ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Το ήθος της κριτικής, Σεβαστάκης Νικόλας 05.05.2013

http://www.avgi.gr/article/261017/to-ithos-tis-kritikis

 

Αφορμή για το σημερινό κείμενο είναι η συνέντευξη του πεζογράφου Βαγγέλη Ραπτόπουλου στην προηγούμενη "Αυγή" της Κυριακής. Αλλά, επίσης, διάφορα κείμενα που βρίσκω τον τελευταίο καιρό σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, όπου εξαπολύονται επιθέσεις στις «καθεστωτικές» συνενοχές της λογοτεχνίας.

 

Φοβάμαι όμως ότι εδώ και καιρό κυοφορείται ένας αδιάλλακτος δογματικός τόνος στην κριτική. Οι υποδείξεις για «κοινωνική στροφή» στη θεματολογία της πεζογραφίας ή για μια τέχνη των αντιστάσεων εκτρέπονται σε έναν, ριζοσπαστικών προθέσεων, αυταρχικό διδακτισμό

Τόσο στις απαντήσεις του Ραπτόπουλου όσο και σε αναλυτικά άρθρα όπως αυτό της Έφης Γιαννοπούλου και του Θεόφιλου Τραμπούλη για τους «συγγραφείς ως οργανικούς διανοούμενους» (στο περιοδικό Unfollow), στο στόχαστρο μπαίνουν η ιδεολογία και οι πρακτικές Ελλήνων λογοτεχνών και καλλιτεχνών τις τελευταίες δεκαετίες. Το βασικό σχήμα αυτής της κριτικής είναι ότι η αστική ηθογραφία των καιρών της ευημερίας και του εκσυγχρονισμού επανεμφανίζεται τα τελευταία χρόνια ως ρηχή ηθικολογία. Οι τόποι της παλιότερης ιδεολογίας ήταν ο μεσοαστικός ατομικισμός, η υπερεκτίμηση του ιδιωτικού χώρου και η απώθηση των συλλογικών προβλημάτων. Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης κλόνισε αυτές τις σταθερές. Το life-style παρακμάζει και ο μεσοαστικός «ηδονισμός» έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Στο κενό όμως που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δυο εποχές αναδύθηκε μια νεοσυντηρητική ηθικολογία, η οποία, όπως λένε οι επικριτές, συμμαχεί «αντικειμενικά» με τη λογική των Μνημονίων. Ο Ραπτόπουλος μιλά μάλιστα για νεοφιλελευθερισμό στη λογοτεχνία.

Αποσαφηνίζω τη θέση μου: πολλές από τις τοποθετήσεις αυτής της κριτικής είναι ευθύβολες, ενώ τα τελευταία χρόνια υπήρξαν κάμποσες αφορμές για να τεθεί το ερώτημα της σχέσης των συγγραφέων με την πολιτική. Η συγκυρία της κρίσης δεν μπορεί να αφήσει άθικτο το ιερό του λογοτεχνικού πεδίου. Και επιπλέον η δημόσια στάση λογοτεχνών και καλλιτεχνών είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο για την κοινωνική κριτική, αλλά και την πολιτική σκέψη.

Φοβάμαι όμως ότι εδώ και καιρό κυοφορείται ένας αδιάλλακτος δογματικός τόνος στην κριτική. Οι υποδείξεις για «κοινωνική στροφή» στη θεματολογία της πεζογραφίας ή για μια τέχνη των αντιστάσεων εκτρέπονται σε έναν, ριζοσπαστικών προθέσεων, αυταρχικό διδακτισμό. Η λογοτεχνία καλείται να γίνει «αντικαθεστωτική», αλλιώς θα κατηγορηθεί για κομφορμισμό και πνεύμα κοινωνικής λιποταξίας.

Για άλλη μια φορά, αξιολογείται ο βαθμός και η ποιότητα της πολιτικής στάσης λογοτεχνών ή καλλιτεχνών. Όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στη μουσική, όπου πολλοί ζητούν επιτακτικά την αναβίωση του «τραγουδιού διαμαρτυρίας».

Αν πάμε πίσω στον χρόνο, σε κάθε μεγάλη κοινωνικοοικονομική κρίση παίχτηκε ένα ανάλογο δράμα. Στην Αμερική του '30, οι οπαδοί της τότε κοινωνικής ή προλεταριακής λογοτεχνίας κατηγορούσαν τη γενιά του '20 (τον Φιτζέραλντ λχ.) ως ανεύθυνους εστέτ και παρακμιακούς απολογητές του αστισμού. Και στη μεταπολεμική ελληνική Αριστερά, η γραφίδα ενός Αυγέρη ή ενός Μ.Μ. Παπαϊωάννου έστηνε στα πέντε βήματα τον «μικροαστικό υποκειμενισμό» των εκάστοτε αιρετικών.

