι πολίτες, κι είπαν του αξιωματικού να τους αφήσει να ψάξουν ανάμεσά μας κι άμα βρουν κάποιον που ζητούσαν, να τον πάρουν.

                -Ναι, τους λέει, κοιτάχτε κι άμα τον βρείτε πάρτε τον.

                -Άφεριμ, άφεριμ, είπαν και χώθηκαν στο σωρό μας. Τον βρήκαν. Ήταν Αρμένης, ο περβολάρης του σταθμού.

                -Βρε κερατά Αρμένη, εσένα γυρεύουμε.

                -Τι θέλετε από μένα; τους είπε. Μια ψυχή έχω να παραδώσω.

                Και με το κεφάλι ψηλά, σα να 'θελε να τον δούμε όλοι, πέρασε ανάμεσά μας.

                -Πάρτε τον! φώναξε ο λοχαγός.

                Ο Αρμένης άμα άκουσε έτσι, ρίχτηκε  απάνω σε κείνον που πρωτάπλωσε να τον πιάσει και με πάθος του δάγκωσε το λαρύγγι.

                Οι άλλοι τον χάλασαν αμέσως. πρόφτασε μόνο κι είπε:

                -Κάντε με ό,τι θέλετε, το αίμα μου το πήρα.

                Αφήσαμε πίσω μας το ζεστό κουφάρι, που το κλοτσοκυλούσαν ακόμα, και τραβήξαμε για τον Κασαμπά. Εκεί ήταν όλα στάχτη. Σε μια μάντρα μας βάλανε. Από κει βλέπαμε να περνούν άλλους αιχμαλώτους, κι ακούοντας από μακριά τα μαρτύριά τους, δοξάζαμε το Θεό.

               

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

1.             Ποιο είναι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το απόσπασμα από το έργο του Στρατή Δούκα "Ιστορία ενός αιχμαλώτου"; (Μονάδες 7). Να δώσετε τέσσερα στοιχεία μέσα από το κείμενο με τα οποία να τεκμηριώνετε την άποψή σας (Μονάδες 8).

Μονάδες 15

 

2.             Ποια είναι τα βασικά γνωρίσματα τα οποία συντελούν στο να διατηρηθεί η αμεσότητα και η ζωντάνια του αφηγηματικού προφορικού λόγου στο κείμενο του Στρατή Δούκα που σας έχει δοθεί; Να τεκμηριώσετε με παραδείγματα την άποψή σας.

Μονάδες 20

 

3.            Σε ποιο πρόσωπο γίνεται η αφήγηση και γιατί έχει επιλεγεί αυτό;

Μονάδες 20

 

4.             "Στο λόγο απάνω, έφεραν σε καλάθια κουραμάνες. Μας έβαλαν στο ζυγό, δίνοντας στους δυο νομάτους από μισή. Ύστερα μας άφησαν στο συντριβάνι να πιούμε νερό.

Εκείνη τη μέρα είχε έρθει άνθρωπος μεγάλος απ' το Αχμετλί, μας έλεγαν οι στρατιώτες, κι από δω κι εμπρός θα περάσετε καλά.

Το βράδυ μας έγδυσαν. Ό,τι είχαμε απάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μας τα πήρανε. Ως και τα χρυσά δόντια μάς βγάλανε απ' το στόμα".

Να σχολιάσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος σε δύο παραγράφους.

                Μονάδες 25

 

5.             Να συγκρίνετε το απόσπασμα του Στρατή Δούκα  από την "Ιστορία ενός αιχμαλώτου"  με το απόσπασμα του Ηλία Βενέζη από το "Νούμερο 31328" ως προς τη δίψα. Να εντοπίσετε τέσσερα κοινά σημεία σχετικά με αυτό το θέμα και να τα σχολιάσετε.

