ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

   

φιλολογικά

   

διάλειμμα

   

ταυτότητα

   

επικοινωνία

   

σύνδεσμοι

   

stava

 

Βασίλης Συμεωνίδης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

συνεργασίες συναδέλφων

 

 

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΟΙΝΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1897-1909.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΌ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΞΕΝΩΝ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑΣ

 

Άγγελος Α. Χοτζίδης

 

 

 

 

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι Σύνεδροι,

Κυρίες και Κύριοι

 

Το θέμα της ανακοίνωσής μου είναι η παραγωγή και εμπορία οίνου στη Μακεδονία την περίοδο 1897-1909. Στοιχεία από τις μηνιαίες εκθέσεις των προξένων της Αυστροουγγαρίας. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει από τον τίτλο αυτό είναι γιατί επιλέχθηκαν οι εκθέσεις των προξένων της Αυστροουγγαρίας και όχι οι εκθέσεις των προξένων κάποιων από τις υπόλοιπες Μεγάλες οικονομικές Δυνάμεις της εποχής στην Ευρώπη. Η απάντηση είναι ότι η Αυστροουγγαρία, λόγω της άμεσης γεωγραφικής της γειτνίασης με την περιοχή των Βαλκανίων είχε ιδιαίτερους λόγους για να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και στον οικονομικό τομέα των ευρωπαϊκών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίως της Μακεδονίας η οποία τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα ήταν μόνιμη εστία πολιτικών αναταραχών εξαιτίας των γνωστών εθνικών ανταγωνισμών στην περιοχή. Mάλιστα η Αυστροουγγαρία είχε αναμιχθεί ενεργά στις προσπάθειες που έγιναν την περίοδο 1903-1908 για μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία οι οποίες θα οδηγούσαν στην καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των χριστιανών κατοίκων.

         Οι προξενικοί υπάλληλοι της Αυστροουγγαρίας είχαν λοιπόν κάθε λόγο να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να τις καταγράφουν λεπτομερώς. Δυστυχώς όμως, όπως διαπίστωσα το καλοκαίρι του 1993 όταν έκανα τη σχετική έρευνα στα κρατικά αρχεία της Βιέννης για λογαριασμό του Ιδρύματος «Φανή Μπουτάρη», τα κείμενα των οικονομικών εκθέσεων της των προξενείων στην Μακεδονία δεν σώζονται πλέον. Σώζονται μόνο μικρά αποσπάσματα των μηνιαίων εκθέσεων των προξένων τα οποία δημοσιεύονταν στο περιοδικό της Βιέννης «Das Handelsmuseum». Οι δημοσιεύσεις αυτές αποσκοπούσαν προφανώς στην ενημέρωση των ενδιαφερόμενων εμπόρων της Αυστροουγγαρίας πάνω σε οτιδήποτε αφορούσε στον τομέα δραστηριοποίησής τους.

         Οι δημοσιευμένες μηνιαίες εκθέσεις ήταν λιτές και οι πληροφορίες που μας δίνουν είναι μεν σχετικά λίγες είναι όμως ακριβής και έχουν το πλεονέκτημα ότι καλύπτουν ικανοποιητικά μία περίοδο δώδεκα ετών επιτρέποντάς μας να εξάγουμε ορισμένα ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την αμπελοκαλλιέργεια στη Μακεδονία. Βέβαια σώζονται οι εκθέσεις των προξενείων της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και των Σκοπίων που ήταν και οι πρωτεύουσες των ομώνυμων βιλαετίων, των διοικητικών περιοχών, στις οποίες είχαν χωρίσει την περίοδο εκείνη οι Οθωμανοί την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Δυστυχώς δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα στοιχεία από τις εκθέσεις του προξενείου στην Καβάλα και γι΄ αυτό απουσιάζουν οι αναφορές στην αμπελοκαλλιέργεια της περιοχής που βρισκόμαστε τώρα, την Ανατολική Μακεδονία.