Δεν μπορώ εδώ παρά να θυμηθώ ως αντιπαράδειγμα τη διαφορετική στάση ενός κατεξοχήν πολιτικού συγγραφέα, του Τζορτζ Όργουελ. Ένα από τα ωραιότερα δοκίμιά του γράφτηκε με αφορμή τον Χένρυ Μίλλερ, ο οποίος βεβαίως «αντιπροσώπευε» τον συγγραφέα με λειψή κοινωνική συνείδηση και μειωμένη πολιτική αίσθηση. Το δοκίμιο του Όργουελ «Μέσα στην κοιλιά της φάλαινας» υπάρχει μεταφρασμένο στα ελληνικά με την φροντίδα του πάντα πρωτοπόρου στις επιλογές του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου ήδη από τις αρχές του '80.

Η κριτική «ωμότητα» λοιπόν (όπως την αποκαλούσε ο ίδιος) του Βρετανού συγγραφέα συνυπάρχει εδώ με μια συγκινητική γενναιοδωρία απέναντι στον τόσο διαφορετικό Αμερικανό ομότεχνό του. Ο Όργουελ στοχάζεται κριτικά και χωρίς φιλοφρονήσεις την παρουσία του Μίλλερ χωρίς να στήνει στο εδώλιο του πολιτικού Λόγου την ελαφρότητα και τον κυνισμό του συγγραφέα των Τροπικών.

Πιστεύω ότι και σήμερα μπορούμε να εμπνευστούμε από τη γενναιόδωρη ποιότητα αυτής της στάσης. Το βαθύτερο νόημα αυτής της στάσης είναι εξάλλου η αγάπη για τη λογοτεχνία, ακόμα και γι' αυτή που της προσάπτουν ότι «δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων».

 

 

 

 

Ένας καινούργιος δογματισμός ο αναγνώστης στις 9 Μαΐου, 2013

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Έχω γράψει από καιρό πως η κρίση μπορεί να οδηγήσει σε εξαιρετικά σοβαρές στρεβλώσεις τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και αξιολογούμε τη λογοτεχνία. Οι συγγραφείς που έκαναν την εμφάνισή τους στα γράμματα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990 έχουν μετατραπεί ήδη σε κλοτσοσκούφι. Ο καθένας σπεύδει να τα βάλει μαζί τους είτε γιατί τότε αποθέωσαν τον άκρατο ατομικισμό, ευθυγραμμιζόμενοι με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εφησυχαστικής ανοχής των πάντων, είτε γιατί τώρα έχουν προσχωρήσει στο μνημονιακό στρατόπεδο, προσπαθώντας να αποσείσουν τις ευθύνες τους για την παλαιότερη συμπαράταξή τους με το καθεστώς της προϊούσης διαφθοράς.

Είναι πλέον ή βέβαιον πως αν συνεχίσουμε έτσι δεν θα μας απομείνει κανένα κριτήριο. Γιατί αυτοί στους ώμους των οποίων πέφτουν όλα περίπου τα αμαρτήματα της περασμένης τριακονταετίας δεν υπήρξαν ποτέ ακριβώς απολογητές της μεταπολιτευτικής αποχαύνωσης. Είτε μας αρέσουν είτε όχι όσα έγραψαν στα νιάτα τους (ο ίδιος τα έκρινα πολλές φορές αρνητικά, τόσο για τις τεχνικές τους ελλείψεις όσο και για την αδυναμία τους να αποκολληθούν από διάφορα κοινωνικά στερεότυπα), με κάποιον τρόπο κατόρθωσαν να συλλάβουν την εποχή της εγωιστικής αδηφαγίας. Τα μυθιστορήματά τους μπορεί να μη στρατεύτηκαν σε κάποιο κίνημα καλλιτεχνικής πρωτοπορίας (αυτό δεν το πίστεψε ποτέ κανένας κι ας κομπάζει ως παραγνωρισμένος κριτικός προφήτης ο Κώστας Βούλγαρης από τις σελίδες των «Αναγνώσεων» της κυριακάτικης «Αυγής»), αλλά πρόλαβαν να υποδείξουν κάτι όχι ασήμαντο: το ιδιωτικό ως έσχατο σκαλοπάτι ενός σαπισμένου και πέρα για πέρα χαλασμένου κοινωνικού ιστού.

