|
|
στίχοι σκόρπιοι από την μια εποχή στην κόλαση του Αρθούρου Ρεμπώ βασισμένοι στη μετάφραση Νίκου Σπανιά (εκδόσεις Γνώση 1980)
Καταλαβαίνω, και μη γνωρίζοντας πως να το εκφράσω χωρίς να χρησιμοποιήσω λέξεις βλάσφημες, σιωπώ.
Πρόοδος. Ο κόσμος βαδίζει εμπρός. Γιατί τάχα να μη βαδίζει πίσω;
Ένας ύπνος ολομέθυστος στην αμμουδιά, αυτό αξίζει, και τ' άλλα κουραφέξαλα.
Πίσω πάλι στους παλιούς δρόμους, φορτωμένους από το πάθος μου, το πάθος όπου φύτρωσε τούτες τις ρίζες του πόνου στα πλευρά μου από την εποχή της λογικής – κι ανεβαίνει στον ουρανό, με κατακερματίζει, με γυρίζει ανάποδα, με παρασύρει.
Α! νάμαι πάλι, ξέφρενα χορεύοντας σ' ένα ξέφωτο με κόκκινες ανταύγεις, αντάμα με γριές και με παιδιά. Καλύτερα να μην μπλέξεις με την εξουσία.
Έμπα παντού, αποκρίσου σ' όλα.
Είδα τον εαυτό μου κυκλωμένο από ένα λυσσασμένο πλήθος αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα...
Βαστώ από ράτσα που τραγούδησε τα βασανιστήρια. Ποτέ δεν κατάλαβα τους νόμους· δεν έχω συναίσθηση της ηθικής· είμαι ασύδοτος: κάνετε λάθος. Το παραδέχομαι, σφάλησα τα μάτια μου στο φως σας. Είμαι χτήνος, Νέγρος. Όμως υπάρχει τρόπος να σωθώ. Μα σεις δεν είστε παρά ψευτονέγροι, μανιακοί, αγριάνθρωποι, φιλάργυροι. Έμπορα, είσαι νέγρος· δικαστή είσαι νέγρος· στρατηγέ είσαι νέγρος· αυτοκράτορα, παλιά φαγούρα, είσαι νέγρος· έχεις πιει αφορολόγητο ποτό από το διϋλιστήριο του Διαβόλου. Πυρετός και καρκίνος εμπνέουν τούτο το λαό. Οι γέροι κι οι ανάπηροι είναι τόσο σεβαστοί ώστε δεν γίνονται αλλιώς παρά βραστοί. Προτιμότερα ν' αφήσεις την Ήπειρο αυτή που η παραφροσύνη δολοπλοκεί για να ταΐσει μ' ομήρους αυτούς τους ελεεινούς.
Έτσι λοιπόν θα περιφέρομαι, σαν ανήλικο, παίζοντας στις πύλες του παραδείσου, λησμονώντας κάθε συμφορά;
Με κάνει να κλαίω η αθωότητά μου.
Φάρσα είναι η ζωή κι όλοι παίζουμε τον ρόλο του πρωταγωνιστή.
Πεθαίνω από δίψα, σκάω και δεν μπορώ να φωνάξω.
Έχω την καλή τύχη να μην υποφέρω πια. Η ζωή μου ήταν τρέλλες γλυκές – λυπηρό πράμα.
Οι απόκρυφες τρυφερότητες μ’ είχανε σαγηνέψει. Απαρνήθηκα κάθε χρέος ανθρώπινο για να τον ακολουθήσω. Τι ζωή! Απουσιάζει η πραγματική ζωή. Δεν είμαστε στον κόσμο.
Είναι στιγμές που λησμονώ τα χάλια μου: θα με κάνει δυνατή, θα ταξιδέψουμε, θα κυνηγήσουμε στην έρημο, θα ξαπλώσουμε στην άσφαλτο άγνωστων πόλεων δίχως έγνοιες δίχως τύψεις.
Με συγκινούσαν ανούσιοι πίνακες, εξωραϊσμένα ανώφλια, σκηνικά, ο μπερντές του σαλτιμπάγκου, λεζάντες, εκλαϊκευμένες εκδόσεις, ξεπερασμένη λογοτεχνία, τα λατινικά της εκκλησίας, ερωτικά βιβλία με ανορθογραφίες, τα μυθιστορήματα των προκατόχων μας, νεραϊδοδράματα, παιδιάτικες φυλλάδες, απαρχαιωμένα μελοδράματα, σαχλές ομοιοκαταληξίες, άχαροι ρυθμοί.
