ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι

τέσσερα κείμενα της Έφης Γιαννοπούλου και του Θεόφιλου Τραμπούλη

http://artfullyonsaturday.wordpress.com/author/efyan/

 

Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι:

από την ηθογραφία στην ηθικολογία

 

Μια γενιά πεζογράφων που αναδείχθηκαν την εποχή της «πλαστής ευημερίας» και της άνθησης των ιδιωτικών ΜΜΕ εκφράζονται σήμερα με οξύτητα και μένος, ανεξάρτητα από τις θέσεις τις οποίες υποστηρίζουν. Πώς συνδέεται όμως η πολιτική τους ηθικολογία με τη λογοτεχνική τους ηθογραφία;

 

Της Έφης Γιαννοπούλου και του Θεόφιλου Τραμπούλη

 

Έχουν περάσει πια τρία χρόνια συνεχούς πολιτικής όξυνσης και επικίνδυνης, ενίοτε και νοσηρής, πόλωσης και θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τι εργαλεία έχουν χρησιμοποιήσει για να μιλήσουν για την κρίση οι άνθρωποι του πολιτισμού, ποιες θέσεις έχουν υιοθετήσει κι εάν οι απόψεις τους συνδέονται συστηματικά με τα γνωρίσματα του πεδίου στο οποίο ανήκουν. Και να εξετάσουμε τα δομικά αυτά χαρακτηριστικά ως σταθερές που διατρέχουν το κοινωνικό σώμα για πολύ περισσότερο καιρό από το τελευταίο διάστημα και σε μεγαλύτερο εύρος από τις συγκυριακές και μάλλον εφήμερες συγκλίσεις ή αποκλίσεις των προσώπων που τα εκφράζουν. Για παράδειγμα, υπάρχει κάποιου είδους οργανική σχέση ανάμεσα στη γεμάτη στερεότυπα και μεγαλοστομίες «αντιμνημονιακή» αγωνιστικότητα των περισσοτέρων μουσικών του «εντέχνου» και τις μουσικές ή στιχουργικές μορφές τις οποίες τόσα χρόνια διακονούσαν; Ή τι σημαίνει για την πραγματική πολιτική και καλλιτεχνική οξύτητα του Μάνου Χατζιδάκι το γεγονός πως τον επικαλούνται ως την κορυφαία τάχα απούσα φωνή κάθε λογιών άνθρωποι για να υποστηρίξουν τις πιο αντίθετες απόψεις; Ή, σε άλλο πλαίσιο, τι προδίδει το γεγονός πως, εκτός από κάποιους πανταχού παρόντες ζωγράφους (και έναν ή δύο γλύπτες) παλαιότερης γενιάς, οι παράγοντες του πεδίου των εικαστικών, το οποίο διακηρύσσει την επίμονή του ενασχόληση με την πολιτική και το πολιτικό, τηρούν ως επί το πλείστον αιδήμονα σιγή; Μια τέτοια έρευνα δεν θα φώτιζε μόνο καλύτερα τις σημερινές θέσεις αλλά και θα βοηθούσε στην επαναπλαισίωση των πολιτικών και ορισμένων καλλιτεχνικών επιλογών της τελευταίας εικοσαετίας. Και ίσως έδειχνε πως απόψεις που μοιάζουν σε πρώτο επίπεδο αντίθετες ή και συγκρουόμενες έχουν στην πραγματικότητα βαθιά δομική συγγένεια. Από τα καλλιτεχνικά πεδία το λογοτεχνικό είναι εξαιρετικά πρόσφορο για συστηματικότερη ανάλυση. Μεταξύ άλλων γιατί ο τρόπος με τον οποίον πολλοί συγγραφείς είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να αναλάβουν κάποιο ρόλο οργανικού διανοούμενου –ο Τ. Θεοδωρόπουλος, ο Χ. Χωμενίδης, ο Π. Τατσόπουλος, η Σ. Τριανταφύλλου κ.ά– προδίδει θεμελιώδη γνωρίσματα τόσο του λογοτεχνικού πεδίου όσο και της μηχανικής του καθεστωτικού λόγου.

Είναι έτσι ιδιαίτερα ενδεικτική η επιθετική αμηχανία με την οποία οι πεζογράφοι αυτοί βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στις επάλξεις ενός λόγου ηθικολογικού απόλυτα ταιριαστού με την ηθογραφία που χαρακτηρίζει τον αφηγηματικό τους τρόπο. Αυτό που έχει εν προκειμένω ενδιαφέρον δεν είναι οι θέσεις καθαυτές που υποστηρίζουν, αλλά το είδος της επιχειρηματολογίας τους και η οξύτητα των αποφάνσεών τους στον παραδοσιακό τύπο, τα free press ή τα κοινωνικά δίκτυα. Για να καταλάβουμε την ένταση αυτή και, δευτερευόντως, τη διάτρητη διαλεκτική τους, θα πρέπει να αναλογιστούμε ορισμένα σημαίνοντα κοινωνιολογικά τους γνωρίσματα.

Πράγματι, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 εμφανίζεται στο χώρο της νεοελληνικής πεζογραφίας μια νέα γενιά συγγραφέων με συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά. Για την ακρίβεια τότε καταξιώνεται και αποκτά κεντρική θέση στο λογοτεχνικό πεδίο. Οι αλλαγές ωστόσο προοικονομούνται από την προηγούμενη δεκαετία και τις οικονομικές, συμβολικές, κοινωνικές ανακατατάξεις στην ελληνική κοινωνία μετά το 1981. Ήδη το 1986, φερειπείν, οι εκδόσεις Υάκινθος εκδίδουν μια συλλογή νέων πεζογράφων και ποιητών, σε ανθολόγηση Πέτρου Ρεζή, στην οποία συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, λογοτέχνες όπως ο Π. Τατσόπουλος, ο Τ. Θεοδωρόπουλος, ο Β. Ραπτόπουλος ή ο Α. Σφακιανάκης, προτείνοντας έτσι μια συγκρότηση στη βάση της νεότητας, όπως επιτάσσουν οι νέες κοινωνικές διαστρωματώσεις και το τότε αναδυόμενο life style.