Ας διαβάσουμε ξανά, για να μείνω σε τρία χαρακτηριστικά για τη συζήτησή μας ονόματα, τα νεανικά βιβλία του Τατσόπουλου, του Ραπτόπουλου και του Χωμενίδη. Ο πρώτος ξεσπαθώνει σήμερα εναντίον των μνημονίων, ο δεύτερος καταγγέλλει τους πάντες για νεοφιλευθερισμό και ο τρίτος έχει ρίξει βαρύ μνημονιακό νερό στο κρασί του. Τι θα κάνουμε με τα βιβλία τους; Θα τα αποτιμήσουμε ιστορικά ή επί τη βάσει των σημερινών πολιτικών απόψεων των τριών συγγραφέων; Ο Μπουρντιέ, τον οποίο τόσο επίμονα επικαλούνται σε πρόσφατο άρθρο τους στο ‘‘Unfollow’’ (τεύχος 12) η Έφη Γιαννοπούλου και ο Θεόφιλος Τραμπούλης, συνέδεσε τους συγγραφείς με το πολιτισμικό κεφάλαιο που διεκδικούν εντός του λογοτεχνικού τους πεδίου όχι με τη δημόσια ρητορική ή με την πολιτική ηθική τους.

Έχουμε ατυχώς επιστρέψει σε μια παγίδα στην οποία εγκλωβίστηκε επί πολλά χρόνια η Αριστερά. Όπως παρατήρησε ο Νικόλας Σεβαστάκης στην «Αυγή» της περασμένης Κυριακής, για άλλη μια φορά αξιολογείται ο βαθμός και η ποιότητα της πολιτικής στάσης λογοτεχνών ή καλλιτεχνών και ένας αδιάλλακτος, δογματικός τόνος είναι έτοιμος να διαπεράσει ολόκληρη την κριτική. Αυτό είναι άραγε όλο κι όλο που έχει να προσπορίσει στη λογοτεχνία και στην κριτική η κρίση; Ένας καινούργιος δογματισμός;

 

 

 

Ηθογραφία, ηθικολογία και δογματισμός.

Οι όροι της κριτικής ή ένας διάλογος που δεν έγινε

της Έφης Γιαννοπούλου

 

Δικαιολογεί άραγε η αγάπη και ο σεβασμός μας για τη λογοτεχνία τις προσδοκίες μας από τους συγγραφείς; Το αίτημά μας να εκφέρουν λόγο για μας και τα προβλήματά μας, να συντονίζονται με τα πάθη της κοινωνίας; Τα τελευταία τρία χρόνια η παρουσία στον δημόσιο διάλογο των συγγραφέων και γενικότερα των ανθρώπων του πολιτισμού συχνά γεννά έντονες αντιδράσεις και πολώσεις. Ίσως όμως θα είχε ενδιαφέρον να προσεγγίσει κανείς το θέμα όχι με βάση μια κάπως μεταφυσική ιδέα για τη μοναδικότητα και την ευαισθησία του δημιουργού αλλά περιγράφοντας έξεις και διαθέσεις που συνδέονται με τη θέση του τόσο στο λογοτεχνικό πεδίο όσο και στο ευρύτερο πεδίο της εξουσίας.

Αυτό επιχειρήσαμε να κάνουμε με τον Θεόφιλο Τραμπούλη, σε μια σειρά τεσσάρων κειμένων που δημοσιεύτηκαν από το Δεκέμβριο του 2012 μέχρι τον Απρίλιο του 2013 στο περιοδικό Unfollow, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, κυρίως τη γενιά πεζογράφων που αναδείχθηκε γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Στόχος μας ήταν να καταδείξουμε τη σχέση μεταξύ του δημόσιου λόγου που εκφέρουν αυτοί οι συγγραφείς σήμερα (και όχι μόνο) αφενός με τη λειτουργία τους μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο και αφετέρου με την καθαρά λογοτεχνική τους παραγωγή. Δεν ήταν στόχος μας ωστόσο ούτε να ασκήσουμε λογοτεχνική κριτική με τον τρόπο που συνηθίζεται στα καθ’ ημάς, δηλαδή να αποφανθούμε ποιος είναι καλός ή κακός συγγραφέας, ούτε να συνδέσουμε το λογοτεχνικό έργο με τις πολιτικές απόψεις των δημιουργών του. Εξ ου και μεταξύ των συγγραφέων στους οποίους αναφερθήκαμε βρέθηκαν συγγραφείς και της μιας και της άλλης πλευράς. Τι προσπαθήσαμε να κάνουμε όμως;

