|
|
[ο τουρκικός εθνικισμός και το ποντιακό ζήτημα] Το 1908, δημιουργήθηκε ένα επαναστατικό κόμμα με το όνομα Επιτροπή Ενότητας και Προόδου που έγινε ευρέως γνωστό ως Κίνημα των Νεότουρκων. Με σύνθημα τους το «Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Ισότητα, Αδελφοσύνη», οι Νεότουρκοι έτυχαν μεγάλης αποδοχής από όλα τα στρώματα της οθωμανικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών μειονοτήτων. Με τη βοήθεια του στρατού, οι Νεότουρκοι πίεσαν τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β' να δώσει νέο σύνταγμα αντικαθιστώντας εκείνο που ο ίδιος είχε ανακαλέσει. Εκτός από τις θέσεις τους για τα διεθνή θέματα, όπως ήταν η αντιμετώπιση του δυτικού ιμπεριαλισμού και η βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας τους, το όραμα των Νεότουρκων για την Οθωμανική Αυτοκρατορία στόχευε σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που θα ανέτρεπαν την οικονομική ευρωστία των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, δηλαδή των Ελλήνων, των Αρμένιων και των Εβραίων, και στη δημιουργία μιας αστικής τάξης που θα απαρτιζόταν από Τούρκους μουσουλμάνους1. Αρχικά, οι Νεότουρκοι εμφανίστηκαν να συμπεριλαμβάνουν όλες τις εθνικές και θρησκευτικές ομάδες στην πρωτοποριακή τους κυβέρνηση για να δημιουργήσουν μια πολυεθνική, πολυπολιτισμική ομοσπονδία. Ακόμα και οι χριστιανοί εκπροσωπούνταν στο κοινοβούλιο. Μετά από εκατοντάδες χρόνια οθωμανικής καταπίεσης, οι πιο προοδευτικές δυνάμεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν φέρει ένα κλίμα ευφορίας. Στον Πόντο έπνευσε αέρας ανανέωσης και οι Πόντιοι ανέκτησαν την αυτοεκτίμηση που είχαν στερηθεί στο παρελθόν. Όμως, αυτή η περίοδος της αγαλλίασης έμελλε να τελειώσει με τον πιο σκληρό τρόπο. Αν και η Ελλάδα είχε ήδη απελευθερωθεί από τους Οθωμανούς στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρχαν πολλές περιοχές όπου οι Έλληνες αποτελούσαν μεν την πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά υπέφεραν από την τυραννία του οθωμανικού ζυγού. Μέχρι το 1910, οι Έλληνες, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι δεν επρόκειτο τελικά να ωφεληθούν από το νέο σύνταγμα. Μαζικές συλλήψεις, στυγερά βασανιστήρια και δολοφονίες χριστιανών, ξεκινώντας από τους προύχοντες και τους κληρικούς, έλαβαν χώρα σε όλη τη Μακεδονία. Αυτές οι χωρίς διακρίσεις διώξεις υπήρξαν σημαντικός παράγοντας που οδήγησε τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο να δημιουργήσει συμμαχία με την Βουλγαρία και την Σερβία και να κηρύξει πόλεμο κατά της Τουρκίας.2 Σε αυτόν τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο του 1912-1913, η Ελλάδα ξανακέρδισε εδάφη που ήταν ελληνικά από την αρχαιότητα, όπως την Κρήτη. Στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο το 1913, η Ελλάδα επανέκτησε τμήματα της Μακεδονίας από την Βουλγαρία. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, μια φατρία των Νεότουρκων, με αρχηγό τον Εμβέρ Πασά και τον Ταλάατ Μπέη, κέρδισε τον έλεγχο της κυβέρνησης και με το σύνθημα «η Τουρκία για τους Τούρκους» άρχισε, περί το 1914, να δίνει εντολές για την κατάσχεση των ελληνικών περιουσιών και την ολοκληρωτική σφαγή και εξορία του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολία - γεωγραφικός όρος που περιλάμβανε όλη την Μικρά Ασία. Όπως συμβαίνει πάντα, οι προύχοντες των πόλεων και των χωριών, οι κληρικοί, οι δάσκαλοι και οι έμποροι ήταν οι πρώτοι που συνελήφθησαν και εξορίστηκαν προς το εσωτερικό της χώρας ή δολοφονήθηκαν. Ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον ανέφερε ότι το 1914 αποφασίστηκε γενικός οικονομικός αποκλεισμός των ελληνικών επιχειρήσεων και προϊόντων στην Ανατολία και αυτό ανάγκασε τους Έλληνες σε χρεοκοπία. Άτεχνες λιθογραφίες, με κομμένες και κολλημένες απεικονίσεις Ελλήνων να σκοτώνουν και να διαμελίζουν Τουρκάλες γυναίκες και παιδιά, τυπώθηκαν κρυφά από την κυβέρνηση και κατόπιν τοποθετήθηκαν στα τζαμιά και στα σχολεία για να εξεγείρουν τον τουρκικό πληθυσμό εναντίον των Ελλήνων. Επίσης, διάφορα άρθρα στις εφημερίδες υποδαύλιζαν το μίσος για τους «Έλληνες Άπιστους». Ξέσπασαν εξεγέρσεις κατά των Ελλήνων και απλώθηκαν σε όλη την Μαύρη Θάλασσα και κατά μήκος της δυτικών παραλίων από την Πέργαμο μέχρι την Λυδία. Ο Τζωρτζ Χόρτον επιβεβαιώνει ότι «μερικές εκατοντάδες χιλιάδες οδηγήθηκαν στην εγκατάλειψη των αγροκτημάτων τους ή μακριά από τα χωριά τους». Μόνο στη Φώκαια, μια παραλιακή πόλη κοντά στη Σμύρνη, και οι 8.000 Έλληνες κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή ξυλοκοπήθηκαν και διώχτηκαν από τα σπίτια τους. Οι περιουσίες τους κλάπηκαν. Εκατοντάδες χιλιάδες απελάθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες προς τα νησιά του Αιγαίου.3 Την ίδια περίοδο, η συμμαχία της Γερμανίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία γινόταν ολοένα και ισχυρότερη και εκείνη τη χρονιά, το 1914, η Γερμανία κήρυξε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πριν καταληφθεί η περιοχή της Τραπεζούντας στον Πόντο από τους Ρώσους το 1915, ο Τούρκος κυβερνήτης Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμί Μπέης παρέδωσε την πόλη στον Μητροπολίτη Χρύσανθο, τον τοπικό Έλληνα προύχοντα, δηλώνοντας: «Από τους Έλληνες πήραμε τη πόλη και σε Έλληνες την επιστρέφουμε».4 Η ποντιακή κυριαρχία, όμως, ήταν βραχύβια. Μέχρι το 1917, η Ρωσία, εξασθενημένη από τους πολέμους, αποσύρθηκε. Ο τσάρος παραιτήθηκε και οι μπολσεβίκοι, καθοδηγούμενοι από τον Λένιν, πήραν τον έλεγχο της κυβέρνησης. Οι μεγάλες απώλειες, η οικονομική κατάρρευση και η πρόταση του Αμερικανού προέδρου Γούντροου Ουίλσον, που έγινε γνωστή ως πρόταση των «δεκατεσσάρων σημείων», ανάγκασαν τη Γερμανία να παραδεχτεί την ήττα της και έτσι, το 1918, έληξε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Όμως, ακόμα και μετά την κήρυξη της εκεχειρίας, οι Πόντιοι συνέχισαν να σφαγιάζονται και οι πορείες Θανάτου δεν σταμάτησαν. Ο Μουσταφά Κεμάλ και οι οπαδοί του συνέχισαν απτόητοι το έργο των Νεότουρκων. Οι Πόντιοι που είχαν καταφύγει στη Ρωσία είχαν οργανωθεί με σκοπό να διεκδικήσουν τη δικαίωση του ποντιακού ελληνισμού και εξέδωσαν ψηφίσματα που θα τους επέτρεπαν να επιστρέψουν στις πατρογονικές εστίες τους. Αλλά το τελευταίο κύμα των κυβερνητικών υποσχέσεων ακολούθησαν νέες σφαγές και απελάσεις, οι οποίες, ως συνήθως, είχαν ως πρώτα θύματα τους μορφωμένους και τους κληρικούς. Και, για μια ακόμη φορά, οι εγγυήσεις για την ασφάλεια των χριστιανικών μειονοτήτων αποδείχθηκαν άνευ αξίας. Αναγνωρίζοντας ότι μονάχα η πλήρης αυτονομία ή ένα ανεξάρτητο ποντιακό κράτος θα παρείχε την απαραίτητη εγγύηση για να σταματήσουν παρόμοιες σφαγές, Πόντιοι από όλο τον κόσμο, μέχρι και από τις ΗΠΑ, συγκεντρώθηκαν στη Μασσαλία της Γαλλίας και διεξήγαγαν το πρώτο Παμποντιακό Συνέδριο το Φεβρουάριο του 1918. Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, ένας εύπορος Πόντιος έμπορος από τη Μασσαλία, εξελέγη πρόεδρος. Στο συνέδριο συντάχθηκε ψήφισμα -παρόμοιο με ψηφίσματα που είχαν εκδώσει άλλες ποντιακές ομάδες στην Κωσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα- και κατόπιν ζητήθηκε βοήθεια από την Ρωσία. Σε τηλεγράφημα που απευθυνόταν στον Τρότσκι, οι σύνεδροι ζητούσαν την στήριξη του ψηφίσματος που αφορούσε στην ποντιακή ανεξαρτησία και τη συμπαράσταση του για τη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνοποντιακού κράτους.5
Thea Halo, Ούτε το όνομά μου Γενοκτονία και επιβίωση: Μια αληθινή ιστορία του Πόντου, Γκοβόστης, 2001, σ. 185-188
|
|