Στην πρώτη πενταετία της δεκαετίας του ’90, η νέα αυτή πεζογραφία θα αποκτήσει πιο συγκεκριμένη μορφή, μεγαλύτερη απήχηση και κάποια ουσιαστικά εξωλογοτεχνικά χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν ριζικά από τις προηγούμενες γενιές· κατ’ αρχάς φαίνεται να απελευθερώνεται από ιστορικές και πολιτικές θεματικές που στοίχειωναν μέχρι τότε τη νεοελληνική πεζογραφία, στρέφεται προς τη σύγχρονη αστική ζωή, κυρίως την ελληνική και δη την αθηναϊκή, αν και συχνά η πλοκή μεταφέρεται στην Ευρώπη ή και στις ΗΠΑ. Σε επίπεδο λογοτεχνικής μορφής και μέσων, θα έλεγε κανείς ότι η αστική αυτή ηθογραφία υπηρετεί, παρά τη νέα θεματολογία της, έναν συμβατικό τρόπο αφήγησης: έμφαση στην «καλή» ιστορία, φόβος ή απώθηση για τις κατακτήσεις επιστημών του ανθρώπου όπως η ψυχανάλυση, η κοινωνιολογία, οι μεταστρουκτουραλιστικές σπουδές (ή, το πολύ, εντελώς εκλαϊκευμένη χρήση τους), ελάχιστος ή καθόλου αναστοχασμός πάνω στην ίδια τη διαδικασία της γραφής. Η εμφάνιση της λογοτεχνίας αυτής δεν αντικατοπτρίζει απλώς τις αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας, η εδραίωσή της οφείλεται κατεξοχήν και πολλαπλά σ’ αυτές ακριβώς τις αλλαγές. Την περίοδο εκείνη η οικονομία ανθεί, η εκδοτική παραγωγή και το κοινό αυξάνονται. Δεν είναι ανεξάρτητη η παράλληλη κυκλοφορία από μεγάλους εκδοτικούς οίκους ερωτικών ή αστυνομικών μυθιστορημάτων που παλαιότερα κυκλοφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά σε ευτελή βιβλία τσέπης.

Αν και οι συγγραφείς αυτοί αρχικά αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από αρκετούς κριτικούς και ομοτέχνους, γρήγορα καταξιώνονται, χάρη στην εμπορικότητά τους αλλά και στα παράλληλα πεδία στα οποία συμμετέχουν. Είναι η εποχή της άνθησης του περιοδικού Τύπου, της ιδιωτικής τηλεόρασης και των εκπομπών λόγου στις οποίες φιλοξενούνται, των ένθετων στις εφημερίδες όπου συνηθίζεται η δημοσίευση διηγημάτων σε περιστάσεις όπως γιορτές, καλοκαίρι κτλ. Έτσι, ένα νέο λογοτεχνικό ρεύμα εισάγεται σχεδόν απευθείας στον εμπορικό πόλο του λογοτεχνικού πεδίου, και θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, κατά τον μπουρντιεϊκό ορισμό, ετερόνομο, με την έννοια πως η καταξίωσή του δεν αντιστοιχεί τόσο στην αποδοχή των ειδικών, που παραμένουν για καιρό επιφυλακτικοί, αλλά στη διασύνδεσή του με άλλα υποπεδία (πολιτικό, οικονομικό, δημοσιογραφικό κτλ.) του ευρύτερου κοινωνικού πεδίου. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που ελάχιστοι από τους συγγραφείς αυτούς έχουν ασχοληθεί με τη λογοτεχνική κριτική, με άλλα λόγια, με τη δευτερογενή συγκρότηση ενός ρητού συστήματος μορφών και αξιών που θα υποστήριζε ρήξεις τόσο λογοτεχνικές όσο και πολιτικές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συγγραφείς που εξαρχής εντάχθηκαν στον κυρίαρχο πολιτικό, δημοσιογραφικό, εμπορικό λόγο. Τους υιοθέτησε και τον υιοθέτησαν.

Θα πρέπει λοιπόν κρίνοντας τις θέσεις, τους αφορισμούς και τις εκρήξεις τους, τόσο εκείνων, όπως της Σώτης Τριανταφύλλου ή του Χρήστου Χωμενίδη, που υποστηρίζουν, με όλες τις ενστάσεις τους, την κυβερνητική πολιτική και στρέφονται εναντίον των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίον θεωρούν ανάχωμα τάχα στις μεταρρυθμίσεις, όσο και εκείνων, όπως του Πέτρου Τατσόπουλου, που εκπροσωπεί εντός και εκτός Βουλής μια μάλλον ιδιοσυγκρασιακή και ανορθόδοξη αριστεροφανή ρητορική, να έχουμε υπόψη μας τα εξής: πως ο αναπαραστατικός, αφηγηματικός τους τρόπος –ηθογραφικός και συμβατικός– ανήκει σε ένα λογοτεχνικό πεδίο άμεσα συνυφασμένο με τις κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις της δεκαετίας του ’80• πως συνδέονται άρρηκτα με την άνθηση της εκδοτικής παραγωγής και της οικονομίας των Μέσων• πως ένα μεγάλο μέρος της καταξίωσής τους είναι ετερονομικό, προέρχεται δηλαδή από τη διασύνδεσή τους με εξωλογοτεχνικούς φορείς κυριαρχίας.

Γι΄ αυτό και η οξύτητα με την οποία εκφράζονται σήμερα δεν είναι ανεξάρτητη από την κατάρρευση του συστήματος οικονομίας και λόγου μέσα στο οποίο ανδρώθηκαν· είτε το θέλουν είτε όχι απέκτησαν τη θέση και το κύρος τους από τους ίδιους φορείς που διατύπωσαν την ίδια εποχή το όραμα της ευδαιμονίας των δανείων, που έθεσαν τα σύμβολα κύρους της, που ανακήρυξαν τους καινούργιους οικονομικούς, πολιτικούς, καλλιτεχνικούς παράγοντες, που καλλιέργησαν τη δυστοπία του χρηματιστηρίου και των Ολυμπιακών Αγώνων, που παρακολούθησαν αδρανείς την κατάρρευση. Μολονότι οι ίδιοι θεωρούν πως οι απόψεις τους ήταν αιρετικές, πως αποτελούσαν την κάρφο στο μάτι της επίπλαστης ευημερίας, στην ουσία προσέφεραν το άλλοθι, την εκτόνωση, την υπερταύτιση στους αναγνώστες τους που δύο σελίδες παρακάτω στην εφημερίδα και δύο λεπτά αργότερα στην τηλεόραση θα συναντούσαν το αποχαυνωτικό αξιακό σύστημα και την απεικόνιση του αντικειμένου της επιθυμίας που ο συγγραφέας τάχα στηλίτευε. Η υποτιθέμενα κριτική και προσανατολισμένη στην κοινωνία λογοτεχνία τους δεν ήταν γενικά κι αόριστα συνδεδεμένη με το κοινωνικό. Αφορούσε την κοινωνία έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν και την περιέγραφαν τα μέσα τα οποία τους φιλοξενούσαν•και τώρα που τα μέσα αυτά και το αξιακό τους σύστημα καταρρέουν απειλούν να συμπαρασύρουν και όλους όσους ανέδειξαν. Η οξύτητα λοιπόν με την οποία εκφράζονται δεν σχετίζεται, όπως είπαμε, τόσο με τις θέσεις, όσο με την προσπάθεια, είτε ακολουθώντας το σύστημα που τους ανέθρεψε στις μεταμορφώσεις του είτε αντιπαρατιθέμενοι σ’ αυτό, να επαναπροσδιοριστούν στη νέα πολιτική και κοινωνική οικονομία.