Ξεκινώντας από τη θεωρία του πεδίου του Πιερ Μπουρντιέ και τη διάκριση αυτόνομου και ετερόνομου πόλου μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο, υποστηρίξαμε πως την περίοδο εκείνη (τη λεγόμενη σήμερα «της πλαστής ευημερίας») αναδείχθηκε και καταξιώθηκε με τρόπο ετερονομικό μια γενιά λογοτεχνών και κατασκευάστηκε μια ταμπέλα «συγγραφέας», που προσέφερε στον εκάστοτε κάτοχό της το διαβατήριο συμμετοχής στον δημόσιο διάλογο. Καλεσμένοι σε τηλεοπτικά πάνελ, τακτικοί ή αυθόρμητοι πολιτικοί σχολιαστές, διαμορφωτές γνώμης αλλά και βιοτικού ύφους, οι εν λόγω συγγραφείς απέκτησαν μια «εγκυρότητα» ευρύτερη του λογοτεχνικού πεδίου και του έργου τους. Συνδέσαμε αυτό το γεγονός με τις γενικότερες συνθήκες που επικράτησαν το ίδιο διάστημα στην Ελλάδα, αίτημα εξευρωπαϊσμού και εκμοντερνισμού της ελληνικής κοινωνίας, κυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασης, των free press, της δημοσιογραφίας του life style, αλλά και της γενικότερης εμπορικής άνθησης της εκδοτικής δραστηριότητας (με την εμφάνιση όρων όπως το best seller ή το ελληνοπρεπέστερο «ευπώλητο»).

Με λογοτεχνικούς όρους μιλήσαμε για μια αστική ηθογραφία μεταρεαλιστικής πνοής, κάτι που είναι εμφανές τόσο στους προγόνους και τους δασκάλους που διεκδικούν οι συγγραφείς αυτοί, όσο και στην καχυποψία τους απέναντι σε κάθε «αναστοχασμό», αλλά και στην άγνοια των κατακτήσεων των θεωρητικών επιστημών (κοινωνικές επιστήμες, ψυχανάλυση, μεταστρουκτουραλιστικές σπουδές) και του τρόπου με τον οποίο αυτές έχουν ενσωματωθεί στη σύγχρονη λογοτεχνία παγκοσμίως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε στα κείμενα, ήταν ο τρόπος που διαβάστηκε (και μάλλον φαιδρά παραναγνώστηκε) ένα μείζον μετανεωτερικό μυθιστόρημα όπως η Ελίζαμπεθ Κοστέλλοτου Τζ. Μ. Κούτσι από ομάδα νέων ελλήνων συγγραφέων. Παράλληλα, εξετάσαμε το ρόλο και το λόγο των λογοτεχνικών περιοδικών που φιλοξένησαν και ανέδειξαν αυτήν τη γενιά σε βάθος χρόνου, αλλά και ασυνέχειες εντός του ευρύτερου πεδίου της πολιτιστικής παραγωγής με βασική αναφορά στη σχέση του λογοτεχνικού και του εικαστικού πεδίου, που στο παρελθόν ποικιλοτρόπως συμπορεύτηκαν και σήμερα μοιάζουν να αγνοούν παντελώς το ένα το άλλο.

Δεν μιλήσαμε ωστόσο για κακή λογοτεχνία, αλλά κυρίως για μια ταύτιση της λογοτεχνίας με το story telling, όπου η αξία της μετριέται κατά κύριο λόγο από το κατά πόσον «ρουφιέται από τον αναγνώστη», κατά πόσον διαθέτει συναρπαστική πλοκή και καταγράφει με σχετική αληθοφάνεια το πραγματικό. Και επισημάναμε ότι ο θυμικός και συχνά ηθικολογικός τρόπος με τον οποίο οι εκπρόσωποί της συμμετέχουν σήμερα στον δημόσιο διάλογο, ανεξάρτητα από το πολιτικό του πρόσημο, δεν είναι άσχετος ούτε με το λογοτεχνικό τους έργο ούτε με τις συνθήκες καταξίωσής τους στο παρελθόν. Με δυο λόγια, ότι δεν διαφέρει σημειολογικά ο αμφιθυμικός αυτοπροσδιορισμός του Πέτρου Τατσόπουλου ως «μπαρμπα-Θωμά» με τη νοσταλγία της παλιάς Αθήνας, της ανοιχτής μπαλκονόπορτας και του Βουτσά που χορεύει σουίνγκ της Σώτης Τριανταφύλλου, όπως δεν διαφέρει ειδολογικά και το λογοτεχνικό τους έργο. Ή ότι δεν είναι διαφορετικοί οι όροι που ανάγουν σε μείζον θέμα συζήτησης τις δηλώσεις του Γιάννη Πλούταρχου για τη Χρυσή Αυγή και τα «προκλητικά» στάτους του Χρήστου Χωμενίδη στα social media, όσο κι αν διακρίνουμε προφανώς τη διαφορά μεταξύ των δύο.

