|
|
Στα 1951 κυκλοφόρησε μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Χιονάνθρωποι». Το όνομα του ποιητή: Αντώνης Ζαχαρόπουλος. Πολλοί από τους φιλολογούντες την πρόσεξαν. Στίχοι απλοί αλλά και μεστοί και ρυθμικοί. Ευχέρεια στον εκφραστικό τρόπο. Πυκνές ιδέες και ρεαλιστικές εικόνες. Ο Ζαχαρόπουλος θυμάται τα περασμένα, τη στρατιωτική ζωή, τη φτώχεια, την καταπίεση του λαού, τους καταχτητές, την Εθνική Αντίσταση, τον εμφύλιο πόλεμο, το Μακρονήσι. Θα ξεσηκώσω μερικά από τα τραγούδια του. Να ένα, που επιγράφεται «Οδός Μέρλιν 1943»:
Mein lieber Fritz, άδικα περιμένεις. θα κουραστείς με μένα, δε λυγίζω· ότι και να μου πεις δε θα προδώσω. Ότι κι' αν σκαρφιστείς δεν το φοβάμαι· μήτε το πάτημα της μπότας σου στα δάχτυλα μου, μήτε και του τσιγάρου σου το σβήσιμο στο μέτωπο μου, κι' αν πεις για το ντουφέκι, πού εσύ τρέμεις μονάχα στ' άκουσμα του διόλου δεν το φοβάμαι. Σου φαίνεται παράξενο, mein lieber Fritz. Τρέμεις μπροστά στο θάνατο και δεν καταλαβαίνεις πώς οι άλλοι δε φοβούνται· τρέμεις μπροστά στο θάνατο σαν τα παιδιά που τρέμουνε το Δράκο. Εσύ που όλα τα ξέρεις φαίνεται πώς δεν τό 'μαθές ακόμα πώς πάνε χρόνια τώρα πού πέθανεν ο θάνατος στην Ιερουσαλήμ. Mein lieber Fritz, αδελφέ μου, μη φοβάσαι...
O ποιητής μαζί με την αγανάχτηση του για τα βασανιστήρια πού γίνονται στο ανακριτικό Τμήμα της οδού Μέρλιν, εκφράζει και ένα βαθύ ανθρωπισμό. Συγχωρεί και οραματίζεται τη συναδέλφωση με τούς χθεσινούς καταχτητές. Αλλά η ανθρωπιά του δε βρίσκει κατανόηση. Όλα στο περίγυρο του έμειναν όπως τα άφησε, όπως ήταν πριν. Οι πολλοί είναι άστεγοι και πεινούν. Οι λίγοι έχουν τα πάντα κι' οργιάζουν:
Αδερφέ μου δε βρίσκω ένα κομμάτι γης, ένα κομμάτι γης όσο να φτάνει να χτίσω τ' όνειρο μου. Έχω ένα όνειρο, αδερφέ μου, και δεν έχω πού να το χτίσω. Γέμισε ό κόσμος χαλάσματα, γέμισε ό κόσμος χαμούς, και παιδικά μάτια δακρυσμένα· γέμισαν οι πολιτείες κλειστά παράθυρα κι' οι δρόμοι κυνηγημένα βήματα· κι' είναι ντροπή να τραγουδάς αδερφέ μου, να τραγουδάς απλά και ξέγνοιαστα· είναι ντροπή. ……… Αδερφέ μου, είμαι ένας ξένος σ' έναν κόσμο παράξενο. Είμαι ένας ξένος κι' έχω ένα όνειρο και δεν έχω που να το χτίσω· κι' έχω μια καρδιά και δεν έχω τι να την κάνω...
Ο μικρός λαός πού θέλει να ζήσει, να απολαύσει τη χαρά της ζωής, χτυπάει πόρτες μα τις βρίσκει κλειστές. Άλλ' αφού κανένας δε γυρίζει να ακούσει τον πόνο μου, το δίκιο θα το πάρω μοναχός μου:
Κύριε, είμαι από κείνους τους «πεινώντας». Είμαι από τους «διψώντας την δικαιοσύνην». Είμαι από κείνους πού πίστεψαν στα λόγια σου για τούς φτωχούς και τούς κυνηγημένους. Σκέψου ό,τι θες για μένα, όμως των ουρανών ή βασιλεία τόσο μακριά είν' ακόμα, κι' εγώ, Κύριε, πεινώ... Πασχίζω να κρατήσω τα χέρια μου στην προσευχή δεμένα και σφίγγονται άθελα μου, σε γροθιές.