Μονάδες 20

 

Ηλίας Βενέζης, Το Νούμερο 31328

                (απόσπασμα)

 

Ο ήλιος ανέβαινε καφτός, εχτρικά, χωρίς οίκτο. Μες στον Οχτώβρη ένας τέτοιος ήλιος! ΄Αρχισε να μας καίη η δίψα. Η σκόνη κολλούσε στις γλώσσες, που μπαινόβγαιναν σαν κουρντισμένες. Φτύναμε να φύγη η πίκρα. Μα τα στόματα ήταν ξερά. Κι αν έβγαινε λίγο φτύμα, μετανοιώναμε ύστερα για την ογρή ουσία που αφήσαμε να ξοδευτή.

- Νερό! Νερό!

- Τι; λέει ο αξιωματικός της συνοδείας.

- Σου! σου! (νερό) φωνάζαμε τούρκικα.

- Σου; Μάλιστα!

Κοντεύαμε σε μια πηγή. Μας κράτησαν καμιά εικοσαριά μέτρα αλάργα. Οι στρατιώτες πήγαιναν διαδοχικά, πίνανε, πότιζαν τ' άλογα, γεμίζαν τα παγούρια τους. Πίναν με τις χούφτες. Βλέπαμε το νερό που ξέφευγε και χυνόταν απ' τα στόματά τους. Όλα τα κορμιά γέρναν προς αυτή τη φευγαλέα καθαρή γραμμή που σκορπούσε καταγής. Ακούγαμε τον ήχο της. Τον ακούγαμε. Με μάτια γεμάτα πυρετό γέρναμε προς τα εκεί. Έτσι όπως γέρνουν τα διψασμένα δέντρα.

- ΄Ελεος!

Τίποτα! Μας κρατούσαν μακριά, κολλημένους στο θέαμα. Άφησαν μονάχα τις γυναίκες και το παιδάκι να παν να πιουν.

- Λυπηθήτε μας! Λυπηθήτε μας!   φωνάζαμε.

Η γυναίκα του ρολογά γέμισε τις χούφτες νερό κ' έκαμε να το φέρη στον άντρα της. Σιγά. Κοιτάζαμε με μίσος αυτή τη χούφτα που πλησίαζε. Ένας στρατιώτης πάει από πίσω κλέφτικα, και ξαφνικά χώνει τα χέρια του κάτου απ' τις μασχάλες της γυναίκας. Τη γαργαλούσε. Αυτή κάνει μια προσπάθεια, λίγο ακόμα, να τρέξη, να σώση το νερό. Μα κι ο άλλος δώσ' του, δώσ' του τη γαργαλούσε. Κ' εκείνη δε βάσταξε. Έμπηξε τα χάχανα. Λίγα μέτρα μπροστά μας. Άνοιξε τα χέρια της να προφυλαχτή: Το νερό χύθηκε καταγής.

Ήρθε και σκορπίστηκε πλάι στον άντρα της σα λέσι. Αυτός, μ' αγκριλωμένα μάτια που τ' αυλάκωνε ακόμα το όραμα, χίμηξε και της έγλειφε τα βρεμένα δάχτυλα ένα ένα, με λύσσα, σα να 'θελε να τα καταπιή.

-------------------

λέσι: πτώμα ζώου, ψοφίμι.

 

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2001 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

ΚΕΙΜΕΝΟ: Γιώργος Ιωάννου, Το Γάλα (απόσπασμα)

 

Γάλα έχω χρόνια να πιω. Μου λένε πως το απεχθάνονται κυρίως οι μπεκρήδες. Μισώ κατά βάθος τους μπεκρήδες και τα πιοτά. Πολλούς παρόμοιους τύπους είδα στη ζωή μου και τους σιχάθηκα. Είμαι εξαιρετικά ευαίσθητος σ’ αυτό το θέμα.

Τον καιρό της μεγάλης πείνας το γάλα, μαζί με μερικά άλλα τρόφιμα, ήταν η μεγάλη ιδέα μου. Δεν ξέρω πώς έγινε και τώρα το έχω ξεχάσει, χωρίς όμως να πάψω να το σέβομαι ως κάτι το ιερό. Η λησμοσύνη μου αυτή δεν οφείλεται στα πιοτά. Παραχόρτασα ίσως και δόξα τω θεώ δεν έχω για πολλά χρόνια αρρωστήσει.