Και εδώ συναντούμε τη βασική δυναμική αλλά και τα όρια του λόγου της συγκεκριμένης ηθογραφίας. Διότι, ανήκοντας εγγενώς στο σύστημα οικονομίας και διανομής που τη γέννησε, κινδυνεύει να χάσει τη θέση της ως λογοτεχνία της κυριαρχίας. Μη προσφέροντας παρά μια γραμμική και εντέλει κολακευτική σχηματοποίηση ακόμη και για όσους βάζει στο επίκεντρο της κριτικής της, αποδεικνύεται ανίκανη να συλλάβει τις περίπλοκες αντιφάσεις, συγκρούσεις, μετατοπίσεις, συγχωνεύσεις ενός κόσμου σε βαθιά και θεμελιώδη κρίση. Βέβαια, δεν είναι όλοι οι συγγραφείς το ίδιο. Θα επανέλθουμε.

 

 

Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το 12ο τεύχος του περιοδικού UNFOLLOW, που κυκλοφορεί για λίγες μέρες ακόμη. Είναι το πρώτο από μια σειρά τεσσάρων άρθρων σχετικής θεματολογίας.

 

[πάνω]

 

 

 

Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι:

Η ανάδειξη μιας λογοτεχνικής «φουρνιάς»

 

Στη δεκαετία του 1990 αλλά και του 2000 νέα λογοτεχνικά περιοδικά αναδεικνύουν και καθιερώνουν μια γενιά πεζογράφων δίνοντας έμφαση σε κριτήρια όπως η νεότητα, η εμπορική επιτυχία και η αδιαμεσολάβητη αφήγηση της σύγχρονης πραγματικότητας. Οι εκπρόσωποί της κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο μέχρι σήμερα υπό την ιδιότητα του συγγραφέα

 

Της Έφης Γιαννοπούλου και του Θεόφιλου Τραμπούλη

 

Το Μάιο του 2004, το περιοδικό να ένα μήλο, το οποίο διηύθυνε η δημοσιογράφος Λώρη Κέζα, διοργάνωσε στην Πάρο, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Διήγηση, μια διήμερη συνάντηση συγγραφέων με θέμα συζήτησης την Ελίζαμπεθ Κοστέλο, το μυθιστόρημα του Τζον Κούτσι, βραβευμένου την προηγούμενη χρονιά με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στη συζήτηση, η οποία έγινε στο «Σπίτι της λογοτεχνίας», τον ξενώνα φιλοξενίας μεταφραστών και λογοτεχνών που ίδρυσαν από κοινού το ΕΚΕΜΕΛ και ο τότε δήμαρχος Πάρου Γιάννης Ραγκούσης, συμμετείχε «ο ανθός της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας», σύμφωνα με τον Πέτρο Τατσόπουλο, που είχε καλύψει το θέμα για λογαριασμό των Νέων. Η συζήτηση εκείνη και το άρθρο του Τατσόπουλου είναι από πολλές απόψεις αξιομνημόνευτα. Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες νωρίτερα από τις εκδόσεις Διήγηση σε μετάφραση του ίδιου του εκδότη. Ήταν μια από τις πιο κωμικά κακές μεταφράσεις των τελευταίων ετών («ο κύβος του Ρουβίκωνα» έγραφε ο μεταφραστής, αποδίδοντας τον κύβο του Ρούμπικ, σε ένα από τα δεκάδες παραδείγματα μεταφραστικής αστοχίας) και αργότερα αναθεωρήθηκε ριζικά. Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο είναι ένα λόγιο και δύσκολο μυθιστόρημα, γεμάτο ενδολογοτεχνικές αναφορές και παραπομπές στην ιστορία της φιλοσοφίας. Το λογοτεχνικό επίτευγμα του Κούτσι είναι ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να συγκροτήσει μυθοπλασία μέσα από έναν απόλυτα επιστημονικό δοκιμιακό λόγο για το κακό, την ενοχή, το χρόνο, το γήρας, την ίδια τη γραφή. Με το λογοτεχνικό αυτό σχέδιο ωστόσο δεν συμφώνησαν οι περισσότεροι από τους λογοτέχνες της Πάρου. «Είναι ένα βιβλίο αυτοαναφορικό, ένα παιχνίδι του Κούτσι με τη δική του περσόνα. Είναι εχθρικός προς τον αναγνώστη ο χωρισμός σε τόσο μεγάλα κεφάλαια» επισήμαινε ο Αύγουστος Κορτώ. «Στο βιβλίο επικρατούν συντριπτικά οι σελίδες στοχασμού επί των αφηγηματικών, των σελίδων δράσης», τόνιζε ο Χρήστος Χωμενίδης. Η Ελένη Ζαχαριάδου πάλι πίστευε, επικρίνοντας τον Κούτσι, πως «εάν ήταν όλοι οι ήρωές μου κακοί, μπορεί όντως να ασκούσα ολέθρια επίδραση στον αναγνώστη».

Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία πως η αντιπαραβολή των λογοτεχνικών μεθόδων των ελλήνων πεζογράφων από τη μια και του Κούτσι από την άλλη είναι σχετικά ασύμμετρη. Εντούτοις, οι απόψεις τους για την Ελίζαμπεθ Κοστέλο, όπως τις μετέφερε και τις σχολίασε ο Π. Τατσόπουλος, είναι ενδεικτικές μιας λογοτεχνικής στάσης, την οποία στο προηγούμενο τεύχος του UNFOLLOW αποκαλέσαμε ηθογραφική, ισχυριζόμενοι πως συνδέεται δομικά με την οξύτητα και την ηθικολογία που χαρακτηρίζει τον σημερινό δημόσιο πολιτικό λόγο των ίδιων λογοτεχνών. Πρόκειται για μια αδυναμία επαναπλαισίωσης, ένα συστατικό αντιδιανοουμενισμό, που αρνείται στο έργο τέχνης τη δυνατότητα να ορίσει εκείνο τους όρους πρόσληψης και αξιολόγησής του. Υπάρχει μόνο στο βαθμό που μπορεί να είναι επιτυχημένο, ευανάγνωστο από το ευρύτερο δυνατό κοινό, καταξιωμένο από συστήματα πολιτικής, οικονομικής, ηθικής κυριαρχίας.