         Με βάση τα στοιχεία των εκθέσεων μπορούμε να δούμε σε ποιες περιοχές υπήρχαν αμπέλια, πόσο τα φρόντιζαν ή πόσο δεν τα φρόντιζαν οι αγρότες, ποία ήταν η οινοπαραγωγή σε αυτές και πώς εξελίσσονταν η εμπορία των σταφυλιών προς βρώση ή προς οινοποίηση και τέλος η εμπορία ντόπιου ή εισαγόμενου οίνου.

 

 

         Ξεκινώντας από το πρώτο ζήτημα, το ζήτημα των περιοχών όπου υπήρχαν αμπελοκαλλιέργειες μπορούμε να πούμε ότι διαφαίνεται από τις προξενικές εκθέσεις ότι η αμπελοκαλλιέργεια ήταν αναπτυγμένη σε αρκετές περιοχές της Μακεδονίας. Γίνεται όμως ιδιαίτερη μνεία σε συγκεκριμένες περιοχές όπου η αμπελοκαλλιέργεια ήταν τόσο αναπτυγμένη ώστε να γίνονται και εξαγωγές σταφυλιών προς βρώση ή προς οινοποίηση. Έτσι από το βιλαέτι των Σκοπίων αναφέρεται η περιοχή του Κιοπρουλού ή Βελεσσά και από το βιλαέτι του Μοναστηρίου το Σόροβιτς, το σημερινό Αμύνταιο. Από το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης αναφέρονται περισσότερες περιοχές. Αυτές είναι: η Νάουσα, η Βέροια, η Γουμένισσα, η περιοχή του Κρίβολακ, του Δεμίρ Καπού, η Στρώμνιτσα και η Δοϊράνη.          Ξεχωριστή αναφορά γίνεται συχνά στις περιοχές της Στρώμνιτσας, του Δεμίρ Καπού και της Νάουσας. Για τις δύο πρώτες από αυτές, την Στρώμνιτσα και το Δεμίρ Καπού, τονίζεται το γεγονός ότι τα αμπέλια τους ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και τα σταφύλια τους κατάλληλα για βρώση αλλά και για οινοποίηση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ακριβώς από τις περιοχές αυτές περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε από τη Θεσσαλονίκη προς το Βελιγράδι, τη Βουδαπέστη και τη Βιέννη είχε ως αποτέλεσμα της εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων σταφυλιών προς την Κεντρική Ευρώπη.

         Η Νάουσα αναφέρεται συχνά ως η κύρια οινοπαραγωγική περιοχή της Μακεδονίας. Το κόκκινο κρασί της Νάουσας ήταν περιζήτητο στην αγορά της Μακεδονίας και κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Για το λόγο αυτό η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή της Νάουσας ήταν μια αρκετά προσοδοφόρα ενασχόληση και γι’ αυτό κατά  την χρονική περίοδο που εξετάζουμε αυξάνονταν συνεχώς οι εκτάσεις της αμπελοκαλλιέργειας. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με τις άλλες περιοχές της Μακεδονίας στις οποίες, κυρίως εξαιτίας των ασθενειών και της κακής φροντίδας των αμπελιών από τους αγρότες συρρικνώνονταν συνεχώς οι εκτάσεις της αμπελοκαλλιέργειας προκειμένου αυτές να χρησιμοποιηθούν για άλλες καλλιέργειες ή ως βοσκοτόπια.

 

         Η κακή φροντίδα των αμπελιών και οι δυσκολίες που είχαν οι αγρότες στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις ασθένειες των αμπελιών ήταν σύμφωνα με τους συντάκτες των εκθέσεων το μεγαλύτερο πρόβλημα των καλλιεργητών.

