Εχει μια οικοδομή δίπλα στο σπίτι
κι απ' το πρωί αρχίζουν οι φωνές και τα αρβανίτικα οι μαστόροι. Αυτοί οι
άνθρωποι είναι μια κάποια λύση. Απ' τον καιρό που πάτησαν το πόδι τους στην
Ελλάδα άλλαξε το πρόσωπο του νεοέλληνα. Είναι λύση, διότι και εργατικά χέρια
φτηνά έχουμε και ΙΚΑ δεν πληρώνουμε και όποτε θέλουμε απολύουμε και ωράριο
δεν κρατάμε και, το βασικότερο, κανένας Έλληνας πλέον δεν χαραμίζεται σε
χειρωνακτικές δουλειές ανάξιες του αναστήματος και του τσαμπουκά του.
Βάζοντας τον Αλβανό στη θέση του μπογιατζή, του χτίστη, του υδραυλικού,
μένει απερίσπαστος ο Ελληναράς στην ακάματη απασχόλησή του με τα πνευματικά,
πολιτικά και εθνικά προβλήματα της χώρας. Παράλληλα δε η παρουσία αυτού του
δεύτερης κατηγορίας πολίτη επιτρέπει σε ορισμένα ευαίσθητα άτομα της
ελληνικής φυλής να εκδηλώνουν αυθόρμητα τα φιλανθρωπικά τους αισθήματα
προσφέροντας ρούχα παλιά, παπούτσια χαρίζω, ο παλιατζής. Βέβαια έχει και ο
Αλβανός το κόστος του. Διότι σαν άνθρωπος κι αυτός, θέλει κάπου να ξεσπάσει.
Έχουμε, λοιπόν, τα γνωστά συμπτώματα των μειονοτήτων σε μια ξένη χώρα.
Ληστείες, φόνους, βιασμούς, μαφίες. Τι να κάνουμε. Δεν μπορούμε να 'χουμε
μόνο τα καλά του υπανάπτυκτου, του δούλου, θα 'χουμε και τα κακά του.
Λοιπόν, εδώ σας θέλω, λεβέντες μου. Ή πάρτε εσείς τον κασμά, το πηλοφόρι, το
μυστρί ή πληρώστε ένσημα, μισθούς, δώρα και απεργίες (με λίγα λόγια,
αντιμετωπίστε τον άνθρωπο σαν άνθρωπο) ή καθήστε σε μια γωνιά να βλέπετε να
σας δουλεύουν τζάμπα αλλά και να σας κλέβουν, να σας βιάζουν και να σας
σκοτώνουν τζάμπα. Όπως όλα, είναι κι αυτό θέμα επιλογής...
... τα πρώτα μου χρόνια τα 'ζησα στο Αμπελάκι, ένα μικρό χωριό στη
Σαλαμίνα, και, όπως σχεδόν στα περισσότερα νησιά του Σαρωνικού, μίλαγαν κι
εκεί αρβανίτικα. «Στον πηλό το στόμα μου ακόμα» κι άκουγα να σκάνε οι πρώτες
λέξεις βεγγαλικά στον μικρό ακόμα ουρανό, στον ουρανίσκο της γλώσσας μου.
Λέξεις που το πρωί κάθε γιορτής φούσκωναν μέσα μου σαν τσουρέκια σκεπασμένα
με κουβέρτες δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Λέξεις ζεστές και χρυσαφένιες απ' την
αυγή του κόσμου... έμαθα από παιδί να βρίσκω το νόημα της ζωής σε ήχους
ζυμωμένους με δύο γλώσσες.
Χρόνια μετά που βρήκα πάλι την παιδική μου γλώσσα στα χείλη αυτών που οι
διπλανοί μου έφτυναν, ένιωσα σα να φτύνουν τα παιδικά μου τα σεντόνια...
|