Παραδόξως, η συνάντηση δεν άφησε κανένα ίχνος στο περιοδικό που τη διοργάνωσε ή μάλλον άφησε ένα ελάχιστο: ο Κώστας Κατσουλάρης, συνεργάτης τόσο του μήλου όσο και των εκδόσεων Διήγηση, σε ένα κείμενο με τίτλο «Πατροκτόνοι χωρίς πατέρα» κατηγόρησε τη νέα λογοτεχνική γενιά για απουσία θεωρητικής συγκρότησης και επισήμανε τον κίνδυνο να μείνει ορφανή χωρίς να αναζητήσει ποτέ τον πατρα της, παραθέτοντας μάλιστα τέτοιους δυνητικούς αλλά και ματαιωμένους λογοτεχνικούς Λαΐους, από τον Σαίξπηρ ως τον Προυστ και βέβαια τον ίδιο τον Κούτσι. Προφανώς η συνάντηση είχε διαψεύσει τις προσδοκίες των διοργανωτών της και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ήταν ήδη συνεργάτες του περιοδικού δεν άφηνε περιθώρια για σαφέστερες αναφορές. Σε κάθε περίπτωση το να ένα μήλο ήταν ένα περιοδικό που αποτύπωσε και συνόψισε τα χαρακτηριστικά της αστικής αυτής ηθογραφίας, αν και βέβαια στις σελίδες του φιλοξενήθηκαν και συγγραφείς εντελώς διαφορετικής πνοής και προσανατολισμού όπως ο Χ. Χρυσόπουλος, ο Β. Χατζηγιαννίδης, ο Χ. Αστερίου ή ο Ν. Βλαντής: απουσία κριτικού και δοκιμιακού λόγου, προσήλωση σε μια κατά το μάλλον ή ήττον γραμμική εξιστόρηση με έμφαση στην περιπέτεια, την παραδοξολογία και την ανατροπή, υποτυπώδης ιστορικός και πολιτικός στοχασμός. Τα σημειώματα εξάλλου της εκδότριας δείχνουν με διάφορους τρόπους τη γενική αυτή ιδέα για τη λογοτεχνία που υπηρετούσε το περιοδικό. Ένα κείμενο π.χ. της Άντζελας Δημητρακάκη για το βραζιλιάνικο μοντερνιστικό «μανιφέστο της ανθρωποφαγίας» δημοσιεύεται με την έμμεση προειδοποίηση στο εκδοτικό σημείωμα: «Αν κάποιο μελέτημα με τις [4!] υποσημειώσεις του φαίνεται βαρύ…». Σε επίπεδο ορολογίας, το περιοδικό εγκαταλείπει (και μάλλον σωστά) τον όρο «γενιά» για να τον αντικαταστήσει με τη «φουρνιά», η «κριτική» γίνεται «άποψη» ή «εντυπώσεις», τα κείμενα δηλώνονται συχνά με όρους όπως «ιστορία», «περιπέτεια», «αληθογράφημα». Η απουσία κριτικών σημειωμάτων σε κάποιο τεύχος προαναγγέλλεται από τη Λώρη Κέζα με τη φράση «τα ξίφη μπήκαν στις θήκες». Νόμιμη προφανώς, η ρήξη με την παραδοσιακή ορολογία της θεωρίας της λογοτεχνίας ενισχύει την άποψη ωστόσο ότι η ομάδα του περιοδικού θεωρεί τη λογοτεχνία κατά κύριο λόγο ως αδιαμεσολάβητη αφήγηση της πραγματικότητας και την κριτική ως προσωπική αντιπαράθεση. Το να ένα μήλο στην ουσία θέλησε να γίνει το λογοτεχνικό περιοδικό μιας ιδεολογικής και γραμματολογικής θέσης που αρνήθηκε τη λογοτεχνικότητα στη λογοτεχνία. Ίσως γι’ αυτό η έκδοσή του να μην άφησε κάποιο ανεξίτηλο στίγμα.

Μια δεκαετία ωστόσο νωρίτερα, ένα άλλο περιοδικό, τα Ρεύματα, επιτελεί μια λειτουργία αντίστοιχη με το να ένα μήλο. Στο τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1996, δημοσιεύει το αποτέλεσμα μιας έρευνας για τους «καλύτερους νέους έλληνες συγγραφείς». Στο εξώφυλλο ο χάρτης της Ελλάδας, η ελληνική σημαία και μια νεαρή κραδαίνουσα πένα αντί λόγχης. Οι επτά καλύτεροι νέοι συγγραφείς αναδεικνύονται με ψηφοφορία μεταξύ 50 ομοτέχνων τους που έχουν εκδώσει τουλάχιστον ένα βιβλίο και που το 1996 δεν έχουν ξεπεράσει το 40ό έτος της ηλικίας τους. Ευτράπελη συνέπεια, ο Σωτήρης Δημητρίου, συγγραφέας μιας ποιητικής συλλογής και μιας συλλογής διηγημάτων, καλείται ως μέλος της κριτικής επιτροπής να αξιολογήσει συγγραφείς μόλις ένα ως τρία χρόνια νεότερούς του και με πολύ μεγαλύτερο συγγραφικό έργο. Οι επτά νικητές είναι οι: Α. Ασωνίτης, Θ. Γρηγοριάδης, Β. Ραπτόπουλος, Π. Τατσόπουλος, Σ. Τριανταφύλλου, Μ. Φάις και Χ. Χωμενίδης. Ο Ντίνος Σιώτης, εκδότης του περιοδικού, προτείνει στον αναγνώστη να κρατήσει το τεύχος και να το ανοίξει το 2011 για να διαπιστώσει κατά πόσον δικαιώθηκε η εν λόγω έρευνα. Τα σημειώματά μας, με ένα χρόνο καθυστέρηση, επιχειρούν να απαντήσουν κατά κάποιον τρόπο σ’ αυτό το ερώτημα. Όχι εάν οι εν λόγω συγγραφείς δικαίωσαν την έρευνα, αλλά ποια λογοτεχνία κυριάρχησε κατά κύριο λόγο από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα.

Γιατί στην πραγματικότητα, εάν εξαιρέσουμε ορισμένους θύλακες, ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις λογοτεχνών ή παρέες γύρω από έντυπα και άλλους πόλους συγκρότησης, η λογοτεχνία που κυριάρχησε, η λογοτεχνία που «εκπροσώπησε» τη λογοτεχνία σε πεδία εκτός του λογοτεχνικού, στις τηλεοπτικές συζητήσεις αίφνης, στις στήλες των free press, στα καλοκαιρινά αφιερώματα των εντύπων και στις δεξιώσεις της Προεδρίας της Δημοκρατίας, υπηρέτησε έναν συγκεκριμένο αναπαραστατικό τρόπο: γραμμικό, εχθρικό προς τον αναστοχασμό για τη γραφή, καχύποπτο προς τις ανθρωπιστικές και τις μεταστρουκτουραλιστικές σπουδές, αδύναμο να αρθρώσει μια αφηγηματική ή κοινωνική πολυφωνία. Κατορθώνοντας ωστόσο να διεκδικήσει και να κατοχυρώσει μια προνομιακή θέση στον δημόσιο λόγο: δεν είναι συμπτωματικό βέβαια που οι συγγραφείς οι οποίοι σήμερα μιλούν από την αναγνωρίσιμη θέση του συγγραφέα είναι όσοι ανήκουν σε αυτό τον αναπαραστατικό τρόπο. Οι υπόλοιποι είναι εγκλωβισμένοι σε μια αμήχανη απεύθυνση εντός ενός οικείου και ασφαλούς πεδίου. Είναι από την άλλη σαφές πλέον πως μια νέα γενιά λογοτεχνών έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της, μια γενιά που βρίσκεται από πολλές απόψεις στον αντίποδα της προηγούμενης. Με δεδηλωμένη πρόθεση ανάμιξης των ειδών, με κλίση προς την αφαίρεση παρά προς την αφήγηση, με οξύ πολιτικό και υπαρξιακό λόγο, με αναζήτηση της αναγνώρισης εντός του καλλιτεχνικού πεδίου και απαξίωσης των παραδοσιακών μέσων φαίνεται να διαθέτει εργαλεία καταλληλότερα για τη διαχείριση και τη διατύπωση της σημερινής συγκυρίας.