 

 

 

         ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ

         Σε έκθεση του προξενείου της Αυστροουγγαρίας στη Θεσσαλονίκη από το Νοέμβριο του 1901 αναφέρεται ότι οι ντόπιοι αγρότες δεν φρόντιζαν δεόντως ούτε το χώμα αλλά ούτε και τα φυτά. ΕΠΙΣΗΣ οι αγρότες δεν ασχολούνταν όπως έπρεπε ούτε με την πρόληψη αλλά ούτε και με την αντιμετώπιση των ασθενειών των αμπελιών. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ απαρχαιωμένα μέσα δεν είχαν καμία επιτυχία στις όποιες προσπάθειες κατέβαλαν για να αντιμετωπίσουν τις ασθένειες. ΟΙ ΣΥΧΝΑ εμφανιζόμενες ασθένειες στους αμπελώνες της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας ήταν ο Περονόσπορος, Mehltau, Oidium, Mildew. Η εμφάνιση και η μη αντιμετώπιση ή αναποτελεσματική αντιμετώπιση των ασθενειών είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής των αμπελιών μέχρι και το μισό της κανονικής ετήσιας παραγωγής τους. Μάλιστα σε χρονιές όπου η παραγωγή ήταν τόσο μειωμένη δεν καλύπτονταν ούτε οι εγχώριες ανάγκες σε σταφύλια.

         ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΜΩΣ ΟΤΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΕΚΕΙΝΗ κάτι άρχισε να κινείται στο θέμα της αντιμετώπισης των ασθενειών. Το Μάιο του 1902 το προξενείο του Μοναστηρίου αναφέρει ότι καταβλήθηκε προσπάθεια για την αντιμετώπιση του περονόσπορου όχι μόνο από ιδιώτες καλλιεργητές αλλά και από τις δημόσιες υπηρεσίες του οθωμανικού κράτους. Προφανώς η οθωμανική διοίκηση μεριμνούσε ιδιαίτερα για την αμπελοκαλλιέργεια. Μάλιστα οι συγκεκριμένες προσπάθειες στέφθηκαν από επιτυχία και γι΄  αυτό δύο μήνες αργότερα, τον ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 1902, αναφέρει το ίδιο προξενείο ότι τα αμπέλια στα οποία ελήφθησαν τα κατάλληλα μέτρα γλίτωσαν από την ασθένεια ενώ τα υπόλοιπα καταστράφηκαν.

         Η ΘΕΤΙΚΗ ΑΥΤΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ η οποία ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ από μια αναφορά του προξενείου Θεσσαλονίκης τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1906, όπου διαβάζουμε ότι τη χρονιά εκείνη είχαν εκδηλωθεί ελάχιστες ασθένειες εξαιτίας των προληπτικών μέτρων που είχαν λάβει οι αγρότες.

 

 

 

 

         ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΟΙΝΟΥ

 

         ΠΑΡΟΛΟ ΟΜΩΣ ΠΟΥ, σύμφωνα με πολλές αναφορές στις προξενικές εκθέσεις, τα σταφύλια ορισμένων περιοχών της Μακεδονίας προσφέρονταν ιδιαίτερα για ΟΙΝΟΠΑΡΑΓΩΓΗ, η παραγωγή οίνου στη Μακεδονία δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλή. ΤΟ ΓΕΓ0ΝΟΣ αυτό οφείλονταν, πάντα σύμφωνα με τους προξένους της Αυστροουγγαρίας, σε τρεις κυρίως λόγους:

         ΠΡΩΤΟΝ Στην κακή φροντίδα των αμπελιών

         ΔΕΥΤΕΡΟΝ Στην κακή επιλογή σταφυλιών προς οινοποίηση ΚΑΙ

         ΤΡΙΤΟΝ Στην κακή τεχνική οινοποίησης των παραγωγών που είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή μη ανθεκτικών οίνων.