Τέλος, επιχειρήσαμε σε πολύ αδρές γραμμές να σκιαγραφήσουμε κάποια χαρακτηριστικά της νέας γενιάς λογοτεχνών που με εντελώς διαφορετικούς όρους αναδεικνύεται σήμερα, ενώ αναφερθήκαμε και σε συγγραφείς που εμφανίστηκαν παράλληλα με τους προαναφερθέντες αλλά αφενός διεκδίκησαν με άλλους όρους τη λογοτεχνικότητα, αφετέρου παρέμειναν αφανείς για το χώρο των μίντια και το πλατύ κοινό.

Ωστόσο η ακραία πόλωση ως συνθήκη μέσα στην οποία εμφανίστηκαν τα κείμενά μας, ευνόησε πολλαπλώς τις παραναγνώσεις. Κι αν κάποιοι από αυτούς που τα εγκωμίασαν τα είδαν ως όπλο στις τρέχουσες αντιπαραθέσεις, άλλοι θεώρησαν πως επαγγελλόμαστε έναν νέο δογματισμό, μια εξ αριστερών λογοκρισία του λογοτεχνικού έργου. Διαβάσαμε έτσι με έκπληξη το κείμενο του Νικόλα Σεβαστάκη «Το ήθος της κριτικής» στην Αυγή (5.5.2013) και με λιγότερη του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου σε ιστότοπο, διαδικτυακή συνέχεια του περιοδικού Διαβάζω (www.oanagnostis.gr, «Ένας καινούργιος δογματισμός»). Δεν είναι μόνο ότι ξαφνικά κατηγορούμαστε ως ζντανοφικοί λογοκριτές ή Αυγέρηδες, ούτε ότι μας καταλογίζεται έλλειψη γενναιοδωρίας απέναντι στον «αντίπαλο» (κι ας μην τον υποδείξαμε ποτέ ως τέτοιο). Είναι ότι μπερδεύονται στην παρανάγνωση αυτή ο δογματισμός με την περιγραφή και την ανάλυση των όρων και των συνθηκών ενός φαινομένου. Κι ότι, αντί να ανοίξει ένας διάλογος, προτιμήθηκε η ηθικολογική ρητορική της γενναιοδωρίας ή η καταγγελία μιας δήθεν λογοκρισίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιες παραναγνώσεις γίνονται συχνά στις μέρες μας. Πρόσφατο παράδειγμα, η (δήθεν) «λογοκρισία» που άσκησε η Ανοιχτή Συνέλευση του Θεάτρου Εμπρός στον Γιάννη Σολδάτο.

Όμως η λογοκρισία προϋποθέτει εξουσία και δυνατότητα επιβολής. Ακόμη και η αναφορά στον Αυγέρη, αγνοεί πως η κριτική «παντοδυναμία» του εκπορευόταν ακριβώς από τη θέση του μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο υποπεδίο, αυτό της αριστερής διανόησης, και ότι ως λογοκρισία την υφίσταντο όσοι ανήκαν στο πεδίο αυτό, οι ομοϊδεάτες του δηλαδή. Γι’ αυτό και η ιστορική αναλογία θα μπορούσε εύκολα να αντιστραφεί. Τυπικά, επειδή μας λείπει μια τέτοια εξουσία· επί της ουσίας, επειδή, επιχειρώντας να συνδέσουμε λογοτεχνικές μορφές με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που τις διαμόρφωσαν και με το δημόσιο λόγο των δημιουργών τους, αυτό που υπερασπιστήκαμε ήταν η αναζήτηση νέων μορφών και η αυτονομία του λογοτεχνικού πεδίου, και επ’ ουδενί οποιαδήποτε ιδεολογικοπολιτική στράτευση. Ξεπερασμένος λογοτεχνικά είναι τόσο ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός όσο και η αστική ηθογραφία, όπως συντηρητική στο επίπεδο της κριτικής δεν είναι μόνο η ζντανοφική λογοκρισία αλλά και η κομφορμιστική ηθικολογία. Και τα δύο υπονομεύουν κάθε διάλογο που επιδιώκει να υπερβεί στείρες αξιολογικές κρίσεις και αφορισμούς, αλλά και την υπερβατική θεώρηση της λογοτεχνίας ως «ιερής αγελάδας».

 

Η Έφη Γιαννοπούλου είναι μεταφράστρια και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Unfollow»

 

 

 

 

Βαγγέλης Ραπτόπουλος: Οι μπράβοι στη Μανωλάδα κι όσοι τους ανέχονται είναι Χρυσή Αυγή

Κρημνιώτη Π.

http://www.avgi.gr/article/240422/baggelis-raptopoulos-oi-mpraboi-sti-manolada-ki-osoi-tous-anexontai-einai-xrusi-augi

 

Από τα Δεκεμβριανά ώς τους Αγανακτισμένους πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι της ιστορίας. Εκείνο το λεπτό νήμα ωστόσο που ενώνει τους ιστορικούς κύκλους εύκολα μπορεί να αναγνωστεί στο καινούργιο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου "Η πιο κρυφή πληγή" (εκδ. Ίκαρος).