Τρεις ή μάλλον δυο φορές μας έδωσαν όλο κι όλο τότε γάλα με το δελτίο. Την τρίτη φορά πήγα αλλά ματαιώθηκε η διανομή. Πήγαινα σ’ ένα γαλατάδικο μακρινό, στην άλλη άκρη. Το μοίραζαν απόγευμα, έπρεπε όμως να πας να πιάσεις ουρά σχεδόν απ’ το μεσημέρι. Θυμάμαι πολύ ζωηρά την τρίτη και τελευταία μετάβασή μου στο ελεεινό αυτό γαλατάδικο.

Έφτασα νωρίς εκεί και μπήκα αμέσως στην ουρά, που ήταν κιόλας μεγάλη. Το χτεσινό πάθημα πολλών είχε γίνει μάθημα σε όλους. Το στρίμωγμα εξαιτίας και του κρύου ολοένα μεγάλωνε. Ο γαλακτοπώλης όμως δε φαινόταν ν’ ανοίξει το γαλατάδικο. Στο μεταξύ έγιναν κάνα δυο επεισόδια λόγω της στενής επαφής μας. Παρ’ όλη την πείνα, όπως θα θυμούνται ελπίζω πολλοί, άνθιζε και λουλούδιζε τότε στις ουρές το κολλητήρι.

Κάποια στιγμή ο γαλακτοπώλης με το καρότσι του φάνηκε. Έρχονταν όμως πολύ γρήγορα και τα γκιούμια χοροπηδούσαν. Σαν έφταξε κοντά, μας φώναξε: «Χύθηκε το γάλα στο δρόμο». Κανείς δε διαμαρτυρήθηκε. Έλεγαν άλλωστε πως είναι ταγματασφαλίτης. Τη νύχτα γυρνούσε και σκότωνε. Διαλύσαμε περίλυποι την ουρά και πήραμε τους δρόμους. Ήταν φανερό πως είχε τελειώσει κι αυτή η υπόθεση. Ήμουν απαρηγόρητος.

Στο γυρισμό άλλαξα δρομολόγιο για να μην ξαναπεράσω από κάτι πεθαμένους που είχα δει πρωτύτερα. Τους είχαν παρατήσει, ποιος ξέρει γιατί, εκεί που αρχίζει σήμερα η έκθεση κι ακριβώς στο σημείο, θαρρώ, όπου τώρα υψώνεται το τεράστιο μοντέρνο γλυπτό που εκφράζει, καθώς λένε οι ειδικοί, την αιώνια ορμή του ανθρώπου για πρόοδο και ανάταση. Ήταν ένα μεγάλο ορθογώνιο κασόνι και τους είχαν μέσα πρόσωπο με πρόσωπο.

Επιστρέφοντας αργά από άλλους δρόμους γρήγορα ξεχάστηκα κι άρχισα, όπως συνήθως, να ονειρεύομαι φαγητά. Τα φαγιά που τρώγαμε τότε ήταν κάτι απίστευτα πράγματα. Όλα έμοιαζαν με κάτι το προπολεμικό, μα κανένα δεν ήταν ακριβώς το ίδιο.  Θαρρείς και το παν ήταν να διατηρηθεί η ονομασία. Για το κατσαμάκι όμως ονομασία ευγενική δε βρέθηκε. Θα ,ξιζε  να γραφτεί μια μελέτη για τα φαγιά της κατοχής. Δεν αποκλείεται μερικά να γίνουν και της μόδας, όλα να τα περιμένεις. Τα πιο πολλά είχαν για βάση τους το καλαμπόκι. Είναι μυστήριο πράγμα από που ξεφύτρωσε ξαφνικά τόσο πολύ καλαμπόκι. Ακόμη και στις εκκλησίες αντίδωρο καλαμποκίσιο μοιράζανε. Όλοι έσπευδαν να πάρουν.