 

 

ΥΓ. Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το 13ο τεύχος του περιοδικού UNFOLLOW, που κυκλοφορεί για λίγες μέρες ακόμη. Είναι το δεύτερο από μια σειρά τεσσάρων άρθρων σχετικής θεματολογίας. Το πρώτο μπορείτε να το βρείτε εδώ

 

 

[πάνω]

 

 

Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι:

Οι διαταραγμένες σχέσεις της λογοτεχνίας με τα εικαστικά

 

Συγγραφείς και λογοτέχνες, ενώ για δεκαετίες συμπορεύτηκαν με κοινά προτάγματα και αισθητικές αναζητήσεις, απομακρύνθηκαν την τελευταία 40ετία και το ένα πεδίο μοιάζει να αγνοεί το άλλο. Δύο διαφορετικοί τρόποι ανταπόκρισης στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της περιόδου του ελληνικού εκσυγχρονισμού

 

 

Του Θεόφιλου Τραμπούλη και της Έφης Γιαννοπούλου

 

Στα δύο πρώτα κείμενα της σειράς αυτής (τχ. 12/βλ. εδώ και 13/βλ. εδώ), προσπαθήσαμε να περιγράψουμε κάποια από τα γνωρίσματα μιας πεζογραφίας που κυριάρχησε την τελευταία εικοσαετία: ηθογραφική, περιπτωσιολογική, γραμμική, καχύποπτη απέναντι στις επιστήμες του ανθρώπου και το αρχείο ως προς τη μορφή της, ετερονομική και συνδεδεμένη με εξωλογοτεχνικούς παράγοντες. Προτείνουμε να ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση και να συζητήσουμε εν συντομία και σε αδρές γραμμές το χώρο των εικαστικών και πιο συγκεκριμένα το πεδίο εκείνο που διεκδικεί το πρόσημο της σύγχρονης τέχνης. Πιστεύουμε πως μια τέτοια συγκριτική μελέτη θα μπορούσε να φωτίσει πλευρές που πολύ συχνά η μελέτη του κάθε πεδίου χωριστά αδυνατεί να κατανοήσει και να αποτιμήσει.

Πράγματι, η σύγχρονη τέχνη εισήλθε στο προσκήνιο του δημόσιου λόγου ως αυτόνομο πεδίο, ξέχωρο από το πολύ ευρύτερο πεδίο των εικαστικών, κατά την τελευταία εικοσαετία και ιδίως μετά το 2000. Πρόκειται για μια τέχνη ρευστή, διακριτή τόσο ως προς το πλαίσιο έκθεσής της, εκτός του τυπικού χώρου των μουσείων και των παραδοσιακών γκαλερί, όσο και ως προς το είδος των μορφών της, αντιαφηγηματικές, συχνά παιγνιώδεις και ανάλαφρες, άλλοτε σωματικές και επιτελεστικές και άλλοτε αποσπασματικές και αρχειακές, με εγγενείς διακειμενικότητες και αναστοχασμό γύρω από το μηχανισμό παραγωγής της. Για την ενίσχυσή της αυτή έπαιξαν ρόλο πολλοί παράγοντες.

Οπωσδήποτε η θρυλική σύγκρουση τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 του Νίκου Κεσσανλή, πρύτανη τότε της Σχολής Καλών Τεχνών, με τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είχε από θεσμική άποψη ιδιαίτερη σημασία: διέκρινε σε επίπεδο ιδρύματος τη σύγχρονη τέχνη από τον παραδοσιακό ελληνοκεντρικό μοντερνισμό και τη γενιά του ’30, συσπείρωσε έναν πυρήνα νέων καλλιτεχνών και ανήγαγε σε κυρίαρχο λόγο μια κατηγορία μορφών που μέχρι τότε ήταν σχετικά περιθωριακή ως προς το συμβολικό της κύρος. Έτσι, η Εθνική Πινακοθήκη τράβηξε πάνω της εκθέσεις όπως την εμβληματική «Από τον Θεοτοκόπουλο στον Σεζάν» (1992), η οποία επιβεβαίωνε με την πρωτοφανή της προσέλευση μια κυρίαρχη εθνική αφήγηση για την αρχαιότητα, την τέχνη και το μοντερνισμό• ενώ, αντίθετα, η Σχολή Καλών Τεχνών φιλοξένησε το 1996 το «Everything that is interesting is new», μια έκθεση η οποία παρουσίασε σε μεγάλη κλίμακα έργα από τη συλλογή του Δάκη Ιωάννου και συνέστησε στο ευρύ κοινό μια συγχρονική και διεθνώς δημοφιλή νέα κατηγορία μορφών. Ό,τι μέχρι εκείνη την εποχή λογιζόταν από την κάπως επαρχιακή υπεροψία της διανόησης ως κιτς (πρβ. τον τόμο Κάτι το «ωραίον», εκδ. Αντί) μπόρεσε με το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, το φορέα διαχείρισης της συλλογής Ιωάννου, να αποκτήσει τη λόγια καταξίωση του ποπ υψηλού. Οπωσδήποτε επίσης έπαιξε ρόλο η δημιουργία του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην αρχή της δεκαετίας του 2000. Το ΕΜΣΤ όρισε στο αστικό συνεχές μια τομή υπό εκκρεμότητα με το αενάως κατασκευαζόμενο κέλυφός του στο παλιό εργοστάσιο του Φιξ· κατονόμασε επισήμως μια ειδολογική κατηγορία, τη «Σύγχρονη Τέχνη»· απορρόφησε έστω και φειδωλά ένα κομμάτι του προϋπολογισμού του Υπουργείου Πολιτισμού· χάραξε το δρόμο για τη δημιουργία αντίστοιχων θεσμών στη Θεσσαλονίκη και αλλού. Οπωσδήποτε είχαν τη δική τους συμβολή οι νέες γκαλερί, που φιλοξενούσαν προγραμματικά και αυτοπροσδιοριστικά σύγχρονη τέχνη, η προβολή των εκθέσεων από τα περιοδικά life style και αργότερα από τα free press, η όψιμη και προς το τέλος αυτής της περιόδου διοργάνωση μεγάλων διεθνών εκθέσεων, όπως η Μπιενάλε της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Όλα αυτά είναι όμως τα επιφαινόμενα. Η αυτονόμηση του πεδίου της σύγχρονης τέχνης σχετίζεται δομικά με τη διεύρυνση και την κυριαρχία της μεσαίας τάξης μετά τη δεκαετία του ’80 και μάλιστα σε δύο αλληλένδετα επίπεδα. Οι νέες εύρωστες οικονομικά ομάδες είχαν, από τη μία, τη δυνατότητα να επενδύσουν στην παιδεία, να υποστηρίξουν μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, κατά κύριο λόγο στην Αγγλία, και να διατυπώσουν ένα ρητό αίτημα πολιτικού και πολιτιστικού εξευρωπαϊσμού· από την άλλη, με την καινούργια αυτή ευρωπαϊκή παιδεία, χρειάζονταν νέες μορφές γύρω από τις οποίες θα δομούσαν το συμβολικό τους κεφάλαιο. Ο Α. Φασιανός, ο Γ. Σταθόπουλος, έστω ο Γ. Ψυχοπαίδης, δεν θα ήταν πλέον οι μόνοι που θα αντιστοιχούσαν το όποιο καλλιτεχνικό τους κύρος με οικονομικά ανταλλάγματα. Μια γενιά νέων με κοσμοπολιτική και σχετικά στιβαρή ακαδημαϊκή παιδεία, με καινούργια αιτήματα, αναζήτησε στις εικαστικές μορφές αυτό που ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε βρει στη μουσική και στον κινηματογράφο. Ένα δυτικό μορφικό πρόταγμα απαλλαγμένο από τις υπνοβατικές σχέσεις με την Αριστερά, την υποτιθέμενη λαϊκή παράδοση, την αρχαία ιστορία. Τη δεκαετία του 2000 η ελληνική σύγχρονη τέχνη καταφέρνει πια να ενταχθεί στο παράδειγμα το οποίο κυριαρχεί στον δυτικό κόσμο: η τέχνη λογίζεται πια ως μέρος της κουλτούρας του ελεύθερου χρόνου.