Άλλαξαν, λέει ο ποιητής, οι καιροί. Η καταπίεση και η εκμετάλλευση έχει βυθίσει τους εργαζόμενους στη φτώχεια και στην πείνα:
Εδώ είναι πολιτείες από τσιμέντο, εδώ είναι πολιτείες δίχως καρδιά. Εδώ είναι, Κύριε, φάμπρικες πού θρέφονται με σάρκες... Είμαι από τα σκουλίκια της ζωής κι' είναι χιλιάδες φτέρνες. Είναι χιλιάδες φτέρνες και δε μπορώ να πω πώς «Πράος ειμί», Κύριε! Για μια φορά μονάχα, γεννηθήτω το θέλημα Μου.
Να κι' ένα άλλο, που το επιγράφει «Γυρισμός από το Μακρονήσι»:
Σήμερα χτύπησα την πόρτα του σπιτιού μου σαν ξένος. Χτύπησα την πόρτα του σπιτιού μου μην τολμώντας ν' ανοίξω και να μπω. ………… Η μάνα μου ρίχτηκε στην αγκαλιά μου κι έκλαιγε. Δεν έλεγε τίποτες, έκλαιγε μονάχα. Ύστερα η αδελφούλα μου ζήτησε να της ιστορήσω πως πέρασα στο... «θαυμαστό» ταξίδι μου. Ήρθαν και κάποιοι φίλοι κι όλο ρωτούσαν και ρωτούσαν. ………… Δεν ήξεραν πως πάνε μήνες τώρα που έθαψα την καρδιά μου σε κάποια ρεματιά Δεν ήξεραν πως έμπηξα ένα σταυρό με τ' όνομα μου σε κάποια ρεματιά. Δεν ήξεραν για τούς μικρούς θανάτους τούς καθημερινούς, τούς ανεπαίσθητους πού φτιάχνουν ένα θάνατο χειρότερο από τό θάνατο... Δεν ήξεραν!
Ο Ζαχαρόπουλος δεν κρύβει τη δυσαρέσκεια του για ό,τι γινόταν στην Αθήνα και σ' όλη την Ελλάδα κατά το δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Όσοι τυχόν τολμούσαν να πουν τη γνώμη τους και να διαφωνήσουν με την ηγεσία, αμέσως χαρακτηρίζονταν προδότες. Παραθέτω το παρακάτω σατιρικό του ποίημα, γραμμένο σε στυλ Καβάφη. Επιγράφεται «Αλεξάνδρεια 33 μ.Χ.-"Αθήναι 1951 μ.Χ.»:
Τι εποχή απαίσια στην Αλεξάνδρεια! Να μην μπορεί κανείς να ειπεί την γνώμη του, δίχως να κινδυνεύει να τον χαρακτηρίσουν ως προδότην (τώρα από προδοσίες άλλο τίποτε). Αν πεις πώς το παράκαμεν ο Αντώνιος με τούς διεφθαρμένους έρωτας του ξεχνώντας τα συμφέροντα τής πόλεως στους κόρφους τής έκφυλου βασιλίσσης μας, τότε θα ειπούν πως είσαι του Οκτάβιου και, βέβαια, πρέπει να τιμωρηθείς. Αν, πάλι, ειπείς (γιατί έχεις γνώμη ελεύθερη και δύνασαι να σκέπτεσαι όπως θέλεις) πώς θα μπορούσεν δίχως εκστρατείες και στόλους και θυμούς να συμβιβάσει τα πράγματα ο Οκτάβιος και πως από φιλοδοξία και μόνον το έκαμεν (τούς μάθαμε δα πλέον τους Ρωμαίους!) τότε θσ ειπούν πως είσαι του Αντώνιου και πρέπει να φοβείσαι· βρίθουν, άλλωστε, οι δρόμοι κατασκόπων...
Ο Ζαχαρόπουλος είναι «δυσαρεστημένος». Είναι απ' αυτούς που είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται.
Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τ. 2, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1983, σελ. 890-894
|
|