|
|
Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τόμος α΄ [3] (Χάγκεν Φλάισερ)
η αγγλική πολιτική και ο βασιλιάς επισιτισμός και μάχη της σοδειάς η πολιτική του ΚΚΕ για το αντάρτικο
η αγγλική πολιτική και ο βασιλιάς
Παρόλο ότι το βασιλόφρον στρατόπεδο του Λονδίνου κατακερματίζεται όλο και περισσότερο, στην πολιτική σκηνή δεν παύει να κυριαρχεί ένας άνθρωπος: ο Τσώρτσιλ. Το ενδιαφέρον του για τον «βασιλέα των Ελλήνων» δεν έχει προηγούμενο. Αυτή η γνωστή «φιλία και εκτίμηση» έχει βαθιές ρίζες. Πρώτον, οι δύο άνδρες συνδέονται με στενή προσωπική σχέση από την εποχή της δωδεκάχρονης εξορίας του Γεωργίου Β' (1924 -1935). Δεύτερον, αμφότεροι ανήκουν στην ίδια μασονική στοά, και, τέλος, ο Τσώρτσιλ θεωρεί γενικώς τη μοναρχία καταλληλότερη από την αβασίλευτη δημοκρατία, ιδίως για τα Βαλκάνια. Ο πρωθυπουργός, άλλωστε, αισθάνεται «υποχρεωμένος» απέναντι στον βασιλιά, επειδή σε εποχή κρίσιμη για τη βρετανική αυτοκρατορία (1940/41) είχε συμπαρασταθεί, αντιτασσόμενος στον Άξονα. Βέβαια, όπως έχει γραφεί, «είναι ταπεινωτικό για τον ελληνικό λαό» να αποδίδεται αποκλειστικώς στον μονάρχη το «αλβανικό έπος», ενώ παράλληλα έχει διαπιστωθεί ότι δεν μπορεί να είναι κανείς δίκαιος και με τον Γεώργιο Β' και με τον «λαό του» Για τον Τσώρτσιλ, ως προς τη χάραξη της πολιτικής του, αποτελεί εξαίρεση η επιρροή αυτή των συναισθημάτων, όπως εκδηλώθηκε στην περίπτωση του Έλληνα Βασιλιά, αν και μερικώς δικαιολογείται από την αξία του Γεωργίου Β' ως δοκιμασμένα αγγλόφιλου «παράγοντα σταθεροποίησης». Όπως ήταν επόμενο, η γραμμή του Τσώρτσιλ αντιμετωπίζει αντιδράσεις και στο ίδιο το Λονδίνο, και όχι μόνο από κύκλους του Εργατικού Κόμματος. Κυρίως αντιδρούν οι «στρατιωτικά» ενδιαφερόμενοι, που -θέλοντας και μη- έχουν ανάγκη από τη συνεργασία της (σχεδόν ακραιφνούς αντιμοναρχικής) ελληνικής Αντίστασης. Πριν από το τέλος του 1942-αρχές του 1943 δεν επισημαίνεται πάντως σχετική αρμοδιότητα του Υπουργείου Στρατιωτικών, μολονότι στα ελληνικά βουνά υπάρχει ήδη αξιόλογη αντάρτικη δύναμη. Αντίθετα, από την πρώτη στιγμή εμφανίζεται δραστήρια η SOE (Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων), η οποία είχε συσταθεί τον Ιούλιο του 1940, με σκοπό τη διεξαγωγή «βρόμικου πολέμου» -όπως οι ίδιοι τον ονομάζουν- και που απέβλεπε στον συντονισμό των προσπαθειών των διαφόρων υπουργείων, ώστε να προσαρμόσουν τις απαρχαιωμένες μεθόδους των ανατρεπτικών δραστηριοτήτων στο επίπεδο των φασιστών αντιπάλων. Ο Τσώρτσιλ αναθέτει τη νέα υπηρεσία στον υπουργό Οικονομικού Πολέμου, Χίου Ντάλτον, με την κλασική πλέον ρήση: «και τώρα βάλε φωτιά στην Ευρώπη». Η SΟE, για αποτελεσματικότερη δράση, διαιρείται σε SOI και SΟ2. Η SOI οργανώνει τη «μαύρη» προπαγάνδα, με αρχηγό τον Ρεξ Λήπερ, πρώην υπεύθυνο του τμήματος πληροφοριών του Φόρεϊν Όφις και μετέπειτα πρεσβευτή στην ελληνική κυβέρνηση. Εξαιτίας λοιπόν της δομής της, οι διαφωνίες με το Υπουργείο Πληροφοριών