Σ' ένα γοητευτικό "πινγκ πονγκ" ανάμεσα στη μνήμη και το τώρα, στο πάγωμα του παρελθόντος χρόνου και την ταχύτητα του παρόντος χρόνου και με έναν ισόβιο έρωτα να δίνει τις αφορμές και να υπαγορεύει τα γιατί και τα διότι, ο συγγραφέας διατρέχει γεγονότα και πεπραγμένα, κυρίως όμως καταθέτει τη δική του αγωνία για όσα βιώνουμε σήμερα. Και λέει τα πράγματα με το όνομά τους, για έντυπα, συναδέλφους του, ιδεολογικές και πολιτικές πρακτικές και το ρόλο που παίζουν στις ιδιαίτερα δύσκολες ημέρες που περνάμε.

Από το Περιστέρι, που γεννήθηκε και μεγάλωσε, μέχρι τις πλατείες του 2011 και τη Μανωλάδα τις προάλλες, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος διανύει την απόσταση όχι ως απλός παρατηρητής αλλά ως συμμέτοχος στο παιχνίδι της κοινωνίας. Άλλωστε "σε κάθε περίπτωση η διέξοδος και η λύση για μένα παραμένει η συλλογική αντίσταση" λέει σήμερα, αλλά και σε κάθε αφορμή. Στις εκπομπές του "Στο Κόκκινο", στα βιβλία του, στην έφηβη κόρη του...

Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη

*Είναι ακόμα τόσο κρυφή η πληγή του εμφυλίου όπως υποδηλώνει ο τίτλος του βιβλίου σας;

Νομίζω ότι είναι, το έχω εισπράξει άλλωστε και γράφοντας το βιβλίο, όταν ρωτούσα μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους και δεν απαντούσαν, αλλά και όλο αυτό το διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την κυκλοφορία του, όπου ο κόσμος δεν θέλει να ακούσει για τον εμφύλιο. Έχω παρουσιάσει το βιβλίο από τη Βέροια έως το Ηράκλειο Κρήτης και από την Καλαμάτα ως τη Θεσσαλονίκη παντού συναντώ τις ίδιες αντιδράσεις. Παρότι στον δημόσιο λόγο επανέρχεται ρητορικά ο εμφύλιος ή η κυβέρνηση συγκρίνεται με την κυβέρνηση των δωσίλογων, η Μέρκελ με το Γ' Ράιχ και η Χρυσή Αυγή με τους χίτες, ο εμφύλιος εξακολουθεί να είναι ένα ταμπού. Όπως γράφω και στο βιβλίο, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης καταναλώθηκαν με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης που ολοκληρώθηκε στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Από 'κεί και πέρα βγήκαν κάποια βιβλία για τον εμφύλιο, ωστόσο παραμένει μια πληγή που η κοινωνία ακόμα δεν μπορεί να τη διαχειριστεί.

* Γιατί, πιστεύετε;

Γιατί στον εμφύλιο βγήκε στην επιφάνεια το θηρίο που κρύβει ο καθένας μέσα του κι αυτό οι άνθρωποι δεν θέλουν να το θυμούνται.

* Μπορεί αυτή η κρυφή πληγή του εμφυλίου να επουλωθεί σήμερα, την ώρα που ελληνική κοινωνία έχει μια νέα ανοιχτή πληγή μπροστά της;

Ο μεγάλος κίνδυνος είναι όχι απλώς να μην επουλωθεί, αλλά να ξανακυλήσουμε στα ίδια, σε έναν νέο εμφύλιο, ως αποτέλεσμα της πρωτοφανούς κοινωνικής αδικίας που βιώνουμε σήμερα, της γενικευμένης ατιμωρησίας, της δυσλειτουργίας σχεδόν όλων των θεσμών. Όλα αυτά τα προβλήματα έχουν τις ρίζες του σε αντίστοιχες καταστάσεις που προέκυψαν από τον εμφύλιο και γιγαντώθηκαν από το μετεμφυλιακό κράτος με τις διώξεις, τα ξερονήσια, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και όλα αυτά που βίωνε η ελληνική κοινωνία τόσα χρόνια.