Εάν όμως τόσο το πεδίο των εικαστικών όσο και το πεδίο της λογοτεχνίας αναδιατάχθηκαν μετά τη δεκαετία του ’80 ακολουθώντας το μετασχηματισμό της μεσαίας τάξης, πώς εξηγείται αυτή η θεμελιώδης μεταξύ τους ρήξη; Πράγματι, μέχρι την περίοδο αυτή, οι δύο κόσμοι βρίσκονταν σε καταστατική συνάφεια. Δεν είναι μόνο οι προσωπικές σχέσεις που συνέδεαν ζωγράφους και συγγραφείς. Ή η συστράτευσή τους σε κοινά εγχειρήματα, από το καθοριστικό για τον ελληνικό μοντερνισμό περιοδικό Τρίτο Μάτι έως το Τραμ του ’70. Δεν είναι ούτε το γεγονός πως εικαστικοί, όπως ο Γ. Μόραλης ή ο Γ. Τσαρούχης, συνδέθηκαν αξεδιάλυτα με τους μείζονες ποιητές της γενιάς του ’30. Ούτε καν ότι τρεις από τους σημαντικότερους μοντερνιστές δημιουργούς του 20ού αιώνα (Κόντογλου, Πεντζίκης, Εγγονόπουλος) μοιράζονται μεταξύ λογοτεχνίας και ζωγραφικής. Είναι κυρίως πως, ενώ μέχρι τότε ένας διαρκής διάλογος φαίνεται να διατρέχει το λογοτεχνικό και το εικαστικό έργο του ελληνικού μοντερνισμού, από τη συνάφεια της σχολής του Μονάχου με τη γενιά του 1880 έως τις κοινές μορφολογικές αναζητήσεις της γενιάς του ’70 και εικαστικών όπως ο Γ. Λαζόγκας και ο Ν. Χουλιαράς, μετά το 1980 η συμπόρευση αυτή διακόπτεται. Η ελληνική πεζογραφία, αυτή τουλάχιστον για την οποία συζητάμε, δεν φαίνεται να συνομιλεί με τη σύγχρονη τέχνη: ένα από τα ελάχιστα μυθιστορήματα της εποχής αυτής που καταπιάνεται με τη ζωγραφική αναπαράσταση, το Αδιανόητο τοπίο του Τ. Θεοδωρόπουλου (1991), περιγράφει ένα καλλιτεχνικό υποκείμενο θλιβερά παρωχημένο, για όποιον τουλάχιστον έχει ενδιαφερθεί έστω και επιφανειακά για τις εξελίξεις στην τέχνη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και παρόλο που ένα από τα αντινομικά γνωρίσματα της σύγχρονης τέχνης είναι ότι παράγει και πλαισιώνεται από έναν δύσκολα αξιοποιήσιμο όγκο κειμένων, είναι ενδεικτικό πως σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, όταν η σύγχρονη τέχνη γνωρίζει στην Ελλάδα τη μεγάλη της άνθηση, κανείς από τους δημοφιλείς και προβεβλημένους συγγραφείς δεν ασχολείται μαζί της.

Για να κατανοήσουμε την ασυνέχεια αυτή, ας αναλογιστούμε τα δομικά χαρακτηριστικά τόσο της σύγχρονης τέχνης όσο και της νέας ελληνικής πεζογραφίας. Εγγενώς ακαδημαϊκή, αποσπασματική και ρευστή η πρώτη, γραμμική, εχθρική προς τον στοχαστικό λόγο η δεύτερη, συγκροτούνται φαινομενικά σε δύο αντίθετους πόλους της κυρίαρχης κουλτούρας. Στην πραγματικότητα, αποτυπώνουν ένα σχιζοειδές χαρακτηριστικό της, έναν διαρκή και άλυτο διάλογο ανάμεσα σε ένα αίτημα διεθνικότητας, ευρωπαϊκού, δυτικού προσανατολισμού, λογιοσύνης από τη μια, και σε ένα αίτημα εθνικής αναδίπλωσης, ομφαλοσκόπησης, εγγενούς ηθογραφίας από την άλλη. Αποτυπώνουν όμως και τα δομικά χαρακτηριστικά της εισβολής της αγοράς στο χώρο του πολιτισμού. Η πεζογραφία, προορισμένη να καταναλωθεί από ένα ευρύτερο και λιγότερο απαιτητικό κοινό, υιοθετεί συντηρητικότερες, πιο καθησυχαστικές μορφές, παρά την ενίοτε «τολμηρή» θεματολογία της. Η σύγχρονη τέχνη, απευθυνόμενη αναγκαστικά σε λίγους και ειδικούς, ενστερνίζεται πιο ρηξικέλευθες μορφές, αλλά μαζί τους και όλες τις «στρεβλώσεις» της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.

Υπό αυτό το πρίσμα φαίνονται όμως ευκρινέστερα και οι αναπηρίες της πόλωσης: εάν η πεζογραφία στην οποία αναφερόμαστε δεν κατορθώνει να υπερβεί τα όρια μιας αποπνικτικής μερικότητας, εξίσου η σύγχρονη τέχνη δεν κατορθώνει να ελέγξει την αλαζονική της γενικότητα: τις περισσότερες φορές ασκεί εύστοχες κριτικές σε ένα ασαφές και θεωρητικά τεκμηριωμένο πολιτικό, χωρίς να ενδιαφέρεται για αυτό που συμβαίνει έξω από την πόρτα της. Με αποτέλεσμα, φυσικά, να χάνει το κοινό της. Επανερχόμαστε έτσι σε μια αντίφαση που υπαινικτικά διατυπώσαμε στο πρώτο μας κείμενο: η ενασχόληση με το πολιτικό γίνεται ένα από τα κατεξοχήν εμπορεύσιμα χαρακτηριστικά της σύγχρονης τέχνης, αλλά οι εικαστικοί καλλιτέχνες, στην εποχή της ακραίας κρίσης που το διαπερνά, τηρούν συνήθως αιδήμονα σιγή.

 

Σήμερα, ωστόσο, η ανάδυση μιας νέας γενιάς λογοτεχνών και καλλιτεχνών μοιάζει να υπερβαίνει την πόλωση και να ανοίγει εκ νέου το διάλογο μεταξύ των δύο πεδίων. Αυτό θα μας απασχολήσει στο τελευταίο μας κείμενο.