είναι περίπου αναπόφευκτες, τουλάχιστον έως ότου η SOI υπαχθεί σ' αυτό, με τον νέο τίτλο PWE (Υπηρεσία Πολιτικού Πολέμου). Έτσι, η SOE περιορίζεται στην παλαιά SΟ2 και έχει στόχο ανατρεπτικές δραστηριότητες. Η πρώτη αξιοσημείωτη, αν και παροδική, επιτυχία της είναι η ανατροπή του φιλοαξονικού καθεστώτος της Γιουγκοσλαβίας, στις 27-3-1941, μετά την προσχώρηση του τελευταίου στο Τριμερές Σύμφωνο Γερμανίας-Ιταλίας-Ιαπωνίας. Στην Ελλάδα η SOE, ενόψει της επικείμενης γερμανικής κατοχής, αναθέτει στον Ευρ. Μπακιρτζή, τον επονομαζόμενο «κόκκινο συνταγματάρχη», τον σχηματισμό ομάδας δολιοφθοράς και κατασκοπείας («Προμηθεύς»), με την ελπίδα ότι εκείνος θα χρησιμοποιούσε τις διασυνδέσεις του με την Αριστερά". […]
Τέσσερις εβδομάδες μετά το οδυνηρό τέλος της Μάχης της Κρήτης, οι επιτελείς του Φόρεϊν Όφις έχουν ξεπεράσει τον αρχικό κλονισμό και χαράσσουν τις μελλοντικές κατευθυντήριες γραμμές. Έχουν ήδη «συνειδητοποιήσει πλήρως την αρκετά επισφαλή βάση των συμπαθειών του βασιλιά ανάμεσα στους υπηκόους του», αλλά δεν είναι «με κανένα τρόπο» διατεθειμένοι να τον αγνοήσουν και να τον υποτιμήσουν. Αντίθετα, αναφέρουν ότι «με την προπαγάνδα μας πρέπει να κάνουμε το παν για να ενισχύσουμε τη θέση του. Δεν πειράζει αν, υποστηρίζοντας τον βασιλιά και τιμώντας τον Μεταξά -όταν το αξίζει- θα πληγώσουμε τους ακραίους βενιζελικούς κύκλους. Σημασία έχει να μην εξοργίσουμε το βασιλόφρον στρατόπεδο. Οι Γερμανοί δεν είναι ποτέ δυνατό να κερδίσουν τους ακραίους βενιζελικούς, αλλά θα μπορούσαν να έχουν ανταπόκριση σε ορισμένα βασιλόφρονα ή δεξιά στοιχεία». Κατά τους επόμενους μήνες, το Φόρε'ιν Όφις συστήνει επανειλημμένα στο BBC, καθώς και στα άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, να εξαίρουν συνεχώς τον «προσωπικό ηρωισμό» και τη «δοκιμασμένη ηγετική ικανότητα» του Γεωργίου Β'. Αξίζει να παραθέσουμε μία τουλάχιστον από τις εντολές προς την ελληνική υπηρεσία του BBC: «Λαμβάνοντας υπόψη τη βρετανική κυβερνητική πολιτική της πλήρους και απεριόριστης υποστήριξης του βασιλέως και της νόμιμης κυβέρνησης, ένα από τα κύρια καθήκοντα της βρετανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα είναι να πράξει ό,τι ανθρωπίνως δυνατό για να εξάρει το κύρος αμφοτέρων [..,]. 1) Πρέπει να γίνει κατάδηλος η δράση του βασιλέως και της κυβέρνησης για το καλό της Ελλάδας. 2) Πρέπει να τονισθεί με έμφαση ότι στα μάτια της Βρετανίας και του κόσμου, ο βασιλεύς ενσαρκώνει τώρα την ανεξαρτησία και τη μελλοντική απελευθέρωση της Ελλάδας». 3) Επίσης, πρωτεύουσα θέση στο πρόγραμμα πρέπει να καταλάβουν «δηλώσεις της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με τον συνταγματικό χαρακτήρα της μοναρχίας καθώς και τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της κυβέρνησης». Βέβαια, οι οδηγίες αυτού του είδους δίνονται μόνο προφορικά, αφού το Φόρε'ιν Όφις φοβάται διαρροή από την πλευρά των Ελλήνων συνεργατών του BBC.
Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Α, σ. 206-207 και 209-210
[πάνω]
επισιτισμός και μάχη της σοδειάς
Οι μηνιαίες αποστολές σίτου αποτελούν δωρεά της καναδικής κυβέρνησης, αφού δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα οι αγορασμένοι από την κυβέρνηση Κορυζή 350.000 τόνοι. Αυτοί, το 1941, με τη συναίνεση της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης, είχαν τεθεί στη διάθεση της βρετανικής Επιμελητείας Μέσης Ανατολής. Βέβαια, οι Άγγλοι αποσιώπησαν το περιστατικό, για να μην «φέρουν σε αμηχανία» τον Τσουδερό απέναντι στην ελληνική κοινή γνώμη, όπως εμπιστευτικά αποκαλύπτει ο Ήντεν στον Αμερικανό πρέσβη... Τελικά, στις 7-8-1942 αναχωρούν από το Μόντρεαλ τα τρία πρώτα πλοία με σιτηρά και φάρμακα και μετά τρεις εβδομάδες φθάνουν στον Πειραιά. Έτσι, αρχίζει μια επιχείρηση που, ως τον Μάρτιο του 1945, μετέφερε στην Ελλάδα περισσότερους από 600.000 τόνους αγαθών, κυρίως δημητριακά και άλλα τρόφιμα, καθώς και είδη πρώτης ανάγκης. Περισσότερο από τρία εκατομμύρια άνθρωποι λαβαίνουν τακτική βοήθεια. Ας σημειωθεί ότι η επιτυχία της επιχείρησης αυτής, σε τόσο δύσκολες συνθήκες, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την καταρχήν καλή θέληση όλων των ενδιαφερομένων. Πράγματι, όλες οι πλευρές επέδειξαν καλή θέληση, αν και, όπως ήταν φυσικό, αυτή είχε ποικίλλουσα έκταση και ένταση. Πάντως, τη θετική εικόνα δεν αλλοιώνουν ούτε οι παροδικές διαφωνίες μεταξύ Βρετανών και Αμερικανών ή Γερμανών και Ιταλών ούτε και οι σχεδόν μόνιμες δυσκολίες μεταξύ Σουηδών και Ελβετών, όπως δεν την αλλοιώνουν οι ευκαιριακές παραβάσεις που προέρχονται είτε από τους συμμάχους είτε από την Αντίσταση είτε συχνότερα από τις ένοπλες ομάδες των δοσιλόγων είτε των ίδιων των κατακτητών. Ειδικότερα όσον αφορά τους Γερμανούς, η αναπόφευκτα προκατειλημμένη και μεροληπτική ενημέρωση, που προέρχεται από τον αντιστασιακό Τύπο και τη συμμαχική προπαγάνδα, είναι φυσικό να έχει ως σήμερα αφήσει βαθιά ίχνη, με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη κοινή γνώμη σχετικά με τους κατακτητές να εκφράζεται γενικώς επιεικέστερα για τους Ιταλούς. Πράγματι, οι τελευταίοι μετά τη συνθηκολόγηση τους, τον Σεπτέμβριο του 1943, απαγκιστρώνονται από τον ρόλο του κατακτητή και όχι μόνο δεν θεωρούνται εχθροί αλλά θύματα της ίδιας μοίρας καθότι υπόδουλοι των Γερμανών. Έτσι, δεν ευθύνονται και για την υπερβολική όξυνση που διέκρινε την τελευταία και χειρότερη χρονιά της Κατοχής. Βέβαια, στην ουσία η ιταλική