Προσδιόρισα τον χώρο και την κίνηση κάθε συμφώνου, και με ρυθμούς του ενστίκτου είχα την τιμή να ανακαλύψω μια νέα ποιητική γλώσσα, προσιτή, μια μέρα, σ’ όλες τις αισθήσεις.
Στην αρχή ήταν ένα πείραμα.
Έγραψα σιωπές, νύχτες, σημείωσα καταλεπτώς τ’ ανέκφραστο. Μέτρησα φρενίτιδες.
Τέσσερις ώρα καλοκαίρι, το πρωί ο λήθαργος του έρωτα καλά κρατεί. Κάτω από τους θάμνους αναθυμιάζει η οσμή της οργιασμένης νύχτας.
Στο τέλος θεώρησα ιερή την αταξία του νου μου.
Σύρθηκα σε βρώμικες στράτες και με κλειστά μάτια, παραδόθηκα στον ήλιο, Θεό της φωτιάς.
Έχω γούστο, ναι, αλλά Όχι για δέντρα και βότσαλα.
Απ’ την πολλή χαρά μου πήρα μια γκριμάτσα όσο γίνεται σαχλή και κωμική.
Στο πείσμα της προδομένης νύχτας Και της πυρωμένης μέρας.
Η εγκράτεια είναι η αδυναμία του εγκεφάλου.
Με πολλούς ανθρώπους μίλησα φωναχτά για ένα λεπτό με τη μια από τις πολλές ζωές τους.
Η ζωή μου θα είναι τεράστια, πάντοτε, τόσο, για να αφοσιωθεί στη δύναμη και στην ομορφιά
Υπάρχουν δίχως κρίματα ψυχές;
Πέρασε κι αυτό. Τώρα ξέρω να σταθώ αντιμέτωπος στην ομορφιά.
Είχα δίκιο για όλες τις αποστροφές μου: γι’ αυτό και πήρα τους δρόμους.
… το άτομο ξεγελά τον εαυτό του, αποδεικνύει το αυταπόδεικτο, φουσκώνει από ευχαρίστηση, ξεφουρνίζει τις ίδιες αποδείξεις, και δεν ζει παρά μόνον έτσι.
Ίσως η φύση να αισθάνεται πλήξη!
Για μας η επιστήμη δεν είναι γρήγορη.
Ο ανθρώπινος μόχθος. Να η έκρηξη που φωτίζει μ’ αστραπές την άβυσσό μου από καιρό σε καιρό.
Γνωρίζω τι είναι ο μόχθος· και η επιστήμη παραείναι βραδυκίνητη.
Κι ας ζούμε διασκεδάζοντας, ας ονειρευόμαστε έρωτες, τέρατα και σύμπαντα αποκυήματα της φαντασίας, παραπονιάρηδες ας στήνουμε αμάχες με τα προσχήματα του κόσμου, μπαγαπόντη, ζητιάνε, καλλιτέχνη, κανάγια-παππά!
Τότες – ω, γλυκιά, φτωχή ψυχή, δεν θάταν η αιωνιότητα για μας χαμένη!
Έχω ξεχάσει να μιλώ. Ωστόσο, τέλειωσα, θαρρώ την εξιστόρηση της κόλασής μου, σήμερα.
Σκλάβοι, μην καταριόμαστε τη ζωή.
Δεν υποφέρω τη φτώχεια. Και τρέμω το χειμώνα γιατί είν’ η εποχή της άνεσης.
Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα άστρα, νέα σάρκα, νέες γλώσσες.
Πρέπει να είναι κανείς απόλυτα μοντέρνος.
Είναι όφελός μου πως πια μπορώ να γελώ με τους παλιούς, ψεύτες έρωτές μου και να κάνω να ντρέπονται κείνα τ’ απατηλά ζευγάρια, - αντίκρυσα την κόλαση κάθε γυναίκας πίσω κει – και θάμαι ελεύθερος ν’ αδράξω την αλήθεια μέσα σε μια ψυχή και σ’ ένα σώμα.
|
|