 

ΥΓ. Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το 14ο τεύχος του περιοδικού UNFOLLOW,

 

 

[πάνω]

 

 

Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι:

από το θρίαμβο της ατομικής εμπαιρίας σε ένα καινούργιο ποιητικό αίτημα

 

Η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία παρακολουθεί τις αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας κατά την τελευταία 40ετία. Και αν η μονοφωνική ηθογραφία της γενιάς του ’90 κατακτά μια ετερονομική καταξίωση, στον αντίποδα, μια άλλη λογοτεχνία διερευνά νέες ταυτότητες και διατυπώνει το δικό της ποιητικό αίτημα.

 

Tης Έφης Γιαννοπούλου και του Θεόφιλου Τραμπούλη

 

Στα κείμενά μας έως τώρα κάναμε λόγο για μια τάση της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, η οποία εμφανίστηκε μετά το 1990 και εν πολλοίς παρακολούθησε, αποτύπωσε, αναδιπλασίασε τις κοινωνικές μεταβολές της τελευταίας τριακονταετίας. Πρόκειται για μια πεζογραφία κυρίαρχη, από την άποψη τουλάχιστον της διάδοσης και της δημοτικότητάς της, και σε μεγάλο βαθμό ετερονομική: άντλησε το μηχανισμό καταξίωσής της από εξωλογοτεχνικούς φορείς κυριαρχίας, όπως τη δημοσιογραφία και την πολιτική, ενώ καλλιέργησε σχέσεις αμοιβαίας καχυποψίας με τους εσωτερικούς παράγοντες του πεδίου, τη θεωρία της λογοτεχνίας, την κριτική ή τους θεσμούς των λογοτεχνικών βραβείων (οι οποίοι βέβαια πάσχουν από τις δικές τους εξαρτήσεις). Γραμμικά αφηγηματική ως προς τη μορφή της, προσηλωμένη σε μια αστική ηθογραφία, δεν έλαβε υπόψη της τους πειραματικούς μορφολογικούς και θεματολογικούς προσανατολισμούς της παλαιότερης πεζογραφίας, π.χ. της μοντερνιστικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης με τη διερεύνηση του αρχείου, των ταυτοτήτων, έμφυλων ή άλλων, της διακειμενικότητας, της θόλωσης των ειδών κτλ., της ελλειπτικής ποιητικής πρόζας λογοτεχνών όπως ο Γονατάς ή ο Παπαδημητρακόπουλος, των μεταμοντέρνων ρήξεων του Καχτίτση ή του Χειμωνά. Εκκρεμεί βέβαια να εντοπιστεί η σχέση της με την ορθοδοξία της γενιάς του ’30, του Καραγάτση, του Θεοτοκά κ.ά. Δεν αφορά όμως το παρόν σημείωμα.

Θα συνιστούσε αναγνωστική βιασύνη, πολωτική προχειρότητα ή έστω εθισμό στην κριτική ολιγωρία εάν θεωρούσε κανείς πως με τα κείμενά μας ισχυριζόμαστε ότι οι συγγραφείς στους οποίους ρητά αναφερθήκαμε –ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο Πέτρος Τατσόπουλος, η Σώτη Τριανταφύλλου, ο Χρήστος Χωμενίδης–, αλλά και άλλοι έχουν όλοι υπηρετήσει το ίδιο λογοτεχνικό σχέδιο·ούτε βέβαια κρίναμε με αμιγώς λογοτεχνικούς όρους το έργο τους: είναι προφανές ότι θα αποτελούσε θέμα ξεχωριστής προσέγγισης η φιλολογικά κριτική αποτίμησή του. Το ιδιοφυές και καταστατικό Σοφό παιδί του Χωμενίδη, το ιστορικά διαυγές Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα του Θεοδωρόπουλου, το ετεροτοπικόΣάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης της Τριανταφύλλου, η απογυμνωτική Καλοσύνη των ξένων του Τατσόπουλου είναι καλά μυθιστορήματα, διαφορετικά μεταξύ τους, εντός ενός ανθρωπολογικού μάλλον παρά λογοτεχνικού παραδείγματος. Ενός παραδείγματος αίφνης που αφορά τόσο τους ίδιους τους συγγραφείς όσο και τους ήρωές τους. Γοητευμένοι, σχεδόν μαγεμένοι, από την παραδοξότητα ενός κοινωνικού σώματος που άλλαζε, συμβόλων, αξιών και κωδίκων που αναδιανέμονταν, νέων συμπεριφορών και κοινωνικών δυνατοτήτων, επέλεξαν να περιγράψουν παρά να κατανοήσουν, να κρίνουν και να σαρκάσουν παρά να συναισθανθούν, να προσηλωθούν στα επιφαινόμενα των αλλαγών παρά στους ιστορικούς και ψυχικούς μηχανισμούς τους. Πρόκειται, όπως έχει επισημάνει ο Β. Χατζηβασιλείου στο Λεξικό της δεκαετίας του ’80 (εκδ. Πέρασμα, επιμ. Β. Βαμβακάς, Π. Παναγιωτόπουλος) για μια γενιά της παρωδίας και της ατομικής εμπειρίας. Ενός μυθιστορήματος και μιας εποχής, θα προσθέταμε εμείς, μονοφωνικών.

Την ίδια περίπου περίοδο κάνουν βέβαια την εμφάνισή τους και συγγραφείς με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Για να αναφέρουμε μόνο κάποιους, το 1989 εκδίδεται ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασάτης Ρέας Γαλανάκη, που ανανεώνει και μπολιάζει με νεωτερικά στοιχεία το ιστορικό μυθιστόρημα· το 1995, η εμβληματική Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου του Μισέλ Φάις, που αξιοποιεί την έννοια του αρχείου και συμπλέκει την ατομική με τη συλλογική φωνή σε μια αναζήτηση ταυτότητας· το 1996 και το 1995 αντιστοιχα τα πρώτα βιβλία δύο ιδιαίτερων νεότερων πεζογράφων, του Χρήστου Χρυσόπουλου (Ο βομβιστής του Παρθενώνα) και του Αριστείδη Αντονά (Οι δύο μισοί), με τον πρώτο να ισορροπεί στο μεταίχμιο μεταξύ θεωρητικού λόγου και μυθοπλασίας και τον δεύτερο να οικοδομεί κλειστοφοβικά σύμπαντα όπου συναντιούνται απόηχοι του Μπόρχες και του Γονατά. Πρόκειται για μια λόγια πεζογραφία, που διατηρεί αποστάσεις από την ηθογραφία, δανείζεται στοιχεία από τις ανθρωπιστικές επιστήμες, αναστοχάζεται ζητήματα ατομικής ή συλλογικής ταυτότητας (Γαλανάκη), αξιοποιεί δημιουργικά περιθωριακές ή μειονοτικές φωνές της ελληνικής γραμματολογίας (Φάις), επιχειρεί τη μίξη δοκιμίου και μυθοπλασίας (Χρυσόπουλος) ή θέτει σε δοκιμασία τις σχέσεις μύθου, γλώσσας και μορφής (Αντονάς).