                Θυμάμαι ένα σωρό γωνιές που είδα ανθρώπους να πέφτουν. Περνώντας τους ξαναφέρνω στη μνήμη μου λέγοντας μια ευχή. Αν ήμασταν άνθρωποι, θα  ,πρεπε σε μερικά έστω σημεία να υπάρχει κάτι, ένα σημάδι για μαρτυρία και υπενθύμιση. Σε μια μεγάλη απεργία προπολεμική, εκεί όπου είχαν πέσει απεργοί, πάνω στα ξερά αίματα, οι φίλοι τους και σύντροφοί τους είχαν βάλει από μια τραγιάσκα κι ένα κουλούρι.  Σχεδόν αμέσως, βέβαια, εξαφανίστηκαν αγρίως όλα αυτά. Πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει στους δρόμους αυτής της πόλης.

                Νομίζω πως με έχουν σώσει τα όνειρα, τα οράματά μου μάλλον. Τότε με είχε πιάσει μεγάλη μανία με το γάλα και το κακάο. Φανταζόμουν καζάνια ολόκληρα με γάλα  και κακάο να τ’ ανακατεύω με μια τεράστια ξύλινη χοντρή κουτάλα και να με τυλίγει η θεσπέσια εκείνη ευωδιά. Έριχνα, βέβαια, μέσα και άφθονη ζάχαρη, γνήσια, όχι ζαχαρίνη, που τόση ζημιά έκανε στην ερωτική ικανότητα πολλών. Ανεβοκατέβαζα συνεχώς τις δόσεις ώσπου στο τέλος μπούχτιζα, βαρυστομάχιαζα σχεδόν, απ’ τα τόσο βαριά πράγματα που έτρωγα με το νου μου. Ο διεθνής ερυθρός σταυρός, ευτυχώς, μας μοίρασε μερικές φορές απ’ όλα αυτά τα πράγματα. Τι έγιναν άραγε όλοι εκείνοι οι σεμνοί ξένοι που με τόση κρυφή συγκίνηση κοίταζαν εμάς τα παιδιά όταν πηγαίναμε να πάρουμε τα είδη;  Πολλές φορές τους πρόσεξα να μου ζυγιάζουν πολύ παραπάνω κάνοντας μάλιστα και τον αυστηρό. Όλοι τους έχουν λησμονήσει. Αν σκότωναν ανθρώπους, θα ήταν σήμερα πασίγνωστοι, ίσως και δοξασμένοι. Αλλά τι να μας κάνουν τα τρόφιμα του ερυθρού σταυρού;  Η τροφή ήταν μια καθημερινή υπόθεση που μόνο μια γεμάτη αγορά μπορούσε να τη λύσει. Γι’ αυτό κι εγώ είχα καταφύγει στη φαντασία. Χρόνια και χρόνια, κι όχι μονάχα στην κατοχή, τέτοια ήταν τα νεανικά μου όνειρα. Όλο για φαγιά, για ψωμιά, για ρούχα και παπούτσια. Δε μου έμενε δυστυχώς καιρός ούτε ικμάδα για πράγματα υψιπετή και λεπτεπίλεπτα. Αργά το διαπιστώνω, τι κρίμα! Ενώ κάτι συνομήλικοί μου από χωριά ή πλουσιόσπιτα είναι σήμερα μέχρι λιποθυμίας λεπταίσθητοι — και τι ντροπή! — ακόμα και μπλαζέδες...

               

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

1.             Η μαρτυρία, το βίωμα, η εξομολόγηση τροφοδοτούν τα κείμενα του Ιωάννου. Αφού μελετήσετε το απόσπασμα, να γράψετε ένα ενδεικτικό χωρίο για κάθε περίπτωση.

Μονάδες 15

2. Στο απόσπασμα, που σας δίνεται, να εντοπίσετε τέσσερις διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές και να αναφέρετε τη λειτουργία τους.

Μονάδες 20

3.             Η δομή του πεζογραφήματος του Γ. Ιωάννου θεωρείται στοιχειώδης σε αντίθεση με τους παλιότερους πεζογράφους. Να αναφέρετε τέσσερα στοιχεία του αποσπάσματος που τεκμηριώνουν τη θέση αυτή.

Μονάδες 20

4.             «Θυμάμαι ένα σωρό γωνιές που είδα ανθρώπους να πέφτουν. Περνώντας τους ξαναφέρνω στη μνήμη μου λέγοντας μια ευχή. Αν ήμασταν άνθρωποι θα ’πρεπε σε μερικά έστω σημεία να υπάρχει κάτι, ένα σημάδι για μαρτυρία και υπενθύμιση».