 

         ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΛΌΓΟ ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑ ΗΔΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ

         ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΛΟΓΟ, την κακή επιλογή σταφυλιών προς οινοποίηση, πρέπει να πούμε ότι αυτό οφειλόταν κυρίως στην άγνοια των αγροτών σε θέματα οινοποίησης όπως και στο ότι αυτοί προκειμένου να γλιτώσουν κόπο και εργασία συλλέγανε τους καρπούς πριν αυτοί ωριμάσουν αρκετά. ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ που είχαν προπωλήσει τους καρπούς σε εμπόρους και μόνο τότε, τους συλλέγανε αφού είχαν πλέον ωριμάσει αρκετά.

         Ο ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ, Η ΚΑΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ, ήταν και αυτή αποτέλεσμα της άγνοιας των παραγωγών σε θέματα οινοποίησης ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΝ απαρχαιωμένων μέσων και εγκαταστάσεων που είχαν στη διάθεσή τους οι παραγωγοί. ΕΤΣΙ ΤΑ ΚΡΑΣΙΑ που παράγονταν στη Μακεδονία και τα οποία ήταν κόκκινα και με μια βαριά derbe γεύση, δεν ήταν ανθεκτικά και αναμιγνύονταν μάλιστα πολλές φορές με επιβλαβή πρόσθετα.

         ΚΙ’ ΟΜΩΣ ΥΠΗΡΧΑΝ ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΕΣ για καλύτερη παραγωγή και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι όταν το έτος 1902 τα αμπέλια της ΝΟΤΙΟΥ ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ δεν είχαν απόδοση τα αναμενόμενα οι ΟΥΓΓΡΟΙ παραγωγοί προμηθεύτηκαν σταφύλια προς οινοποίηση από την Κεντρική Μακεδονία, τις περιοχές της Στρώμνιτσας και του Δεμίρ Καπού, απ’ όπου μάλιστα αγόρασαν το σύνολο της παραγωγής. Στη σχετική έκθεση αναφέρεται ότι τα σταφύλια από τις περιοχές αυτές ήταν κατάλληλα για τη δημιουργία εύγευστου και ανθεκτικού οίνου.

         ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ αναφέρεται στις εκθέσεις ότι υπήρχαν αμπέλια μιας ξεχωριστής ποικιλίας από τα οποία παράγονταν σημαντικές ποσότητες κόκκινου κρασιού που κάλυπταν τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς.

 

 

 

 

         ΕΜΠΟΡΙΑ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ ΠΡΟΣ ΒΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

 

         Η ΕΞΑΓΩΓΗ ΣΤΑΦΥΛΙΏΝ ΑΠΌ τη Μακεδονία γινόταν σε μεγάλες ποσότητες και από πολλές περιοχές. ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ποσότητες εξάγονταν προς τη ΣΕΡΒΙΑ, την ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑ,  τη ΓΕΡΜΑΝΙΑ και λιγότερο προς τη ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ. Τα σταφύλια αυτά προορίζονταν είτε προς βρώση είτε προς οινοποίηση. ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ  ο οποίος διευκόλυνε τις εξαγωγές ήταν όπως προανέφερα η ύπαρξη της ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ που οδηγούσε από τη Θεσσαλονίκη προς την ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι οι μεταφορές στο εσωτερικό γίνονταν με ζώα.

         ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ εξάγονταν κυρίως προς τη Σερβία. Μάλιστα με τη χώρα αυτή η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε συνάψει το 1902 διακρατική συμφωνία για τη διευκόλυνση των εξαγωγών των σταφυλιών από τα βιλαέτια του Κοσσυφοπεδίου, του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης. Στη συμφωνία αυτή οριζόταν ότι τα σταφύλια που προορίζονταν για οινοποίηση δεν θα υπόκειντο σε περιορισμούς σχετικά με το είδος της συσκευασίας και το βάρος αυτής κατά τη μεταφορά τους με τα τρένα. Για τα σταφύλια προς βρώση οριζόταν όμως ότι θα συσκευάζονταν σε καλάθια και ότι το βάρος αυτών δεν θα ξεπερνούσε τα 20 κιλά. ΕΠΙΣΗΣ οριζόταν ότι δεν ήταν απαραίτητη η πιστοποίηση της προέλευσης ενώ η οθωμανική κυβέρνηση αναλάμβανε την υποχρέωση να ενημερώνει αμέσως την σερβική πλευρά για την εμφάνιση φυλλοξήρας.