* Γιατί εσείς ασχολείστε τώρα με αυτή την ιστορική περίοδο;

Μεγάλωσα στο Περιστέρι, όπως και οι ήρωες του μυθιστορήματός μου, μια συνοικία όπου στα Δεκεμβριανά του '44 χύθηκε πολύ αίμα. Άκουγα παρόμοιες αφηγήσεις ως παιδί από τον πατέρα μου και με σημάδεψαν. Διάβαζα μανιακά και συγκέντρωνα υλικό για τον εμφύλιο, αλλά το έναυσμα να γράψω γι' αυτόν μου το έδωσαν οι συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων το 2011. Δεν είναι τυχαίο ότι το μυθιστόρημά μου ξεκινάει από τη μεταπολίτευση και τελειώνει στους Αγανακτισμένους. Τα Δεκεμβριανά του '44 είναι απλώς μια αναδρομή. Ήθελα οι δυο ερωτευμένοι, μεσήλικοι ήρωές μου να μπορούν να γίνουν πειστικοί όταν λένε ότι φοβούνται ένα νέο εμφύλιο. Μόνο αυτοί μπορούν να είναι τόσο πειστικοί επειδή το μυθιστόρημα περιγράφει τον βαθμό στον οποίο τους έχει γίνει έμμονη ιδέα ο εμφύλιος.

* Οι δυο ήρωές σας ερωτεύονται στα χρόνια της μεταπολίτευσης και για χάρη του κοριτσιού το αγόρι μαθαίνει τα πάντα για τα Δεκεμβριανά του '44. Η ζωή του στοιχειώνεται από την ιδέα του εμφυλίου κι από τον μεγάλο αυτό έρωτα, που, σε αντίθεση με τις ταχύτητες που αναπτύσσει η εποχή μας, διαρκεί μέσα στο χρόνο. Ακούγεται παράξενο..

Ακόμα πιο παράξενο είναι ότι ο έρωτας αυτός αρχίζει σε μια εποχή, τη μεταπολίτευση, κατά την οποία υπήρχε έντονη ακόμα η αίσθηση της συλλογικότητας και φτάνει, έως τους Αγανακτισμένους, που ξανάχουμε την ανάδυση μιας συλλογικότητας. Στο ενδιάμεσο διάστημα που διαρκεί αυτός ο έρωτας, η κοινωνία μας βυθίστηκε σε έναν άκρατο ατομικισμό και στην ιδιώτευση. Το μυθιστόρημα είναι σαν να λέει ότι, αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε σε ένα τυφλό βίαιο ξέσπασμα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κρίση όχι ατομικά, αλλά μέσα από συλλογικές διαδικασίες.

* Είναι το πιο πολιτικό σας βιβλίο έως τώρα. Το απαιτεί η εποχή; Και πώς με την εποχή, κάθε φορά, διασταυρώνεται ο συγγραφέας;

Από την «Επινόηση της πραγματικότητας» και τους «Φίλους», τα βιβλία μου στρέφονται όλο και πιο απροκάλυπτα στη πολιτική. Βεβαίως είχα κάποιο σχετικό παρελθόν, αν σκεφτείτε βιβλία μου όπως το «Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;». Η εποχή μας όμως δεν σου επιτρέπει να μείνεις αμέτοχος. Στα χρόνια της φούσκας η κυρίαρχη τέχνη ήταν ψυχαγωγική και διακοσμητική. Τώρα βλέπουμε μια μετάλλαξή της σε τέχνη παρηγορητική και εμψυχωτική.

* Δεν το βλέπουμε όμως στους καλλιτέχνες και τους πνευματικούς ανθρώπους.

Η πλειοψηφία των καλλιτεχνών, όπως και η πλειοψηφία της κοινωνίας μας, έχουν μετατραπεί σε αδίστακτους κομφορμιστές και ωφελιμιστές. Στους λίγους που έχουν άποψη, και μάλιστα αντικαθεστωτική, δεν δίνεται βήμα για να μιλήσουν. Η νεοφιλελεύθερη «Καθημερινή» ούτε καν παρουσίασε το βιβλίο, το δε «Βήμα της Κυριακής», το οποίο έκανε επίδειξη συκοφάντησης των Αγανακτισμένων το 2011, το απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες. Είναι συμπτωματική η ιδεολογική μας αντίθεση; Το εύχομαι, αλλά δεν το πιστεύω. Ανάλογα συκοφαντική απέναντι στους Αγανακτισμένους ήταν και η "Lifo". Σε πρόσφατο εξώφυλλό της εξομοίωνε τον χρυσαυγίτη με τον μπαχαλάκια. Πώς μπορεί ένα τέτοιο έντυπο να υποστηρίξει ένα μύθιστόρημα που δίνει φωνή και στον μπαχαλάκια; και το λέω επειδή το προτελευταίο κεφάλαιο της "Πιο Κρυφής Πληγής" είναι η μαρτυρία ενός νεαρού για τις συγκρούσεις με τα ΜΑΤ την εποχή των Αγανακτισμένων.