συνθηκολόγηση αποτελεί την τελευταία πράξη μιας θλιβερής διαδικασίας καθώς και το επισφράγισμα μιας δεδομένης κατάστασης, σύμφωνα με την οποία οι Ιταλοί, από την πρώτη στιγμή, θεωρήθηκαν κατακτητές «δεύτερης κατηγορίας». Όπως ήταν επόμενο, η προπαγάνδα των συμμάχων έλαβε υπόψη της αυτή τη «διαφορά βαρύτητας» και τόσο το Λονδίνο όσο και το Κάιρο έστρεψαν τα πυρά κυρίως κατά των «Ούννων», παρόλο που ενδοϋπηρεσιακές εκθέσεις χαρακτήριζαν τους / Ιταλούς λιγότερο συνεργάσιμους και περισσότερο επιρρεπείς στους πειρασμούς της μαύρης αγοράς. Αυτή ακριβώς η αντίληψη σε βάρος των Γερμανών βρίσκει γόνιμο έδαφος στο ελληνικό κοινό και ενισχύεται, μεταξύ άλλων, και από την αρκετά προβληματική αν όχι άδοξη «οικονομική πολιτική» πολλών γερμανικών μονάδων, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της Κατοχής, καθώς και από παράγοντες ψυχολογικής υφής. Αναλυτικότερα, ο μέσος Γερμανός στρατιώτης που λόγω ιδιοσυγκρασίας εμφανιζόταν ψυχρός και λιγότερο προσιτός από τον Ιταλό συνάδελφο του, ο οποίος ευκολότερα εκδήλωνε τα αισθήματα του, άφησε αρνητικές εντυπώσεις. Αυτή η διαφορά ερμηνεύθηκε -συχνά ορθώς- από τους Έλληνες ως φυλετική υπεροψία των «Αρίων» και είχε αποτέλεσμα να συρρικνωθεί κάθε παλαιότερη συμπάθεια προς τα «ξανθά θηρία». Ας διευκρινισθεί ότι δεν είναι θέμα του παρόντος κεφαλαίου να εξετάσουμε πώς η «ψυχρότητα» αυτή, με την έξαρση της Αντίστασης και τον παροξυσμό των αντιποίνων -ιδιαίτερα από το τέλος του 1943- εξελίχθηκε σε σκληρότητα ή και βαναυσότητα με όλα τα μοιραία επακόλουθα για τις σχέσεις των δύο λαών. Στην περίοδο που μας απασχολεί, το δυσμενές κλίμα σε βάρος των Γερμανών ενισχύουν οι επιτυχείς εντολές της βρετανικής Υπηρεσίας Προπαγάνδας (PWE) που απαιτούν «οπωσδήποτε να -μην παύσουν να εξακοντίζονται φλογερές κατηγορίες εναντίον των Γερμανών, ότι, δηλαδή, αποσύρουν από την Ελλάδα τρόφιμα». Την άνοιξη του 1942 κορυφώνεται η προπαγάνδα που κατηγορεί τους Γερμανούς ότι θέλουν να καθυστερήσουν ή και να ματαιώσουν τη σύμβαση βοηθείας. Από εδώ απορρέουν μεταγενέστεροι παράλογοι ισχυρισμοί που βεβαιώνουν πως το όλο σχέδιο εφοδιασμού με καναδικό σιτάρι, ενώ ήταν έτοιμο προς υπογραφή από τις αρχές του 1942, καθυστέρησε εξαιτίας του εκβιασμού των Γερμανών, οι οποίοι ζητούσαν, υποτίθεται, το 50% των εισαγωγών για δικές τους ανάγκες. Η εκστρατεία των βρετανικών μέσων ενημέρωσης σημειώνει νέα έξαρση την 1η Οκτωβρίου του 1942, όταν το BBC και ο αγγλικός Τύπος διαδίδουν ότι οι κατακτητές είχαν κατασχέσει την