Να σχολιάσετε το περιεχόμενο του παραπάνω χωρίου σε μία έως δύο παραγράφους.

                Μονάδες 25

5.             Πώς αντιμετωπίζεται η πείνα στο απόσπασμα του Γ. Ιωάννου και πώς στο απόσπασμα του Π. Γλέζου που ακολουθεί;

 

Πέτρος Γλέζος, Το διακοσάρι (απόσπασμα)

 

Περνούσαμε τις φριχτές ημέρες της σκλαβιάς. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί είχαν ρημάξει την χώρα, είχαν ρουφήξει κάθε ικμάδα της. Το πλήθος πεινούσε, γύριζε απελπισμένο στους δρόμους σαν πεινασμένο σκυλί. Όλη την ημέρα μακάβρια ηχούσε η φωνή της πείνας σε όλη την πόλη.

Το διαμέρισμα που τώρα μέναμε ήταν ισόγειο, από τα παράθυρά του μπορούσαν να μας βλέπουν οι περαστικοί. Έτσι, φοβισμένα ματάκια μικρών παιδιών έσκυβαν και μας κοίταζαν, άπλωναν το χέρι προτείνοντας ένα δισκάκι για λίγο φαγητό, ένα ντενεκεδάκι για λίγο λαδάκι. Σχεδόν κάθε μεσημέρι η ίδια πονεμένη άγρια φωνή κάποιου μεγάλου ακουγόταν.

— Πεινάω, καλέ κυρίες μου, πεινάω!... Δομούτε, καλέ κυρίες μου, λίγο ψωμάκι. Δομούτε λίγο ψωμάκι...

Και φοβερό σπαραγμό αισθανθήκαμε κάποιο μεσημέρι, όταν ο αγαπητός μας νέος γιατρός ήρθε στο σπίτι μας, κρατώντας ένα μικρό φλιτζάνι, να ζητήσει δειλά δειλά λίγο λάδι.

— Η μητέρα πρήστηκε... Έπαθε αβιταμίνωση!...

Πεινούσαμε κι εμείς. Όμως κρατηθήκαμε με την βοήθεια του Θεού στη ζωή, εμείναμε σφιχτά ενωμένοι και στην πείνα και στο λίγο φαγάκι, που εξοικονομούσαμε. Έτσι μπορούσαμε να κάνουμε ακόμη κι ένα μικρό πιατάκι κόλλυβο στη μνήμη της μητέρας και να το πάμε κάτω στο Τρίτο Νεκροταφείο, το νεκροταφείο της Κοκκινιάς, όπου χιλιάδες οι φτωχοί κάτοικοι της πολιτείας και οι παρεπίδημοι κοιμούνται τον αιώνιον.

Λοιπόν, ένα πρωινό βγαίνοντας από το Νεκροταφείο είδαμε να φεύγει απ’ αυτό ένας χλομός αδύνατος νέος, σέρνοντας παλιό κακοφτιαγμένο χειραμάξι. Κι όταν καλύτερα προσέξαμε, είδαμε με φρίκη μέσα στο χειραμάξι, διπλωμένη σχεδόν στα δυο, μεσόκοπη γυναίκα πεθαμένη. Ήταν ένας σκελετός, τα αραιά άσπρα μαλλιά της χύνονταν έξω από το χειραμάξι και τα λυμένα χέρια της κρεμασμένα κι αυτά έξω χτυπούσαν στις μεταλλικές ρόδες του χειραμαξιού και μαύριζαν.

Τρομάξαμε. Ένας Γερμανός στρατιώτης φωτογράφιζε το θέαμα.

— Πού πηγαίνεις, παιδί μου, την νεκρή;  ερωτήσαμε κατάπληκτοι.

—  Φεύγω, απάντησε, δεν την δέχονται εδώ. Κατοικούσε, λέει, σε περιφέρεια, στον Αιγάλεω, που δεν δικαιούται να θάβει τους νεκρούς του εδώ!...