* Σας ενοχλεί αυτή η αντιμετώπιση, δεδομένου ότι ήσασταν από τα «αγαπημένα» παιδιά του μιντιακού συστήματος;

Αγαπημένος, αλλά και συχνά στο στόχαστρο της κριτικής. Στην προκειμένη περίπτωση, όσο κι αν με στενοχωρεί ως συγγραφέα, με θυμώνει ως πολίτη και επιβεβαιώνει τους χειρότερους πολιτικούς φόβους μου. Τα καθεστωτικά νεοφιλελεύθερα ΜΜΕ, παρά τις ρητορείες τους περί δημοκρατίας, γίνονται όλο και πιο αυταρχικά, όλο και πιο ανελεύθερα και λογοκριτικά απέναντι στις αντίθετες φωνές. Ας μην ξεχνάμε ότι τα μίντια, ειδικά στις μέρες μας, παίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη χειραγώγηση και τον έλεγχο του πληθυσμού. Όπως είπε και ο Έκο, όταν έχεις τα μίντια δεν χρειάζεσαι τα τανκς.

* Η κόρη σας διάβασε το βιβλίο; Πώς αντέδρασε;

Το ιστορικό και πραγματολογικό μέρος του βιβλίου με τον εμφύλιο την αποθάρρυνε κάπως. Ίσως κι επειδή η γενιά της, η Κατερίνα κοντεύει τα 17, σε αντίθεση με τη δική μου, δεν έχει πια την παραμικρή σχέση με τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Στην ηλικία της εγώ κολυμπούσα στη φιλολογία του εμφυλίου. Υπάρχει όμως κι ένας ακόμη λόγος: τα παιδιά των συγγραφέων ψάχνουν στα έργα των γονιών τους αυτοβιογραφικά στοιχεία και ταυτίζουν τον πρωταγωνιστή με τον γονιό, ιδίως όταν η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Νομίζω ότι απ' όλα τα βιβλία μου απόλαυσε περισσότερο την «Απίστευτη ιστορία της Πάππισας Ιωάννας», επειδή ακριβώς εγώ δεν ζούσα στον Μεσαίωνα!

* Τι σας φοβίζει για το μέλλον του παιδιού σας;

Η παρακρατική συμμορία της Χρυσής Αυγής. Ακόμα πιο πολύ με φοβίζει ότι το 8% που πήραν οι νεοναζί στις εκλογές σημαίνει πως υπάρχουν ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας μας που έχουν συντηρητικοποιηθεί και, για να μη μας φοβίζουν οι λέξεις, έχουν φασιστικοποιηθεί. Οι μπράβοι που πυροβόλησαν τους μετανάστες στη Μανωλάδα είναι Χρυσή Αυγή είτε την ψηφίζουν είτε όχι. Το ίδιο και αυτοί που δεν ενοχλούνται από παρόμοιες κτηνωδίες. Όμως αυτός είναι ο καρπός τόσων δεκαετιών ιδιώτευσης και πλύσης εγκεφάλου από τα συστημικά ΜΜΕ. Χωρίς την ολιγωρία και την παροιμιώδη ανεπάρκεια των κομμάτων εξουσίας, οι χρυσαυγίτες δεν θα έβρισκαν πάτημα να δημαγωγήσουν ούτε ερείσματα στην ελληνική κοινωνία. Η κοινωνική αναλγησία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, η εξωφρενική και επικίνδυνη θεωρία των δύο άκρων καθώς και η προθυμία με την οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο σύστημα κάποιοι συνάδελφοί μου, όλα αυτά εκκόλαψαν το αυγό του φιδιού. Και χωρίς όλα αυτά ίσως ο κόσμος να μην ήταν τώρα τόσο μουδιασμένος, σ' αυτή την κατάσταση ύπνωσης. Σε κάθε περίπτωση η διέξοδος και η λύση για μένα παραμένει η συλλογική αντίσταση.

info

"H πιο κρυφή πληγή" του Βαγγέλη Ραπτόπουλου παρουσιάζεται αύριο στις 7.30 μ.μ., στην Πινακοθήκη Γιώργου Ν. Βογιατζόγλου (Ελευθερίου Βενιζέλου 61-73, Νέα Ιωνία), στην εκδήλωση που οργανώνουν οι εκδόσεις Ικαρος και η Πινακοθήκη σε συνεργασία με τον ρ/σ "105,3 Στο Κόκκινο". Μιλούν οι Άρης Χατζηστεφάνου, Μάκης Μηλάτος, Νίκος Κουρμουλής, Κώστας Αρβανίτης και ο συγγραφέας. Συντονίζει η Φωτεινή Λαμπρίδη. Διαβάζουν οι Μάτα Καστρησίου και Βαγγέλης Ζαπανιώτης.

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.