Αν στη δεκαετία του ’90, η ελληνική κοινωνία βιώνει έκθαμβη και με πολλές αντιστάσεις μια σειρά οικονομικοκοινωνικών αλλαγών, με βασικό χαρακτηριστικό την άνοδο του βιοτικού επιπέδου κι έναν πρώτο άτσαλο εξευρωπαϊσμό, η επόμενη δεκαετία χαρακτηρίζεται κοινωνικά και πολιτικά από το πιο αποφασιστικό πλέον αίτημα του εκσυγχρονισμού και της παγίωσης του κύρους μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας. Η νέα γενιά της μεσαίας τάξης ταξιδεύει περισσότερο, σπουδάζει συστηματικά στο εξωτερικό, νιώθει ισότιμος συνομιλητής στον παγκόσμιο διάλογο σε τομείς όπως η μουσική, το θέατρο, τα εικαστικά. Δεν είναι τυχαίο επομένως που τρεις από τις πλέον ενδιαφέρουσες συγγραφείς που εμφανίζονται αυτή την περίοδο, η Ελένη Γιαννακάκη, η Άντζελα Δημητρακάκη και η Δήμητρα Κολλιάκου διδάσκουν σε τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών πανεπιστημίων του εξωτερικού. Η θεωρητική τους σκευή εμπλουτίζει το λογοτεχνικό τους πρόγραμμα, προσεγγίζουν ζητήματα που απασχολούν την παγκόσμια λογοτεχνία σε χρόνο παρόντα, χειρίζονται με άνεση τη διακειμενικότητα. Σε μια άλλη λογοτεχνική γραμμή, και προς το τέλος της δεκαετίας, παρατηρούμε μια ανανέωση του διηγήματος, της μικρής φόρμας, που στα προηγούμενα χρόνια έμοιαζε να αφήνει ασυγκίνητους συγγραφείς και εκδότες. Διηγηματογράφοι όπως ο Χρήστος Οικονόμου, που θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία με το Κάτι θα γίνει, θα δεις, ή η Ευγενία Μπογιάνου, με την Κλειστή πόρτα, συλλαμβάνουν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όχι πια από την οπτική της νεόπλουτης Ελλάδας και του ατομισμού του ’90, αλλά ως ευαίσθητοι παρατηρητές του ελάσσονος καθημερινού βίου σ’ έναν κόσμο που βιώνει ήδη τα πρώτα συμπτώματα κλυδωνισμού.

Οι συγγραφείς αυτοί ωστόσο δεν θα αποκτήσουν στάτους οργανικών διανοούμενων· η αναγνώρισή τους παραμένει κατά κύριο λόγο στα στενά όρια του λογοτεχνικού, του ευρύτερα καλλιτεχνικού, ενίοτε και του ακαδημαϊκού, πεδίου. Ο δημόσιος λόγος τους, ακόμα κι όταν αφορά κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα, παραμένει στενά συνδεδεμένος με το λογοτεχνικό τους έργο και τον τρόπο που αντηχεί σ’ αυτό το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι.

Σήμερα, σε ένα υπό διαμόρφωση ρευστό τοπίο που δεν επιτρέπει εύκολα και σαφή συμπεράσματα, η λογοτεχνική παραγωγή εμφανίζεται πλούσια και αρκετά τα ονόματα των πολλά υποσχόμενων νέων συγγραφέων. Δεν θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ομοιογένεια ή χαρακτηριστικά γενιάς που να ευνοούν μια ευρύτερη ομαδοποίηση. Ωστόσο, το Δεκέμβριο του 2011, στο «1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών», που διοργάνωσαν το Υπουργείο Πολιτισμού και το ΕΚΕΒΙ σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, συναντήθηκαν 41 συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφοι, έως 35 ετών, που έχουν εκδώσει μέχρι τότε ένα ή δύο βιβλία. Το Φεστιβάλ (που δυστυχώς δεν είχε συνέχεια), πέρα από τις τρεις υποτροφίες που προσέφερε στους νικητές του (Μ. Ξυλούρη, Θ. Ρακόπουλο, Δ. Τανούδη), έφερε σε επαφή μια γενιά νέων συγγραφέων και έγινε αφορμή να ανοίξει μεταξύ τους ένας ζωηρός δημιουργικός διάλογος. Από τους εκπροσώπους αυτής της γενιάς στις σελίδες του UNFOLLOW έχουν φιλοξενηθεί αρκετοί ποιητές και πεζογράφοι όπως οι: Δ. Αθηνάκης, Γ. Αλισάνογλου, Μ. Γιαγιάννου, Γ. Δούκας, Γ. Λαμπράκος, Μ. Ξυλούρη, Ε. Παναγιώτου, Κ. Παπαχαράλαμπος, Θ. Ρακόπουλος, Δ. Τανούδης, Β. Τζανακάρη, Γ. Τρούλη, Μ. Φακίνου.

Μένοντας καταληκτικά στους πεζογράφους (μιας και η πεζογραφία είναι το θέμα αυτών των σημειωμάτων), και σίγουρα χωρίς εξαντλητική εποπτεία, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στη νέα αυτή γενιά δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά. Αφενός, ένα ρητά εκπεφρασμένο ποιητικό αίτημα που εκδηλώνεται ως διπλή ποιητική και πεζογραφική έκφραση, ως μίξη ειδών, ως ιδιαίτερη μέριμνα για τη γλώσσα, που έμοιαζε να έχει υποχωρήσει στο παρελθόν μπροστά στο αίτημα του συναρπαστικού story telling· οι συγγραφείς αυτοί τείνουν να δημιουργούν αυτόνομα λογοτεχνικά σύμπαντα στα οποία η πραγματικότητα δεν αναπαρίσταται αλλά μεταπλάθεται, ερμηνεύεται, σχολιάζεται με ποικίλα και πολυφωνικά μέσα. Αφετέρου, ένα αίτημα κριτικού αναστοχασμού και διατύπωσης θεωρητικού λόγου. Συγγραφείς που ωρίμασαν στη δεκαετία του ’90, που βίωσαν ως δεδομένη την ένταξη της χώρας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και σήμερα ζουν με δραματικό τρόπο την απώλεια των κεκτημένων των προηγούμενων δεκαετιών, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν σπουδάσει για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό και αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη τα εργαλεία που μπορούν να τους προσφέρουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες.

Ίσως για το λόγο αυτό να είναι οι περισσότεροι φειδωλοί στις εκφράσεις πολιτικής ρητορείας και στις ηθικού τύπου εκρήξεις. Σε έναν κόσμο που καταρρέει, η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία δεν αποποιείται τον πολιτικό της χαρακτήρα. Τον εντάσσει όμως στο λογοτεχνικό της σχέδιο ως μια αναζήτηση κατά κύριο λόγο της μορφής. Που χάνεται όλο και περισσότερο.

-

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 16. Είναι το τέταρτο από μια σειρά τεσσάρων άρθρων σχετικής θεματολογίας.

[πάνω]

 

 

και μία σχετική συζήτηση (το ήθος της κριτικής)

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.