Μονάδες 20

 

 

 

 

Γ΄ ΤΑΞΗ 2000 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:

 

ΚΕΙΜΕΝΟ: Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος(απόσπασμα)

 

                [Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο]:

 

΄Αφησέ με νάρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!

                Είναι καλό το φεγγάρι, ¾ δε θα φαίνεται

                που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι

                θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.

5              ΄Αφησέ με νάρθω μαζί σου.

 

                ΄Οταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,

                αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,

                ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου

                λησμονημένα λόγια ¾ δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.

 

10           ΄Αφησέ με νάρθω μαζί σου

                λίγο πιό κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,

                ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται

13           η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,

                . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

33           Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,

                μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.

35           Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.

                ΄Αφησέ με νάρθω μαζί σου.

 

37           Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει ¾

                θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,

                τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,

40           οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα

                όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο

                όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της

43           ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

                . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

215         ΄Αφησέ με νάρθω μαζί σου.

 

                Α, φεύγεις; Καληνύχτα. ΄Οχι, δε θάρθω. Καληνύχτα.

                Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει

                να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.

219         Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, ¾ όχι, όχι το φεγγάρι ¾

                την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,

                την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της

                την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη                 ράχη της

                με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,

                με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, ¾

225         ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,

                να μην ακούω πια τα βήματά σου

227         μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

               

                (Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θάκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η "Σονάτα του Σεληνόφωτος", μόνο το πρώτο μέρος. Ο Νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. ΄Οταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, ¾ ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. ΄Ισως το μόνο ανάρμοστο νάναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: "Η παρακμή μιας εποχής". ΄Ετσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. ΄Οσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει).

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:

 

1.             Η "Σονάτα του Σεληνόφωτος", όπως και οι περισσότερες συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης, έχει στοιχεία θεατρικού έργου. Να τα εντοπίσετε στο απόσπασμα που σας δίνεται και να εξηγήσετε τη λειτουργία τους.

Μονάδες 15

2.             Πώς λειτουργεί το φεγγάρι σε σχέση με τη γυναίκα και το χώρο, εσωτερικό και εξωτερικό, στον πρόλογο,    στις    δύο πρώτες  στροφές (στίχοι  1-9) και στον επίλογο;

Μονάδες 20

3.             Ποιος είναι ο συμβολισμός των πραγμάτων στους στίχους 37-43 (τούτο το σπίτι . . . πολυθρόνα) και με ποια εκφραστικά μέσα δίνεται;

Μονάδες 20

4.             Να σχολιάσετε τη στάση του Νέου στον επίλογο.

Μονάδες 25

5.             Σε ποια χαρακτηριστικά της πολιτείας δίνει έμφαση ο Γ. Ρίτσος στους στίχους 219-227 του κειμένου και σε ποια ο Γ. Γεραλής στο ποίημά του "Οι πολυάνθρωπες οι πολιτείες" που ακολουθεί.

Μονάδες 20

 

Γιώργος Γεραλής, Οι πολυάνθρωπες οι πολιτείες (απόσπασμα)

 

Οι πολυάνθρωπες οι πολιτείες

ωραίες το βράδυ,

μέσα σε λάμψεις πολύχρωμες

κανένα φως,

στο βουητό το αδιάκοπο

ήχος κανένας,

σε αναρίθμητα πρόσωπα

μορφή καμιά.

Ωραίες το βράδυ,

με την απέραντη μοναξιά

στο κινούμενο πλήθος,

πόση ξεκούραση,

μιλάς δε σ' ακούνε,

γνέφεις κι εκείνοι ονειρεύονται,

το ποτάμι κυλά

καθρεφτίζοντας άστρα διαλυμένα,

προσωπεία από τη μια

κι από την άλλην όχθη.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Χέρια που δέρνονται μεθυσμένα,

μάτια ανεξερεύνητα, δεν τα προφταίνεις

κι οι συναντήσεις συμπτωματικές και δίχως

μιαν οποιαδήποτε συνέχεια, όπως

οι γνωριμίες στις κλινικές.

 

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.