         ΟΠΩΣ ΉΤΑΝ ΦΥΣΙΚΟ ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΟΤΑΝ Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ στις προαναφερόμενες χώρες ήταν μειωμένη.

         ΑΥΤΟ ΣΥΝΕΒΗ όπως είπαμε ήδη, το 1902, όταν η παραγωγή σταφυλιών ήταν ελάχιστη στη Νότια ΟΥΓΓΑΡΙΑ.

         Δυστυχώς στις εκθέσεις δεν σημειώνονταν οι ποσότητες που εξάγωνταν κάθε χρόνο από τη Μακεδονία. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ αναφέρω ότι τον Οκτώβριο του 1899 έφυγαν από την Θεσσαλονίκη 87 βαγόνια με σταφύλια προς οινοποίηση για τη Σερβία, 16 βαγόνια με σταφύλια προς βρώση για τη Βουδαπέστη και 3 βαγόνια με σταφύλια προς βρώση για τη Βιέννη.

         Εννέα χρόνια αργότερα τον Οκτώβριο του 1908 έφυγαν 200 βαγόνια με σταφύλια προς βρώση για τη Γερμανία και 500 βαγόνια με σταφύλια προς οινοποίηση για τη Σερβία. Η τιμή των σταφυλιών προς βρώση ήταν περίπου διπλάσια από αυτή των σταφυλιών προς οινοποίηση.

 

         ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΘΑ ΑΝΑΦΕΡΘΩ  ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΑ ΟΙΝΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

         ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟ ΟΤΙ η παραγωγή κρασιού υπερκάλυπτε τις ανάγκες της τοπικής αγοράς και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ακόμη και σε χρονιές όπου η παραγωγή ήταν μειωμένη υπήρχαν αρκετά αποθέματα κρασιού από την προηγούμενη χρονιά για την επαρκή τροφοδοσία της αγοράς.

         ΒΕΒΑΙΑ Η ΝΤΟΠΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΛΥΠΤΕ ΚΥΡΙΩΣ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ σε κόκκινο κρασί ενώ για να καλυφθούν οί ανάγκες σε ΛΕΥΚΟ ΚΡΑΣΙ κατέφευγαν σε εισαγωγές από τα ελληνικά νησιά. Η μεταφορά γινόταν κυρίως με ιστιοφόρα ενώ το κρασί ήταν καλής ποιότητας και κάλυπτε μεγάλο μέρος της εγχώριας αγοράς και κυρίως της αγοράς της Θεσσαλονίκης.

         ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ γινόταν εισαγωγές στα λιμάνια της ΚΑΒΑΛΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ Θεσσαλονίκης από την Κρήτη, την Κύπρο καθώς και από άλλα μέρη της Τουρκίας.

         ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΓΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΟ εμφιαλωμένο κρασί καλύπτονταν με εισαγωγές μικρών ποσοτήτων από Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία.

         Τέλος από τις μηνιαίες εκθέσεις δεν προκύπτει με σαφήνεια αν γινόταν εξαγωγές κρασιού από τη Μακεδονία προς την Κεντρική Ευρώπη. Αναφέρεται μεν ότι το ΜΆΡΤΙΟ και το Μάιο του 1897 είχαν φορτωθεί στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης σε αυστριακά πλοία μικροποσότητες κρασιού, 650 και 750 κιλών αντίστοιχα όμως δεν διευκρινίζεται αν αυτό ήταν μακεδονικό κρασί ή κρασί από άλλες περιοχές.

 

συνεργασίες συναδέλφων

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 05 Φεβρουαρίου 2012.