ελληνική συγκομιδή για ιδία κατανάλωση. Όπως ενίοτε συνέβαινε, οι βρετανικές υπηρεσίες υπήρξαν και αυτή τη φορά θύμα εσφαλμένων πληροφοριών, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση η ανεξακρίβωτη είδηση στράφηκε ενάντια στους ίδιους. Έτσι, όταν ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ελβετία ακούει την πληροφορία, «πιστεύοντας στο αλάθητο του BBC », σπεύδει να διαμαρτυρηθεί προς το Βατικανό λέγοντας χαρακτηριστικά ότι με ανάλογα γερμανικά μέτρα ο επόμενος χειμώνας «πιθανώς» θα εστοίχιζε περισσότερους από 500.000 νεκρούς της πείνας, γεγονός που «ίσως χαιρετήσουν» οι δυνάμεις του Άξονα, πιστές στη στρατηγική για απόκτηση ζωτικού χώρου! Το Φόρεϊν Όφις χαρακτηρίζει «αρκετά δυσάρεστη» την πρωτοβουλία του διπλωμάτη του, γιατί -όπως ενδουπηρεσιακά παραδέχεται- η ανακοίνωση του BBC «πολύ απέχει από την αλήθεια». O Ρονκάλι, που είχε αποσταλεί για να ελέγξει επιτόπου την κατάσταση, στην αναφορά του δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ότι όχι μόνο οι αναφερόμενοι αριθμοί αλλά και οι διαδόσεις για επίταξη είναι «απόλυτα ψευδείς». Το BBC, εντούτοις, ουδέποτε τις διέψευσε. Παρόμοιες υπερβολικές και αναληθείς ειδήσεις έχουν ολέθρια αποτελέσματα. Ο αντιστασιακός Τύπος, εντονότερα από ό,τι τον προηγούμενο χρόνο, απαιτεί να μην παραδοθούν στα «όργανα των κουίσλινγκς» γεωργικά προϊόντα, γιατί η ντόπια σοδειά έμελλε να γίνει βορά των κατακτητών. Ήταν, λοιπόν, προτιμότερο οι αγρότες να κάψουν την παραγωγή, εφόσον δεν είχαν τη δυνατότητα να την κρύψουν ή να την διοχετεύσουν στη μαύρη αγορά. Το 1943/44 κυριαρχεί το σύνθημα: «ούτε ένα σπυρί σιτάρι στους κατακτητές και τα τσιράκια τους», γιατί υπήρχε ο κίνδυνος ότι «και η τελευταία μπουκιά θα μεταφερόταν στη Γερμανία». Αργότερα, ο αντάρτικος Τύπος και η αντιστασιακή λογοτεχνία μυθοποιούν αυτή τη μάχη της σοδειάς, η οποία, ωστόσο, μόνο εν μέρει δικαιολογείται. Πράγματι, με τον τρόπο αυτόν, εξασφαλίζεται η διατροφή του ΕΛΑΣ (και του τοπικού άμαχου πληθυσμού), παράλληλα όμως υπάρχει ο μεγάλος κίνδυνος, σε περίπτωση άτυχης μάχης με τους κατακτητές, να καταστραφούν ή να κατασχεθούν τα τρόφιμα ως λεία πολέμου. Και στις δύο περιπτώσεις (σίγουρα στην πρώτη, ενώ στη δεύτερη ήταν συνήθως θέμα των υπευθύνων -ή μη- αξιωματικών των δυνάμεων κατοχής) η «μάχη της σοδειάς» σήμαινε ταυτόχρονα στέρηση του αστικού πληθυσμού από τις φυσικές πηγές εφοδιασμού και αυτή η πραγματικότητα παραμελείται από τις ηρωικές απλοποιήσεις της μεταπολεμικής λογοτεχνίας.
Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Α, σ. 226-231
[πάνω]
η πολιτική του ΚΚΕ για το αντάρτικο
Η αρχική στάση της ηγεσίας του Λίνϋ απέναντι στο Αντάρτικο, ως μορφή πάλης, είναι πολυσυζητημένη. Η επίσημη κομμουνιστική ιστοριογραφία αναφέρει ότι το κόμμα, από «την πρώτη στιγμή», θεώρησε το Αντάρτικο ανώτατη μορφή της αντίστασης. Περιέργως, αυτή η εκδοχή συμπίπτει με την επίσημη και την αγοραία αντικομμουνιστική προπαγάνδα που διακηρύσσει ότι το ΚΚΕ, αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή στη Ρωσία, σφετερίστηκε την ιδέα του Αντάρτικου για να αποκτήσει, με την κάλυψη του «εθνικού μανδύα», έναν ισχυρό στρατό που θα το βοηθούσε μεταπολεμικά να καταλάβει την εξουσία. Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία αυτή, οι κομμουνιστές με τις ενέργειες τους προκαλούσαν -υποτίθεται συνειδητά- τον κατοχικό μηχανισμό αντιποίνων, για να αναγκάσουν τους περισσότερους άνδρες να καταφύγουν στα βουνά, ώστε να προλεταριοποιηθεί γενικώς ο πληθυσμός και να γίνει πιο επιδεκτικός στο «μπολσεβίκικο δηλητήριο». Διαφορετική αντίληψη, ωστόσο, έχουν πρόσωπα ποικίλης πολιτικής προέλευσης, τα οποία επιμένουν ότι το Π.Γ. του ΚΚΕ δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη δοκιμασμένη από παλαιά συνταγή της κινητοποίησης των μαζών (απεργίες, διαδηλώσεις κ.λπ.), αλλά το αυθόρμητο ξεκίνημα των «καπεταναίων» και η εδραίωση του Αντάρτικου ανάγκασαν τελικώς την κομματική ηγεσία να υιοθετήσει διστακτικά αυτή τη νέα μορφή πάλης. Η 6η Ολομέλεια του κόμματος (1-7-1941) αποφασίζει τα εξής: «Οργανώνοντας ακούραστα τον αγώνα για τα καθημερινά ζητήματα όλων των λαϊκών στρωμάτων και την ένοπλη αντίσταση στους καταχτητές, το κόμμα και ο κάθε αγωνιστής ξεχωριστά οφείλει [... να οργανώνει τις δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας». Έτσι, ο Τζήμας προάγεται σε «Υπεύθυνο για την οργάνωση του Αντάρτικου», αξίωμα που τότε, βέβαια, ήταν μικρότερης σημασίας από τον ταυτόχρονο διορισμό του ως γραμματέα της «Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας» (ΚΟΑ). Δύο ημέρες αργότερα, ο Στάλιν απευθύνει το περίφημο ραδιοφωνικό μήνυμα προς τους λαούς της Ευρώπης, στο οποίο αναφέρει ότι παντού «στις περιοχές που κατέχει ο εχθρός πρέπει να σχηματίζονται τμήματα παρτιζάνων, έφιππα και πεζά, να σχηματίζονται ομάδες καταστροφής για την πάλη ενάντια στα τμήματα του εχθρικού στρατού, για να ανάψει ο παρτιζάνικος πόλεμος, για να ανατινάζουν γεφύρια, να καταστρέφουν δρόμους, τηλεφωνικές γραμμές και τηλεγραφικές συνδέσεις, να καίνε τα δάση, τις αποθήκες, να χτυπάνε τις εφοδιοπομπές του κατακτητού. Στις κατακτημένες περιοχές να δημιουργούνται αφόρητες συνθήκες για τον εχθρό και για όλους τους συνεργάτες του, να καταδιώκεται και να εξοντώνεται σε κάθε βήμα, να τορπιλίζονται όλα τα μέτρα του». Η έκκληση αυτή αμέσως πολυγραφείται και κυκλοφορεί ευρύτατα, ιδιαίτερα στην Αθήνα, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Θερμόαιμοι νεαροί, που τότε αποφασίζουν να ανατινάξουν γεφύρια ή να επιτεθούν εναντίον μεμονωμένων Ιταλών, αποτρέπονται από το ΚΚΕ ή τους κατά τόπους προδρόμους του ΕΑΜ, που είχαν ήδη οργανωθεί με τη μορφή Λαϊκού Μετώπου• Έτσι, όταν μια ομάδα αξιωματικών που διέθετε μεγάλη ποσότητα δυναμίτη, πρότεινε στο ΚΚΕ συνεργασία, η προσφορά αυτή, μολονότι «συγκίνησε» την κομμουνιστική ηγεσία, την «έβαζε και σε αμηχανία». Διότι έκρινε ότι έπρεπε προηγουμένως να δημιουργήσει «την οργανωμένη μαζική βάση», ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τα αναμενόμενα αντίποινα του κατακτητή. Εξάλλου, πολλοί σημερινοί επικριτές λησμονούν, συνειδητά ή όχι, ότι αμεσότερη φροντίδα απαιτούσε οπωσδήποτε το οξύτατο πρόβλημα της πείνας, η οποία ολοένα και περισσότερο θέριζε τις λαϊκές μάζες.
Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Α, σ. 242-243
[πάνω]
|
|